Σημείωμα για το Κυπριακό

Σημείωμα για το Κυπριακό

 

Σπύρος Σακελλαρόπουλος

 

Α) Ανασκόπηση του Κυπριακού ζητήματος.

Πολύ συχνά λέγεται πως το Κυπριακό αποτελεί πρόβλημα δύο κοινοτήτων, ή δύο κρατών που βρίσκονται σε ένα διαρκή ανταγωνισμό. Ωστόσο, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί ο σημαντικότατος ρόλος που διαδραμάτισαν οι διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όλα αυτά τα χρόνια.  Το Κυπριακό πρόβλημα ουσιαστικά ξεκινά από την παραχώρηση της Κύπρου από την παραπαίουσα Οθωμανική αυτοκρατορία στην ισχυρή, τότε, Βρετανική το 1878. Με αυτό την πράξη οι βρετανοί δημιουργούν ενός είδους αντιστάθμισμα απέναντι στην προσάρτηση από τη Ρωσία των περιοχών του Βατούμ, του Καρς, του Αρδαχάν και το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ. Η Κύπρος αποκτάται για να χρησιμοποιηθεί ως στρατιωτική βάση διαφύλαξης του "δρόμου των Ινδιών". Η Τουρκία ύστερα από την ήττα και την αποδοχή των επαχθών όρων της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου αντιμετώπισε το σχέδιο αυτό της Μ. Βρετανίας ως μια ευκαιρία σύναψης συμμαχίας σε μια δύσκολη γι' αυτή περίοδο.

            Εν τούτοις, πολύ σύντομα η κατάληψη και της Αιγύπτου από τα βρετανικά στρατεύματα (1882) θα απαξιώσει τη σημασία της Κύπρου, με αποτέλεσμα το ανάλογο ενδιαφέρον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στο τέλος του 19ου αιώνα να περιοριστεί. Θα πρέπει να περάσουμε στον 20ο αιώνα, να ξεσπάσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος για να επανεξεταστεί η κομβική θέση του νησιού. Η εφεύρεση και χρησιμοποίηση του αεροπλάνου, πέρα από τα πλοία, ως πολεμικού μέσου έδωσε τη δυνατότητα δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων με σκοπό "τον έλεγχο των περιοχών της Μ. Ασίας, της Συρίας, της Αιγύπτου και ενός μεγάλου τμήματος της σιδηροδρομικής γραμμής Βερολίνου- Βαγδάτης".

            Η εξέλιξη αυτή θα εξαλείψει διάφορες τάσεις που είχαν δημιουργηθεί παλαιότερα (περίοδος '12-'15) σχετικά με το ενδεχόμενο ένωσης της Ελλάδας με την Κύπρο ως αντάλλαγμα για την είσοδο της χώρας μας στον πόλεμο και θα οδηγήσει στην ανακήρυξη της Κύπρου σε αποικία του αγγλικού Στέμματος.

            Το αίτημα για την ένωση με την Ελλάδα θα επανέλθει μερικά χρόνια αργότερα όταν η οικονομική κρίση του '29 και η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων που θα επιφέρει θα συντελέσουν αποφασιστικά στη δημιουργία της αποτυχημένης εξέγερσης του 1931. Τα αίτια της εξέγερσης είναι περισσότερο κοινωνικά παρά «καθαρά» εθνικοαπελευθερωτικά και συνδέονται  με τη ύπαρξη βαθιών κοινωνικών ανισοτήτων σε μια κατά βάση αγροτική κοινωνία.

Μετά το τέλος του β΄ παγκοσμίου πολέμου πολλαπλασιάστηκαν οι πιέσεις από την πλευρά των ελληνοκύπριων για ανατροπή της βρετανικής κυριαρχίας, προβάλλοντας το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού. Ωστόσο για να γίνουν κατανοητές οι εξελίξεις θα πρέπει να υπάρξει αρχικά μια αναφορά στο κομμουνιστικό κίνημα της Κύπρου και στη συνέχεια στην ιστορική διαδρομή της αντίθεσης ΑΚΕΛ - Εθναρχίας.

            Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου δημιουργείται τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '20 και το πρώτο Συνέδριό του πραγματοποιείται το 1926. Η απαγόρευση της λειτουργίας του κόμματος μετά την αποτυχημένη εξέγερση του 1931 δυσκόλεψε αλλά δεν ανέστειλε τις δραστηριότητές του          Το ξέσπασμα του β' παγκοσμίου πολέμου αναδιαμορφώνει το σκηνικό και επιτρέπει την ελεύθερη δραστηριοποίηση των κομμουνιστών κυπρίων.            Το ΑΚΕΛ θα κερδίσει τις πρώτες αυτές δημοτικές εκλογές (1943) και θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο την επιρροή του στις επόμενες (1946). Με τον τρόπο αυτό το αναδιαμορφωμένο κομμουνιστικό κόμμα, στο οποίο είχε πια συγχωνευτεί και το παράνομο ΚΚΚ, θα αναδειχθεί στη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της Κύπρου.

            Στα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν τη δημιουργία του, το ΚΚΚ είχε υιοθετήσει τη θέση της ένταξης της ελεύθερης σοσιαλιστικής Κύπρου στα πλαίσια της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας σύμφωνα με το πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η θέση αυτή, στην ουσία προσπαθούσε γραμμικά και μηχανιστικά να μεταφέρει τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που επικρατούσαν στο χώρο της νεοσυσταθείσας ΕΣΣΔ στην εντελώς διαφορετική κατάσταση που υπήρχε εκείνη την εποχή στην περιοχή των Βαλκανίων -- πόσο μάλλον της Κύπρου. Η εξέλιξη θα είναι το ΚΚΚ να αποκοπεί από την ανάγκη διατύπωσης μια πειστικής πολιτικής απάντησης στο υπαρκτό πρόβλημα της παρουσίας του ξένου κατακτητή, να γίνει δέκτης πολλαπλών κατηγοριών από την πλευρά της Εκκλησίας και τελικά να απομονωθεί από ευρύτερα λαϊκά στρώματα που έβλεπαν το στόχο της Ένωσης ως μια δυνατότητα βελτίωσης των συνθηκών ζωής τους. Απότοκο όλης αυτής της πολιτικής αντίληψης είναι και η απουσία του κομμουνιστικού κόμματος από την εξέγερση του 1931, στην οποία όχι μόνο δεν συμμετείχε αλλά και "καταδίκασε ως εκδήλωση της Εκκλησίας και των μεγαλομπουρζουάδων".

            Η ανάπτυξη που θα σημειώσει το κόμμα στις αρχές της δεκαετίας του '40 οφείλεται, κατά ένα μέρος, και στο γεγονός της μεταστροφής της γραμμής για το εθνικό ζήτημα και της αποδοχής του αιτήματος της «Ένωσης». Ωστόσο οι παλινωδίες δεν θα σταματήσουν. Κατά τη διάρκεια της πρώτης Συνδιάσκεψης των κομμουνιστικών κομμάτων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ο Γ.Γ. του ΑΚΕΛ Φ. Ιωάννου θα τοποθετηθεί υπέρ της Ένωσης αλλά θα συναντήσει την έντονη αντίδραση των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων και τελικά θα αναγκαστεί να συναινέσει σε μια γενικόλογη απόφαση της Συνδιάσκεψης που αναφερόταν στην ανάγκη αποχώρησης των Άγγλων από το νησί και στην εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης για τους Κύπριους.           Οι παλινωδίες αυτές, οι οποίες είχαν σφραγίσει το κυπριακό κομμουνιστικό κίνημα από τη στιγμή της δημιουργίας του, θα αποκορυφωθούν με τη Σύγκλιση της Διασκεπτικής τον Νοέμβριο του 1947. Η Διασκεπτική αποτελούσε την υλοποίηση της πολιτικής της κυβέρνησης των Εργατικών για πραγματοποίηση μιας συνέλευσης όπου θα αποφασιζόταν η σύνταξη ενός προσωρινού Συντάγματος, το οποίο θα προέβλεπε ένα σύστημα αυτοδιοίκησης του κυπριακού πληθυσμού ενταγμένο στο θεσμικό σύστημα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η κυπριακή Δεξιά και η Εκκλησία δεν θα συμμετάσχουν στη Διασκεπτική επιμένοντας στο αίτημα της Ένωσης και καταγγέλλοντας την Αριστερά για την προδιαγραφόμενη θετική στάση της. Το ΑΚΕΛ, αντιθέτως, όχι μόνο θα πάει αλλά και θα υποβάλει αντιπροτάσεις στο αγγλικό σχέδιο. Αυτό που προξενεί εντύπωση είναι πως αφού υποβάλλονται οι προτάσεις αυτές η Αριστερά θα διοργανώσει παγκύπριο συλλαλητήριο με σύνθημα "Αυτοδιάθεση- Ένωση"! Η σύγχυση σε επίπεδο ηγεσίας είναι πλήρης και δεδομένης της καθυστέρησης των νέων προτάσεων της αγγλικής πλευράς αποφασίζεται να συναντηθεί αντιπροσωπία του ΑΚΕΛ με τον Γ.Γ. του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη. Ο τελευταίος θα αποδοκιμάσει τους χειρισμούς της ΑΚΕΛικής ηγεσίας και θα αντιτείνει την ανάπτυξη ένοπλου κινήματος που θα πολεμούσε την αποικιοκρατία σε συνδυασμό με τον αντίστοιχο ένοπλο αγώνα που γινόταν στη μητροπολιτική Ελλάδα. Το γνωστό σύνθημα "λεύτερη Κύπρος σε λεύτερη Ελλάδα" θα έδινε την προτεραιότητα στο ελλαδίτικο μέτωπο ως βασική προϋπόθεση για την απελευθέρωση της Κύπρου.

