Η αιρετή νομαρχιακή αυτοδιοίκηση στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης

Η αιρετή νομαρχιακή αυτοδιοίκηση στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσηςΤεύχος 56, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1996

 

Η αιρετή νομαρχιακή αυτοδιοίκηση στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης 
του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
 

1. Εισαγωγή 

Η θεσμοθέτηση της αιρετής δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης δημιούργησε μία αισιόδοξη ατμόσφαιρα στην πολιτική ζωή της χώρας, αλλά η εφαρμογή της γέννησε ερωτηματικά. Η μελέτη αυτή αρχικά επιχειρεί ν' ανιχνεύσει τις προθέσεις των εισηγητών της θεσμικής μεταρρύθμισης, στη συνέχεια ακολουθεί η κριτική προσέγγιση σε ζητήματα θεωρίας και πολιτικής πρακτικής περιφερειακής ανάπτυξης και τοπικής αυτοδιοίκησης με εξέταση των εμπειρικών αποτελεσμάτων που είχαν οι πολιτικές αυτές. Ιδιαίτερα επισημαίνεται η ενδογενής τάση που ενυπάρχει στο εσωτερικό του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής για την αναπαραγωγή της σχέσης κέντρου περιφέρειας καθώς και η σημασία που έχει η ύπαρξη αστικών κέντρων για την καλύτερη λειτουργία της οικονομικής ζωής. Μετά την εξέταση θεωρητικών και στατιστικών παραμέτρων που σχετίζονται με την περιφέρεια και την αυτοδιοίκηση σε ένα γενικό πλαίσιο μελετάται ο νεοπαγής θεσμός ως χώρος ενίσχυσης της συναινετικής λειτουργίας του κράτους σε μία περίοδο αύξησης της διάχυτης δυσαρέσκειας που διακρίνει την ελληνική κοινωνία. Στο επόμενο τμήμα της εργασίας γίνεται προσπάθεια να αναδειχθεί η συσχέτιση της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης με την ανάγκη δημιουργίας ευέλικτων κρατικών πολιτικών προσανατολισμένων στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται από τη διεθνοποίηση της οικονομίας, ενώ παράλληλα επισημαίνεται το γεγονός της μεταφοράς της οικονομικής διαχείρισης στο επίπεδο της περιφέρειας. Στο τελευταίο μέρος ασχολούμαστε με τις μεταλλαγές που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού υποστηρίζοντας ότι δεν συντελείται μία διαδικασία αποδόμησης του εθνικού κράτους αλλά τροποποίησης της διοικητικής και οικονομικής λειτουργίας του που αφήνει αμετάβλητες τις πολιτικές, κατασταλτικές και δημοσιοοικονομικές δραστηριότητες του.

2. Η θέση των κρατικών αρχών για το β ' βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης Σε γενικές γραμμές οι συντάκτες των δύο νόμων για τη δευτεροβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση εμφανίζονται ιδιαίτερα αισιόδοξοι τόσο για το μέλλον του θεσμού όσο και για τις δυνατότητες που παρέχονται στους πολίτες για να αναπτύξουν πρωτοβουλίες που θα στοχεύουν στην διεύρυνση των δημοκρατικών και κοινωνικών τους δικαιωμάτων.

Συγκεκριμένα ο Υπουργός Εσωτερικών Κ. Σκανδαλίδης στο πρόλογο της έκδοσης του υπουργείου Εσωτερικών για τους νόμους 2218 και 2240 του 1994' σημειώνει:

«Μέσα στις μέρες της καθημερινότητας, της μιζέριας και των αδιεξόδων που ζούμε, το ξεκίνημα μιας μεγάλης θεσμικής μεταρρύθμισης αποτελεί χειροπιαστή πραγματικότητα ενός θεσμικού άλματος προς τα εμπρός αλλά ακόμη την ελπίδα για ένα διαφορετικό και καλύτερο αύριο.

Με την εκλογή των αιρετών Νομαρχών και Νομαρχιακών Συμβουλίων, με τη θεσμοθέτηση των Συμβουλίων Περιοχής, με τη γενναία αποκέντρωση πόρων, αρμοδιοτήτων και διοικητικών μηχανισμών στην περιφέρεια ανοίγει ασφαλώς μια νέα εποχή για την θεσμική και πολιτειακή οργάνωση της χώρας».2

Από τη πλευρά τους οι συντάκτες της συνοδευτικής εγκυκλίου των νόμων 2218 και 2240 θεωρούν ότι «αποτελεί αυτή η επιλογή μια από τις σημαντικότερες πράξεις στην ιστορία του νεώτερου ελληνικού κράτους».3

Στην εισηγητική μάλιστα έκθεση του 2218 υπογραμμίζεται ότι «η ίδρυση της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης αποτελεί πρωτοποριακή μεταβολή, το εύρος και η σημασία της οποίας ξεπερνά τις εξελίξεις που είχαν σημειωθεί στον τομέα αυτό στα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης».4

Οι λόγοι για τους οποίους χαρακτηρίζεται τόσο μεγάλης σπουδαιότητας αυτή η μεταρρύθμιση είναι οι ακόλουθοι:

1) Με αυτή τη θεσμική αλλαγή «η αποκέντρωση εκφράζεται με την ανάληψη της ευθύνης για την επίλυση των συλλογικών και ατομικών αναγκών των πολιτών και την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη από τους ίδιους τους πολίτες».5

2) Ενισχύονται οι δημοκρατικοί θεσμοί της τοπικής κοινωνίας και ενθαρρύνεται η συνεργασία και η δημιουργική πρωτοβουλία των τοπικών αρχών και των κοινωνικών εταίρων για την προώθηση της ενδογενούς'ανάπτυξης.6

3) Ο βασικός στόχος είναι «να μεταφερθεί η πολιτική και οικονομική εξουσία σ' αυτούς που δημιουργούν, και στους τοπικούς και κοινωνικούς φορείς».7

4) Έτσι «οι ίδιοι οι πολίτες που ζουν σε κάθε νομό θα έχουν, μέσα από τα αντιπροσωπευτικά όργανα που θα εκλέγουν, την ευθύνη για τον εντοπισμό των αναγκών και προβλημάτων, για τη μελέτη των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της περιοχής τους και την επιλογή των προσφορότερων τρόπων οικονομικής κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης».8

Συμπερασματικά με το νομοθετικό αυτό πλαίσιο «Η πολιτική θέληση της Κυβέρνησης εξακολουθεί με συνέχεια και συνέπεια να είναι βαθειά προσηλωμένη στις αρχές της Αποκέντρωσης, της Συμμετοχής των Πολιτών και της Περιφερειακής και Τοπικής Ανάπτυξης.

