Τάξεις, μάζες και πολιτική: σχετικά με το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας
Τάξεις, μάζες και πολιτική: σχετικά με το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας
Των[1] Σπύρου Σακελλαρόπουλου[2] και Παναγιώτη Σωτήρη[3]
1. Εισαγωγή: Η επικαιρότητα μιας ιστορικής υλιστικής προσέγγισης
Από τη δεκαετία του 1980 και μετά έχει γίνει πολύ συνηθισμένο να καταδικάζεται, ακόμη και από στοχαστές που εξακολουθούν να αναφέρονται σε μια ριζοσπαστική πολιτική τοποθέτηση, ο μαρξιστικός οικονομισμός και ο μαρξιστικός ή οικονομικός αναγωγισμός. Σύμφωνα με αυτές τις κριτικές, μεγάλο μέρος της μαρξιστικής θεωρίας χρωματίστηκε από μια μεταφυσική εμμονή στην προτεραιότητα, με όρους κοινωνικής οντολογίας αλλά και αιτιακού καθορισμού, του οικονομικού έναντι του πολιτικού. Αυτό το νήμα συνδέει αρκετές και συχνά διαφορετικές απόψεις, από την εμμονή του Φουκώ (Φουκώ 1982· Φουκώ 1989) σε μια πολλαπλότητα εξουσιών, χωρίς κέντρο και χωρίς ιεράρχηση, έως την αποσύνδεση της διαδικασίας συγκρότησης πολιτικών υποκειμένων από τις ανταγωνιστικές θέσεις που αναπαράγουν οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις που προτείνεται από τους Laclau και Mouffe (Laclau / Mouffe 1985, Laclau 1997), και τις παραλλαγές των θεωριών ανάδυσης νέων κινημάτων και ταυτοτήτων[4]. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και τοποθετήσεις που δείχνουν να υποστηρίζουν μια ‘κλασική’ μαρξιστική σύλληψη, όπως του Jessop (2002), σπεύδουν να τονίσουν το συγκυριακό ή ενδεχομενικό χαρακτήρα της όποιας εξηγητικής προτεραιότητας των αντιθέσεων που διαπερνούν την καπιταλιστική οικονομία.
Απέναντι σε αυτές τις τοποθετήσεις θέλουμε να αντιτάξουμε τη σαφή υπενθύμιση ότι η θεμελιώδης τομή του ιστορικού υλισμού, δεν είναι μια μεταφυσική της οντολογικής προτεραιότητας της οικονομίας έναντι της πολιτικής, με τη πρώτη να κατέχει θέση ουσίας και τη δεύτερη τη θέση ενός σαφώς υποδεέστερου φαινομένου, αλλά –και πολύ περισσότερο– η θέση ότι κάθε εξουσία είναι πρώτα από όλα μια ταξική εξουσία, δηλαδή εξουσία τάξεων που μπορούν όχι απλώς να ηγούνται μιας κοινωνικής ιεραρχίας αλλά και να καθορίζουν τους όρους κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής συμπεριλαμβανομένης της απόσπασης και διανομής του κοινωνικού πλεονάσματος. Επομένως, η αναγκαία αντιπαράθεση στον οικονομισμό, που ομολογουμένως σφράγισε αρκετές πλευρές της ιστορίας του μαρξισμού ως ένα σχήμα ιστορικής τελεολογίας των –προοδευτικών– παραγωγικών δυνάμεων και των –αντιδραστικών– σχέσεων ιδιοκτησίας, δεν μπορεί να σημαίνει την αναίρεση της βασικής θέσης περί της εξηγητικής προτεραιότητας της σύγκρουσης των ταξικών εξουσιών για τους όρους κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Αντίστοιχα, η αναγκαία υποστήριξη της γείωσης της ταξικής κυριαρχίας στις παραγωγικές σχέσεις, δεν μπορεί να οδηγεί στην υποτίμηση της αναγκαστικής συνάρθρωσης πολιτικών και ιδεολογικών στοιχείων (επομένως, και συλλογικών αναπαραστάσεων) σε κάθε στιγμή και όψη της ταξικής κυριαρχίας και σύγκρουσης[5].
Επιμένουμε στη μαρξιστική αιτιακή και εξηγητική προτεραιότητα της εκμετάλλευσης απέναντι στην καταπίεση (που συνιστά ακριβώς τη θεωρητική πρωτοτυπία της σύλληψης κάθε εξουσίας ως ταξικής εξουσίας), απέναντι σε απόψεις που τείνουν σε ένα σχήμα εξουσίας χωρίς εκμετάλλευση, ή βλέπουν την εκμετάλλευση απλώς ως μια στιγμή ή ένα παρεπόμενο της εξουσίας. Αυτή η άποψη δεν αφορά μόνο την νομιναλιστική θεώρηση της εξουσίας από τον Φουκώ, αλλά και τις διάφορες παραλλαγές μιας μοναδιάστατης, θεώρησης της εξουσίας, όπως είναι η κατά Αγκάμπεν σύγκρουσης ανάμεσα σε μια καθολική βιοπολιτική εξουσία και την αντιστεκόμενη ‘γυμνή ζωή’ (Agamben 2005). Εκτιμούμε ότι η έννοια της εξουσίας δεν μπορεί να παρουσιαστεί μόνο με την έννοια του καταναγκασμού, ή έστω την πιο γόνιμη έννοια των κοινωνικών πειθαρχιών και των κατά Φουκώ «γνωμόνων»[6]. Όλες αυτές οι τοποθετήσεις, καθαυτές χρήσιμες για συγκεκριμένα πεδία έρευνας[7], παραβλέπουν τη συνθετότητα της κοινωνικής σύγκρουσης: δεν είναι σύγκρουση «αυθύπαρκτων οντοτήτων» (κατ’ αναλογία με μια σύγκρουση οχημάτων), είναι άνιση και σύνθετη διαλεκτική σχέση όπου η κάθε πλευρά της αντίθεσης διεισδύει και αλληλεπιδρά με την άλλη, διαμορφώνοντάς την σε αυτή τη διαδικασία (Balibar 1997: 298-299).
Επιπλέον, η διαίσθηση του Γκράμσι (Gramsci 1971) για τη διαλεκτική ανάμεσα στην κυριαρχία, το συμβιβασμό και την πνευματική ηγεσία, μέσα στην έννοια της ηγεμονίας, διατηρεί την αξία της. Η αναφορά στην αναγκαστική συνθετότητα των μηχανισμών της ταξικής ηγεμονίας (και της διαρκούς αναπαραγωγής και αντι-ηγεμονικών τάσεων) μπορεί να απαντήσει στην αμηχανία που σφραγίζει αρκετές πρόσφατες εκδοχές της αριστερόστροφης πολιτικής σκέψης, που είτε περιορίζεται απλώς στην εκ νέου διεκδίκηση του ριζοσπαστικού φορτίου μιας σπινοζικής θεώρησης της δημοκρατίας (Νέγκρι[8]), είτε στρέφεται προς μια Χομπσιανή και Σμιτιανή[9] αντίληψη της σύγκρουσης με όρους φίλου και εχθρού (Αγκάμπεν), είτε αναζητά μια εν δυνάμει εμμενή κοινωνική ορθολογικότητα μέσα από παλινδρομήσεις σε θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου (βλ. τη μεγάλη απήχηση του Ρωλς[10]) ή μέσα από την έμφαση στην αυθόρμητη ορθολογικότητα της κοινωνικής επικοινωνίας (Habermas 1989).
Κατά συνέπεια εάν επιμένουμε στον αντιφατικό και επικαθορισμένο χαρακτήρα της ταξικής σύγκρουσης και ηγεμονίας, αφετέρου στον ιστορικά συγκυριακό, πεπερασμένο και όχι ‘φυσικό’ χαρακτήρα των μορφών ταξικής κυριαρχίας –επομένως και στο ανοιχτό ενδεχόμενο του επαναστατικού μετασχηματισμού, επιβάλλεται να δούμε ξανά την έννοια του επαναστατικού υποκειμένου σε όλη τη συνθετότητα και την ανισότητα των προσδιορισμών του.
2. Πού βρίσκεται σήμερα η εργατική τάξη;
2.1 Οι κλασικοί και το ζήτημα της κεντρικότητας της εργατικής τάξης
Αφού αρχικά αναφερθήκαμε στα θεωρητικά προαπαιτούμενα μιας υλιστικής προσέγγισης για τις τάξεις, μπορούμε να προσεγγίσουμε από μια πιο κοινωνικοπολιτική σκοπιά τη θέση, τα χαρακτηριστικά, και τη δυναμική της σύγχρονης εργατικής τάξης. Για να γίνουμε πιο σαφείς: το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας είναι διττό: Μπορούμε να μιλάμε σήμερα για την ύπαρξη μιας σημαντικής, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, κοινωνικής ομαδοποίησης που να ορίζεται ως η σύγχρονη εργατική τάξη, ή έχουμε περάσει σε μια νέα ιστορική φάση όπου η σημασία των κοινωνικών τάξεων, και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, τείνει να εξαφανιστεί δίνοντας τη θέση της σε άλλες διαστρωματώσεις, με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτηριστικά; Κι αν ισχύει το πρώτο και όχι το δεύτερο, τότε κατά πόσο και με ποιο τρόπο αυτή η εργατική τάξη μπορεί να θεωρηθεί το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας;
Ο παραπάνω προβληματισμός τίθεται ακριβώς γιατί ήταν βασική θέση των κλασικών του μαρξισμού ότι η εργατική τάξη, το προλεταριάτο, θα αποτελούσε την κοινωνική εκείνη ομάδα που θα οδηγούσε την ανθρωπότητα στην έξοδο από την ανθρώπινη προϊστορία. Ήδη από τις σελίδες του Κομμουνιστικού Μανιφέστου οι Μαρξ και Ένγκελς τονίζουν πως τα κινήματα που ανέτρεψαν τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής «ήσαν κινήματα μειοψηφιών ή για το συμφέρον μειοψηφιών. Το προλεταριακό κίνημα είναι το ανεξάρτητο κίνημα της τεράστιας πλειοψηφίας, για το συμφέρον της τεράστιας πλειοψηφίας» (Μαρξ- Ένγκελς χ.χ.ε.: 57). Η αποστολή αυτής της τάξης θα είναι η διάλυση όλων των τάξεων, και κατά συνέπεια η αυτό-υπέρβασή της[11]. Όπως αναφέρουν οι Μαρξ και Ένγκελς στην Αγία Οικογένεια το προλεταριάτο και ο πλούτος αποτελούν δύο αντίθετα και ως τέτοια συγκροτούν μια ολότητα δεδομένου πως αποτελούν και τα δύο μορφώματα του κόσμου της ατομικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο θα πρέπει να προσδιορίσουμε ποια προκαθορισμένη θέση κατέχει το καθένα μέσα σε αυτή την αντίφαση. Το προλεταριάτο είναι η αρνητική πλευρά της αντίφασης, δεδομένου πως είναι υποχρεωμένο να καταργήσει το αντίθετό του, την ατομική ιδιοκτησία. Με άλλους όρους, ο καπιταλιστής αποτελεί το συντηρητικό τμήμα και ο προλετάριος το καταστρεπτικό. Από το πρώτο πηγάζει η δράση που συντηρεί την αντίφαση και από το δεύτερο η δράση που την καταργεί (Marx- Engels 1972: 46- 47)
Τι μπορούμε να κρατήσουμε από τα παραπάνω; Ότι ο ρόλος του προλεταριάτου δεν προκαθορίζεται από κάποια εξω-ιστορική δραστηριότητα. Καθορίζεται από τη φύση του καπιταλισμού και από τις συγκεκριμένες συνθήκες τις οποίες επιβάλει στην εργατική τάξη και στην κοινωνία γενικότερα. Όποιες αλλαγές και αν λαμβάνουν χώρα εντός του καπιταλιστικού συστήματος, το συγκεκριμένο σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς εκμετάλλευση, κυριαρχία και καταπίεση (Miliband 1977: 39). Στην πραγματικότητα είναι οι ίδιοι οι κοινωνικοί όροι της ύπαρξής του προλεταριάτου, που του δίνουν τη δυνατότητα και τη δύναμη να πραγματοποιήσει την κοινωνική ανατροπή (Λένιν 1988: 23).