            Έτσι, η θέση του ΑΚΕΛ μετά από την παρέμβαση Ζαχαριάδη θα ξαναλλάξει και θα καταγγελθεί η διαδικασία της Διασκεπτικής. Το αποτέλεσμα θα είναι η αναβάθμιση της πολιτικής εμπιστοσύνης που έχαιρε η Εθναρχία και η ανάληψη των σημαντικότερων πρωτοβουλιών για το εθνικό ζήτημα από την τελευταία. Η Εθναρχία θα πάρει την πρωτοβουλία για τη διενέργεια δημοψηφίσματος σχετικά με την 'Ενωση και το ΑΚΕΛ αναγκάζεται να σταματήσει μια ανάλογη δική προσπάθεια. Το αίτημα της Ένωσης θα εγκριθεί με συντριπτική πλειοψηφία .

Ωστόσο, ο στόχος αυτός θα ήταν δύσκολο να εκπληρωθεί. Από τη μια, γιατί οι Βρετανοί ήταν απόλυτα αρνητικοί απέναντι σε οποιαδήποτε ενδεχόμενο απώλειας αποικιακού τους εδάφους. Από την άλλη, γιατί η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκοντας να μη συγκρουστεί με τους μέχρι πρόσφατα βασικούς της συμμάχους, ακολουθούσε μια πιο μετριοπαθή γραμμή προβάλλοντας στους διάφορους διεθνείς οργανισμούς το αίτημα της αυτοδιάθεσης. Εντούτοις, αφενός το γεγονός της έναρξης της ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ το 1955 και αφετέρου η έντονη αποδοκιμασία που υπήρχε στο νησί θα οδηγήσει τους Άγγλους στην αναγκαστική σύγκλιση της Τριμερούς Διάσκεψης το ίδιο έτος με τη συμμετοχή των τριών ενδιαφερόμενων χωρών (Μ. Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία) με σκοπό τη διατύπωση των θέσεων του κάθε εμπλεκόμενου μέρους. Πρόκειται για μια προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης με είσοδο στη διαμάχη και της Τουρκίας, η οποία αναλαμβάνει το ρόλο του παίκτη αλλά και του διαιτητή, από τη στιγμή που λειτουργεί διαμεσολαβητικά στην αντίθεση Βρετανίας- Ελλάδας.

Μια παρατήρηση για το ρόλο της ΕΟΚΑ πριν επανέλθουμε στο θέμα της Τριμερούς. Η συγκρότηση της ΕΟΚΑ, η οποία είχε την εύνοια τόσο του Μακάριου όσο και της ελληνικής κυβέρνησης του Παπάγου- χωρίς ωστόσο ΕΟΚΑ και Μακάριος να ταυτίζονται πάντα, είχε ένα διττό ρόλο. Από τη μια να πιέσει τους εγγλέζους στο να υποχωρήσουν από την αρχική τους αδιάλλακτη θέση και από την άλλη στο να περιοριστεί η επιρροή του κομμουνιστικού κόμματος. Για το λόγο αυτό μέλη της ΕΟΚΑ θα προχωρήσουν και σε εκτελέσεις αριστερών ελληνοκύπριων- πρακτικές που σε τίποτα δεν προωθούσαν το ζήτημα της απελευθέρωσης από τους άγγλους. Ωστόσο, κι αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί, η στάση της ΕΟΚΑ δεν δικαιολογεί την αδράνεια που έδειξε η κομμουνιστική αριστερά στο θέμα της απελευθέρωσης. Η άρνησή της να υιοθετήσει μορφές ένοπλης πάλης θα είναι μια πρακτική που, ανεξάρτητα από τους λόγους υιοθέτησής της, θα δώσει πάτημα στις δεξιές δυνάμεις να διατυπώσουν υποτιμητικούς θέσεις για την Αριστερά και στην αποκοπή από ένα ευρύτερο ακροατήριο το οποίο χωρίς να είναι δεξιό είχε μια θετική οπτική για τον απελευθερωτικό αγώνα. Αναμφίβολα, αν το ΑΚΕΛ είχε συγκροτήσει ένα αριστερό αντιμπεριαλιστικό απελευθερωτικό κίνημα ούτε η δεξιά θα είχε κατορθώσει να έχει τόση επιρροή αλλά και τα αποτελέσματα θα ήταν πιο οδυνηρά για τους εγγλέζους.

            Αλλά ας ξαναπεράσουμε στην ειδική συγκυρία της Τριμερούς. Στη χρονική αυτή φάση τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Βρετανίας και της Τουρκίας έχουν ως εξής:

            Η Αγγλία επιθυμούσε τη διατήρηση του status quo γιατί στην κρίσιμη αυτή περίοδο είχε χάσει τον έλεγχο της Κρήτης και της Παλαιστίνης, ενώ το 1956 θα απολέσει και τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ. Για να αποκατασταθούν οι δυνατότητες της εμβέλειάς της στη Μ. Ανατολή θα δημιουργήσει μια σειρά από νέες βάσεις στη Λιβύη, στη νοτιοανατολική Αραβία, στο Ιράκ και στην Ιορδανία και θα της είναι εντελώς απαραίτητη η παγίωση της παρουσίας της στην Κύπρο Με τον τρόπο αυτό, αντισταθμίζονταν μια σειρά από κίνδυνοι που ήταν πιθανό να προκύψουν λόγω των εξελίξεων στο Ιράν και στην Αίγυπτο, έτσι ώστε να προστατευτούν τα έσοδα των βρετανικών πετρελαϊκών εταιρειών.

            Η Τουρκία είχε ως στόχο, ιδιαίτερα μετά την ισχυροποίηση της ΕΣΣΔ, τον έλεγχο των Στενών των Δαρδανελίων και των γειτονικών περιοχών της. Ειδικότερα, η πρόσβαση στην Κύπρο θα της επέτρεπε τον ανεφοδιασμό της, σε περίπτωση πολέμου, από τα νότια λιμάνια της --δεδομένου ότι τα δυτικά θα βρίσκονται στην ακτίνα δράσης του εχθρού. Τα νότια, όμως, λιμάνια είναι κάτω από τη σκιά της Κύπρου, γεγονός που δυσχέραινε πολύ τη θέση της Τουρκίας αλλά και τους γενικότερους προσανατολισμούς των ΗΠΑ στην περίπτωση που η Κύπρος προσαρτάτο στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Ελλάδα θα ενίσχυε τη θέση της στη ΝΑ. Μεσόγειο και θα έλεγχε τις θαλάσσιες προσβάσεις προς τα λιμάνια της Αλεξανδρέττας, της Μερσίνης και του Γιουμαρτιλίκ που ήταν ταυτόχρονα και θαλάσσιοι κόμβοι αλλά και σημεία στα οποία κατέληγαν πετρελαιαγωγοί.

Παράλληλα σε ένα πιο γενικό πλαίσιο στρατηγικής η Τουρκία επιδιώκει την αναβάθμισή της απέναντι στην Ελλάδα σε σχέση με τα προπολεμικά δεδομένα -- στόχος που έπαιρνε τη μορφή της προσπάθειας αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης, γεγονός που στηριζόταν τόσο στην ενίσχυση του αμερικάνικου ενδιαφέροντος στην περιοχή όσο και στην αντικειμενικά καλύτερη θέση που βρισκόταν η Τουρκία στη νέα εποχή.

Η Τριμερής θα αποτύχει για δύο λόγους: Καταρχήν γιατί κατά τη διάρκειά της ξέσπασαν οι τουρκικοί βανδαλισμοί στην Κωνσταντινούπολη --γεγονός που θα επηρεάσει σαφώς το κλίμα μέσα στο οποίο διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις. Δεύτερο, και πιο σημαντικό, γιατί τα επιμέρους συμφέροντα των τριών εμπλεκόμενων χωρών δεν ταυτίζονταν σε κάποιο σημείο, έτσι ώστε να μπορέσουν να υπάρξουν οι όροι για την επίτευξη συμφωνίας. Οι Τούρκοι ήταν ευχαριστημένοι που τους είχε ανατεθεί ο ρόλος του συνδιαχειριστή του ζητήματος και προτιμούσαν να μείνουν τα πράγματα ως είχαν κάτω από την αγγλική επικυριαρχία, από το ενδεχόμενο να αποκτήσουν οι Έλληνες τον πρώτο λόγο στο νησί. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να συναινέσουν, (κάτω μάλιστα και από το κλίμα που είχε διαμορφωθεί μετά τις πρωτοβουλίες του Μακάριου και της ΕΟΚΑ), παρά μόνο στη λύση της αυτοδιάθεσης. Οι Βρετανοί, τέλος, ήταν αποφασισμένοι να μην απολέσουν τον συνολικό έλεγχο του νησιού για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν.