Βασικός στόχος μας ήταν και είναι να βοηθήσουμε ώστε να μεταφερθεί η πολιτική και οικονομική εξουσία σ' αυτούς που δημιουργούν, στους τοπικούς και κοινωνικούς φορείς, στον ίδιο τον Ελληνικό Λαό».9

Στα πλαίσια της επιστημονικής αναζήτησης δεν επαρκούν οι καλές προθέσεις και οι διακυρήξεις. Είναι απαραίτητο να συνεκτιμηθούν τα αποτελέσματα αναλόγων προσπαθειών που έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν, να τεθούν υπό κρίση οι συγκεκριμένες μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν αλλά και να γίνει αναφορά σε ορισμένα γενικά θεωρητικά ζητήματα αστικής και περιφερειακής ανάπτυξης.

3. θεωρητικά και εμπειρικά δεδομένα τον προβλήματος Η δημουργία βασικών μητροπολιτικών και πολεοδομικών αξόνων στην περίοδο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής πρέπει να ιδωθεί ως αποτέλεσμα της πόλωσης της κεφαλαιακής συσσώρευσης10 σε περιοχές που είναι πιο προσοδοφόρες για την επίτευξη υψηλών ποσοστών κεφαλαιακής κερδοφορίας, γεγονός που επιταχύνεται από τη ροή εργατικής δύναμης προς τις περιοχές αυτές, πράγμα που από τη μία διευκολύνει τη δημουργία εφεδρικού στρατού εργασίας και από την άλλη συντηρεί τους μισθούς σε χαμηλά επίπεδα.11

Ένδειξη για την ορθότητα αυτής της μεθοδολογικής παρατήρησης είναι η σημαντική γεωγραφική συγκέντρωση όλων των βασικών οικονομικών μεγεθών που παρατηρείται στον ελληνικό χώρο.12

Εμβαθύνοντας στο φαινόμενο αυτό μπορεί να παρατηρηθεί ότι η συγκέντρωση του πληθυσμού σε πόλεις, όπως εμφανίζεται από τη βιομηχανική επανάσταση και ύστερα, δεν αποτελεί απλώς φαινόμενο συνάθροισης της εργατικής δύναμης σ' ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, αλλά, ταυτοχρόνως, την ύπαρξη ενός τόπου όπου συντελείται η προσαρμογή της τελευταίας σε αυστηρά καθορισμένες μορφές συμπεριφορών, στάσεων και αντιλήψεων.13

Βάσει των παραπάνω είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι η γεωγραφική πόλωση που χαρακτηρίζει τη συσσώρευση του κεφαλαίου δεν αφορά μόνο τη συγκέντρωση παραγωγικών δυνάμεων σε ορισμένες περιοχές αλλά και των κοινωνικών σχέσεων που απορρέουν και αναπαράγουν το συγκεκριμένο σύστημα παραγωγής.14

Με το φαινόμενο της γεωγραφικής πόλωσης γίνεται εφικτή η συγκέντρωση μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων, γεγονός που έχει ως συνέπεια τη βελτίωση της κεφαλαιακής κερδοφορίας μέσω της αύξησης των εργαζομένων στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας και τον περιορισμό των απασχολούμενων για το αναπαραγωγικό κεφάλαιο.15 Πρόκειται για αποτέλεσμα που προκύπτει από την επιτάχυνση της συνεργασίας μεταξύ των συνιστωσών της κύκλησης του κεφαλαίου η οποία καταλήγει στη μείωση των εξόδων κυκλοφορίας.16

Στις σημερινές συνθήκες λειτουργίας της «ελεύθερης οικονομίας» οι εμπειρικές εξελίξεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν το αναλυτικό σχήμα που μόλις περιγράψαμε. Πολεοδομικά συγκροτήματα αλλά και ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές πλήττονται από τις επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης ενώ ορισμένες άλλες παρουσιάζουν μία σημαντική αναπτυξιακή δυναμική,17 πράγμα που είχε από θεωρητική άποψη επισημανθεί ήδη από τη δεκαετία του '60.18 Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η δυναμική επεκτείνεται και σε νέους οικονομικούς κλάδους όπως είναι τα συστήματα νέων τεχνολογιών, οι χρηματιστικές λειτουργίες, οι επιχειρήσεις ευέλικτης οργάνωσης της εργασίας κλπ. Βέβαια αυτή η επιλεκτική διείσδυση σε κλάδους και περιφέρειες επιφέρει την υπονόμευση του ενιαίου οικονομικού ιστού19 και οδηγεί στη δημιουργία σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων.

Η τάση αυτή για την ύπαρξη δυϊσμού μεταξύ βασικών μητροπολιτικών κέντρων και περιφερειακών υποκέντρων σε μια χώρα θεωρείται από ορισμένους επιστήμονες ως ομόλογη της σχέσης κεφαλαίου εργασίας και προέρχεται από την ίδια πηγή που ορίζει ως βασικές κοινωνικές τάξεις την αστική και την εργατική τάξη  -  τάξεις που βρίσκονται σε διαρκή σχέση αντίθεσης.20

Πέρα, όμως, από τις γενικές θεωρητικές θέσεις σημασία έχει και η εμπειρική καταγραφή της ανισομερής ανάπτυξης μεταξύ γεωγραφικών περιοχών όπως αυτή παρουσιάζεται από τα στοιχεία των τριών πινάκων του παραρτήματος. Συγκεκριμένα οι διαφορές που παρατηρούνται στην κατανομή του ΑΕΠ τόσο μεταξύ των 10 ασθενέστερων και των 10 ισχυρότερων όσο και μεταξύ των 25 ασθενέστερων και των 25 ισχυρότερων περιοχών της ΕΟΚ φανερώνουν μία μικρή χειροτέρευση στις ανισότητες εισοδήματος. Έτσι, ενώ το 1980 οι 10 ασθενέστερες περιοχές κατείχαν το 44% του μέσου κοινοτικού εισοδήματος το 1991 κατέχουν μόνο το 41,8%. Παράλληλα οι 10 ισχυρότερες περιοχές αυξάνουν το δικό τους εισόδημα από 145,8% σε 151,6%.

Σε ότι αφορά την εξέλιξη της ανεργίας η κατάσταση εμφανίζεται ακόμα χειρότερη. Κι αυτό γιατί ενώ το 1983 οι 25 περιοχές με τα υψηλότερα ποσοστά παρουσίαζαν φαινόμενα ανεργίας της τάξης του 17,5%, το 1993 το ποσοστό αυτό έχει ανέβει στο 21%. Αντιθέτως στις 25 λιγότερο πληττόμενες περιοχές διαπιστώνεται μείωση της ανεργίας από 5,4% σε 4,1%. Το γεγονός αυτό πρέπει να συσχετιστεί με τη χαμηλή ροή κεφαλαίων προς τις μη συμφέρουσες οικονομικά περιοχές πράγμα που οδηγεί σε φαινόμενα αποβιομηχάνισης και συνακόλουθα μαζικής ανεργίας ενώ στις περιοχές όπου οι επιχειρηματίες προσβλέπουν σε υψηλά ποσοστά κερδοφορίας πραγματοποιούνται επενδύσεις και η ανεργία κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα.

