Η πραγματική τυραννία της μειοψηφίας
Κάποτε οι φιλελεύθεροι μιλούσαν για την «τυραννία της πλειοψηφίας», εννοώντας τον κίνδυνο η πλειοψηφία να μη σεβαστεί θεμελιώδη δικαιώματα των μειονοτήτων και υπογραμμίζοντας έτσι ότι τα δικαιώματα δεν μπορούν να εξαρτώνται από τη βούληση της εκάστοτε πλειοψηφίας.
Αρκετά χρόνια αργότερα οι νεοφιλελεύθεροι των ημερών μας άρχισαν να μιλούν για την «τυραννία της μειοψηφίας», υποστηρίζοντας ότι ασχοληθήκαμε πολύ με τα δικαιώματα των μειονοτήτων και ότι πρέπει να δώσουμε έμφαση στο τι θέλει η πλειονότητα των «κανονικών ανθρώπων», σε μια προσπάθεια να απαντήσουν στην Ακροδεξιά με το να οικειοποιούνται τις θέσεις της.
Όμως, υπάρχει και ένας άλλος κίνδυνος, μιας πραγματικής «τυραννίας της μειοψηφίας» τον οποίο δεν συζητάμε όσο θα έπρεπε.
Αναφέρομαι στον κίνδυνο να καθορίζει τα πολιτικά πράγματα της χώρας η μειοψηφία της κοινωνίας που κατά βάση θεωρεί ότι τα πράγματα πάνε καλά.
Εξηγώ: εάν κανείς κοιτάξει τις δημοσκοπήσεις και δεν μείνει μόνο στην πρόθεση ψήφου, αυτό που θα διαπιστώσει είναι ότι υπάρχει μια σαφής πόλωση ανάμεσα σε ένα πλειοψηφικό κομμάτι που είναι δυσαρεστημένο, αγωνιά για το μέλλον, αποδοκιμάζει την κυβέρνηση, πιστεύει ότι τα πράγματα κινούνται στη λάθος κατεύθυνση και δεν είναι αισιόδοξο για το μέλλον και ένα μειοψηφικό κομμάτι που έχει θετική γνώμη για το κυβερνητικό έργο και τον πρωθυπουργό, θεωρεί ότι τα πράγματα πάνε προς τη σωστή κατεύθυνση και είναι αισιόδοξο για την προσωπική του κατάσταση.
Το πρώτο κομμάτι είναι μεν πλειοψηφικό, αλλά είναι και αντιφατικό, κατακερματισμένο στις πολιτικές επιλογές του, χωρίς εκπροσώπηση επί της ουσίας (αυτό δείχνει η διασπορά σε διάφορους αντιπολιτευτικούς σχηματισμούς), και μεγάλο μέρος του στρέφεται στην απάθεια και την αποχή.
Το δεύτερο κομμάτι, αντίθετα, είναι πιο συγκροτημένο, συνεκτικό, και συμπαγές ως προς την πολιτική του συμπεριφορά, αποτελώντας σήμερα και την εκλογική βάση της Νέας Δημοκρατίας. Είναι ακριβώς αυτός ο πιο «συμπαγής» χαρακτήρας που του επιτρέπει να δίνει σταθερά μια πρωτιά στη Νέα Δημοκρατία, της επιτρέπει να λέει ότι είναι η πιο ισχυρή πολιτική δύναμη και τροφοδοτεί τη «φυγή προς τα εμπρός» που κάνει σήμερα η κυβέρνηση, με τις αλλεπάλληλες νομοθετικές πρωτοβουλίες, συχνά σε ιδιαίτερα αυταρχική κατεύθυνση, αλλά και την προσπάθεια να ελέγξει ουσιαστικά την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης – δείτε π.χ. πώς σχεδόν «κατασκεύασε» το ζήτημα της υποτιθέμενης γενικευμένης ανομίας στα πανεπιστήμια.
Και εδώ ακριβώς υπάρχει ο κίνδυνος: στον συνδυασμό ανάμεσα σε μια συμπαγή κοινωνική μειοψηφία και ένα κόμμα που κατορθώνει όντως να την εκπροσωπήσει. Γιατί ας μην έχουμε αμφιβολία: η σχέση αυτή εκπροσώπησης δεν είναι «επικοινωνιακή», η κυβέρνηση όντως παίρνει αποφάσεις που ευνοούν αυτά τα στρώματα και τα συμφέροντά τους – η κατανομή και διαχείριση της κρατικής δαπάνης παίζει ρόλο σε αυτό.