Η συνέχεια θα χαρακτηριστεί από δύο σημαντικές παραμέτρους: αφενός από την ένταση των συγκρούσεων στο νησί και αφετέρου από την προσπάθεια της αποδοχής μιας πιο μετριοπαθούς λύσης, που θα εμπεριείχε την προοπτική της αυτοδιάθεσης κάτω από την υψηλή εποπτεία του Βρετανού κυβερνήτη, ο οποίος θα έχει και την ευθύνη της εθνικής άμυνας. Η ελληνική πλευρά θα αναγκαστεί σε αυτή την υποχώρηση τόσο λόγω της εκτίμησης ότι ο ένοπλος αγώνας δεν θα οδηγούσε άμεση αποχώρηση των Άγγλων, όσο και γιατί δεδομένης της ύπαρξης δύο διαφορετικών εθνοτήτων ετίθετο το ζήτημα της διπλής ένωσης με Τουρκία και Ελλάδα πράγμα που σήμαινε τη σαφή ενίσχυση της θέσης της Τουρκίας εξαιτίας της γεωγραφικής της εγγύτητας με την Κύπρο. Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές δεν θα προχωρήσουν λόγω των αιματηρών συγκρούσεων που θα λάβουν χώρα στο νησί και των παρεπόμενων αυτών.

Οι Βρετανοί επιδιώκοντας να ενισχύσουν τη θέση τους θα επιχειρήσουν να συσφίξουν τις σχέσεις τους με το τουρκοκυπριακό στοιχείο, στοχεύοντας στη χρησιμοποίησή της μειονότητας ενάντια στους ελληνοκύπριους. Πρόκειται για μια προσπάθεια που διαρκεί σε όλο το διάστημα της κυριαρχίας τους στο νησί, αλλά με θα λάβει μεγαλύτερη ένταση από το 1955 και έπειτα, οπότε θα προσπαθήσουν όχι μόνο να εκμεταλλευτούν αλλά και να εντείνουν τις αντιθέσεις μεταξύ ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων.

Ωστόσο σύντομα θα αναγκαστεί η αγγλική πλευρά σε αλλαγή πλεύσης --δεδομένης και της ενίσχυσης της θέσης των ΗΠΑ στο εσωτερικό του νατοϊκού συνασπισμού και τη γενικότερη αποδιάρθρωση της βρετανικής αυτοκρατορίας, γεγονός που περιόριζε τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της Κύπρου για στρατιωτικές δραστηριότητες.

            Στο χρονικό αυτό σημείο παρατηρείται μια "χιαστή" κίνηση των προσανατολισμών της ελληνικής και της ελληνοκυπριακής ηγεσίας. Μια κίνηση που έχει ως συνισταμένη το αίτημα της ανεξαρτησίας, μόνο που για κάθε συνιστώσα αυτό προσλαμβάνει διαφορετικό περιεχόμενο. Η ελληνική πλευρά βλέποντας την υποβάθμιση της ισχύος των Βρετανών αλλάζει στάση και προκρίνει το αίτημα της ανεξαρτησίας ως μεταβατική φάση προς την πραγματοποίηση της Ένωσης. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, διαπιστώνοντας την άνοδο της δικής της δύναμης αποφασίζει την εγκατάλειψη του αιτήματος της Ένωσης και την υιοθέτηση αυτού της ανεξαρτησίας ως μόνιμης και οριστικής λύσης του προβλήματος --πόσο μάλλον που γινόταν και η εκτίμηση ότι στην πραγματικότητα το μοναδικό εναλλακτικό ενδεχόμενο θα ήταν η διπλή ένωση, και κατά συνέπεια η απώλεια "εθνικού" ζωτικού χώρου από την πλευρά της, κάτι που όμως λίγο ενδιέφερε την ελλαδίτικη πλευρά που θα έβλεπε την αύξηση της επικράτειάς της με την προσάρτηση μιας τόσο νευραλγικής περιοχής.

Στην πραγματικότητα αυτό που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι πως εν σπέρματι αυτή η κατεύθυνση της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης υπήρχε ήδη στη μήτρα της πολιτικής της από τη στιγμή που η Εθναρχία θα αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο τέλος της δεκαετίας του ’40. Συγκεκριμένα στο εσωτερικό των ελληνοκυπριακών συντηρητικών δυνάμεων ελλόχευε η αντίθεση μεταξύ δύο διαφορετικών πολιτικών προσανατολισμών. Στο κοινωνικό επίπεδο, η Εθναρχία εκπροσωπούσε τα πιο δυναμικά τμήματα της αστικής τάξης του ανερχόμενου εμπορικού, τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου ενώ η γριβική πλευρά αντιπροσώπευε τα στρώματα εκείνα που είχαν συνδεθεί με τον αγροτικό συνασπισμό εξουσίας και χαρακτηρίζονταν από μια πιο "στατική" αντίληψη των πραγμάτων. Στο πολιτικό επίπεδο η παραπάνω αντίθεση θα εκφραστεί με τη την κλιμάκωση της δράσης της ΕΟΚΑ, με την οποία ποτέ δεν ταυτίστηκε η Εθναρχία. Η τελευταία αντιμετώπισε την ΕΟΚΑ περισσότερο ως ένα μοχλό που επιτάχυνε την πραγματοποίηση των σχεδίων της, παρά ως τη στρατιωτική έκφραση του πολιτικού της αγώνα. Είναι φανερό πως σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 ο πιο ισχυρός πόλος είναι αυτός της Εθναρχίας, ο οποίος αναγνωρίζεται από το σύνολο των ελληνοκύπριων, ακόμα και την Αριστερά, ως ο αντιπρόσωπός τους στις διεθνείς συνομιλίες και στις διαπραγματεύσεις με τους Άγγλους. Η δυνατότητα δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους θα πρέπει να υπήρχε από την αρχή στα ενδεχόμενα τα οποία αντιμετώπιζε η Εθναρχία --εδώ υπήρχε το ενδεχόμενο της διευρυμένης αυτονομίας-- και η συνολική διαμόρφωση των πολιτικών και διπλωματικών εξελίξεων, που ήδη περιγράφηκαν, έγειρε τελικά την πλάστιγγα προς την αποδοχή αυτής της λύσης.

Συμπερασματικά, η ύπαρξη δύο διαφορετικών στρατηγικών που χαρακτήριζε την ελλαδίτικη και την ελληνοκυπριακή αστική τάξη, θα συμπυκνωθεί στο αίτημα της ανεξαρτησίας, όπου για κάθε πλευρά θα λάβει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Η αντιφατική αυτή ενότητα θα σφραγίσει τις μετέπειτα εξελίξεις.

 

Η εγγενής αντιφατικότητα που χαρακτήριζε την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας θα έρθει να διαπλακεί με την αντίστοιχη αντιφατικότητα της συμφωνίας της Ζυρίχης και των ειδικών προνομιακών ρυθμίσεων που περιελάμβανε για τους Τ/Κ. Οι ρυθμίσεις αυτές, που έδιναν στους Τ/Κ τη δυνατότητα να μπλοκάρουν μια σειρά από σημαντικές αποφάσεις συνιστούσαν μια απόπειρα εξάλειψης τυχόν αντιδράσεων από μέρους της μειονότητας που θα προτιμούσε τη λύση της διπλής ένωσης. Σοβαρό ρόλο σε  αυτή την επιθυμία έχει το γεγονός πως η άρχουσα ομάδα τω Τ/Κ αφενός δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τη δυναμική της Ε/Κ αστικής τάξης και αφετέρου στο ότι είχε συνδεθεί ιδιαίτερα με τις δυνάμεις της βρετανικής κατοχής  με αποτέλεσμα, και παρά το ειδικό καθεστώς που περιελάμβανε η συμφωνία της Ζυρίχης να αισθάνεται υποβαθμισμένη σε σχέση με το παρελθόν. Οι συνέπειες αυτής τα κατάστασης θα εκταθούν σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο η Τ/Κ αστική τάξη θα προσανατολίσει τη μειονότητα στον περιορισμό των συναλλαγών εντός των τουρκοκυπριακών θυλάκων, με σκοπό την ανάπτυξη γηγενούς οικονομίας. Ταυτόχρονα θα γίνουν προσπάθειες διακοπής των κάθε είδους σχέσεων των Τ/Κ με την κεντρική κυπριακή διοίκηση, ως συνιστώσα μιας ευρύτερης πολιτικής που αρνούνταν τη νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας. Στο δεύτερο το γεγονός της υπεραντιπροσώπευσης των Τ/Κ στη δημόσια διοίκηση οδήγησε στην εκδήλωση μιας έντονης δυσαρέσκειας μεταξύ των Ε/Κ. Βάση όλων αυτών των παραμέτρων εμπεδώθηκε ένα καθεστώς δυσφορίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων και το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία εθνικιστικού κλίματος από τμήματα και των δύο πλευρών.