Τέλος στο εσωτερικό του ελλαδικού χώρου διαπιστώνονται επίσης σοβαρές γεωγραφικές ανισοκατανομές. Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα 3 του παραρτήματος μεταξύ των ετών '86'91 η πιο πλούσια περιοχή έχει κατά 6570% μεγαλύτερο εισόδημα από την πιο φτωχή. Παράλληλα, υπάρχουν έντονες διακυμάνσεις των ποσοστών της ανεργίας από περιοχή σε περιοχή την περίοδο '88'93, γεγονός που δεν αποκρύπτει την εμφάνιση κατά 2,53 φορές μεγαλύτερης ανεργίας στο Λεκανοπέδιο της Αττικής σε σύγκριση με τα Ιόνια νησιά όπου παρατηρούνται τα πιο χαμηλά ποσοστά.21

4. Η εκλεγμένη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση ως χώρος ενίσχυσης των συναινετικών διαδικασιών Υποστηρίχθηκε από την αρχή της εργασίας ότι ένας από τους σημαντικότερους λόγους που οδήγησαν στη δημιουργία του νέου θεσμού ήταν η ανάγκη εξεύρεσης καινούριων μεθόδων ενσωμάτωσης του εκλογικού σώματος στις κεντρικές κρατικές στρατηγικές και στις συγκεκριμένες πολιτικές που απορρέουν από αυτές.

Η πιθανολογούμενη μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος στην περιφέρεια έχει από τη μία ως στόχο την αύξηση της λειτουργικότητας του κρατικού τομέα και από την άλλη την διεύρυνση των νομιμοποιητικών λειτουργιών της πολιτικής εξουσίας.22

Τα αίτια που συντελούν σ' αυτή την πολιτική απόφαση είναι πολλά και μπορούν να ανιχνευθούν στη γενικότερη πολιτική και κοινωνική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Η ολοένα και αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών γύρω από ζητήματα δημοκρατίας, κοινωνικών παροχών, βελτίωσης του επιπέδου διαβίωσης κλπ. αποτελεί σημαντικότατο παράγοντα δυνάμει κοινωνικής αστάθειας ώστε να καθίσταται επιτακτική η ανάγκη θέσπισης μέτρων διαχείρισης αυτών των καταστάσεων.

Η θεσμοθέτηση μιας ακόμα εκλογικής διαδικασίας σε συνδυασμό με την έντονη προβολή των θετικών πλευρών του νέου βαθμού διοίκησης, (αναβάθμιση των τοπικών κοινωνιών, διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και της δυνατότητας συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων), επιτρέπει τη διοχέτευση της κοινωνικής δυσφορίας προς μία κατεύθυνση που δεν παρουσιάζει πολλές διαφορές από την αντιπροσώπευση σε εθνικό επίπεδο.

Το πιο ενδιαφέρον όμως σημείο είναι αυτό που σχετίζεται με τις δυνατότητες που παρέχει η τοπική αυτοδιοίκηση για την ενδυνάμωση των συναινετικών λειτουργιών. Ο περιορισμένος, γεωγραφικά, χαρακτήρας του τοπικού «κράτους» επιτρέπει τη διατύπωση αιτημάτων από διάφορες μερίδες του πληθυσμού σ' ένα πιο άμεσο επίπεδο όπου οι κοινωνικές, οικογενειακές αλλά και πελατειακές σχέσεις ασκούν ένα πιο ισχυρό ρόλο σε σύγκριση με τις συνθήκες που επικρατούν στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις.23

Παράλληλα ο υπερτονισμός από την πλευρά των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους της σημασίας των τοπικών κοινωνιών ωθεί στη δημιουργία συλλογικών ταυτοτήτων οι οποίες υπερβαίνουν, υποτίθεται, την υπαγωγή των κατοίκων σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις.24 Επιχειρείται έτσι να θεωρηθεί ως γεννεσιουργό αίτιο των ατομικών προβλημάτων η τοπική «υπανάπτυξη» και όχι τα οικονομικά αποτελέσματα ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής τα οποία «βιώνει» με διαφορετικό τρόπο ο μικροκαλλιεργητής και με εντελώς άλλο τρόπο ο ιδοκτήτης μεγάλων αγροτικών εκτάσεων ή ο έμπορος αγροτικών μηχανημάτων.

Για να επανέλθουμε όμως, στη περίπτωση της Ελλάδας και στο ζήτημα των αιρετών νομαρχών, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η δημιουργία της θέσης του περιφερειακού διευθυντή25 αδυνατίζει ακόμα περισσότερο την επιχειρηματολογία περί ανάπτυξης της δημοκρατίας αφού καθιερώνεται ένα δυαρχικό πλαίσιο εξουσίας όπου ο περιφερειακός διευθυντής λειτουργεί ως ο κρατικός εντολοδόχος στηριζόμενος στη νομιμοποίηση που διαθέτει ο εκλεγμένος νομάρχης.

Το αποτέλεσμα είναι η μετατόπιση της πραγματικής εξουσίας προς την πλευρά του κρατικού μηχανισμού και του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος και η απίσχναση των αρμοδιοτήτων των αιρετών αρχόντων κατά τέτοιο τρόπο που να μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί πως, σε περίπτωση που δεν καταργηθεί η θέση του περιφερειακού διευθυντή, η θεσμοθέτηση της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης δεν είχε τίποτα να κάνει με τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας αλλά, αντιθέτως, σχετιζόταν με την ανάγκη νομιμοποίησης των αποφάσεων της κρατικής εξουσίας μέσω του «φιλτραρίσματος» της λαϊκής δυσαρέσκειας.

5. Ο θεσμός της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης ως φορέας ρύθμισης των κεντρικών κρατικών πολιτικών Μέχρι το σημείο αυτό παρουσιάστηκαν οι απόψεις της κρατικής εξουσίας για το νέο θεσμό και στη συνέχεια επιχειρήθηκε η ανασκευή τους. Έτσι αναφέρθηκε η θεωρητική κριτική που γίνεται από τη μαρξιστική πλευρά σύμφωνα με την οποία είναι πολύ δύσκολη η εξάλειψη της ανισομέρειας στα πλαίσια του συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, γεγονός που πιστοποιήθηκε και από την παρουσίαση του εμπειρικού υλικού. Στη συνέχεια αναλύσαμε τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση ως απόπειρα άντλησης κοινωνικής συναίνεσης από την κεντρική εξουσία. Μένει ένα τρίτο σημείο το οποίο αφορά τη συσχέτιση της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης με την ανάγκη δημιουργίας ευέλικτων κρατικών πολιτικών, προσανατολισμένων στη ρύθμιση οικονομικών σχεδιασμών σε σύνδεση με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις ιδιαίτερες ανάγκες της ιδιωτικής οικονομίας.