Κατά συνέπεια, η εμμονή στην κεντρικότητα της εργατικής τάξης συνιστά πεδίο διαχωρισμού μεταξύ μιας κομμουνιστικής οπτικής και άλλου είδους οπτικές που αναφέρονται σε μια γενικόλογη «κοινωνική χειραφέτηση». Ο ρόλος της εργατικής τάξης ορίζεται εντός της αντίληψης για την ταξική πάλη ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας[12]. Η αντίληψη αυτή εντοπίζει την κυρίαρχη αντίθεση που διαπερνά κάθε τρόπο παραγωγής και η οποία προσδιορίζει τα ιδιαίτερα σύνολα ανταγωνιστικών κοινωνικών φορέων. Με αυτή την έννοια, η εργατική τάξη δεν είναι η μόνη τάξη που υφίσταται εκμετάλλευση ή καταπίεση, όμως η ειδική της θέση στις σχέσεις παραγωγής, της δίνει έναν πρωτεύοντα ρόλο στην ειδικά καπιταλιστική εκδοχή ταξικής πάλης. Με αυτή την έννοια είναι σαφές ότι εμείς δεν θεωρούμε την εργατική τάξη ένα «μεσσιανικό» υποκείμενο προορισμένο νομοτελειακά να οδηγήσει στον κομμουνισμό, όπως προσπάθησαν να υποστηρίξουν οι διάφορες παραλλαγές του μαρξιστικού ιστορικισμού[13]. Επιμένουμε, όμως, ότι μέσα στις καταστατικές αντιθέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στη σύγκρουση ανάμεσα στην τάση υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο και τις διαρκώς επανεμφανιζόμενες αντιστάσεις μέσα στην παραγωγή[14], διαρκώς αναπαράγεται, ο κομμουνισμός ως ένα όριο, ως μια ακραία προέκταση των σημερινών αντιστάσεων, διεκδικήσεων, συλλογικών αναπαραστάσεων: δεν υπάρχει εξουσία χωρίς την διαρκή αναπαραγωγή μορφών άρνησης του εξαναγκασμού, δεν υπάρχει εκμετάλλευση χωρίς τη διαρκή τάση επανοικειοποίησης του χρόνου και του παραγόμενου πλούτου, δεν υπάρχει κυριαρχία χωρίς την ανάδυση μιας επιθυμίας για χειραφέτηση, δεν υπάρχει εξατομίκευση χωρίς την αναζήτηση τάσεων εκ νέου συλλογικότητας. Και αυτό εξακολουθεί να καταγράφεται και σήμερα. Τα μεγάλα κινήματα, που σε αλλεπάλληλα κύματα ξεσπούν και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, ενάντια στην ελαστική εργασία, για τη διατήρηση αναδιανεμητικού ρόλου του κράτους, για δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, για διατήρηση βασικών δικαιωμάτων σε καμιά περίπτωση δεν είναι απλώς ‘διεκδικήσεις’ εντός μιας κλασικής αντίληψης ‘πλουραλισμού’ και ομάδων πίεσης: εμπεριέχουν μια βαθύτερη αμφισβήτηση της καπιταλιστικής λογικής, διεκδικούν κοινωνική δικαιοσύνη και όχι έναν δικαιότερο καπιταλισμό, καταδεικνύουν την αναπόδραστη δραστικότητα του ταξικού ανταγωνισμού.
Από τη στιγμή που δεχόμαστε τις παραπάνω θέσεις, το ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε είναι κατά πόσον ισχύουν στη σημερινή εποχή. Με άλλα λόγια, κατά πόσο η εργατική τάξη συνεχίζει να έχει ένα σημαντικά ρόλο εντός της σύγχρονης κοινωνίας, και κατ’ επέκταση κατά πόσο συνεχίζει να αποτελεί το βασικό υποκείμενο κοινωνικής ανατροπής.
2.2. Θεωρίες του τέλους της εργατικής τάξης
Στο χώρο της θεωρίας των κοινωνικών τάξεων έχει αναπτυχθεί, ήδη από τη δεκαετία του ’50, ένα επιστημονικό ρεύμα που αμφισβητεί αν όχι την ίδια την ύπαρξη των κοινωνικών τάξεων, τουλάχιστον το ρόλο και τη σημασία τους για τις σύγχρονες κοινωνίες. Τα βασικά του στοιχεία είναι τα ακόλουθα:
Πρώτον, η μετάλλαξη της καπιταλιστικής κοινωνίας έχει οδηγήσει στον μετασχηματισμό των δύο βασικών αντιτιθέμενων τάξεων και στη διαμόρφωση μιας πληθώρας κοινωνικών ομαδοποιήσεων με ασαφή όρια. Αυτή η εξέλιξη αποδίδεται στην «τριτογενοποίηση» της οικονομίας, στην αύξηση των εργαζομένων με τεχνική κατάρτιση και στη βελτίωση των εισοδημάτων.
Δεύτερον, οι προγενέστερες οικονομικές διαφορές έχουν εξαλειφθεί την ίδια ώρα που σημειώνονται πολλαπλές οικονομικές μεταλλαγές: διαχωρισμός της οικονομικής εξουσίας μεταξύ αυτής που διαθέτουν οι ιδιοκτήτες και αυτής των διευθυντών, διάχυση των επαγγελματικών ειδικεύσεων μεταξύ των μισθωτών, εξίσωση του χρόνου εργασίας, βελτίωση του επιπέδου ζωής, αλλαγές στις συνθήκες εργασίας, θέσπιση της προοδευτικής φορολογίας, αύξηση της κοινωνικής κινητικότητας –γεγονός στο οποίο συνέβαλαν αποφασιστικά οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί, επέκταση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων που οδηγεί στον περιορισμό των ιδιαίτερων ταξικών προνομίων.
Τρίτον, Η πολιτισμική διάσταση του τρόπου ζωής, τα καταναλωτικά πρότυπα, και οι αξίες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία στη διαμόρφωση των κοινωνικών ταυτοτήτων. Η διαστρωμάτωση γίνεται όλο και πιο ρευστή και μεταλλασσόμενη, αναδύεται ένα μωσαϊκό κοινωνικών ομαδοποιήσεων στη θέση ενός μικρού αριθμού περίκλειστων κοινωνικών ομάδων. Σημαντικό ρόλο στην κοινωνική τοποθέτηση δεν παίζουν οι σχέσεις παραγωγής αλλά τα ΜΜΕ, τα οποία, μέσω των μηνυμάτων που προβάλουν, φέρνουν πιο κοντά ανθρώπους με τις ίδιες συνήθειες, που σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είχαν αποκτήσει τη συγκεκριμένη κοινωνική ταυτότητα (Waters 1994: 305- 306). Το αποτέλεσμα είναι η σύγκλιση των τρόπων συμπεριφοράς και των αξιών ατόμων με διαφορετικές θέσεις στην παραγωγική διαδικασία (Clark and Lipset 1991: 400).
Τέταρτον, η φυλή, η εθνότητα και η εθνικότητα αποτελούν επίσης ξεχωριστούς παράγοντες διαμόρφωσης μορφών κοινωνικής διαστρωμάτωσης.
Πέμπτον, παρατηρείται σταδιακή απώλεια της ταξικής συνείδησης, πράγμα που αποδεικνύεται και από το γεγονός πως όλο και λιγότεροι εργάτες ψηφίζουν αριστερά κόμματα[15].
Σε ποιο θεωρητικό μονοπάτι οδηγούν οι παραπάνω παραδοχές; Πολύ απλά πως δεν αρκεί μια περιγραφική προσέγγιση των τάξεων, όπου η θέση στην παραγωγική διαδικασία και η οικονομική ανισότητα είναι παράγωγα της ένταξης σε διαφορετικές τάξεις, αλλά χρειάζεται μια ερμηνευτική πρόταση, σύμφωνα με την οποία η κοινωνική διαστρωμάτωση δεν οδηγεί αναγκαστικά στην απόκτηση κοινωνικής ταυτότητας ούτε και στην κοινωνική σύγκρουση (Pakulski 1993: 281). Το ζητούμενο είναι μια πολυδιάστατη προσέγγιση η οποία να υποβαθμίζει την κεντρικότητα των κοινωνικών τάξεων για την ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων, υπογραμμίζοντας την σημασία της αποσύνδεσης κοινωνικής θέσης και πολιτικής συμπεριφοράς (Pakulski and Waters 1996: 21).
Αυτό που θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει είναι ότι οι συγκεκριμένες απόψεις αφορούν μια αστική προσέγγιση έντονα επηρεασμένη από τη βεμπεριανή παράδοση. Ωστόσο, τις δύο τελευταίες δεκαετίες διαπιστώνεται η ανάπτυξη μιας ομοειδούς προβληματικής και από ριζοσπάστες διανοητές οι οποίοι υποστηρίζουν πως η εργατική τάξη έχει παύσει να υφίσταται ως τέτοια, πόσο μάλλον ως επαναστατικό υποκείμενο.
Βασικός εκφραστής του ρεύματος αυτού είναι ο Gorz, οποίος στο βιβλίο του που φέρει τον εύγλωττο τίτλο Αντίο Προλεταριάτο υποστηρίζει πως η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει αποστερήσει τον εργάτη από την εξουσία που είχε πάνω σε αυτή, με αποτέλεσμα να μην ταυτίζεται μαζί της και να χάνει το αίσθημα πως ανήκει σε μια τάξη. Στη θέση του συλλογικού παραγωγικού εργάτη δημιουργείται μια μη- τάξη μη- εργατών που δεν έχει παραχθεί από τον καπιταλισμό, αλλά από την κρίση και διάλυση του καπιταλισμού που οφείλεται στην επίδραση των νέων τεχνικών παραγωγής. Αυτή η μη τάξη των μη εργατών συνενώνει όλους όσους έχασαν τη δουλειά τους ή υποαπασχολούνται λόγω της χρήση του αυτοματισμού και της πληροφορικής, περιλαμβάνοντας έτσι το σύνολο των υπεράριθμων της κοινωνικής παραγωγής. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η εργατική τάξη είναι μια προνομιούχος μειοψηφία δεδομένης της εξάπλωσης της συνεχούς ευελιξίας η οποία οδηγεί τη μεγάλη μάζα των απασχολούμενων σε μια πληθώρα προσωρινών ενασχολήσεων με τις οποίες ποτέ δεν μπορούν να ταυτιστούν πραγματικά (Gorz 1986: 100 κε). Ουσιαστικά με αυτές τις θέσεις ο Gorz θέτει το ζήτημα της λεγόμενης κοινωνίας των 2/3 όπου πέραν της άρχουσας τάξης υπάρχει ένα εξασφαλισμένο, αλλά μειοψηφικό τμήμα, το 1/3, και ένα πλειοψηφικό τμήμα, τα 2/3, τα οποία ζουν μέσα σε συνεχή εργασιακή αβεβαιότητα και ανέχεια.
Η πολιτική προέκταση της θεώρησης του Gorz έρχεται με την προσέγγιση του Σαφ, σύμφωνα με την οποία λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας και της ανάπτυξης της ρομποτικής και της αυτοματοποίησης τίθενται πια σοβαρά, μέσω της αδυναμίας διατήρησης αναλυτικών κατηγοριών όπως η υπεραξία και η εκμετάλλευση, οι όροι υπέρβασης της εργασίας στην παραδοσιακή της μορφή και μαζί με αυτήν και της εργατικής τάξης, γεγονός που επιφέρει και μια αντίστοιχη τροποποίηση (μείωση) του ρόλου της αστικής τάξης και μια αύξηση της σημασίας των μεσαίων τάξεων (Σαφ 1991: 62· Σαφ 1993: 32).