Έτσι  το 1963 η Ε/Κ αστική τάξη θα επιδιώξει την ανατροπή  του πλαισίου της Ζυρίχης πιέζοντας τους Τ/Κ για την αποδοχή ορισμένων υποχωρήσεων. Οι Τ/Κ θα απαντήσουν με αποχώρηση από όλες τις κυβερνητικές και διοικητικές θέσεις αλλά και από το σύνολο της κοινωνικής ζωής της χώρας περιοριζόμενοι στους τ/κ θύλακες, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο μια de facto διχοτόμηση του νησιού. Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί πως η αντίδραση των Τ/Κ θα ήταν πολύ πιο μετριασμένη αν στο όλο σκηνικό δεν είχε εμπλακεί το τουρκικό κράτος, το οποίο μεθοδικά από το τέλος του πολέμου και ύστερα προσπάθησε και πέτυχε να προσδέσει το τ/κ στοιχείο στους σχεδιασμούς της Άγκυρας.

Όλα αυτά αναφέρθηκαν για  να γίνει κατανοητό πως εξελίξεις στο κυπριακό δεν μπορούν να ερμηνευτούν από μανιχαϊστικά σχήματα του τύπου «καλοί» ε/κ «κακοί» τ/κ αλλά ούτε και από μονομερείς προσεγγίσεις που εστιάζονται αποκλειστικά στον «πραξικοπηματισμό» και τον εθνικισμό των ε/κ. Η πραγματικότητα είναι πως η συνθήκη της Ζυρίχης ερχόταν σε αναντιστοιχία με τις επιδιώξεις των εμπλεκόμενων μερών πράγμα που σε συνδυασμό με τους ανταγωνισμούς και τα συμφέροντα των εξωκυπριακών παραγόντων θα λειτουργήσει  διαλυτικά για την αναπαραγωγή του συγκεκριμένου καθεστώτος.

Ειδικότερα οι εξελίξεις στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (αμερικανοσοβιετική κρίση, στροφή της Αιγύπτου προς την ΕΣΣΔ) θα αναβαθμίσουν το ρόλο της Κύπρου στην περιοχή, ενώ η ένταξη της Κύπρου στο κίνημα των Αδεσμεύτων θα αυξήσει τις ανησυχίες των ιμπεριαλιστικών κρατών. Με αυτή την έννοια το ξέσπασμα της κρίσης του ’63, η έκκληση του Μακάριου προς την ΕΣΣΔ για παρέμβαση θα προκαλέσει ανησυχίες στις ΗΠΑ οι οποίες θα προτείνουν τη διπλή ένωση των δύο κοινοτήτων με Ελλάδα και Τουρκία. Σε μια τέτοια προοπτική οι ΗΠΑ θα πατούσαν πόδι στην Τουρκία ως ΝΑΤΟ- αφού και η Ελλάδα και η Τουρκία ανήκαν ήδη στη Βορειοατλαντική συμμαχία. Ωστόσο η ε/κ αστική τάξη σταθερά προσανατολισμένη στη λύση της ανεξαρτησίας  θα αρνηθεί την προοπτική της διπλής ένωσης ερχόμενη σε αντιπαράθεση και με την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου. Θα αρνηθεί ακόμα και το ενδεχόμενο της ένωσης όλου του νησιού με την Ελλάδα με αντιστάθμισμα την ενοικίαση μιας περιοχής για την δημιουργία στρατιωτικής βάσης από τους Τούρκους.

Οι συνταγματάρχες θα επιδιώξουν την επίτευξη μιας «συμπεφωνημένης» λύσης για το Κυπριακό η οποία θα προέβλεπε την ένωση με την Ελλάδα. Οι ε/κ θα πετύχουν με τα γεγονότα του ’67 να ματαιωθεί οριστικά η προοπτική της ένωσης, να αποχωρήσει η ελληνική μεραρχία που είχε στείλει ο Γ. Παπανδρέου και να αποδυναμωθεί έτσι τα ενδεχόμενο μιας ελληνικής στρατιωτικής επέμβασης (όχι για πολύ όπως η ιστορία έδειξε). Από εκεί και πέρα ο ενδοκοινοτικός διάλογος θα γίνεται, σε διακηρυκτικό τουλάχιστον επίπεδο στη βάση της ανεξαρτησίας του νησιού (λέμε σε διακηρυκτικό γιατί η ελληνική πλευρά δεν είχε, στην πραγματικότητα, ποτέ παραιτηθεί από την προοπτική της ένωσης). Οι αμερικάνοι θα αναγκαστούν να συμφωνήσουν σε αυτή την προοπτική δεδομένης της αναβάθμισης της παρουσίας της ΕΣΣΔ στην περιοχή στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και της ανάγκης αποφυγής της περαιτέρω σύσφιξης των σχέσεων  της ΕΣΣΔ με την Κύπρο.

Στη δεκαετία του ’70 και μέχρι το πραξικόπημα η αντίθεση μεταξύ ελληνικής και ε/κ αστικής τάξης θα εντείνεται συνεχώς και το καθεστώς των Αθηνών θα ξεκινήσει απευθείας συνομιλίες με την τουρκική πλευρά αποσκοπώντας και στην υποβάθμιση του Μακάριου. Οι ε/κ από την μεριά τους θα επιλέξουν την τακτική της κωλυσιεργίας στο επίπεδο του διακοινοτικού διαλόγου παρότι οι τ/κ είχαν προχωρήσει σε σημαντικές υποχωρήσεις  έτσι ώστε να διατηρείται το status quo που καθιστούσε τους τ/κ αποκλεισμένους από κάθε είδους κρατική δραστηριότητα.

Οι εξελίξεις θα επιταχυνθούν στις αρχές του καλοκαιριού του ’74. Η Αθήνα θα έχει κατορθώσει να διευρύνει την επιρροή της στην εθνοφρουρά και η Λευκωσία θα απαντήσει με την εκπόνηση σχεδίου που προέβλεπε την αναδιάρθρωση της εθνοφρουράς και τη δραστική μείωση των ελλαδιτών αξιωματικών. Το γεγονός αυτό θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα των περαιτέρω εξελίξεων.

Η ε/κ πλευρά δεν θα μπορέσει να αντιληφτεί οι συνθήκες είχαν αλλάξει και δεν ήταν εύκολο να συνεχίσει να πορεύεται μέσω της αξιοποίησης των αντιθέσεων που υπήρχαν μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων για να διατηρήσει το κεκτημένο της ανεξαρτησίας- κάτι που είχαν κατανοήσει οι Τούρκοι. Ο στόχος της ελληνικής χούντας με το πραξικόπημα Σαμψών θα είναι να εμφανιστεί ως μια καθαρά ενδοκυπριακή εξέλιξη που σε ένα πρώτο χρόνο θα οδηγούσε στη συγκρότηση μιας φιλονατοϊκής κυπριακής δημοκρατίας και σε ένα πιο μακροπρόθεσμο στάδιο στην Ένωση με ταυτόχρονα ανταλλάγματα προς την Τουρκική πλευρά. Ωστόσο, η διάσωση του Μακάριου και η ένοπλη αντίσταση των ε/κ θα ακυρώσει τις προσδοκίες αυτές της Αθήνας αφού θα φανεί πως δεν πρόκειται για ενδοκυπριακό ζήτημα αλλά για άμεση ανάμιξη της Ελλάδας στην κυπριακή πολιτική ζωή.

Η Τουρκική εισβολή θα λειτουργήσει καταλυτικά για το κυπριακό πρόβλημα, αναπροσαρμόζοντας όλα τα δεδομένα : καθιστά ανέφικτη την προοπτική της Ένωσης και λειτουργεί ανασχετικά  στη δυνατότητα ύπαρξης ενός κράτους θεμελιωμένου στο διαχωρισμό πλειονότητας και μειονότητας.. Η ε/κ πλευρά θα προτείνει στις συνομιλίες της Γενεύης την επιστροφή στο καθεστώς της Ζυρίχης, αλλά η τουρκική και η τ/κ πλευρά, διαθέτοντας και το στρατιωτικό πλεονέκτημα, θα αντιπροτείνουν ομοσπονδιακή λύση με ευρύτατη αυτοκυβέρνηση των τ/κ περιοχών. Η ελληνική και ε/κ  θα απορρίψει τις προτάσεις αυτές και οι τούρκοι θα προχωρήσουν στη δεύτερη φάση της εισβολής με αποτέλεσμα το σημερινό διαμελισμό.

Η στρατιωτική επιτυχία της Τουρκίας οφείλεται στη συνολική στρατηγική της ελληνικής αστικής τάξης που έβλεπε το ενδεχόμενο απώλειας εθνικού (ελλαδίτικου) εδάφους και το γενικότερο κίνδυνο κρίσης του αστικού καθεστώτος που θα δημιουργούσε μια τέτοια εξέλιξη (μέσα στη γενικότερη αστάθεια της μεταπολίτευσης) και κατά συνέπεια ήταν πολύ διστακτική να εμπλακεί σε μια στρατιωτική αναμέτρηση.