Η αρχή αυτής της γενικότερης μεταρρυθμιστικής πολιτικής χρονολογείται, για τον κοινοτικό χώρο, από τις αρχές της δεκαετίας του '70 και στόχευε στην προσαρμογή των παραδοσιακών μορφών τοπικής οργάνωσης στις νέες οικονομικές και διοικητικές ανάγκες26 (διοικητική ενοποίηση σε διαφορετικά επίπεδα, συνολικός σχεδιασμός για κάθε επίπεδο κατευθυνόμενος από μία συγκεκριμένη λογική κλπ). Παράλληλα επιδιώχθηκε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία για λόγους που ήδη εξηγήσαμε, να αρθούν οι γεωγραφικές ανισότητες για να αντέξουν οι περιφέρειες στην αύξηση του ανταγωνισμού.27

Μπορεί οι περιφερειακές πολιτικές να απέτυχαν σε αυτό τον τομέα, κατόρθωσαν, ωστόσο, πέρα από το ρυθμιστικό τους ρόλο, να συντελέσουν στην ευόδωση των στόχων της οικονομικής αναδιάρθρωσης αφού υιοθέτησαν μία σειρά από μέτρα ευνοϊκά για την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου όπως η νομιμοποίηση των «ευέλικτων» μορφών οργάνωσης της εργασίας, η θέσπιση κινήτρων για επενδύσεις σε «υποανάπτυκτες» περιοχές, η δημιουργία έργων υποδομής (επικοινωνίες, τηλεπικοινωνίες), η βελτίωση του περιβάλλοντος, η μεταφορά τεχνολογίας, η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων28 κλπ. Ταυτόχρονα πολλά από αυτά τα μέτρα πέρα από το «θεσμικό» ή τον «οικονομικό» χαρακτήρα τους επιτελούν και συγκεκριμένες νομιμοποιητικές λειτουργίες29 αφού π.χ. η κατασκευή δρόμων διευκολύνει τις μετακινήσεις των κατοίκων, οι φοροαπαλλαγές επιτρέπουν την αύξηση των επενδύσεων και συνακόλουθα την ανάπτυξη της απασχόλησης κλπ.

Το ενδιαφέρον είναι ότι οι οικονομικές πρακτικές που εφαρμόζονται μετά από την πετρελαϊκή κρίση στηρίζονται στη μείωση των κρατικών επιχορηγήσεων προς τις περιφέρειες καϊ στην προσπάθεια ανάπτυξης αυτόκεντρων οικονομικών πρωτοβουλιών όπου θα συνδυάζεται η επίδειξη επιχειρηματικού πνεύματος από τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες30 (δημοτικές, επιχειρήσεις, κοινοπραξίες με συνεταιρισμούς κλπ.) σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα.31 Το αποτέλεσμα είναι ο περιορισμός των εξόδων του κεντρικού κράτους σε μία περίοδο γενικευμένης δημοσιονομικής κρίσης32 αλλά και η αποδοχή από την πλευρά της τοπικής αυτοδιοίκησης των ιδεολογικών σχημάτων της «επιχειρηματικότητας», της «παραγωγικότητας», της «αποτελεσματικότητας» κλπ. Το γεγονός αυτό έχει και συγκεκριμένες συνέπειες στις σχέσεις μεταξύ των περιφερειών αφού υποθάλπτει φαινόμενα τοπικισμού, ωθώντας κάθε διοικητική περιοχή στην ενίσχυση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της με την εφαρμογή πολιτικών προσέλκυσης του ιδιωτικού κεφαλαίου καθώς και στρωμάτων ειδικευμένου εργατικού δυναμικού.33

Ειδικότερα για την Ελλάδα μπορούμε να πούμε ότι η απουσία σαφούς οικονομικού προγραμματισμού διατυπωμένου από τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες που έχει παρατηρηθεί τα προηγούμενα χρόνια, έλλειψη οργανωμένης υποδομής για παραγωγικές δραστηριότητες, αδυναμία ιεράρχησης των προτεραιοτήτων για κατανομή των επενδύσεων,34 ανορθολογική χρησιμοποίηση των κοινοτικών πόρων κλπ, σε συνδυασμό με τις πιέσεις που ασκεί το διεθνές οικονομικό περιβάλλον ώθησαν το ελληνικό κράτος στη θέσπιση των νόμων 2218 και 2240.

Κάτω από αυτό πρίσμα θα συμφωνήσουμε με την άποψη που έχει διατυπωθεί ότι ουσιαστικά αυτή η θεσμική μεταρρύθμιση δεν εκφράζει μια τάση «αποκέντρωσης» αλλά περισσότερο μία τάση «αποσυγκέντρωσης»35 των κρατικών λειτουργιών και μετάθεσης τους σε τοπικούς κρατικούς φορείς (περιφερειακός διευθυντής, περιφερειάρχης, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, περιφερειακά ταμεία ανάπτυξης), οι οποίοι έχουν ως έργο την εφαρμογή της πολιτικής της κεντρικής διοίκησης σ' ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο.

Αυτό συμβαίνει διότι η παραχώρηση αρμοδιοτήτων προς τις δευτεροβάθμιες αυτοδιοικήσεις σε καμία περίπτωση δεν συνδυάζεται με αντίστοιχη κατοχύρωση πολιτικής και διοικητικής αυτονομίας,36 δηλαδή δεν υπάρχει μια «επανιδιοποίηση» των αποφάσεων και των μέσων δράσης από τη λαϊκή βάση.

Εκείνο που πρέπει να υπογραμμισθεί είναι πως το σημαντικότερο τμήμα των μεταρρυθμίσεων που σχετίζονται με την περιφερειακή πολιτική δεν αφορά τόσο τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση όσο την τριτοβάθμια αυτοδιοίκηση, τον διοικητικό δηλαδή χωρισμό της χώρας σε περιφέρειες. Πρόκειται δε για το σημαντικότερο μέρος των αλλαγών γιατί περιλαμβάνει την οικονομική διάσταση της περιφερειακής ανάπτυξης.

Συγκεκριμένα ο ν. 1622 86 προέβλεψε τη δημιουργία 13 περιφερειών στη διοίκηση των οποίων προΐσταται ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας (Περιφερειάρχης). Η θέση αυτή είναι καθαρά πολιτική και οι γενικοί γραμματείς περιφέρειας ορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Με το νόμο 2218 94 οι περιφέρειες αυτές απέκτησαν και διοικητική υπόσταση.