Η θέση του Σαφ, όπως και αυτή του Gorz, φαίνεται να επηρεάζεται καθοριστικά από τη σημασία της εξέλιξης των τεχνολογικών καινοτομιών. Πρόκειται για μια προσέγγιση που στο οικονομικό επίπεδο θα κωδικοποιηθεί από τον Rifkin στο γνωστό του έργο Το τέλος της Εργασίας. Εκεί ο Rifkin υποστηρίζει πως οι τεχνολογικές καινοτομίες δημιουργούν λιγότερες θέσεις εργασίας, δεδομένου πως η αύξηση του ανταγωνισμού, και η συνακόλουθη ανάγκη χρησιμοποίησης των πλεονεκτημάτων που παράγει η τεχνολογία, συντελούν στη μείωση της χρήσης ζωντανής εργασίας. Η μεγάλη αλλαγή είναι πως η τεχνολογία διαμεσολαβεί τις σχέσεις των συντελεστών της παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις εργοδοτών και εργαζομένων. Το αποτέλεσμα είναι η ανάπτυξη της παραγωγικότητας να οδηγεί σε συνεχείς κρίσεις υπερπαραγωγής, με συνέπεια την ολοένα και μεγαλύτερη επέκταση της ανεργίας (Rifkin 1996: 76 κ.ε.).
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και των υπηρεσιών είναι που θα δώσουν το κίνητρο στους Hardt και Negri να αναφερθούν στην ηγεμονία της παραγωγής άυλων αγαθών η οποία περιλαμβάνει και ιδέες, σχέσεις και μορφές επικοινωνίας (Hardt and Negri 2005: 65), γεγονός που συντελεί όχι μόνο στην παραγωγή εμπορευμάτων αλλά και κοινωνικών σχέσεων και μορφών ζωής, κι αυτή αποκαλείται βιο-πολιτική μορφή παραγωγής (Hardt and Negri 2005: 94). Στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο οι μετασχηματισμοί αυτοί έχουν ως συνέπεια να αντιπαρατίθεται στην έννοια της εργατικής τάξης η έννοια του πλήθους. Κι αυτό γιατί από τη μεριά έχουμε την καπιταλιστική εκμετάλλευση και από την άλλη την άυλη βιοπολιτική παραγωγή ως απότοκο της συνεργατικής εργασίας η οποία κυκλοφορεί στο πλαίσιο των κοινωνικών δικτύων (Hardt and Negri 2005: 113).
Το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι πως και τα δυο ρεύματα σκέψης καταλήγουν στα ίδια πορίσματα. Η εργατική τάξη είτε δεν υπάρχει, είτε ασκεί ένα περιθωριακό ρόλο σε σχέση με το παρελθόν. Η διαφορά τους είναι πως οι προγενέστερες θεωρήσεις ασπάζονται μια αντίληψη τέλους των τάξεων μέσω της ανόδου των εισοδημάτων[16] και της πολιτιστικής ομοιογενοποίησης ενώ οι νεότερες, και πιο ριζοσπαστικές, προσεγγίσεις δίνουν ιδιαίτερο βάρος στην εξέλιξη της τεχνολογίας.
2.3. Σχετικά με την υποτιθέμενη μικροαστικοποίηση / εξάλειψη της εργατικής τάξης
Το γενικό πλαίσιο της πρώτης κατηγορίας απόψεων είναι πως ενώ στον 19ο και στο πρώτο τμήμα του 20ου αιώνα μια πολυάριθμη, δυναμική και πολιτικά συνειδητοποιημένη εργατική τάξη έκανε φανερή την παρουσία της, οι σημαντικές αλλαγές που έλαβαν στη συνέχεια χώρα οδήγησαν στη μικροαστικοποίηση / εξαφάνισή της.
Ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα των παραπάνω προσεγγίσεων είναι πως σε όλες τις αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες παρατηρείται μια μείωση των απασχολούμενων στο δευτερογενή τομέα παραγωγής, δηλαδή στη βιομηχανία, και μια αντίστοιχη ενίσχυση του τριτογενή τομέα, δηλαδή των υπηρεσιών και του εμπορίου. Κατά συνέπεια οι εργάτες μειώνονται και μεταβάλλονται σε μικροαστούς. Ωστόσο δεν γίνεται κατανοητό από πού προκύπτει πως δεν μπορούν να υπάρχουν μερίδες της εργατικής τάξης που να εργάζονται στο εμπόριο και τις υπηρεσίες. Η καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν αφορά των υλική μορφή των παραγόμενων αξιών χρήσης αλλά τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώνεται. Από τη στιγμή που η εργασία ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφάλαιο το καπιταλιστικό εμπόρευμα αποτελεί μια κοινωνική σχέση συνδεδεμένη με οποιαδήποτε αξία χρήσης. Με αυτό τον τρόπο πλείστες όσες «υπηρεσίες» παίρνουν τη μορφή των καπιταλιστικών εμπορευμάτων, εξέλιξη που σηματοδοτεί, στην πραγματικότητα, τη διεύρυνση της εργατικής τάξης με τη προσθήκη νέων εργατικών κατηγοριών[17].
Άλλο επιχείρημα που χρησιμοποιείται συχνά είναι πως έχουν βελτιωθεί τα εισοδήματα των μισθωτών και γι’ αυτό έχουν μειωθεί οι ανισότητες και κατά συνέπεια έχουν γίνει δυσδιάκριτα τα όρια των τάξεων. Ωστόσο, η μαρξιστική παράδοση θεωρεί ως η ανισοκατανομή του πλούτου συνδέεται άρρηκτα με τις σχέσεις εκμετάλλευσης που επικρατούν στο καπιταλιστικό προτσές παραγωγής. Η νίκη εργατικών κινητοποιήσεων μπορεί να επιφέρει μείωση της εκμετάλλευσης[18] και βελτίωση των εισοδημάτων της εργατικής τάξης αλλά όχι εξαφάνισή της.
Σε κάθε περίπτωση δεν είναι καθόλου δεδομένο πως οι ανισότητες έχουν μειωθεί: στις ΗΠΑ το 1967 η διαφορά μεταξύ του φτωχότερου και του πλουσιότερου πέμπτου ήταν μικρότερη από 11 φορές, το 1980 η σχέση αυτή θα μειωθεί στις 10 περίπου φορές για να εκτοξευτεί στις 14 φορές το 2000 ( Σακελλαρόπουλος 2004: 269- 270), ενώ στη Βρετανία οι λεγόμενες ‘μεσαίες’ εισοδηματικές κατηγορίες (αυτές που διαθέτουν από 50% μέχρι 150% των μέσων αποδοχών) είδαν, στη δεκαετία του ’80, να μειώνονται από 62% σε 43% του συνόλου (Myles and Turegan 1994: 119). Παράλληλα, η μελέτη των Gottschalk και Joyce θα δείξει πως στην ίδια περίοδο αυξήθηκαν οι οικονομικές ανισότητες και σε Αυστραλία, Καναδά, Γαλλία, Γερμανία, Σουηδία, Ολλανδία, όπου διαπιστώθηκε μικρότερη από το μέσο όρο αύξηση στα εισοδημάτων των φτωχότερων στρωμάτων και υψηλότερη από το μέσο όρο αύξηση των υψηλότερων εισοδημάτων (Gottschalk and Joyce 1991 όπως αναφέρονται από τους Myles and Turegan 1994: 119).
Το ζήτημα της κοινωνικής κινητικότητας δεν λέει πολλά πράγματα από μόνο του. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία που παραθέτει ο Μίλιμπαντ η ανοδική κινητικότητα μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό λαμβάνει χώρα (Μίλιμπαντ 1984: 85- 90)[19]. Από εκεί και πέρα στην πραγματικότητα η λεγόμενη κοινωνική κινητικότητα δεν αφορά παρά ορισμένες μορφές διαγενεακής επαγγελματικής κινητικότητας. Το γεγονός πως η κόρη του χειρώνακτα εργάτη γίνεται πωλήτρια σε σούπερ μάρκετ σε τίποτε δεν μεταβάλει τον εκτελεστικό ρόλο που έχει στην παραγωγή. Αυτό που όντως συμβαίνει είναι πως η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου αλλά και η εξέλιξη της τεχνολογίας έχουν οδηγήσει σε ανάγκες επαγγελματικής εξειδίκευσης και κατά προέκταση σε μια αύξηση του αριθμού των επαγγελμάτων και ιδιαίτερα αυτών που βρίσκονται εκτός του παραδοσιακού χώρου του εργοστασίου. Ωστόσο, όπως πολύ ορθά έχει δείξει ο Braverman, τα νέα στρώματα των υπαλλήλων έχουν απολέσει όλα εκείνα τα στοιχεία που τα διαχώριζαν κατά τρόπο διακριτό και σαφή από τους βιομηχανικούς εργάτες (Braverman 1974: 355). Έτσι, οι διάφορες εμπειρικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, δείχνουν ότι οι υπάλληλοι αυτοί ασκούν μία μονότονη, κανονικοποιημένη, αποειδικευμένη εργασία, η οποία υπόκειται σε συνεχείς ελέγχους, σε σημείο που όλος ο εργασιακός χώρος στον οποίο απασχολούνται να παίρνει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του εργοστασίου.
Για το θέμα της σημασίας που έχουν η ένταξη σε φυλή ή σε εθνική ομάδα ως υποκατάστατο της ταξικής ένταξης θέλουμε να παρατηρήσουμε ότι ο εθνικισμός και ο ρατσισμός αναδεικνύονται ως ιδεολογικά υποσύνολα της κυρίαρχης ιδεολογίας, για να επέλθουν τεχνητοί διαχωρισμοί στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι τα θύματα του ρατσισμού κατά κύριο λόγο πολώνονται προς προλεταριακές θέσεις στον καταμερισμό εργασίας. Η διαφορά στο χρώμα ή/και στην εθνική προέλευση αξιοποιείται ως επιχείρημα για να συγκαλυφτεί η πραγματικότητα της κοινής εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο, εξυπηρετεί (και δεν αναιρεί) μια ταξική στρατηγική καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Το γεγονός πως τμήματα της εργατικής τάξης δεν υιοθετούν κοινές συνδικαλιστικές πρακτικές επιλέγοντας τον συγχρωτισμό μόνο με μέλη της φυλής ή της εθνότητάς τους δεν δείχνει τίποτε άλλο παρά την πολιτική αποτυχία των δυνάμεων της αριστεράς στο να κατορθώσουν να διαμορφώσουν ένα μέτωπο κοινών συμφερόντων[20].
Η πολιτιστική όσμωση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ουδέτερη διαδικασία, αλλά ως απότοκο της μετατροπής της πολιτιστικής δημιουργίας σε καπιταλιστικό εμπόρευμα. Το λεγόμενο «πνεύμα του καταναλωτισμού» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διείσδυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε νέες σφαίρες κερδοφορίας. Το εμπόρευμα για να είναι κερδοφόρο θα πρέπει να είναι ομοιογενοποιημένο, να απευθύνεται σε ευρύτατο κοινό και να διαφημίζεται κατάλληλα. Ο κοινός τρόπος διασκέδασης, ένδυσης, ενδιαίτησης, δεν είναι το τέλος των τάξεων αλλά η έκφραση της κυριαρχίας της αστικής τάξης απέναντι στην εργατική τάξη η οποία βρίσκεται σε αδυναμία να διατυπώσει ένα πλαίσιο εναλλακτικών πολιτιστικών πρακτικών. Παράλληλα, όλη αυτή η κατάσταση καθόλου δεν ακυρώνει τις σχέσεις εκμετάλλευσης που υπάρχουν και αναπαράγονται: το γεγονός πως μπορούν να συνευρεθούν στον ίδιο χώρο διασκέδασης ένας εργοδότης και ένας εργαζόμενος δε σημαίνει πως έχουν εξαλειφθεί οι διαφορετικοί τους ρόλοι εντός της παραγωγικής διαδικασίας.