Οι αμερικανοί θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια κατάσταση που ξεπερνά τους αρχικούς σχεδιασμούς. Μια πιθανή δολοφονία του Μακάριου και η ελληνική επικυριαρχία στο νησί ενσωμάτωνε την Κύπρο στη νατοϊκή στρατηγική και μέσα από μια σειρά ανταλλαγμάτων, οι Τούρκοι θα μπορούσαν να άρουν τις όποιες αντιρρήσεις τους. Ακόμα και αυτό το γεγονός  τα εισβολής ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης πάνω από στους Έλληνες και τους Ε/Κ για αποδοχή ομοσπονδιακού κράτους, όπου η μακαριακή πλευρά θα έβγαινε αποδυναμωμένη και δε θα μπορούσε να ακολουθήσει την ίδια εξωτερική πολιτική. Εν τούτοις, η αποτυχία των συνομιλιών της Γενεύης και η δεύτερη εισβολή θα περιορίσουν  τα περιθώρια ελιγμών των ΗΠΑ. Οι αμερικανοί δε θα συμφωνήσουν στην αποδοχή των τετελεσμένων που επέφερε η εισβολή, αντιπροτείνοντας  τη δημιουργία πολυπεριφερειακής  ομοσπονδίας, ενώ η Γερουσία θα αποφασίσει την αναστολή της στρατιωτικής  βοήθειας προς την Τουρκία Επιπρόσθετα, η Ελλάδα θα αντιδράσει αποχωρώντας από τα στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Συνολικά ιδωμένο, οι Αμερικανοί θα αποκομίσουν ως κέρδος την ήττα της βασικής ε/κ στρατηγικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη Ζυρίχη και μετά, και θα βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα χρόνιο πρόβλημα, με τις σχέσεις των δύο συμμαχικών τους χωρών σε μόνιμη εχθρότητα και με την Ελλάδα εκτός του στρατιωτικού σκέλους του ΝΑΤΟ. Βέβαια, όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί εάν η αμερικανική πλευρά, επιχειρώντας να παρέμβει με κάθε τρόπος την κρίση, δεν είχε οξύνει περισσότερο τις υπαρκτές αντιθέσεις μεταξύ των δύο χωρών.

 

Η παγίωση της κατοχής του βορείου μέρους καθώς και το γεγονός της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα θα τροποποιήσουν ορισμένες από τις βασικότερες παραμέτρους της ελληνικής αστικής στρατηγικής. Έτσι από εδώ και πέρα οι όποιες κινήσεις των ε/κ επικαθορίζονται από την ευρύτερη στρατηγική της ελληνικής αστικής τάξης, η οποία βάζει σε πρώτη προτεραιότητα την οικονομική ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ΕΟΚ και κατά συνέπεια την αποφυγή οποιασδήποτε στρατιωτικής αναμέτρησης. Η στάση αυτή φανερώνει την κατανόηση του γεγονότος πως οι δυνατότητες της χρησιμοποίησης της Κύπρου ως δεύτερης Ελλάδας είτε με τη μορφή του συστατικού στοιχείου του ελληνικού κράτους είτε με τη μορφή της αποδοχής της ελλαδίτικης πρωτοκαθεδρίας στην εξωτερική της πολιτική, είχαν πια εξαντληθεί. Για πρώτη φορά από ίδρυσης του νέου ελληνικού κράτους η άρχουσα τάξη αποβάλει από την οπτική της την προοπτική της εδαφικής επέκτασης. Με την έννοια αυτή, η επιλογή της ένταξης στην ΕΟΚ και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας θα λάβει πιο δομικά χαρακτηριστικά και θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του κυπριακού.

Μέσα σε αυτό τα πλαίσιο η πραγματοποίηση της δεύτερης εισβολής θα υποχωρήσει από την εμμονή  στη διατήρηση του καθεστώτος της Ζυρίχης και να αποδεχτεί τη λύση της πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας, ενώ οι τ/κ θα προτείνουν τη δημιουργία διζωνικής ομοσπονδίας. Ο διαπραγματεύσεις θα αποβούν άκαρπες και η τ/κ πλευρά θα ανακηρύξει τη Β. Κύπρος σε ομόσπονδο τ/κ καντόνι. Μετά από λίγο καιρό θα ξαναρχίσουν οι συνομιλίες με κυρίαρχο θέμα αυτό του περιεχομένου των εξουσιών της κεντρικής και των δύο ομόσπονδων κυβερνήσεων. Παρατηρείται δηλαδή μια υποχώρηση της ε/κ πλευράς η οποία αποδέχεται το σχήμα της ομοσπονδίας. Ωστόσο θα διαπιστωθούν διαφωνίες σε πλείστα από τα υπόλοιπα ζητήματα και η διαδικασία δεν θα προχωρήσει. Αντίθετα το 1977 θα επιτευχθεί συμφωνία σε ορισμένα μείζονα ζητήματα: διζωνική ομοσπονδία, πρωτοκαθεδρία της κεντρικής κυβέρνησης, διευρυμένο ποσοστό των τ/κ, μη επιστροφή όλων των προσφύγων. Διαπιστώνεται δηλαδή υποχώρηση των τ/κ στο θέμα της μορφής το κράτους και υποχωρήσεις των ε/κ στο θέμα των προσφύγων και της περιφέρειας της τ/κ κοινότητας. Ωστόσο στη συνέχεια οι τ/κ θα υπαναχωρήσουν θέτοντας νέες αξιώσεις για τη μορφή του Κράτους, την εναλλαγή του Προέδρου της Δημοκρατίας, το δικαίωμα του Βέτο κλπ. Μέσω αυτή της παρελκυστικής τακτικής επιτυγχάνεται η παγίωση της υφιστάμενης κατάστασης μέσω της σταδιακής κάμψης τόσο των ε/κ όσο και των διεθνών αντιδράσεων κα να μεγιστοποιούνται τα τουρκικά οφέλη μέσω της επίτευξης συμψηφισμών τόσο στο κυπριακό όσο και στις ελληνοτουρκικές διαφορές.

Μετά το θάνατο του Μακάριου θα υπάρξει μια περίοδος ακινησίας στο κυπριακό με σοβαρότερες εξελίξεις τη διακοπή του αμερικάνικου εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία και την εντυπωσιακή ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας.

Η ανάπτυξη αυτή θα καλλιεργήσει τους σπόρους στο εσωτερικής της ε/κ αστικής τάξης για θεμελιακή αναδιατύπωση της στρατηγικής της. Μια τάση αυτής της αναδιατύπωσης θα φανεί από τους χειρισμούς του Γ. Κληρίδη (1976) οι οποίοι θα επικριθούν ως ενδοτικοί σχετικά με την αποδοχή της διζωνικής  ομοσπονδίας. Σε πολιτικό επίπεδο αυτό θα οδηγήσει στην αυτόνομη κάθοδο του δεξιού κόμματος του Κληρίδη (ΔΗΣΥ). Στη συνέχεια θα είναι το ΑΚΕΛ (1978) το οποίο θα αρχίσει να αποστασιοποιείται από την πολιτική του Προέδρου Κυπριανού και  να αντιπαρατίθεται με το σοσιαλιστικό κόμμα ΕΔΕΚ σχετικά με τις ευθύνες για τα αδιέξοδα του Κυπριακού. Όλα αυτά αποτελούν τις πρώτες απόπειρες μιας διαφορετικής προσέγγισης του Κυπριακού ζητήματος που θα πάρουν πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η αμερικάνικη πλευρά θα επιχειρήσει να ενισχύσει περισσότερο τη θέση της στην περιοχή επιτυγχάνοντας τρεις βασικούς στόχους: α) την αποφυγή της άλωση όλης της Κύπρου από τους τούρκους και τη δημιουργία ελληνοτουρκικού πολέμου με αποτέλεσμα τη διάλυση της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ β) την σύσφιξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων- ιδιαίτερα μετά την άρση του εμπάργκο γ) την παραμονή του θέματος εκτός ΟΗΕ, όπου επιρροή είχε και η ΕΣΣΔ, και σε διμερές επίπεδο.

Οι πιο σημαντικές εξελίξεις μετά από μερικά χρόνια απραξίας θα σημειωθούν το 1983 με τις προτάσεις του γγ του ΟΗΕ Ντε Κουεγιάρ οι οποίες μοιάζουν αρκετά στο σημερινό σχέδιο Ανάν: το εδαφικό να κυμαίνεται μεταξύ 23-30% για τους τ/κ, η δύο βουλές-  η μία αντιπροσωπευτική η άλλη με ίση συμμετοχή των δύο κοινοτήτων, ενισχυμένη αντιπροσώπευση των τ/κ στο υπουργικό συμβούλιο. Το ΑΚΕΛ και το ΔΗΣΥ θα αντιδράσουν θετικά, αλλά ο Κυπριανού μετά από συνεννόηση με την κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου θα το απορρίψει θεωρώντας πως βάση για οποιαδήποτε συζήτηση θα πρέπει να είναι η αποχώρηση του στρατού κατοχής. Η ελλαδική πλευρά θεώρησε πως η ανάδειξη του ζητήματος αυτού θα απομόνωνε την Τουρκία και θα υποβάθμιζε τις λοιπές της διεκδικήσεις. Η τ/κ πλευρά θα υπερεκτιμήσει το συνολικό συσχετισμό δύναμης και θα προχωρήσει στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τω κατεχομένων. Ωστόσο οι εξελίξεις θα είναι αρνητικές για τους τ/κ. Καμία χώρα δεν θα αναγνωρίσει το ψευδοκράτος και η Τουρκία, που ήδη βρισκόταν σε δύσκολη θέση λόγω του πραξικοπήματος του στρατού το 1980, θα βρεθεί ακόμα πιο απομονωμένη. Στο πολιτικό επίπεδο η αρνητική αυτή εξέλιξη θα συνοδευτεί με την αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης μεταξύ ΑΚΕΛ- ΔΗΣΥ/ ΔΗΚΟ- ΕΔΕΚ με αποτέλεσμα στα τέλη του ’84 να διαλυθεί η πολιτική συμμαχία ΑΚΕΛ/ ΔΗΚΟ και την ανάδειξη το 1998 στο Προεδρικό αξίωμα του Γ. Βασιλείου υποψηφίου του ΑΚΕΛ.