Ιδιαίτερη σημασία έχει και η θέσπιση του περιφερειακού συμβουλίου, σπουδαιότερες αρμοδιότητες του οποίου είναι η κατάρτιση του ετήσιου περιφερειακού αναπτυξιακού προγράμματος, η κατανομή των πιστώσεων του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων καθώς και η διατύπωση προτάσεων προς τους κεντρικούς φορείς του δημόσιου τομέα για έργα εθνικής σημασίας που αφορούν την περιφέρεια.37

Στο πλαίσιο της περιφερειακής διοικητικής οργάνωσης ο ν. 2218 94 προβλέπει και τη δημιουργία του περιφερειακού ταμείου ανάπτυξης. Το τελευταίο είναι διοικητικό όργανο μείζονος σημασίας αφού στη δικαιοδοσία του ανήκουν όλες οι αρμοδιότητες προγραμματισμού, συντονισμού και υλοποίησης στο επίπεδο της περιφέρειας,38 σε σημείο που να θεωρείται ως ο κατ' εξοχήν εκφραστής των κρατικών αναπτυξιακών επιλογών.39 Πολύ σύντομα αναφέρουμε πως το περιφερειακό ταμείο ανάπτυξης διαχειρίζεται τις πιστώσεις του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, συμμετέχει σε προγράμματα της ΕΕ, ασκεί την ταμειακή διαχείριση της περιφέρειας, καθορίζει και εισπράττει δικαιώματα και έσοδα, συνάπτει δάνεια, διεξάγει έρευνες και μελέτες κλπ.40

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος διοίκησης των οικονομικών της περιφέρειας, ο οποίος ουσιαστικά παραμένει κάτω από τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας, εξαφανίζοντας τις οποιεσδήποτε δυνατότητες παρέμβασης της αιρετής αυτοδιοίκησης. Αυτό συμβαίνει γιατί τη διοίκηση του περιφερειακού ταμείου έχει επταμελές διοικητικό συμβούλιο, ο διορισμός του οποίου επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του διορισμένου από την κυβέρνηση περιφερειάρχη.41

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η θέσπιση των 13 περιφερειών ως διοικητικών μονάδων και της θέσης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας περιορίζει ακόμα περισσότερο τα περιθώρια δράσης της αιρετής αυτοδιοίκησης αφού κατορθώνει να μεταφέρει τη διαχείριση των σημαντικότερων κονδυλίων στο επίπεδο της περιφέρειας αναθέτοντας τη σε όργανα διορισμένα από την κυβερνητική εξουσία. Παράλληλα, στο μεγαλύτερης έκτασης περιφερειακό επίπεδο μπορεί να γίνει πιο ορθολογική κατανομή των κονδυλίων, ορθολογική ανάλογα με τις ανάγκες της κεφαλαιακής συσσώρευσης, και να αποφευχθούν είτε κατανομές τοπικιστικού χαρακτήρα είτε οικονομικές ενισχύσεις σε τομείς που δεν είναι άμεσα αποδοτικοί για το κεφάλαιο.

Ωστόσο οι πολιτικές αυτές επιλογές του κεντρικού κράτους δεν σημαίνει αναγκαστικά πως θα οδηγήσουν στις ίδιες εξελίξεις που σημειώθηκαν στις αντίστοιχες δυτικές χώρες. Μ' άλλα λόγια η υπαγωγή του νεοπαγούς θεσμού, πέρα από τη συναινετική ενσωματωτική λειτουργία του, στο πλαίσιο της οικονομικής αναδιάρθρωσης θα εξαρτηθεί από τον εσωτερικό συσχετισμό μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων, από ζητήματα επιλογής στρατηγικών προτεραιοτήτων, από προβλήματα γραφειοκρατικών δυσλειτουργιών, «συντεχνιακών» αντιθέσεων μεταξύ διαφορετικών μερίδων του κρατικού μηχανισμού κλπ.

6. Προς μία αποδυνάμωση τον κεντρικού κράτους;

Οι εξελίξεις που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια τόσο σε ότι αφορά το τοπικό επίπεδο με τη διατύπωση προτάσεων για την «Ευρώπη των περιφερειών» όσο και σε εθνικό επίπεδο με την θέσπιση της συνθήκης του Μάαστριχ, έχουν τροφοδοτήσει τις συζητήσεις γύρω από το ερώτημα της θέσης και του ρόλου του κράτους στις νέες συνθήκες. Από πολλές πλευρές έχουν αρχίσει να διατυπώνονται απόψεις, οι οποίες υποστηρίζουν ότι έχουμε περάσει σε μία περίοδο αν όχι κατάργησης του κρατικού φαινομένου τουλάχιστον σημαντικού περιορισμού των αρμοδιοτήτων και των λειτουργιών του.

Όπως παρατηρεί ο Γ. Καυκαλάς: «Η συνεχής αποσταθεροποίηση της περιφερειακής ειδίκευσης... έχει οδηγήσει σε μία κατάσταση η οποία, μακροπρόθεσμα απειλεί την ίδια τη χωρική συνοχή και κυριαρχία του εθνικού κράτους».42 Στην ουσία πρόκειται για μια διαδικασία όπου συμπίπτουν τα φαινόμενα της συνολικοποίησης (globalisation) σε οικονομικό επίπεδο κυρίως, και σε πολιτικό επίπεδο δευτερευόντως, με τα αντίστοιχα φαινόμενα της αποδυνάμωσης των εθνικών κρατών και του περιορισμού της αυτονομίας τους.43

Αναμφίβολα οι εξελίξεις που έχουν περιγραφεί σηματοδοτούν ορισμένες αλλαγές που συνδέονται με συγκεκριμένες λειτουργίες του κεντρικού κράτους. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν πρέπει να θεωρηθούν ως προάγγελος εξαφάνισης των λειτουργιών του εθνικού κράτους. Κι αυτό για μία σειρά από λόγους:

Κατ' αρχήν διότι υπάρχουν ορισμένοι εξαιρετικά σημαντικοί τομείς, οι οποίοι δεν μπορούν από τη φύση τους να μεταβιβαστούν στην τοπική αυτοδιοίκηση πχ. Εθνική Άμυνα, εξωτερική πολιτική, κεντρικός οικονομικός προγραμματισμός κλπ.

Κατά δεύτερο λόγο διότι σημαντικές εξελίξεις, όπως τα φαινόμενα διεθνοποίησης της οικονομίας,44 δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν παρά μόνο μέσα από ενιαίο εθνικό σχεδιασμό. Όπως υποστηρίζει ο Κ. Busch, η ανάγκη διατήρησης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας σ' ένα διεθνές πλαίσιο σε κάθε κράτος ξεχωριστά, επιβάλλει τη διατήρηση της ιδιαίτερης εθνικής οικονομικής δομής. Αυτό συμβαίνει γιατί η οικονομική ανάπτυξη των μεμονωμένων κρατών χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη διαφορετικών επιπέδων σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή των μισθών στο εθνικό εισόδημα, τους ρυθμούς πληθωρισμού, την παραγωγικότητα του κεφαλαίου κλπ.45 Ο ρόλος του κράτους είναι να ενισχύσει μέσω της υιοθέτησης της κατάλληλης οικονομικής πολιτικής τα μέτρα που θα διευκολύνουν την άνοδο της ανταγωνιστικότητας του εθνικού κεφαλαίου σε βάρος των άλλων εθνικών κεφαλαίων, των εθνικών κλάδων σε βάρος των άλλων εθνικών κλάδων και των εθνικών περιφερειών σε βάρος των άλλων εθνικών περιφερειών.