Το ζήτημα της μειωμένης πολιτικής εκπροσώπησης των εργατικών στρωμάτων από τα λεγόμενα εργατικά κόμματα εμπεριέχει πληθώρα ανοικτών θεμάτων. Τα πιο σημαντικά είναι το πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις εκπροσώπησης και ποια είναι αυτά τα εργατικά κόμματα. Οι σχέσεις εκπροσώπησης, πλην συνθηκών έντονης ριζοσπαστικοποίησης, ηγεμονεύονται και διαπερνώνται από τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης και αυτό αφορά τα συντηρητικά αλλά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ειδικότερα, η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, ως φορέας αστικής πολιτικής διαχείρισης των συμφερόντων των εργατικών στρωμάτων, θα λειτουργήσει για πολλά χρόνια ως ο ιμάντας ενσωμάτωσης των κυριαρχούμενων τάξεων στο αστικό σύστημα. Θα διαχειριστεί την κοινωνική δυναμική εγγράφοντάς την εντός των αστικών πολιτικών κατά τρόπο που να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η καπιταλιστική ηγεμονία. Ωστόσο, το γεγονός πως οι λαϊκές τάξεις αναγνώριζαν όψεις των υλικών τους συμφερόντων στο πλαίσιο των πολιτικών προγραμμάτων αυτών των κομμάτων τα καθιστούσε βασικούς πολιτικούς αντιπροσώπους των τάξεων αυτών[21].
Ο ριζικός μετασχηματισμός του συσχετισμού δύναμης προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου, που θα σημειωθεί μετά την κρίση του ’73, και η αντίστοιχη υποχώρηση των εργατικών αντιστάσεων θα μειώσει την πολιτική χρηστικότητα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ως προς τα συμφέροντα της αστικής τάξης και θα οδηγήσει αρχικά στην κρίση του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου και στη συνέχεια στη ριζική αναδιαμόρφωση των κομμάτων αυτών κατά τρόπο που σε πολύ μικρό βαθμό να διαφέρουν από τα αντίστοιχα συντηρητικά. Κατά συνέπεια η άρση της πολιτικής εμπιστοσύνης των εργατικών κομμάτων προς τους παραδοσιακούς φορείς εκπροσώπησής τους δεν έχει να κάνει με την απολιτικοποίηση της εργατικής τάξης αλλά με την απώλεια του κοινωνικού πρόσημου των κομμάτων αυτών. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η αποστασιοποίηση από την εκλογική διαδικασία που υιοθετούν τμήματα της εργατικής τάξης αλλά και η ψήφος προς εκλογικούς σχηματισμούς που κινούνται εκτός του λεγόμενου συνταγματικού τόξου.
2.4. Σχετικά με τις νέες τεχνολογίες
Το ζήτημα της εισαγωγής καινοτομικών τεχνολογιών στη διαδικασία παραγωγής δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κάτι το καινοφανές, δεδομένου πως είναι τόσο παλιό όσο και ο ίδιος ο καπιταλισμός. Αν υπάρχει κάτι το καινούριο στην επιχειρηματολογία που παρουσιάσαμε, είναι η θέση που προβάλλεται ότι η χρήση της ρομποτικής και της πληροφορικής καθιστά άχρηστη την ανθρώπινη εργασία από τη στιγμή που το κέρδος και η υπεραξία παράγονται από τα μηχανήματα και όχι από την ανθρώπινη εργασία.
Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Επιμένουμε ότι μόνο η ανθρώπινη εργασία παράγει υπεραξία και κατά συνέπεια είναι εντελώς απαραίτητη η ζωντανή εργασία στον καπιταλισμό και στη σημερινή εποχή και μελλοντικά. Οποιαδήποτε αναφορά στο ‘τέλος της εργασίας’ θα πρέπει να προσδιορίζει και σε ποιο σύστημα παραγωγής αναφέρεται.
Έχει σημασία η εισαγωγή των αυτοματισμών στην παραγωγή; Βεβαίως, διότι αυξάνει κατακόρυφα την παραγωγικότητα της εργασίας καθώς και το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης δεδομένου ότι μεταβάλλεται η σχέση του κοινωνικού αναγκαίου χρόνου εργασίας προς το χρόνο υπερεργασίας. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτό δεν οδηγεί αυτόματα σε μια αύξηση του ποσοστού κέρδους. Κι αυτό γιατί το γεγονός πως ένας μικρότερος αριθμός εργαζομένων κινεί μεγαλύτερη μάζα μέσων παραγωγής συντελεί στην αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου και αυτή με τη σειρά της στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, δεδομένου ότι τα νέα μέσα παραγωγής έχουν μεγαλύτερη αξία σε σχέση με τα παλαιότερα. Κατά συνέπεια υπάρχουν αντιφατικά αποτελέσματα στο ποσοστό κέρδους: Αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, αλλά και αύξηση της οργανικής σύνθεσης. Για να μπορέσει να επιτευχθεί η αύξηση του ποσοστού κέρδους, είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός συλλογικού εργάτη ικανού να αντιδρά αμέσως και με επιτυχία σε όλα τα προβλήματα (Ιωακείμογλου 1988). Η αυτοματοποίηση δεν καταργεί την εργασία, αλλά απαιτεί μια νέα φιγούρα εργαζομένου: πολυλειτουργικού, ευέλικτου, ενεργητικού, με μεγάλο εύρος δεξιοτήτων, ικανό χειριστή πληροφοριών και γνώσεων (Τσεκούρας 1989).
Και με τους εργαζόμενους που χάνουν τη δουλειά τους εξαιτίας της αυτοματοποίησης τι γίνεται; Το υπαρκτό αυτό φαινόμενο δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ‘τέλος της εργασίας’. Άλλωστε, η ανάπτυξη του καπιταλισμού μπορεί να επέφερε την εξαφάνιση επαγγελμάτων όπως αυτού του παγοπώλη ή του αμαξά, ωστόσο ουδόλως συνετέλεσε στο τέλος της εργασίας. Επιπλέον, η εισαγωγή του αυτοματισμού δημιουργεί και νέες θέσεις εργασίας στους νέους τομείς που παράγουν εμπορεύματα σχετικά με την πληροφορική και την ρομποτική, ενώ η συνολική αυτή εξέλιξη δημιουργεί πρόσθετες δραστηριότητες στις ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις. Όπως πολύ σωστά το έχει διατυπώσει ο Γ. Σταμάτης «Επειδή οι αυτοματοποιημένες διαδικασίες παραγωγής προμηθεύονται από τις μη αυτοματοποιημένες διαδικασίες παραγωγής μέσα παραγωγής, τα οποία ως παραγόμενα σε αυτές τις μη αυτομαποιημένες διαδικασίες παραγωγής απαιτούν ζωντανή εργασία για την παραγωγή τους, η έμμεση ή νεκρή εργασία που χρησιμοποιούν οι αυτοματοποιημένες εργασίες παραγωγής είναι ένα μέρος της ζωντανής εργασίας που ξοδεύεται στις μη αυτοματοποιημένες διαδικασίες παραγωγής. Έτσι, η ύπαρξη αυτοματοποιημένων διαδικασιών παραγωγής προϋποθέτει την ύπαρξη του μέρους των μη αυτοματοποιημένων διαδικασιών παραγωγής που παράγει μέσα παραγωγής για τις μη αυτοματοποιημένες διαδικασίες παραγωγής και, επειδή αυτό το μέρος απασχολεί μισθωτή εργασία που παράγει υπεραξία, και την ύπαρξη αντίστοιχου προλεταριάτου και αντίστοιχης υπεραξίας» (Σταμάτης 1996: 111)
Από εκεί και πέρα αυτό που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, η αύξηση της παραγωγικότητας που έχει σημειωθεί τα τελευταία 20 χρόνια σε μικρό μόνο βαθμό οφείλεται στην αυτοματοποίηση ενώ το κύριο μέρος σχετίζεται με την εντατικοποίηση των ρυθμών δουλειάς, την περιστολή των μισθολογικών αυξήσεων, την αύξηση της διάρκειας του εργάσιμου χρόνου, την ένταση του εργοστασιακού αυταρχισμού, τον περιορισμού του αριθμού των εργαζομένων. Διαφορετικά διατυπωμένο, δεν αρκεί από μόνη της η αυτοματοποίηση της παραγωγής για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά είναι απαραίτητος ο συνδυασμός της με την εμπέδωση του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων.
Ας περάσουμε τώρα σε μια πιο εξειδικευμένη κριτική των «ριζοσπαστικών» κριτικών για την απίσχναση της εργατικής τάξης.
Το ιδιαίτερο πρόβλημα με τις απόψεις του Rifkin, πέραν της αμφίβολης πρωτοτυπίας τους, είναι πως από τότε που διατυπώθηκαν περισσότερο από το 85% του εργατικού δυναμικού των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών συνεχίζει να εργάζεται και να τυγχάνει υποκείμενο εκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα οι θέσεις του Rifkin δημιουργούν ένα πλαίσιο όπου η ανεργία εμφανίζεται ως μια κατάσταση που οφείλεται στην επιστημονική πρόοδο, ενώ το καπιταλιστικό σύστημα τίθεται εκτός κριτικής (Μηλιός 1994).
Όσο για τις απόψεις του Gorz, ούτε αυτές φάνηκε να επαληθεύτηκαν από την πραγματικότητα. Η εργατική τάξη δεν μετασχηματίστηκε σε προνομιούχο μειοψηφία, αλλά παρέμεινε ένα πλειοψηφικό κοινωνικό στρώμα, υφιστάμενο την εκμετάλλευση, την κυριαρχία, την υποαπασχόληση, την ανεργία. Δεν έγινε εφικτή η δημιουργία της κοινωνίας των 2/3. Άλλωστε, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε κοινωνική αλλά και επαγγελματική απαξίωση την πλειοψηφία των εργαζομένων, με αποτέλεσμα να τεθεί σε σοβαρή αμφισβήτηση η παραγωγική ικανότητα του συλλογικού εργαζόμενου. Βεβαίως, υπάρχουν και στρώματα που αντιμετωπίζουν καθοδική κοινωνική κινητικότητα εξαιτίας των αναδιαρθρώσεων του κεφαλαίου, ωστόσο σε κάθε ιστορική περίοδο ο καπιταλισμός αναβάθμιζε ή υποβάθμιζε στρώματα με συγκεκριμένες δεξιότητες και αυτό αφορά και τμήματα της εργατικής τάξης αλλά και της μικροαστικής, ακόμα και της αστικής. Σε κάθε περίπτωση, οι αλλαγές που σημειώθηκαν δεν αποτέλεσαν μια ουδέτερη διαδικασία, αλλά εκφάνσεις μιας συγκροτημένης αστικής στρατηγικής. Τέλος, η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στα κοινωνικά υποκείμενα που ωφελούνται από αυτές τις εξελίξεις, αποτελεί μια ακόμα σημαντική αδυναμία και αντίφαση (Λύτρας 2000: 211).
Παρομοίως, ο ισχυρισμός του Σαφ για κατάργηση της διαδικασίας απόσπασης της υπεραξίας δεν φαίνεται να επαληθεύεται από κάποιο εμπειρικό δεδομένο, ενώ η μείωση του ρόλου της αστικής τάξης δεν δικαιολογεί την θέση περί ενδυνάμωσης των μεσαίων στρωμάτων. Άλλωστε, τέτοιες απόψεις δεν κατάφεραν να δείξουν ποια είναι η νέα άρχουσα τάξη που αναδύεται (Λύτρας 2000: 134).