Και λέω κίνδυνος: γιατί το θέμα δεν είναι απλώς ότι η Νέα Δημοκρατία δείχνει σε θέση να συνεχίσει να κυβερνά, έστω και πιθανώς με κάποια κοινοβουλευτική «χείρα βοηθείας» είτε από τα δεξιά είτε από τα «κεντροαριστερά». Σε τελική ανάλυση, αυτό είναι πάντα ένα ενδεχόμενο με βάση τους κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το θέμα είναι θα παγιωθεί μία συνθήκη όπου το πολιτικό σύστημα θα εκπροσωπεί κατά βάση τα συμφέροντα μιας μειοψηφίας και οδηγώντας την κοινωνική πλειοψηφία σε μια ιδιότυπη συνθήκη δομικού πολιτικού αποκλεισμού και μια πάγια υποτελή θέση.
Προς αποφυγή παρεξήγησης, δεν παραβλέπω ότι εδώ και δεκαετίες οι κυβερνήσεις σταμάτησαν να εκπροσωπούν όντως πολιτικά σχέδια για την πλειοψηφία, δηλαδή τα λαϊκά στρώματα και τη μεσαία τάξη. Πιθανώς θα πρέπει να πάμε στις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου στη δεκαετία του 1980 ή στην αρχική τουλάχιστον πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να συγκρουστεί με τα μνημόνια, για να βρούμε τέτοια παραδείγματα. Όμως, ακόμη και η Νέα Δημοκρατία προηγούμενων εποχών ή το ΠΑΣΟΚ της εποχής του Κώστα Σημίτη ή του Γιώργου Παπανδρέου, ήταν κόμματα που παρά τον «συστημικό» χαρακτήρα αναγνώριζαν ότι υπάρχουν λαϊκές τάξεις, με τα δικά τους συμφέροντα και τις δικές τους αγωνίες και άρα θα έπρεπε να έχουν και ένα «κοινωνικό πρόσωπο».
Αντιθέτως, ήταν στην εποχή των μνημονίων που θεσμοποιήθηκε η λογική ότι έπρεπε να αποστειρωθούν τα πεδία άσκησης πολιτικής από κάθε αναφορά στα λαϊκά συμφέροντα και θεωρήθηκε ότι η μόνη υπόσχεση μπορούσε να είναι απλώς η «κανονικότητα» και η «ανάπτυξη».
Μόνο που από ένα σημείο και μετά φάνηκε ότι «κανονικότητα» και «ανάπτυξη» δεν σημαίνουν ούτε δικαιοσύνη, ούτε αναδιανομή πλούτου, ούτε μείωση των ανισοτήτων, ούτε διεύρυνση των ευκαιριών για όλες και όλους. Αντιθέτως, μπορούσαν να οδηγήσουν, με βάση συγκεκριμένες επιλογές, σε μια κοινωνία άνιση, πολωμένη όπου μια ισχυρή μειοψηφία θα αναπαράγει την όποια ευημερία της σε βάρος άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτό, περίπου, που συμβαίνει και τώρα, μαζί φυσικά με το γεγονός ότι η κρίση της αντιπολίτευσης κάνει αυτή τη μειοψηφία και πολιτικά κυρίαρχη.
Και αυτό ακριβώς δείχνει το πολιτικό πρόβλημα σήμερα, ή, εάν προτιμάτε, το δημοκρατικό ζήτημα. Την ανάγκη να αποτραπεί το ενδεχόμενο το ένα τρίτο να αποφασίζει για τα υπόλοιπα δύο τρίτα. Αλλά και την πραγματική πολιτική πρόκληση: να υπάρξουν κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, πρωτίστως «από κάτω προς τα πάνω», που ταυτόχρονα θα ξανακάνουν την κατακερματισμένη κοινωνική πλειοψηφία έναν λαό με κοινό όραμα και θα διαμορφώνουν πολιτικά σχήματα που θα τον καταστήσουν ξανά κυρίαρχο.