Ταυτόχρονα, η ήδη ακμάζουσα κυπριακή οικονομία θα εισαχθεί στη φάση της απογείωσης- πράγμα που, σε συνδυασμό με τις αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό, θα ωθήσει την ε/κ αστική τάξη στην αλλαγή στρατηγικής.  Το πρόβλημα της τουρκικής κατοχής  περνά, έστω και αν ρητά δεν ομολογείται, σε δεύτερη μοίρα και ο πρωταρχικός στόχος επικεντρώνεται στη διαρκή επέκταση των κυπρίων επιχειρηματιών και στην πρόσδεση στην ΕΟΚ- ως ευκαιρίας που θα μπορούσε να συνεισφέρει σε μια μορφή συμβιβαστικής λύσης του Κυπριακού. Σε ό,τι αφορά το ιδεολογικό επίπεδο η αλλαγή αυτή στρατηγικής έχει  συμβολικά προαναγγελθεί με τη δημιουργία ενός ολόκληρου θεωρητικού ρεύματος το οποίο εκφράστηκε σε πρώτο επίπεδο μέσα από τη συγκρότηση της θεωρίας του Κυπριωτισμού. Πρόκειται για ένα ρεύμα που θα επικεντρωθεί στο ιστορικό γεγονός της κοινής πορείας των δύο εθνοτήτων παραγνωρίζοντας το γεγονός μιας συγκεκριμένη πλειονότητας και μιας συγκεκριμένης μειονότητας καθώς και το καθοριστικό δεδομένο της τουρκικής εισβολής  και κατοχής του βορείου τμήματος του νησιού. Το ρεύμα αυτό, το οποίο εμφανίζει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με το ρεύμα του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού» όπως αυτό αναπτύχθηκε στον ελλαδικό χώρο (κοσμοπολιτισμός, ανθρωπιστικός φιλελευθερισμός, πίστη στην ανάγκη «ορθής» λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών κπ) θα λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης απέναντι στο πολιτικό προσωπικό και σταδιακά θα πετύχει τη μετατόπιση του ιδεολογικού ιστού του κυρίαρχου λόγου σε σαφώς πιο συμβιβαστικές θέσεις σε ό,τι αφορά το ζήτημα της τουρκικής κατοχής.

Η στρατηγική που θα επιλεγεί και θα ακολουθηθεί τόσο από τον Βασιλείου όσο και στη συνέχεια από τον Κληρίδη θα έχει μια δεσπόζουσα πλευρά και μια παράλληλη. Η δεσπόζουσα θα αφορά την εντατικοποίηση των ρυθμών ανάπτυξης της Κύπρου και την προσπάθεια ένταξής της στην ΕΕ. Η παράλληλη θα είναι η προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού έστω και με σοβαρότατους συμβιβασμούς (διζωνικότητα, θέσπιση δύο βουλών, εναλλαγή στην Προεδρία ή διευρυμένη συμμετοχή των τ/κ στο υπουργικό συμβούλιο, ίση συμμετοχή στη δημόσια διοίκηση, μη επιστροφή του συνόλου των προσφύγων, τ/κ έλεγχος σε πάνω από 25% του εδάφους) διαμέσου της πίεσης που θα ασκεί στην τουρκική και τ/κ πλευρά η προοπτική ή και η πραγματοποίηση της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ.

 Η στρατηγική αυτή κατεύθυνση δεδομένου πως το βασικότερο ζήτημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ε/κ είναι η ανάγκη επέκτασης των δραστηριοτήτων ους και στο κατεχόμενο τμήμα. Μια τέτοια προοπτική δημιουργεί κοινωνικά ερείσματα σε σημαντικά τμήματα του ε/κ πληθυσμού και πρώτα από όλα στα αστικά στρώματα που εκπροσωπούνται από το δεξιό ΔΗΣΥ αλλά και σε δυναμικά μικροαστικά στρώματα που εκφράζονται μέσα από το ΑΚΕΛ, που αποτελεί κόμμα εμπλοκής κα διαχείρισης των μηχανισμών του Κράτους. Με τον τρόπο αυτό γίνεται η εκτίμηση πως μια υποχώρηση σε θεσμικά ζητήματα είναι η ομοσπονδία ή το εδαφικό θα έχει τακτικό χαρακτήρα, γιατί διαμέσω της οικονομικής δύναμης η ελληνοκυπριακή πλευρά θα επικρατήσει σε στρατηγικό επίπεδο.

Κάτω από αυτό το πρίσμα το σχέδιο Ανάν φαίνεται να γίνεται μάλλον ευμενώς δεκτό από το μεγαλύτερο τμήμα του ε/κ πολιτικού προσωπικού, δεδομένου πως περιέχει όλα τα σημεία συμβιβασμού στα οποία αναφερθήκαμε πριν. Ωστόσο έχει και τρεις παραμέτρους τις οποίες δεν υπολόγιζε η ε/κ πλευρά: α) την έντονη παρέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε σημείο που να μη μιλάμε για «κανονικό» κράτος αλλά για κράτος προτεκτοράτο β) την πιθανή αναστολή της ελεύθερης διακίνησης προσώπων κεφαλαίων και εμπορευμάτων γ) την ουσιαστική και τυπική θέσπιση όχι ενός αλλά τριών κρατών. Ας δούμε το σχέδιο πιο αναλυτικά

 

 

Β) Τα κυριότερα σημεία του σχεδίου

 

1) Το σχέδιο Ανάν μιλά  για την ουσιαστική και τυπική ύπαρξη τριών (3)  κρατών κι όλα αυτά για ένα νησί με συνολικό πληθυσμό που δεν ξεπερνά το  ένα εκατομμύριο κατοίκους (κάτι σαν τη Νομαρχία Θεσσαλονίκης δηλαδή!). Το κεντρικό κράτος ονομάζεται κοινό κράτος και το ελληνοκυπριακό και το τουρκοκυπριακό συστατικά κράτη. Για κάθε κράτος (από τα τρία) προβλέπεται ύπαρξη ξεχωριστής υπηκοότητα.

Σχόλιο 1: Βρισκόμαστε μπροστά σε μια απίστευτη πραγματικότητα όπου το πάλαι ποτέ ενιαίο κυπριακό κράτος τριπλασιάζεται (!) , δημιουργούνται τρεις ξεχωριστοί δημόσιοι τομείς, τρία υπουργεία εσωτερικών, πολιτισμού διοίκησης κλπ. Πέραν του τεχνικά αδύνατου του πράγματος το σοβαρότερο ζήτημα έχει καθαρό πολιτικό χαρακτήρα και δύο πλευρές: α) η όλη συζήτηση φεύγει από το παλαιότερο αίτημα για μια ενιαία Κύπρο (το οποίο είχαν σταθερά υποστηρίξει και όλες οι εκφάνσεις της αριστεράς- επαναστατικής και μη) και πηγαίνει στη μορφή που θα έχουν τα τρία νέα κράτη.β) ταυτόχρονα και δεδομένων των δυσλειτουργιών  που θα επιφέρει το εξωφρενικό αυτό θεσμικό πλαίσιο θα δημιουργηθεί έδαφος για τα συνεχή παρέμβαση τόσο των τριών εγγυητριών δυνάμεων όσο και  του ΟΗΕ- δηλαδή των αμερικανών.

Σχόλιο 2: Σε ότι αφορά το κεντρικό κράτος δεν είναι εύκολο να γίνει κατανοητό του είδους κράτος θα είναι  αφού ένα μεγάλο τμήμα των αρμοδιοτήτων του θα περιλαμβάνονται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων των συστατικών κρατών και δικές του θα είναι μόνο οι αρμοδιότητες που θα περιγράφονται ρητά από την πράξη ίδρυσής του. Ταυτόχρονα  Αν αυτό δεν είναι χαλαρή συνομοσπονδία, την οποία πάντα αντιπάλευε η Αριστερά, και ίδρυση δύο διαφορετικών κρατών τότε τι είναι;

 

2) Επαναφορά των προσφύγων θα γίνεται με αργούς ρυθμούς και σε διάσημα 20 χρόνων  (όπου οι περισσότεροι από τους αρχικούς πρόσφυγες θα έχουν αποδημήσει από το μάταιο τούτο κόσμο)- ωστόσο και αυτό το μέτρο δεν αφορά όλους τους πρόσφυγες αφού (βλ. παρακ) σε καμία περίπτωση οι ελληνοκύπριοι δε θα πρέπει να υπερβαίνουν το 1/3 του συνολικού πληθυσμού.