Σχετικά με την ειδικότερη θέση των Hardt και Negri θα κάνουμε τρεις πιο εξειδικευμένες παρατηρήσεις: Πρώτον, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο αντικείμενο της εργασίας, όταν ο ίδιος ο Μαρξ επέμεινε ότι αυτό που έχει σημασία είναι οι κοινωνικές σχέσεις και οι ανταγωνισμοί που αναπτύσσονται εντός της εργασιακής διαδικασίας (Μαρξ 1983). Δεύτερον, η μαρξιστική αντίληψη της τάξης ουδέποτε υπήρξε μια εμπειρική κοινωνιολογία ιστορικά προσδιορισμένων κοινωνικών τύπων. Αντίθετα ήταν μια θεωρητική προσέγγιση, που έβλεπε την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης ως τον πυρήνα της αναπαραγωγής της καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής σχέσης (Σωτήρης 2005). Τρίτον, η αντίληψη ότι η παραγωγή ιδεών, γνώσεων και αισθημάτων διαμορφώνει τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις είναι προβληματική. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν έχουμε μεταβεί σε ένα νέο τρόπο παραγωγής, κι αν η απάντηση είναι θετική ποιο είναι αυτό και ποια τα χαρακτηριστικά του, πράγμα στο οποίο ουδόλως αναφέρονται οι Hardt και Negri. Αν πάλι η απάντηση είναι αρνητική, τότε θα πρέπει να εξηγηθεί γιατί και με ποιο τρόπο εξαφανίζεται η παραγωγή υπεραξίας, από πού και ως πού υπάρχει συνεργατική εργασία και όχι εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο, καθώς και γιατί η παραγωγή γνώσεων και συναισθημάτων δεν αποτελεί είτε μορφή καπιταλιστικών εμπορευμάτων (η υπαγωγή της γνώσης στο κεφάλαιο χρονολογείται εδώ και περισσότερο από δύο αιώνες) είτε κοινωνικές σχέσεις οι οποίες επικαθορίζονται από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και από την αντίστοιχη εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος[22].
3. Από τις τάξεις στις μάζες και το λαό: η σύνθετη διαλεκτική της συγκρότησης συλλογικών υποκειμένων
3.1. Οι ανισότητες στην άρθρωση του ταξικού αγώνα
Μετά από αυτή την εκτενή κριτική αναφορά στις απόψεις περί τέλους της εργατικής τάξης, αυτό που μένει να δούμε είναι ο τρόπος με τον οποίο η εργατική τάξη συγκροτείται σε επαναστατικό υποκείμενο με όλες τις αντιφάσεις που εμπεριέχει αυτή η διαδικασία. Με άλλα λόγια, οποιασδήποτε προσπαθεί να ανασυνθέσει μια τοποθέτηση για τη δυνατότητα ενός σύγχρονου επαναστατικού υποκειμένου, αναγκαστικά έρχεται αντιμέτωπος με μια κρίσιμη ανισότητα που καταγράφεται ήδη στο έργο του Μαρξ: την ανισότητα ανάμεσα στο στοχασμό των δομικών προσδιορισμών των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και το στοχασμό των κοινωνικών τάξεων, ή για να το πούμε διαφορετικά με ποιο τρόπο μπορούμε να περάσουμε από την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, ως διαλεκτικά αντιθετικών στιγμών μιας εκμεταλλευτικής σχέσης, στον ταξικό ανταγωνισμό ανάμεσα στους καπιταλιστές και την εργατική τάξη[23]. Μπορούμε να προσθέσουμε και μια ανισότητα ακόμη: την ανισότητα ανάμεσα στις «τάξεις» και τις «μάζες», ανάμεσα στους ταξικούς προσδιορισμούς που αντικειμενικά ενοποιούν όσους υπόκεινται σε αυτούς και την εμφάνισή συλλογικών οντοτήτων μέσα στον πολιτικό και κοινωνικό ανταγωνισμό, σαφώς διακριτών ως προς τα πολιτικά τους αποτελέσματα, εμφάνιση που αποτελεί ταυτόχρονα το υλικό υπόβαθρο των σύγχρονων πολιτικών μορφών[24], αλλά και το μεγάλο ερώτημα για όποιον θέλει να διαμόρφωση μια θεωρία και πρακτική της πολιτικής δράσης.
Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι ακριβώς σε αυτή την ανισότητα έχουν στηριχθεί και θεωρητικές τοποθετήσεις για την πλήρη αποσύνδεση ταξικού καθορισμού και πολιτικών ανταγωνισμών. Πιο χαρακτηριστική είναι η απόπειρα του Laclau που επιμένει ότι το στοιχείο του ανταγωνισμού δεν είναι εγγενές στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, αλλά αποτελεί το ενδεχομενικό αποτέλεσμα συγκυριακά κατασκευασμένων πολιτικών ταυτοτήτων, μέσα από πρακτικές λόγου που δομούν αντίστοιχες αναγνωρίσεις, σε μια συνεχή διαδικασία κοινωνικής ανασημασιοδότησης (Laclau 1997). Είναι προφανές ότι σε αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε μια αντίστροφη εκδοχή αναγωγισμού: το πολιτικό επίπεδο, ως πεδίο διαμόρφωσης ανταγωνιστικών συγκυριακών κοινωνικών συσσωματώσεων, αποκτά μια απόλυτη προτεραιότητα με όρους κοινωνικής οντολογίας. Και παρότι ο Laclau επιμένει ότι θέλει να τονίσει τη σημασία των ‘εξωτερικών’ καθορισμών ως προς την μεταφυσική προτεραιότητα της ‘βάσης’, καταλήγει σε μια αντίστροφη –και εν τέλει εξίσου μεταφυσική– μεταφυσική του συγκυριακού και του ενδεχομενικού.
3.2. Το ερώτημα των υποκειμένων
Είναι, επίσης σαφές, ότι σε όλη αυτή την διερεύνηση αναδύεται και το ερώτημα περί των υποκειμένων. Γιατί, όσο και εάν ισχύει η βασική οριοθέτηση που πρότεινε ο Αλτουσέρ απέναντι σε κάθε ιστορική μεταφυσική και τελεολογία μέσα από την εμμονή του ότι η Ιστορία είναι μια διαδικασία χωρίς Υποκείμενο και χωρίς Τέλος (Althusser 1969· Althusser 1973), άλλο τόσο ισχύει ότι το επίδικο, όχι μόνο της ιδεολογικής έγκλησης αλλά και της πολιτικής πρακτικής, είναι η διαρκής ανάδυση και ο μετασχηματισμός συλλογικών υποκειμένων[25]. Και αυτό σημαίνει σήμερα μια διπλή θεωρητική οριοθέτηση απέναντι σε μια μεταφυσική, ιδεαλιστική, ιστορικιστική θεώρηση των πολιτικών μορφών και ιδεολογικών αναπαραστάσεων ως αντανακλάσεων ή «εκφράσεων»[26] από τη μια, και από την άλλη απέναντι σε μια «μεταμοντέρνα» ρευστοποίηση του ταξικού καθορισμού μέσα σε ένα παιχνίδι αστάθμητων, συγκυριακών ταυτοτήτων.
Ουσιαστικά, η θεωρητική πρόκληση μπροστά μας είναι να στοχαστούμε την άνιση και αντιφατική σχέση ανάμεσα στην αντικειμενική ταξική θέση, τις συλλογικές πολιτικές πρακτικές, τις μορφές ιδεολογικής αναγνώρισης και παραγνώρισης, ως διακριτών αλλά και αλληλεξαρτώμενων στιγμών τόσο της ταξικής εξουσίας και ηγεμονίας όσο και των δυνητικών εκδοχών μιας ταξικής αντιεξουσίας και αντιηγεμονίας.
3.3. Το ζήτημα των συμμαχιών
Ένα ακόμη κρίσιμο σημείο στη διαλεκτική ανάμεσα στις τάξεις και τις μάζες είναι η σημασία των κοινωνικών συμμαχιών στην άσκηση της πολιτικής. Σε αντίθεση με ένα απλουστευτικό σχήμα δύο μόνο τάξεων, η διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, σε συνδυασμό με την υποτελή αναπαραγωγή προηγούμενων τρόπων και μορφών παραγωγής, συνεπάγεται την εμφάνιση και άλλων τάξεων και κοινωνικών κατηγοριών. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η διατήρηση όσο και η αμφισβήτηση της αστικής ηγεμονίας ήταν και είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια προσπάθεια διαμόρφωσης και αναδιαμόρφωσης κοινωνικών συμμαχιών. Αντίστοιχα, όχι μόνο η ταξική κυριαρχία διαμεσολαβείται από τη διαμόρφωση ειδικών κατά περίπτωση και συγκυρία ηγεμονικών μπλοκ και συνασπισμών εξουσίας (Gramsci 1971· Poulantzas 1982· Πουλαντζάς 1984), αλλά και τα μεγάλα κινήματα εναντίον του καπιταλισμού είχαν πάντα το χαρακτήρα μιας λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας.
Στις μέρες μας αυτό το ζήτημα αυτό δεν τίθεται μόνο με τους παραδοσιακούς όρους της ασταθούς και αντιφατικής συμμαχίας ανάμεσα στους εργαζόμενους και παραδοσιακά μικροαστικά κομμάτια, ιδίως τα αγροτικά. Αφορά και την ίδια την καπιταλιστική παραγωγή (και τους μηχανισμούς αναπαραγωγής), ως το ερώτημα της συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης. Και μιλάμε για συμμαχία γιατί διαφωνούμε με μια θεώρηση που θα τοποθετούσε συλλήβδην τους μισθωτούς προς τη μεριά της εργατικής τάξης, αντίθετα, θεωρούμε ότι η έννοια της νέας μικροαστικής τάξης (Πουλαντζάς 1984, Carchendi 1977) διατηρεί την επικαιρότητά της αποτυπώνοντας τον αντιφατικό κοινωνικό προσδιορισμό της μισθωτής διανόησης. Σε αυτή τη βάση είναι που μπορούμε να δούμε ένα κρίσιμο διακύβευμα της συγκυρίας: Από τη μια, η μαζικοποίηση και η μισθωτοποίηση μεγάλου μέρους των στρωμάτων της νέας μικροαστικής τάξης και η ταυτόχρονη αναβάθμιση των τεχνικών δεξιοτήτων και υποβάθμιση της εργασιακής πραγματικότητας συνεπάγεται την αντικειμενική δυνατότητα να μιλάμε για δυνάμεις της εργασίας ως έκφραση μιας συμμαχίας ανάμεσα στα εργατικά και τα νέα μικροαστικά στρώματα. Από την άλλη, οφείλουμε επίσης να υπογραμμίσουμε ότι κρίσιμο διακύβευμα είναι και η προσπάθεια από τη μεριά των δυνάμεων του κεφαλαίου να υπονομευτεί αυτή η συμμαχία μέσα από την ιδεολογική υπερτόνιση του ‘χάσματος’ ανάμεσα στα διαφορετικά κομμάτια της εργασίας και την προβολή οραμάτων ανοδική κοινωνικής κινητικότητας, πολύ περισσότερο φαντασιακής και πολύ λιγότερο πραγματικής, σε αυτά τα στρώματα (Σακελλαρόπουλος - Σωτήρης 2004: 165-167).
3.4. Η σημασία της πολιτικής συγκρότησης
Από εκεί και πέρα είναι σαφές ότι ο βαθμός στον οποίο αυτές οι εμμενείς τάσεις θα πάρουν μορφή δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μια αντικειμενική ιστορική τελεολογία, ούτε απλουστευτική ως η απλή ενεργοποίηση μιας κοινωνικής ενδελέχειας. Προϋποθέτει μια στιγμή σαφώς μετασχηματιστική, επιτελεστική (performative)[27] στη διαμόρφωση, παραγωγή, κατασκευή, των όρων μέσα από τους οποίους μπορούν να υπάρξουν εκείνα τα –αναγκαστικά ασταθή– συλλογικά υποκείμενα που θα μετατρέψουν αυτές τις τάσεις σε επαναστατική δυναμική, ή για να το πούμε διαφορετικά, το πώς η διαρκής ανάδυση συλλογικών αναγνωρίσεων σε ποικίλες μορφές αντίθεσης στην καπιταλιστική ταξική εξουσία θα μετασχηματιστεί σε πραγματική κοινωνική και πολιτική δύναμη.