Επιπρόσθετα δεν θα είναι ορθό να δημιουργηθεί η εντύπωση πως η διεθνοποίηση των εθνικών οικονομιών έρχεται σε αντίθεση με την επιχειρούμενη ενδυνάμωση των περιφερειών. Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η ενίσχυση παραγωγικών μονάδων στην επαρχία καθώς και η πραγματοποίηση των λεγόμενων «μεγάλων έργων» θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα των εθνικών οικονομιών. Σε αυτό προβλέπεται να συμβάλλει και η συνακόλουθη προσφορά φθηνού εργατικού δυναμικού, όσο και η αύξηση των φορολογικών εσόδων του κράτους μέσω των νέων φόρων που προβλέπεται να επιβληθούν.46

Πριν κλείσουμε την αναφορά στη θέση του κράτους στις νέες συνθήκες πρέπει να επισημάνουμε πως προκαλεί εντύπωση η παραγωγή θεωριών που υποστηρίζουν την αποδυνάμωση του κρατικού φαινομένου τη στιγμή που σε ολόκληρη την Ευρώπη αναδύονται πολύμορφα εθνικιστικά και τοπικιστικά ρεύματα τα οποία όχι μόνο δεν έχουν ως προτεραιότητα την οικοδόμηση της «Ευρώπης των περιφερειών» αλλά στοχεύουν στη μεγαλύτερη δυνατή απομόνωση μέσω της ενδυνάμωσης των κεντρικών μηχανισμών. Είναι μάλιστα σημαντικό το γεγονός πως τα φαινόμενα αυτά δεν περιορίζονται στο χώρο του πρώην ανατολικού συνασπισμού αλλά επεκτείνονται και στις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τη διαμάχη Βαλόνων και Φλαμανδών, τη δημιουργία της Λέγκας της Λομβαρδίας, το χρονίζον βασκικό πρόβλημα, την τάση αυτονόμησης της Σκωτίας, την κατάσταση στην Ιρλανδία κλπ.

Συμπερασματικά μπορούμε να καταλήξουμε πως για μία σειρά από λόγους είναι πολύ αμφίβολη η υιοθέτηση απόψεων που υποστηρίζουν την «αποδυνάμωση» του κράτους, θα ήταν μάλλον σωστότερο αν γινόταν λόγος για τροποποίηση47 ορισμένων κρατικών λειτουργιών που συνδέονται με την προσπάθεια ρύθμισης περιφερειακών αδυναμιών λόγω της ανάγκης προσαρμογής στο διεθνή ανταγωνισμό. Παράλληλα, οι βασικές δομές του κρατικού φαινομένου, όπως είναι η κατοχή του μονοπωλίου της νόμιμης βίας, η χάραξη εξωτερικής πολιτικής, ο καθορισμός της δημοσιονομικής πολιτικής κλπ, διατηρούνται στο ακέραιο.

7. Συμπέρασμα Ξεκινώντας από την παράθεση των θέσεων των συντακτών της θεσμικής μεταρρύθμισης θέσαμε υπό μελέτη τις δυνατότητες εξάλειψης των περιφερειακών ανισοτήτων, το ρόλο που έχει ο νέος θεσμός στην ενίσχυση των νομιμοποιητικών λειτουργιών του κράτους καθώς και την τροποποίηση ορισμένων κρατικών πολιτικών εξαιτίας της διεθνοποίησης της οικονομίας και της έντασης των ανταγωνισμών που η τελευταία συνεπάγεται.

Ειδικότερα διαπιστώθηκε μία πολύ αισιόδοξη από την πλευρά των κυβερνητικών αρχών οπτική, σύμφωνα με την οποία η θέσπιση του αιρετού βαθμού αυτοδιοίκησης οδηγεί στην ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών και στην μεταφορά της οικονομικής εξουσίας στους άμεσους παραγωγούς και στους κοινωνικούς και τοπικούς φορείς.

Η παραπάνω θέση εξετάστηκε κάτω από το πρίσμα της επιλεκτικής συσσώρευσης κεφαλαίου σε περιοχές που θεωρούνται πιο επικερδείς για το επενδυτικό κεφάλαιο. Από αυτή την άποψη η δημιουργία πόλων της οικονομικής συγκέντρωσης δεν αποκτά μόνο οικονομική σημασία αλλά έχει και ευρύτερες πολιτικές και ιδεολογικές συνέπειες (πολιτική αποδοχή των όρων της οικονομικής εξουσίας, διαμόρφωση ενός συγκεκριμένου προτύπου εργατικών συμπεριφορών κλπ).

Τα παραπάνω δεδομένα θέτουν υπό σοβαρή αμφισβήτηση τις δυνατότητες πραγματοποίησης ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων στο χώρο της αυτοδιοίκησης ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις των κρατικών υπευθύνων. Πολύ περισσότερο που τα όχι λίγα μέτρα που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια σε πανευρωπαϊκή κλίμακα δεν οδήγησαν στην εξάλειψη των περιφερειακών ανισοτήτων  - τουναντίον οι ανισότητες αυτές έγιναν πιο έντονες.

Σ' αντίθεση με τη μικρή πιθανότητα συμβολής στην μείωση των γεωγραφικών ανισομερειών η αιρετή νομαρχιακή αυτοδιοίκηση προβλέπεται να ενισχύσει σημαντικά τις νομιμοποιητικές λειτουργίες του κράτους. Το ενδιαφέρον είναι ότι η ενισχυμένη συναίνεση που επιδιώκεται να απολαμβάνει ο νέος θεσμός συνδυάζεται με την θέσπιση της θέσης του περιφερειακού διευθυντή γεγονός που σηματοδοτεί τη συνεχή επίβλεψη των τοπικών ζητημάτων από την κεντρική εξουσία. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η νομιμοποίηση αποφάσεων της κεντρικής διοίκησης μέσω του κύρους των εκλεγμένων νομαρχιακών αρχόντων.