Σχόλιο: Εδώ μιλάμε για μια απίστευτη κατάσταση. Αντί να οδηγηθούμε σε μια προσπάθεια προσέγγισης των δύο κοινοτήτων γίνεται ό,τι είναι δυνατό  για να παγιωθούν οι ρατσιστικοί διαχωρισμοί ενώ τίθεται σε αμφισβήτηση το στοιχειώδες αστικοδημοκρατικό δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης και εγκατάστασης πολιτών στα πλαίσια ενός ενιαίου κράτους.

 

3) Δημιουργούνται δύο κοινοβουλευτικά σώματα το ένα με αναλογία πληθυσμού, όπου οι τουρκοκύπριοι θα συμμετέχουν με ποσοστό τουλάχιστον 25% και το άλλο με ίσο αριθμό αντιπροσώπων από κάθε  κοινότητα. Η κάθε βουλή μπορεί να μπλοκάρει τις αποφάσεις τις άλλη βουλής. Κατά συνέπεια η κάθε κοινότητα έχει το δικαίωμα του βέτο απέναντι σε οποιαδήποτε νομοθετική πρόταση.

Σχόλιο: Ουσιαστικά με αυτές τις ρυθμίσεις καθίσταται πολύ δύσκολη η λήψη αποφάσεων αφού η τουρκοκυπριακή μειονότητα αποκτά το δικαίωμα του βέτο. Πέραν από το ακατανόητο, και αντιδημοκρατικό, του πράγματος όπου το 18% εμφανίζεται να μπορεί να  μπλοκάρει τη βούληση του 81%, ο όλος αυτός σχεδιασμός αποσκοπεί στο να  δημιουργηθεί αδυναμία λήψης αποφάσεων κι κατά συνέπεια να διευρυνθούν τα περιθώρια παρέμβασης από τους εξωτερικούς παράγοντες.

 

4) προβλέπεται η δημιουργία ενός 6μελούς υπουργικού συμβουλίου (4 ελληνοκύπριοι, 2 τουρκοκύπριοι) όπου ανά 10 μήνες θα υπάρχει εναλλαγή θέσεων. Για να παρθεί απόφαση θα πρέπει τουλάχιστον ένας από τους δύο τουρκοκύπριους να συμφωνήσει με τους 4 ελληνοκύπριους.

Σχόλιο: Ισχύουν όσα είπαμε και στο σχόλιο του σημείο 3 με μία προσθήκη. Η προσπάθεια που θα γίνεται (ποιος ξέρει με ποια μέσα) από την ελληνοκυπριακή πλευρά για τον προσπορισμό τους ενός τουρκοκύπριου θα λειτουργεί ακόμα πιο πολωτικά για τι σχέσεις  των δύο κοινοτήτων.

 

5) Στο εδαφικό προβλέπεται μείωση της τουρκοκυπριακής ζώνης επιρροής από 37% στο 28,5%.

Σχόλιο: Ουσιαστικά η ελληνοκυπριακή πλευρά παίρνει τη εγκαταλελειμμένη περιοχή της Αμμοχώστου για την αναζωογόνηση της οποίας θα χρειαστούν πολλά χρόνια και σημαντικά κεφάλαια.

 

6) Από τα πιο ενδιαφέρονται σημεία είναι η δημιουργία  (Παράρτημα 2  Προσάρτημα 1 άρθρο 6) ενός ανώτατου δικαστηρίου το οποίο ως αποστολή θα έχει την επίβλεψη της λειτουργίας του Συντάγματος. Το δικαστήριο αυτό θα αποτελείται από 9 δικαστές (3 ελληνοκύπριους, 3 τουρκοκύπριους και 3 αλλοδαπούς που δεν θα μπορούν να είναι ούτε έλληνες, ούτε τούρκοι, ούτε βρετανοί).

Tο Aνώτατο Δικαστήριο θα έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία σε διαφορές μεταξύ των «συστατικών κρατών» και μεταξύ ενός ή και των δύο «συστατικών κρατών» με το κοινό κράτος. Tο Aνώτατο Δικαστήριο θα έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφαίνεται για την εγκυρότητα κάθε νόμου του κοινού κράτους ή των «συστατικών κρατών» ή για οποιοδήποτε ερώτημα ανακύψει σε σχέση με τους συνταγματικούς νόμους. Eφόσον το ζητήσουν τα δικαστήρια των «συστατικών κρατών», είτε άλλες Aρχές του κοινού κράτους ή των «συστατικών κρατών», το Aνώτατο Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί με μορφή δεσμευτικής γνωμοδότησης. Tο Aνώτατο Δικαστήριο θα εκδικάζει τις εφέσεις για κάθε άλλη διαφορά σε υποθέσεις που αφορούν την ερμηνεία της Συμφωνίας Iδρυσης, του Συντάγματος, των νόμων του κοινού κράτους (συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών αποφάσεων του κοινού κράτους) ή συνθηκών δεσμευτικών για την Kύπρο (Μέρος 4 τμήμα Δ άρθρο 34).

Και πιο κάτω διαβάζουμε πως οποιαδήποτε διαφωνία προκύψει σχετικά με το εδαφικό, όπως αυτό αποτυπώνεται στο χάρτη που έχει σχεδιάσει ο ΟΗΕ, αυτή θα επιλυθεί συναινετικά από την αρμόδια επιτροπή  (η οποία θα αποτελείται από εκπροσώπους των δυο συστατικών μερών και από ένα τουλάχιστο μη- κύπριο). Αν αυτό είναι αδύνατο τότε θα αποφασίζει το ανώτατο δικαστήριο  (Παράρτημα Β Annex VI Άρθρο 1).

Σχόλιο: Ίσως αυτό το άρθρο είναι τα πιο σημαντικό σημείο του σχεδίου. Δε φτάνει που από εκεί που υπήρχε ένα κράτος τώρα γίνονται τρία, τώρα οι πιο σημαντικές αποφάσεις θα λαμβάνονται από ένα όργανο στο οποίο θα συμμετέχουν και αλλοδαποί δικαστές και οι οποίοι θα καθορίζουν τις τύχες αυτού του «Κράτους». Πρόκειται δηλαδή για μια εκσυγχρονισμένη μορφή προτεκτοράτου όπου οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, και πρώτα και κύρια οι ΗΠΑ, μέσω του ΟΗΕ θα μπορούν να ορίζουν τους δικαστές της αρεσκείας τους, να διαμορφώνουν συσχετισμούς και να προκαθορίζουν τις αποφάσεις σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα και στρατηγικές.  Με άλλα λόγια εκεί που υπήρχε ένα κράτος το οποίο δε συμμετείχε σε κανένα συνασπισμό τώρα δημιουργείται ένα ιδιότυπο μόρφωμα που κυβερνάται, με άμεσο τρόπο (!), και από αλλοδαπούς πολίτες οι οποίοι θα καλούνται κάθε φορά να επιλύσουν τις αντιθέσεις που θα δημιουργούνται μεταξύ των συστατικών κρατών, ενός συστατικού κράτους και του κεντρικού κράτους κλπ.

 

7)Προβλέπεται διαδικασία αποστρατιωτικοποίησης. Η διαδικασία αφοπλισμού θα ελέγχεται από μια επιτροπή (Παράρτημα Β Προσάρτημα 2 άρθρο 8) την οποία θα συγκροτούν οι εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Τουρκία, Μ. Βρετανία), το νέο Κυπριακό Κράτος, τα δύο συστατικά κράτη (ελληνοκυπριακό και τουρκοκυπριακό) και θα προεδρεύεται από τον ΟΗΕ. Ωστόσο παραμένουν ο ελληνικός, ο τουρκικός, ο βρετανικός στρατός  και  οι δυνάμεις των κυανόκρανων.

Σχόλιο: Ακόμα και εδώ ο ΟΗΕ έχει τον κυρίαρχο ρόλο μια και εποπτεύει ην όλη διαδικασία ενώ η παραμονή 4 (!) διαφορετικών στρατευμάτων καθόλου δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής βοσνιοποίησης του νησιού.

 

8)Τα νομοθετήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  θα επικυρώνονται από το νέο Κράτος, εκτός κι αν αυτό αντιτίθεται  στη νομοθεσία του Κοινού Κράτους ή των συστατικών κρατών (Παράρτημα Β Προσάρτημα 2 άρθρο 17).

Σχόλιο: Αυτό αφορά τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενώ σε όλα τα άλλα κράτη οι όποιες ρυθμίσεις, ντιρεκτίβες κλπ επικυρώνονται από το κεντρικό κράτος- ακόμα και στις ομοσπονδιακές περιπτώσεις, στην περίπτωση του Κύπρου το τουρκοκυπριακό κράτος θα μπορεί, βάση της ιδιαίτερης νομοθεσίας του, να ακυρώσει ή να μην εφαρμόσει αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (βλ. παρακ).

 

9)Συγκροτείται μια επιτροπή δημοσίων υπηρεσιών με τη συμμετοχή ίσιου αριθμού ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων με αποστολή  τη συγκρότηση και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα του νέου κράτους (παράρτημα Β Προσάρτημα 2 άρθρο 28).