Σε αυτό το σημείο η ανάγκη χάραξης της διαχωριστικής γραμμής απέναντι σε όλες τις διαρκώς επανεμφανιζόμενες μορφές του αυθορμητισμού παραμένει αναγκαία. Η στιγμή της πολιτικής συγκρότησης παραμένει δεσπόζουσα και αυτό καταδεικνύει την επικαιρότητα της λενινιστικής τομής: Χωρίς ρήξεις στο πολιτικό επίπεδο, χωρίς τη διαμόρφωση πρωτότυπων πολιτικών μορφών, χωρίς το διαχωρισμό ταυτόχρονα από το βολονταρισμό και τη μηχανιστική θεώρηση της συγκυρίας δεν θα υπάρξει η δυνατότητα μιας επαναστατικής πολιτικής. Η συνάρθρωση όρων πολιτικών (πρόγραμμα, βήματα, στόχοι), ιδεολογικών (μια εικόνα συλλογικού υποκειμένου στηριγμένη, έστω και κατά τάση, στην ηγεμονία μιας αντικαπιταλιστικής ιδεολογίας), οργανωτικών (μορφώματα μέσα στα οποία να οποία να μπορούν να συγκροτούνται συλλογικές διεκδικήσεις και αναπαράγονται συλλογικές αναγνωρίσεις), διαμορφώνει ένα διακυβευόμενο μεν, καθοριστικό δε διαχωρισμό ανάμεσα στο πριν και το μετά: το πριν και το μετά της εμφάνισης των δυνάμεων της εργασίας ως αυτοτελούς πολιτικής δύναμης, το πέρασμα από τις τάξεις στις αγωνιζόμενες μάζες..
Μόνο που αυτή η καθοριστικότητα της πολιτικής δεν θα πρέπει να ειδωθεί ως ‘υπέρβαση’ του ‘συνδικαλιστικού’ αγώνα από την πολιτική πάλη. Σήμερα οι πολιτικοί όροι της διαμόρφωσης ενός εν δυνάμει επαναστατικού υποκειμένου αφορούν εξίσου και το κοινωνικό και το πολιτικό επίπεδο: Αφενός, με τη διαμόρφωση εκείνων των συλλογικών διεκδικήσεων που θα προσπαθήσουν να απαντήσουν σε μια υπό διαμόρφωση νέα ‘οντολογία της εργασίας’[28] γύρω από την ελαστικότητα, την προσωρινότητα, τον κατακερματισμό και την εξατομίκευση (που άλλωστε είναι το αποτέλεσμα και μιας στρατηγικής προσπάθειας των δυνάμεων του κεφαλαίου να παρεμποδίσουν την αναπαραγωγή μορφών παγιωμένης συλλογικής διαπραγματευτικής ισχύος μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή) και να καταδείξουν όχι μόνο την επενέργεια, αλλά και τη δραστικότητα της συλλογικής ταξικής διεκδίκησης. Αφετέρου, με την προσπάθεια διαμόρφωσης μορφών, φορέων και στόχων που θα εκφράσουν αυτή τη διεκδίκηση ως συλλογική αμφισβήτηση της καπιταλιστικής κοινωνικής πραγματικότητας και θα αναμετρηθούν με την υλικότητα όλων εκείνων των πολιτικών πρακτικών και των κρατικών μηχανισμών που επιτρέπουν το πέρασμα από το κεφάλαιο ως ‘τυφλή’ τάση προς την αυτοαξιοποίηση και αυτοεπέκταση, στην πολιτική εξουσία της αστικής τάξης και την ανάδυση του αστικού κράτους ως πραγματικού εκπροσώπου των κυρίαρχων τάξεων (Μηλιός 1989).
Αυτό, όμως αναγκαστικά σημαίνει και την αναφορά και στο ιδεολογικό πεδίο. Είναι αλήθεια ότι η κυρίαρχη ιδεολογία δεν είναι μια απλή ‘έκφραση’ της κυρίαρχης τάξης, αλλά πολύ περισσότερο το αποτέλεσμα ενσωμάτωσης, μετατόπισης, αποδιάρθρωσης των αυθόρμητων αναπαραστάσεων των κυριαρχούμενων τάξεων (Μπαλιμπάρ 2005). Αυτό δεν αναιρεί, όμως, ότι εν τέλει η στιγμή της κυρίαρχης ιδεολογίας, ως αποτέλεσμα, είναι πλευρά μιας συνολικής διαδικασίας ταξικής κυριαρχίας και δείκτης πραγματική ηγεμονίας. Αυτό συνεπάγεται ότι η στιγμή μιας αντιηγεμονικής ιδεολογικής παρέμβασης δεν μπορεί να είναι απλώς η επανοικειοποίηση ή η εκ νέου νοηματοδότηση των βασικών εννοιών-διακυβευμάτων του νεωτερικού πολιτικού λεξιλογίου (λαός, ελευθερία, ισότητα, δικαίωμα, ιδιότητα του πολίτη), όπως, από διαφορετικές γραμμές, πρότειναν τις τελευταίες δεκαετίες τόσο ο Laclau (1983) όσο και ο Μπαλιμπάρ (2005)· επιβάλλεται να είναι η άρθρωση και προβολή ενός ανταγωνιστικού πλέγματος εννοιών και αναπαραστάσεων (άρνηση εκμετάλλευσης, κοινωνική χειραφέτηση, επανάσταση). Οι ανταγωνιστικές ταξικές θέσεις (ανα)παράγουν διαρκώς ανταγωνιστικές ιδεολογικές πρακτικές, πράγμα που σημαίνει ότι οι ταξικές ιδεολογίες δεν παίρνουν τόσο τη μορφή των ‘εκφράσεων’ ή των κλειστά κοσμοειδώλων, αλλά περισσότερο τη μορφή εγγενώς ασταθών ιδεολογικών συσχετισμών δύναμης ως προς τις σημάνσεις, τις αναπαραστάσεις και τις αποσιωπήσεις. Αυτό είναι ταυτόχρονα μια διαδικασία «αυθόρμητη», αλλά και το αποτέλεσμα της υλικότητας των πρακτικών και των μηχανισμών (των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους [Αλτουσέρ 1978]) που (ανα)παράγουν αυτόν το ιδεολογικό ταξικό συσχετισμό δύναμης, κάτι που αναγκαστικά σημαίνει ότι απαιτείται συνειδητή πολιτική παρέμβαση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων για την ριζική τροποποίηση αυτού του συσχετισμού.
Και παρά το γεγονός ότι οι πιο πρόσφατες δημοφιλείς θεωρητικές τομές που προσπαθούν να εκφράσουν έναν αναδυόμενο νέο ριζοσπαστισμό τείνουν γενικά προς μια αυτοποιητική θεώρηση της κοινωνικής αυθορμησίας[29], οφείλουμε να θυμόμαστε ότι οι τελευταίες μεγάλες στιγμές θεωρητικής ανανέωσης του μαρξισμού στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 κατεξοχήν στράφηκαν στο πρόβλημα του κράτους και των ιδεολογικών μηχανισμών[30], κάτι που διατηρεί την επικαιρότητά του και σήμερα. Όχι μόνο για να καταδείξει την τεράστια σημασία των πολιτικών στρατηγικών και των αντίστοιχων μηχανισμών για την άρθρωση του ιδιαίτερα επιθετικού σύγχρονου καπιταλισμού, αλλά και για να υπενθυμίσει την ανάγκη διαμόρφωσης εκείνων των πολιτικών χώρων που θα αποτελέσουν τους εν δυνάμει τόπους της εργατικής αντι-ηγεμονίας, αλλά και θα μπορέσουν να αρθρώσουν τους κρίσιμους πολιτικούς στόχους που θα επιτρέψουν την διαμόρφωση μιας αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας.
Αυτό πρώτα από όλα θέτει το ζήτημα του προγράμματος. Θα ήταν λάθος να πούμε ότι σήμερα αρκεί να ξαναπιάσουμε εκείνα τα κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα που ενώ ήταν αυτονόητα σε μια προηγούμενη φάση του καπιταλισμού (π.χ. εγγυημένη απασχόληση, δημόσια ασφάλιση, κατώτερες αμοιβές) σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός τα έχει διαγράψει. Απαιτείται να αρθρωθεί το αίτημα της «κοινωνικής δικαιοσύνης» σε πολύ συγκεκριμένους στόχους που να δείχνουν ότι τα «πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς» να λειτουργεί η κοινωνία με ένα μη καπιταλιστικό τρόπο.
Τίθεται, όμως και το ζήτημα των πολιτικών μορφών. Αφενός της ανασύνθεσης μορφών και πρακτικών ενός σύγχρονου μαχητικού συνδικαλισμού που να μπορεί να ενοποιεί στο επίπεδο της διεκδίκησης και της κινητοποίησης ό,τι σήμερα κατακερματίζουν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Αφετέρου, τον επανακαθορισμό του κόμματος ως κρίσιμης πολιτικής μορφής. Σε αντίθεση με όσους βλέπουν στη μορφή-κόμμα την αναπαραγωγή μορφών κοινωνικής κυριαρχίας και ιεραρχίας, εμείς επιμένουμε να θεωρούμε αναντικατάστατη στιγμή της διαδικασίας επαναπροσδιορισμού μιας επαναστατικής διαδικασίας, τη διαμόρφωση εκείνου του πολιτικού και οργανωτικού χώρου που θα μπορέσει να είναι ο τόπος όπου θα αρθρωθούν στοιχεία μιας αντι-ηγεμονίας, θα υπάρξει ενοποίηση των διαφορετικών –και συχνά αντιφατικών– πραγματικοτήτων που σήμερα ορίζουν την έννοια των δυνάμεων της εργασίας, θα αρθρωθούν οι πολιτικοί και ιδεολογικοί όροι της λαϊκής συμμαχίας, θα υπάρξουν στοιχεία στρατηγικής και τακτικής. Η μορφή-κόμμα αποτελεί ακόμη το μόνο τρόπο να απαντηθεί η ριζική ανισότητα μέσα στον ταξικό αγώνα που ορίζει η υλικότητα του αστικού κράτους, χωρίς αυτό να σημαίνει, σε κανένα βαθμό, και τη συμμετρία ή την ομολογία ανάμεσα σε κόμμα και κράτος, που σφράγισε αρκετές στιγμές της ιστορίας του εργατικού κινήματος. Δεν είναι κάποιο imperium in imperii αλλά η συστηματική προσπάθεια να αναβαθμίζεται η δυνατότητα αντίστασης και αμφισβήτησης της καπιταλιστικής εξουσίας. Γιατί η παραδοχή ότι σήμερα απέχουμε πολύ από το να κατέχουμε την «τέχνη της εξέγερσης» (Λένιν), οφείλει να μη μετατρέπεται και σε άρνηση της δυνατότητας επαναστατικής ρήξης.