Πέρα όμως από τις σημαντικότατες επιπτώσεις που έχει η νομική αυτή μεταρρύθμιση στην καλλιέργεια ενσωματωτικών συμβολισμών, δεν πρέπει να αγνοείται και η άλλη πλευρά της κρατικής πολιτικής, που αποσκοπεί όχι στην αποκέντρωση αλλά στην αποσυγκέντρωση από τα περιφερειακά ζητήματα. Στην πραγματικότητα υιοθετείται ένα διοικητικό μοντέλο μέσω του οποίου επιδιώκεται η ευέλικτη προσαρμογή των τοπικών κοινωνιών στις διαδικασίες της οικονομικής αναδιάρθρωσης και της διεθνοποίησης των αγορών. Η πραγματοποίηση των παραπάνω στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στην πολυεπίπεδη διοικητική ενοποίηση, στην αποδοχή «ευέλικτων» μορφών οργάνωσης της εργασίας, τη θέσπιση κινήτρων για επενδύσεις σε «υποανάπτυκτες» περιοχές, την ανάπτυξη αυτόκεντρων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, την δημιουργία έργων υποδομής κλπ. Ταυτόχρονα θεσμοθετείται η διοικητική μονάδα της περιφέρειας με σκοπό τη γρήγορη και πολιτικά αρεστή στην εκάστοτε κυβέρνηση διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων.

Η ανάλυση που προηγήθηκε δεν φαίνεται να επιβεβαιώνει τις απόψεις που θεωρούν ότι βρισκόμαστε σε περίοδο αποδυνάμωσης των εθνικών κρατών. Είναι πολλοί οι λόγοι που δρουν ανασταλτικά σε μία τέτοια προοπτική: Οι ανάγκες ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των εθνικών οικονομιών, ο ανελαστικός χαρακτήρας ορισμένων λειτουργιών του σκληρού πυρήνα του κράτους, η ανάπτυξη πολύμορφων εθνικιστικών και τοπικών κινημάτων στις χώρες της Δ. Ευρώπης, το ζήτημα ενδυνάμωσης των εθνικών περιφερειών στο πλαίσιο της διεθνοποίησης κλπ.

Με βάση αυτή τη συλλογιστική είναι προτιμότερο να γίνεται λόγος για τροποποίηση ορισμένων κρατικών λειτουργιών συνδεδεμένων με τις προσπάθειες προσαρμογής των εθνικών κρατών και των εθνικών περιφερειών στη νέα διεθνή πραγματικότητα

 

 

 

 

 

 

* Το κείμενο αυτό γράφτηκε για τις θέσεις.

1. Υπουργείο Εσωτερικών Διεύθυνση Οργάνωσης και Λειτουργίας Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. 1995.

2. Πρόλογος του Υπουργού Εσωτερικών Κ. Σκανδαλίδη στο: Υπουργείο Εσωτερικών, 1995.

3. Εγκύκλιος υπ' αριθμόν 52543 51 15.11.1994 στο: Υπουργείο Εσωτερικών, 1995, σ. 15.

4. Εισηγητική έκθεση ν. 2218 94, στο Υπουργείο Εσωτερικών, 1995, σ. 210.

5. Εγκύκλιος υπ' αριθμόν 52543 51 15.11.1994 στο: Υπουργείο Εσωτερικών, 1995, σ. 20.

6. Εισηγητική έκθεση ν. 2218 94, στο Υπουργείο Εσωτερικών, 1995, σ. 204.

7. Ο.π., σ. 204

8. Ο.π., σ. 209.

9. Ο.π., σ. 204.

10. Ν. Κομνηνός, 1984, σ. 51...

11. Βλ. την αναφορά στις απόψεις του Ε. Mandel στο Ε. Ανδρικοπούλου Καυκαλά, 1981, σ. 33.

12. Ν. Κομνηνός, 1984.

13. Μ. Στογιαννίδου, 1985, σ. 101. ;

14. Ν. Κομνηνός, 1984, σ. 52.·

15. Ν. Κομνηνός, 1984, σ. 63., 16. Ν. Κομνηνός, 1984, σ. 66

17.. Π. Γετίμης, 1983, σ. 111. '

18.. Ε. Ανδρικοπούλου Καυκαλά, 1981.

19.. Γ. Καυκαλάς, 1994, σ. 31.·

20.. Πρβλ. Ε. Soja, 1984, σ. 93.

21.. Για εμπειρικά στοιχεία που αφορούν άλλες στατιστικές κατηγορίες βλ. D. Perrons, 1992, σς. 171178 και 190.

22.. Κ. Ψυχοπαίδης  -  Π. Γετίμης, 1989, σ. 31.

23.. Όπως πολύ ορθά έχει παρατηρηθεί, η υιοθέτηση μέτρων αποκέντρωσης δεν σημαίνει αυτομάτως την συγκατάθεση για μέτρα σοσιαλιστικού χαρακτήρα αφού τα προτάγματα για επιστροφή στο τοπικό υποστηρίζονται σθεναρά και από φιλελεύθερους αντικρατιστές διανοητές. Πρβλ. Π. Γετίμης, 1988, σ. 160.

24.. Πρβλ. C. Cockburn, 1980, σς. 159160.

25.. Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με το άρθρο 4 του νόμου 2240 του 1994 παρ. 2: «Συνιστάται σε κάθε νομό και νομαρχία θέση μετακλητού υπαλλήλου... ο οποίος φέρει τον τίτλο "Περιφερειακός Διευθυντής" και διορίζεται και παύεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.

Ο Περιφερειακός Διευθυντής προΐσταται των πολιτικών κρατικών υπηρεσιών του νομού ή της νομαρχίας οι οποίες ασκούν τις κρατικές αρμοδιότητες που δεν περιέρχονται στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2218 1994».

Παρ. 6

«Ο Περιφερειακός Διευθυντής έχει τις πιο κάτω αρμοδιότητες:

α. Ασκεί τις αρμοδιότητες των νομαρχών και των νομαρχιακών υπηρεσιών που δεν περιέρχονται στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις κατά το άρθρο 3 του ν. 2218 1994, καθώς και την εποπτεία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

β. Ασκεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, την εποπτεία στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού».

Παρ. 7

«Η παράγραφος 6 του άρθρου 52 του ν. 2218 1994 αντικαθίσταται ως εξής:

Οι αρμοδιότητες των Υπουργών σε θέματα των υπηρεσιών, που σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 39 εξαιρούνται από την κατάργηση, οι οποίες ανήκαν ή είχαν μεταβιβασθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος στους νομάρχες, ανήκουν στον περιφερειακό διευθυντή».

26.. Π. Παπαγιάννης, 1994, σ. 24.

27.. Ε. Soja, 1984, σ. 107.

28.. Ν. Κομνηνός, σ. 89.'

29.. Γετίμης, 1988, σ. 171.

30.. Μ. Mayer, 1992, σ. 256.

31.. Γετίμης, 1993, σ. 109.

32.. Η μείωση των κρατικών δαπανών οφελεί κατά κύριο λόγο τα πιο εύπορα στρώματα της κοινωνίας αφού συντελεί στη συνολική μείωση της φορολογίας η οποία αναλογικά επιβαρύνει περισσότερο τα στρώματα αυτά.