Βιβλιογραφία
Agamben G. 2003, État d’ Exception, Paris: Seuil
Agamben G. 2005, Homo Sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, Αθήνα: Scripta
Althusser L. [1965] 1996, Pour Marx, Paris : La Découverte
Althusser L. 1965, ‘L’ objet du Capital’, in L. Althusser et al., Lire le Capital, Paris, PUF, 1996
Althusser L. 1969, Lenine et la philosophie, Paris : Maspero
Althusser L. 1973, Reponse à J. Lewis, Paris : Maspero
Αλτουσέρ Λ. 1978, Θέσεις, Αθήνα: Θεμέλιο
Althusser L. 1982, ‘Le courant souterrain du matérialisme de la rencontre’, in L. Althusser, Écrits philosophiques et politiques, T. I, Paris : STOCK / IMEC, 1994
Althusser, Louis 1994a, Sur la philosophie, Paris: Gallimard
Μπαλιμπάρ Ετιέν 1991, «Από την πάλη των τάξεων στην πάλη χωρίς τάξεις;», σε Ε. Μπαλιμπάρ και Ιμ. Βαλλερστάιν, Φυλή Έθνος Τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, Αθήνα: Πολίτης
Balibar E. 1997, La crainte des masses. Politique et philosophie avant et après Marx, Paris: Galilée
Balibar E. 2005, Πολιτική και Αλήθεια, Αθήνα: Νήσος
Bell D., 1976, The coming of Post- Industrial Society, New York: Basic/Harper Torchbook.
Berle A. and G. Means, 1967, The Modern Corporation and Private property, Harcourt, New York.
Bidet J., 1975-76, Travail Productif et Classes Sociales, Paris: Centre d’ Etudes et de Recherches marxistes.
Bidet J. 1990, Théorie de la modernité (suivi de Marx et la marché), Paris : PUF
Bidet J. 1995, John Rawls et la théorie de la justice, Paris : Actuel Marx Confrontation / PUF.
Braverman H., 1974, Labour and Monopoly Capitalism, New York: Monthly Review Press.
Burnham J., 1967, The Managerial Revolution, New York: Doubleday.
Butler J. 1990 (21999), Gender Trouble. Feminism and the Subversion of Identity, New York and London: Routledge
Butler J. 1992, ‘Contingent Foundations: Feminism and the Question of “Postmodernism”’, in J. Butler and J. W. Scott (eds.), Feminists theorize the political, New York and London: Routledge
Butler J. 1997, The Psychic Life of Power. Theories in Subjection, Stanford: Stanford University Press.
Butler J. 2000, ‘Restaging the Universal: Hegemony and the Limits of Formalism’, in J. Butler, E. Laclau, S. Zizek, Contigency, Hegemony, Solidarity. Contemporary Dialogues on the Left, London and New York: Verso
Callari A. and D. Ruccio (eds.), 1996, Postmodern Materialism and the Future of Marxist Theory. Essays in the Althusserian Tradition. Hanover and London: Wesleyan University Press
Carchedi G. 1977, On the Economic Identification of Social Classes, London: Routledge and Kegan Paul
Clark, T. N. and S. M. Lipset, 1991, «Are Social Classes Dying?», International Sociology 6, 4: 397- 410.
Φουκώ Μ. 1989, Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Ράππας.
Φουκώ Μ. 1982, Ιστορία της σεξουαλικότητας 1. Η δίψα της γνώσης, Αθήνα: Ράππας
Gorz A., 1986, Αντίο προλεταριάτο, Αθήνα: νέα σκέψη.
Gramsci A. 1971, Selections from the Prison Notebooks, London: Lawrence and Wishahart
Habermas J. 1989, The Theory of Communicative Action, Cambridge: Polity Press
Hardt M. and A. Negri, 2005, Multitude. War and Democracy in the Age of Empire, London: Hamish Hamilton.
Holloway J. 2002, Change the World without taking power. The Meaning of Revolution Today, London: Pluto Press
Holloway J. and S. Picciottto (eds.) 1978, State and Capital. A Marxist Debate, London: Edward Arnold
Jessop B. 2002, The Future of the Capitalist State, Cambridge: Polity
Ιωακείμογλου Η., 1988, “Η Αυτοκρατορία της Εργασίας”, http://www.theseis.com/1- 75-/theseis/t2324/t2324f/iautokratoriatisergasia.htm.
Kouvelakis E. 2003, «La resistible marchandisation de la force de travail», Actuel Marx 34: 17-42
Κουζής Γ. 2001, Εργασιακές σχέσεις και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Ευελιξία και απορρύθμιση ή αναβάθμιση της εργασίας, Αθήνα: ΙΝΕ / ΓΣΕΕ
Laclau E. 1983, Πολιτική και Ιδεολογία στη Μαρξιστική Θεωρία, Θεσσαλονίκη: Σύγχρονα Θέματα.
Laclau E. 1997, Για την επανάσταση της εποχής μας. Κοινωνική εξάρθρωση, ηγεμονία και ριζοσπαστική δημοκρατία, Αθήνα: Νήσος
Laclau E. and Ch. Mouffe 1985, Hegemony and Socialist Strategy, London: Verso
Λένιν Β. Ι., 1988, Άπαντα τ. 40, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Lukács 1971, History and Class Consciousness, London: Merlin
Λύτρας Α., 2000, Κοινωνία και Εργασία. Ο ρόλος των κοινωνικών τάξεων, Αθήνα: Παπαζήσης.
Marx K. et F. Engels, 1955, Oeuvres choisies, Moscou : Editions Du Progrès.
Marx K. et F. Engels, 1972, La Sainte famille, Paris: Editions Sociales.
Μαρξ Κ., 1978, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Αθήνα: Παπαζήσης.
Μαρξ Κ., 1983, Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής [VI ανέκδοτο κεφάλαιο], Αθήνα: Α/συνέχεια.
Μαρξ Κ. και Φ. Ενγκελς, χχ, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Αθήνα: Θεμέλιο.
Mészáros I. , 1995, Beyond Capital, London: Merlin
Μηλιός Γ. 1989, «Εισαγωγή του Επιμελητή», σε Καρλ Μαρξ, Για το Κράτος (επιλογή κειμένων), Αθήνα: Εξάντας.
Μηλιός Γ., 1994, «Ποιος φοβάται την εργασία; Θρύλοι για το ‘τέλος της εργασίας’ στην ‘εποχή της αυτοματοποίησης’, http://www.theseis.com/1-75-/theseis/t57/t57f/milio57.htm.
Miliband R., 1977, Marxism and Politics, Oxford: Oxford University press.
Μίλιμπαντ Ρ., 1984, Το Κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία, Αθήνα: Πολύτυπο.
Moschonas G.2002, In the name of Social Democracy. The Great Transformation: 1945 to the present, London: Verso
Μπέτζελος Τ. και Π. Σωτήρης, 2004, «Σώματα, λόγοι, εξουσίες: ξαναγυρνώντας στην «περίπτωση Φουκώ», περ. Θέσεις τ. 89: 75-109
Myles J. and A. Turegun, 1994, “Comparative Studies in Class Structure”, Annual Review of Sociology, 20: 103- 124.
Negri A. 1991, The Savage Anomaly. The power of Spinoza’s metaphysics and politics, Minneapolis / Oxford: Minnesota University Press
Negri A. 1999, Insurgencies. Constituent Power and the Modern State, Minneapolis / London: University of Minnesota Press
Nisbet R., 1959, «The Decline and Fall of Social Class», Pacific Sociοlogical Review 2, 1: 11- 28.
Pakulski, J., 1993, “The dying of Class or of Marxist Class Theory?”, International Sociology 8, 3: 279- 292.
Pakulski J. and M. Waters, 1996, The Death of Class, London: Sage.
Perkin H. 1989, The Rise of Professional Society, London: Routledge.
Plihon D. 2004, Le nouveau capitalisme, Paris: La Découverte / Repères
Poulantzas N. [1968] 1982, Pouvoir politique et classes sociales, Paris: François Maspero
Πουλαντζάς Ν. 1984, Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, Αθήνα: Θεμέλιο
Πουλαντζάς Ν. 1984β, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα: Θεμέλιο
Poulantzas N. (dir.) 1976, La crise de l’ Etat, Paris: PUF / Politiques.
Rancière J. 1995, On the Shores of Politics, London: Verso
Rancière J., (1981) 2005 La nuit des prolétaires. Artchives du rêve ouvrier, Paris: Hachette
Resnick S. A. and R. D. Wolff 1987, Knowledge and Class. A Marxian Critique of Political Economy, Chicago and London: The University of Chicago Press
Rifkin J., 1996, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, Αθήνα: Νέα Σύνορα.
Ρωλς Τζ. 2001, Θεωρία της Δικαιοσύνης, Αθήνα: Πόλις
Ρωλς Τζ. 2004, Ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός, Αθήνα: Μεταίχμιος χ
Σακελλαρόπουλος Σ., 2004, Ο Μύθος της Παγκοσμιοποίησης και η Πραγματικότητα του Ιμπεριαλισμού, Αθήνα: Gutenberg.
Σακελλαρόπουλος Σ. και Π. Σωτήρης, 2004, Αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμός. Κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90, Αθήνα: Παπαζήσης
Σαφ Α., 1991, «Ανεξερεύνητες περιοχές του σύγχρονου σοσιαλισμού», Ο Σοσιαλισμός του Μέλλοντος, 1: 41- 63.
Σαφ Α., 1993, «Τι έχει πεθάνει και τι εξακολουθεί να παραμένει Ζωντανό στο Μαρξισμό», Ο Σοσιαλισμός του Μέλλοντος, 4: 15- 40.
Σμιτ Καρλ 1988, Η έννοια του Πολιτικού, Αθήνα: Κριτική
Schmitt C. 1994, Πολιτική Θεολογία. Τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας, Αθήνα: Λεβιάθαν
Σπινόζα 1996, Πολιτική Πραγματεία, Αθήνα: Πατάκης
Σταμάτης Γ., 1996, «Αυτοματοποίηση της παραγωγής και μαρξιστική θεωρία», Θέσεις 57: 67- 113.
Σωτήρης Π., 2005, «Αντιφάσεις μιας δημοκρατική ουτοπίας: Σημειώσεις πάνω στο Πλήθος των Negri και Hardt», http://www.theseis.com/76-/theseis/t91/t91f/sotiris.htm.
Τσεκούρας Θ., 1989, «Πόσο παντοδύναμες είναι οι νέες τεχνολογίες;» http://www.theseis.com//1-75-/theseis/t32/t32f/posopantodinames.htm.
Waters M., 1994, “Succession in the Stratification System: A Contribution to the ‘Death of Class’ Debate”, International Sociology 9, 3: 295- 312.
Zizek S. 2000, “Class Struggle or Postmodernism? Yes, please!”, in . Butler, E. Laclau, S. Zizek, Contigency, Hegemony, Solidarity. Contemporary Dialogues on the Left, London and New York: Verso
[1] Η αναφορά των ονομάτων γίνεται με αλφαβητική σειρά. Και οι δύο συγγραφείς συνέβαλαν ισότιμα στη διαμόρφωση του παρόντος κειμένου
[2]Διδάσκων Οικονομικού Τμήματος Πανεπιστημίου Πατρών & Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
[3] Δρ. φιλοσοφίας.
[4] Και με αυτό δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε τη σημασία των συγκρούσεων και των κινημάτων γύρω από ζητήματα κοινωνικής ταυτότητας, όμως συχνά αυτά τείνουν να υποτιμούν την πολιτική σημασία των συγκρούσεων γύρω από την καπιταλιστική οικονομία. Χαρακτηριστική και η παρατήρηση του S. Zizek ότι «η μεταμοντέρνα πολιτική σίγουρα έχει το μεγάλο προτέρημα ότι ‘επαναπολιτικοποιεί’ μια σειρά από πεδία που προηγουμένως θεωρούνταν ‘απολίτικα’ ή ‘ιδιωτικά’· το γεγονός, όμως, είναι ότι στην πραγματικότητα δεν επαναπολιτικοποιεί τον καπιταλισμό, γιατί λειτουργεί μέσα σε μια έννοια και μορφή του ‘πολιτικού’ που θεμελιώνεται στην ‘αποπολιτικοποίηση’ της οικονομίας» (Zizek 2000: 98, η έμφαση στο πρωτότυπο).
[5] Τη συνθετότητα του καθορισμού εντός της κοινωνικής ολότητας προσπάθησε να αποδώσει η έννοια του επικαθορισμού που εισήγαγε ο Λουί Αλτουσέρ (Althusser 1965). Για τη σημασία της έννοιας του επικαθορισμού για μια ανάγνωση του έργου του Μαρξ που να απομακρύνεται από τον οικονομισμό βλ. Resnick / Wolff 1987 και Callari / Rucio (eds.) 1996. Η ανάγκη να έχουμε μια αντιστορικιστική και αντιτελεολογική θεώρηση της σχέσης ανάμεσα σε οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις και πρακτικές αποτυπώνεται και στην έννοια της συνάντησης (rencontre) που εισήγαγε ο Αλτουσέρ στο ύστερο έργο του (Althusser 1982, Althusser 1994).
[6] Για μια αποτίμηση της σημασίας της έννοιας των γνωμόνων (norms) μέσα στο έργο του Φουκώ βλ. Σωτήτης / Μπέτζελος 2004
[7] Βλ. για παράδειγμα την ορθή υπενθύμιση από τον Αγκάμπεν του εγγενώς αυταρχικού χαρακτήρα που έχει η ικανότητα του κράτους να ορίζει –ακολουθώντας τον Σμιτ– πρωτίστως την κατάσταση εξαίρεσης, την αναίρεση των εγγυήσεων (Agamben 2003)
[8] Βλ. χαρακτηριστικά Negri 1991 και Negri 1999.
[9] Για τις κλασικές διατυπώσεις των θέσεων του Σμιτ βλ. Schmitt 1988 και Schmitt 1994.
[10] Για την διατύπωση των βασικών θέσεων του Ρωλς βλ. Ρωλς 2001 και Ρωλς 2004. Για ένα παράδειγμα απήχησης αυτής της νεοκαντιανής θεώρησης της αναδιανεμητικής δικαιοσύνης βλ. Bidet 1990 και Bidet 1995.
[11] Με το ζήτημα αυτό ο Μαρξ είχε ασχοληθεί, για πρώτη φορά όταν στην ‘Εισαγωγή’ της Κριτικής στην Εγελιανή Φιλοσοφία (1843) αναφερόμενος στη δυνατότητα γερμανικής χειραφέτησης, θα την εντοπίσει «στη διαμόρφωση μιας τάξης με ριζικές αλυσίδες, μιας τάξης της κοινωνίας-των ιδιωτών που να μην είναι τάξη της κοινωνίας των ιδιωτών, ενός κοινωνικού στρώματος που να είναι η διάλυση όλων των στρωμάτων, μιας σφαίρας που να έχει χαρακτήρα καθολικότητας εξαιτίας της καθολικότητας των παθών της, που να μη διεκδικεί το επί μέρους δικαίωμα, γιατί έχει υποστεί όχι μια αδικία αλλά την αδικία καθ’ εαυτή, …που να μη βρίσκεται σε αποκλειστική αντίθεση με τις συνέπειες, αλλά σε συστηματική αντίθεση με τις προϋποθέσεις του γερμανικού πολιτικού καθεστώτος, μιας σφαίρας τέλος που να μην μπορεί να χειραφετηθεί χωρίς να χειραφετηθεί απ’ όλες τις άλλες σφαίρες της κοινωνίας και χωρίς μ’ αυτό τον τρόπο να χειραφετήσει όλες τις άλλες σφαίρες της κοινωνίας» (Μαρξ 1978: 29- 30).
[12]Υπενθυμίζουμε το περίφημο γράμμα του Μαρξ προς τον Βαντερμάγερ, όπου ο Μαρξ υποστηρίζει πως η θεωρητική συνεισφορά του δε συνίσταται στο ότι ανακάλυψε την ύπαρξη των τάξεων αλλά στο ότι ανακάλυψε πως ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας είναι η πάλη των τάξεων: "Σ' ότι με αφορά, δεν ανήκει σε μένα η τιμή να έχω ανακαλύψει ούτε την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία μήτε την πάλη μεταξύ τους. Πολύ καιρό πριν από μένα αστοί ιστορικοί είχαν καταγράψει την ιστορική ανάπτυξη της πάλης μεταξύ των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι είχαν κάνει την οικονομική της ανατομία. Το καινούριο που έφερα και εγώ ήταν: 1) να δείξω ότι η ύπαρξη των τάξεων είναι προσδεμένη σε συγκεκριμένες φάσεις ιστορικής ανάπτυξης της παραγωγής 2) ότι η πάλη των τάξεων οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου 3) ότι η δικτατορία αυτή δεν αποτελεί παρά τη μετάβαση από την κατάργηση όλων των τάξεων σε μία κοινωνία δίχως τάξεις" (Marx- Engels 1955: 549).
[13] Και εδώ μπορεί κανείς να εντάξει και την αρχετυπική προσπάθεια του Λούκατς στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση (Lukács 1971), και πρόσφατες αναδιατυπώσεις της όπως αυτή του Mészáros (1995). Ακόμη και νεοαυτονομίστικες απόπειρες όπως του Holloway (2002) επιμένουν σε έναν ιστορικισμό του εγγενώς επαναστατικού χαρακτήρα μιας αποφενακισμένης δημιουργικής εργασιακής δραστηριότητας.
[14] Αντιστάσεις που εξαρχής δεν είχαν μόνο το χαρακτήρα μιας οικονομικής διεκδίκησης, αλλά και μιας πολιτικής απαίτησης ισότητας καθώς και αντίστοιχες ιδεολογικές αναπαραστάσεις μιας κοινωνίας ισότητας. Βλ. σχετικά Ranciére 1981 και Ranciére 1995.
[15]Για μια πιο διεξοδική των παρουσίαση αυτών των θέσεων βλ. επίσης Nisbet 1959· Berle and Means 1967· Burnham1967· Perkin 1989· Bell 1976.
[16] Άλλωστε, χρονικά συνέπεσαν με την μεταπολεμική περίοδο σχετικής ενίσχυσης αναδιανεμητικών πολιτικών.
[17]Όπως παρατηρεί ο J. Bidet: «Ο καπιταλιστής που πουλά υπηρεσίες δεν είναι ένας πωλητής εργατικής δύναμης, μια μορφή εμπορικού κεφαλαίου. Το κεφάλαιο στην κατοχή του διατρέχει το σύνολο των σταδίων του κύκλου Χρήμα- Εμπόρευμα...Παραγωγικό κεφάλαιο...Εμπόρευμα'- Χρήμα". Το Χρήμα χρησιμοποιείται στη αγορά Εμπορευμάτων, δηλαδή εργατικής δύναμης και άλλων μέσων παραγωγής, μετατρέπεται σε Παραγωγικό κεφάλαιο τη στιγμή που η εργατική δύναμη καταναλώνει τα μέσα παραγωγής παράγοντας το Εμπόρευμα', την υπηρεσία που ο πελάτης πληρώνει με Χρήμα'. Η ιδιαιτερότητα αυτού του κύκλου είναι πως το εμπόρευμα (υπηρεσία) καταναλώνεται την ίδια στιγμή που πραγματοποιείται η διαδικασία παραγωγής. Αυτό κάνει το κεφάλαιο να μη ‘φαίνεται’ ποτέ με τη μορφή Κεφάλαιο» (Bidet 1975-76: 7).
[18]Καθώς και πολλές άλλες θετικές για την εργατική τάξη εξελίξεις όπως η βελτίωση των συνθηκών εργασίας, η μείωση του ωραρίου ή η θέσπιση προοδευτικής φορολογίας.
[19]Πράγματι ο Μίλιμπαντ χρησιμοποιώντας πληθώρα ερευνών αποδεικνύει πως μεταπολεμικά και σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιαπωνία, η Σουηδία, οι ΗΠΑ, Βρετανία, η Γερμανία και η Γαλλία, η ανοδική κοινωνική κινητικότητα είναι από ανύπαρκτη ως πολύ περιορισμένη.
[20]Με αυτή την έννοια η αδυναμία παρέμβασης της γαλλικής αριστεράς θα οδηγήσει στην αυτονόμηση της δυναμικής των αποκλεισμένων νεολαίων των γαλλικών προαστίων σε αντιδιαστολή με τις δραστηριότητες που έχει αναπτύξει το ΚΚ των ΗΠΑ μέχρι την περίοδο του Μακαρθισμού όπου είχε κατορθώσει να διαπλεχθεί με ριζοσπαστικά τμήματα των έγχρωμων εργατών.
[21] Και αυτό μπορεί να αποδώσει και έντονα στοιχεία ταξικής πόλωσης ως προς τις εκλογικές συμπεριφορές. Βλ. σχετικά Moschonas 2002.
[22]Με την έννοια πως άλλη ήταν, για παράδειγμα, η μορφή των οικογενειακών σχέσεων στην περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και άλλη σήμερα. Αντίστοιχα παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν για τις ερωτικές σχέσεις, τις φιλικές, τις γειτονικές κλπ.
[23] Πολύ χρήσιμη είναι εδώ η παρατήρηση του Μπαλιμπάρ για τη θεμελιώδη δισυμμετρία ανάμεσα σε καπιταλιστές και εργάτες μέσα στο κείμενο του Κεφαλαίου, καθώς οι κεφαλαιοκράτες εμφανίζονται απλώς ως «φορείς» του κεφαλαίου και μόνο το προλεταριάτο εμφανίζεται ως η τάξη «της οποίας η ύπαρξη εξασφαλίζει τη συνθήκη αξιοποίησης του κεφαλαίου, το αποτέλεσμα της συσσώρευσης και ταυτόχρονα το εμπόδιο στο οποίο προσκρούει συνεχώς ο αυτοματισμός της κίνησής του» (Μπαλιμπάρ 1987: 245).
[24] Αυτό που ο Σπινόζα αποτύπωσε μέσα από τη θέση ότι το πλήθος αποτελεί το θεμέλιο όλων των πολιτικών μορφών (Πολιτική Πραγματεία ΙΙ. 17 [Σπινόζα 1996: 107]).
[25] Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ο «θάνατος του υποκειμένου» ως αποτέλεσμα του θεωρητικού αντιανθρωπισμού της δεκαετίας του 1960 ήταν η αναγκαία προϋπόθεση οποιουδήποτε κριτικού επαναστοχασμού της διαρκούς αναπαραγωγής υποκειμένων μέσα στην ιστορική διαπάλη. Για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πρόσφατη προσπάθεια στοχασμού εκ νέου του ερωτήματος του υποκειμένου βλ. Butler 1997. Χαρακτηριστική και η παρατήρηση της τελευταίας ότι «[η] κριτική του υποκειμένου δεν είναι μια αποκήρυξη του υποκειμένου, αλλά περισσότερο ένας τρόπος επερώτησης της κατασκευής του ως μιας προδεδομένης ή θεμελιωτικής προϋπόθεσης» (Butler 1992: 9).
[26] Και με αυτή την έννοια επιμένουμε στην πολεμική τοποθέτηση του Αλτουσέρ ενάντια στη θεώρηση του κοινωνικού όλου ως εκφραστικής ολότητας, που έχει στο κέντρο της την οικονομία ως ουσία και οι υπόλοιπες στιγμές είναι απλώς «εκφράσεις» (Althusser 1965).
[27] Για την επιτελεστική διάσταση της πολιτικής πρακτικής βλ. Butler 1990 και 2000
[28] Για αποτιμήσεις των αλλαγών στην εργασιακή πραγματικότητα βλ. Κουζής 2001, Kouvelakis 2003, Σακελλαρόπουλος / Σωτήρης 2004, Plihon 2004
[29] Και σε αυτό το επίπεδο συναντώνται τόσο οι Negri και Hardt (Hardt / Negri 2000· Hardt / Negri 2004) όσο και ο Holloway (2002)
[30] Βλ. σχετικά: Αλτουσέρ 1978, Poulantzas 1982, Πουλαντζάς 1984, Πουλαντζάς 1984β καθώς και τα κείμενα που περιλαμβάνονται σε Poulantzas (dir.) 1976 και Holloway / Picciotto (eds.) 1978.