33.. Γετίμης, 1993, σ. 110.

34.. Κ. Ψυχοπαίδης  -  Π. Γετίμης, 1989, σς. 6667.

35.. Για τον όρο «αποσυγκέντρωση» βλ. Π. Παπαγιάννης, 1994, σ. 22.

36.. Κ. Τσούντας, 1994, σ. 72.

37.. Γ. Δανόπουλος, 1995, σ. 54.

38.. Γ. Δανόπουλος, 1995, σ. 55.

39.. Γ. Δανόπουλος, 1995, σ. 56.

40.. Γ. Δανόπουλος, 1995, σ. 56.

41.. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο νόμος προβλέπει την ύπαρξη επταμελούς συμβουλίου με τη συμμετοχή του περιφερειάρχη, δύο διοικητικών υπαλλήλων διορισμένων από τον περιφερειάρχη, ενός εκπροσώπου της πρωτοβάθμιας Τ.Α, ενός εκπροσώπου της δευτεροβάθμιας Τ.Α, ενός εκπροσώπου των εργαζομένων στην περιφέρεια και ενός εκπροσώπου των εργοδοτικών ενώσεων της περιφέρειας. Το ζήτημα είναι ότι το δικαίωμα της επιλογής των εκπροσώπων δεν ανήκει στο χώρο ο οποίος εκπροσωπείται, αλλά το φυσικό πρόσωπο που θα μετέχει στο όργανο αυτό το επιλέγει ο περιφερειάρχης με στόχο την επίτευξη πολιτικών ομοφωνιών! Πρβλ. Γ. Δανόπουλος, 1995, σς. 578.

42.. Γ. Καυκαλάς, 1994, σ. 30.

43.. Μ. Dunford - G. Kafkalas, 1992, σ. 6.

44.. S. Pooley, pp. 7778.

45.. Κ. Busch, 1989, σς. 145147.

46.. Για το ζήτημα αυτό βλ. F. Damette, 1980, σ. 92.

47.. Ν. Κοτζι,άς, 1995, σ. 223.

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ελληνική Βιβλιογραφία Ανδρικοπούλου Καυκαλά Ε., 1981, «Μαρξιστικές προσεγγίσεις στην ανάλυση των περιφερειακών θεμάτων: μια κριτική παρουσίαση», Πόλη και Περιφέρεια τ. 1

Γετίμης Π., 1988, «Η συγκρότηση του τοπικού Κράτους στην Ελλάδα» στο θ. Μαλούτας θ. -  Οικονόμου Δ. (επιμ.) Προβλήματα ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα.

Γετίμης Π. -  Γράβαρης Δ. (επιμ.), 1993, Κοινωνικό Κράτος και κοινωνική πολιτική: Η σύγχρονη προβληματική, θεμέλιο, Αθήνα.

Γετίμης Π., 1993, «Κοινωνικές πολιτικές και τοπικό κράτος», στο Π. Γετίμης  -  Δ. Γράβαρης (επιμ.), 1993.

Γετίμης Π. -  Καυκαλάς Γ. -  Μαραβεγιας Ν. (επιμ), 1994, Αστική και περιφερειακή ανάπτυξη: θεωρία, ανάλυση και πολιτική, θεμέλιο, Αθήνα.

Δανόπουλος Γ., 1995, «Οι νέες ρυθμίσεις για την περιφερειακή διοίκηση: Το περιφερειακό ταμείο ανάπτυξης», Τοπική Αυτοδιοίκηση τ. 12.

Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1991, Οι Περιφέρειες κατά τη δεκαετία τον '90.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 1994, Ανταγωνιστικότητα και συνοχή: οι τάσεις στις περιφέρειες.

Γ. Καυκαλάς, 1994, «Περιφερειακή ανάπτυξη και χωρική ολοκλήρωση», στο Π. Γετίμης  -  Γ. Καυκαλάς  -  Ν. Μαραβεγιας (επιμ.), 1994.

Κομνηνός Ν., 1984, «Η πόλωση της συσσώρευσης του κεφαλαίου», θέσεις τ. 1.

Κομνηνός Ν., 1990, «Τοπική ευελιξία και κρίση της βιομηχανίας στην Ελλάδα», Τόπος τ. 1.

Κοτζιάς Ν., 1995, Ευρωπαϊκή Ένωση: Ένα σύστημα εν τω γίγνεσθαι, Δελφίνι.

Μαλούτας θ. -  Οικονόμου Δ. (επιμ.), 1988, Προβλήματα ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα, Εξάντας.

Παπαγιάννης Π., 1994, «Πολιτικό σύστημα και αυτοδιοίκηση  -  Η μεταρρύθμιση», Τοπική Αυτοδιοίκηση τ. 45.

Στογιαννίδου Μ., 1985, «Καπιταλιστική πόλη και αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης», θέσεις τ. 11

Τσούντας Κ., 1994, «Το νέο ελληνικό σύστημα εποπτείας επί των ΟΤΑ: Η επιβεβαίωση της παρουσίας του Κράτους στο πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης», Τοπική Αυτοδιοίκηση τ. 45.

Υπουργείο ΕσωτερικώνΔιεύθυνση Οργάνωσης και Λειτουργίας Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης: Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης Δευτέρου Βαθμού, Αθήνα 1995, Εθνικό Τυπογραφείο.

Ψυχοπαίδης Κ. -  Γετίμης Π., 1989, Ρυθμίσεις τοπικών προβλημάτων, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών.

Αγγλοσαξονική Βιβλιογραφία Busch K., 1989, «NationState and European Integration; Structural Problems in the

Process of Economic Integration within the European Community» στο Μ.

Gottdiener  -  N. Komninos (eds), 1989. Carney J. -  Hudson R. -  Lewis J. (eds.), 1980, Regions in crisis, Croom Held

London, London.

Cockburn C, 1980, The Local State, Pluto Press, London. Damette F., 1980, «The regional framework of monopoly exploitation: New problems and trends» στο J. Carney  -  R. Hudson  -  J. Lewis (eds.), 1980. Dunford M. -  Kafkalas G. (eds.), 1992, Cities and regions in the new Europe: the globallocal interplay and spatial development strategies, Belhaven Press, London. Gottdiener M. -  Komninos N. (eds.), 1989, Capitalist development and Crisis

Theory: Accumulation, Regulation and Spatial Restructuring, Macmillan, Hampsire. Mayer M., 1992, «The shifting local political system» στο M. Dunford  -  G. Kafkalas

(ed.), 1992. Perrons D., 1992, «The regions and the Single Market» στο M. Dunford  -  G.

Kafkalas (ed.), 1992. Pooley S., 1990, «The State rules, OK? The continuing Political Economy of Nation States», Capital and Class no 43. Soja E., 1984, «The contemporary restructuring of regional development: Politics, periodicity and the production of space», Πόλη και Περιφέρεια τ. 1011.