Σχόλιο: Κι εδώ αντιμετωπίζονται οι δύο κοινότητες ως ισότιμες κι εξαφανίζεται η έννοια, και η πραγματικότητα, της πλειονότητας και της μειονότητας.

 

10)Η Κεντρική τράπεζα θα διοικείται από ένα τριμελές συμβούλιο όπου το ένα από τα τρία μέλη μπορεί να είναι μη Κύπριος Παράρτημα Β Προσάρτημα άρθρο 30).

Σχόλιο: Δεδομένης της ιδιαίτερα ανθηρής οικονομίας της Κύπρου μάλλον αναμενόμενη θα πρέπει να είναι η ιδιαίτερη σπουδή για συμμετοχή αλλοδαπού στη διοίκηση της κεντρικής τράπεζας. Να υποθέσουμε πως το περιεχόμενο των αποφάσεων με τη συμμετοχή του αλλοδαπού αξιωματούχου θα είναι τέτοιο που θα  προωθεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων;

 

11)Κάθε συστατικό κράτος μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα κατοικίας σε πολίτες του νέου κράτους που προέρχονται από το άλλο συστατικό κράτος από τη στιγμή που οι τελευταίοι έχουν φτάσει στο 1/3 του συνολικού πληθυσμού σε μια συγκεκριμένη περιοχή (Παράρτημα Β Προσάρτημα 3 Άρθρο 6).

Σχόλιο: Ισχύουν όσα αναφέραμε στο σχόλιο του σημείου 2 καθώς και το ότι ακυρώνεται τελείως η προοπτική της επιστροφής του συνόλου των προσφύγων στις περιοχές από τις οποίες προέρχονται, δικαίωμα μάλλον αυτονόητο για οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόσμου εκτός της Κύπρου…

 

12)Για τα ζητήματα διακανονισμού περιουσιακών ζητημάτων δημιουργείται σχετικά επιτροπή που την αποτελούν 2 ελληνοκύπριοι, δύο τουρκοκύπριοι και αλλοδαποί που δε είναι ούτε έλληνες, ούτε τούρκοι, ούτε βρετανοί.

Σχόλιο: Κι εδώ διαπιστώνουμε αφενός την εξίσωση μιας πλειονότητας και μιας μειονότητας σε ίσους διαχειριστές των περιουσιακών θεμάτων και αφετέρου τη σταθερή, και καθοριστική, εμπλοκή και μη γηγενών στην όλη διαδικασία.

 

13)Δημιουργείται μια επιτροπή συμφιλίωσης η οποία έχει ως στόχους: ι) την προώθηση ενός νηφάλιου διάλογου μεταξύ ων δύο κοινοτήτων σχετικά με την αποτίμηση του ιστορικού παρελθόντος ιι) τη συγγραφή μιας ιστορικής έκθεσης του κυπριακού προβλήματος ιιι) διατύπωση ειδικότερων συστάσεων προς το κοινό αλλά και τα συστατικά κράτη η οποία θα προωθεί τη συμφιλίωση και θα περιλαμβάνει τη συγγραφή και την έκδοση σχολικών εγχειριδίων ως μέσων για την αμοιβαία κατανόηση του παρελθόντος ιν) έλεγχος της διαδικασίας εκμάθησης και των δύο επίσημων γλωσσών  για όλους του μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Η επιτροπή αυτή θα αποτελείται από ίσο αριθμό ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων εμπειρογνωμώνων καθώς και από ένα τουλάχιστον μέλος μη κυπριακής υπηκοότητας.

Τα πορίσματα της επιτροπής θα υποβληθούν στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, στο κοινό και στα συστατικά κράτη. Το τελικό κείμενο θα πρέπει να γνωρίσει ευρεία διάδοση με ευθύνη των συστατικών κρατών. Τα ευρήματα του τελικού κειμένου θα πρέπει να αναφέρονται στα σχετικά σχολικά εγχειρίδια.

Σχόλιο: Εδώ έχουμε το πρωτοφανές γεγονός η ιστορία μιας περιοχής να αποτελεί επίσημο κρατικό κείμενο (!), αντικείμενο διαπραγματεύσεων των δύο κοινοτήτων κάτω από την εποπτεία ενός μη κύπριου εμπειρογνώμονα. Ταυτόχρονα κυριαρχεί μια ιδεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων πως τάχα μέσα από μια σειρά προτροπές και παραινέσεις είναι δυνατό να ομαλοποιηθούν οι σχέσεις των δυο κοινοτήτων, αγνοώντας επιδεικτικά τα σοβαρά αίτια που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Με άλλα λόγια είναι τέτοια η σπουδή των συντακτών του σχεδίου να τελειώνουν με το Κυπριακό που εσκεμμένα  παραγνωρίζουν το βάθος των προβλημάτων αρκεί να αναγνωριστεί η δική του πρωτοκαθεδρία στην όλη διαδικασία.

 

14) Στην περίπτωση όπου δομές λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων δημιουργεί σοβαρές οικονομικές δυσκολίες στο τουρκοκυπριακό συστατικό κράτος, οι κυπριακές αρχές μπορούν να λάβουν τα αντίστοιχα προστατευτικά μέτρα για την περίοδο ενός χρόνου. Τα μέτρα αυτά θα μπορούν να παραταθούν ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Σχόλιο: Από τα πιο σημαντικά σημεία του σχεδίου. Σαφές μέσα στην επιμελημένη και προσεγμένη ασάφειά του. Θεωρεί δεδομένη την ένταξη της Κύπρου την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά δεν θεωρεί δεδομένη την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου της ΕΕ και ιδιαίτερα των πιο βασικών του διατάξεων που αφορούν τις ελεύθερες διακινήσεις κεφαλαίων, εμπορευμάτων και προσώπων στην περίπτωση που κάτι τέτοιο θα θίγει την, χαμηλότερης παραγωγικότητας, τουρκοκυπριακή πλευρά. Ταυτόχρονα δεν ξεκαθαρίζεται ρητά το χρονικό διάστημα για το οποίο θα ισχύουν τα προστατευτικά μέτρα αλλά παραπέμπεται στην Κομισιόν (πάλι καλά γιατί θα μπορούσε και γι αυτό το θέμα, που υποτίθεται πως είναι αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ να αποφασίσει ο ΟΗΕ και οι ΗΠΑ).

 

Γ) Συμπεράσματα

Το πρώτο βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως με το σχέδιο Ανάν δημιουργείται ενός νέου τύπου προτεκτοράτο- απότοκο της παντοδυναμίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη σύγχρονη εποχή ιδιαίτερα μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Ήδη τα πρώτα υβριδιακά προτεκτοράτα έχουν δημιουργηθεί τόσο στη Βοσνία όσο και στο Κόσοβο. Πρόκειται για γεωγραφικά/ θεσμικά σύνολα που θυμίζουν κράτη χωρίς να είναι. Η περίπτωση της Κύπρου έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία λόγω της νευραλγικής της γεωπολιτικής θέσης αλλά και της εντυπωσιακής ανάπτυξης της οικονομίας της.

Πιο συγκεκριμένα η νομιμότητα όλων των αποφάσεων που θα δημιουργεί ο περίπλοκος συνδυασμός του ενός + δύο κράτη θα επικυρώνεται και θα ελέγχεται από το ανώτατο δικαστήριο και την αποφασιστική ψήφο θα την έχουν οι διορισμένοι από τον ιμπεριαλισμό δικαστές. Ταυτόχρονα σε μια πληθώρα άλλων επιτροπών αποφασιστικής σημασίας θα έχουν ρόλο και εξουσία αλλοδαποί, διορισμένοι, αξιωματούχοι. Η παρουσία της στρατιωτικής δύναμης του ΟΗΕ οριστικοποιείται ενώ  η χρήση του εδάφους για στρατιωτικές επιχειρήσεις θα αποφασίζεται από κοινού από την Ελλάδα και την Τουρκία- δύο χώρες μέλη του ΝΑΤΟ. Υπάρχει καμία αμφιβολία ποιών τα συμφέροντα θα εξυπηρετήσει μια μελλοντική στρατιωτική χρήση του κυπριακού εδάφους. Κι αυτή είναι μια σημαντική διαφορά με την προϋπάρχουσα κατάσταση. Η μέχρι σήμερα κυπριακή δημοκρατία δεν συμμετείχε σε κανένα πολιτικοστρατιωτικό συνασπισμό. Γι’ αυτό οι ΗΠΑ για πολλά χρόνια προωθούσαν τη λύση της διπλής ένωσης έτσι ώστε δεδομένης της συμμετοχής Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να δημιουργηθούν βάσεις νατοϊκές βάσεις και στην Κύπρο.

Ταυτόχρονα με το σχέδιο αποκαλύπτεται ανάγλυφα η λειτουργία του Ιμπεριαλισμού. Αρχικά επιλέγεται μια γεωγραφική περιοχή που παρουσιάζει, για μια σειρά από λόγους, ενδιαφέρον για τις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη εσωτερικών προβλημάτων  Στη συνέχεια γίνεται προσπάθεια εμπλοκής στις υφιστάμενες εσωτερικές αντιθέσεις με στόχο την παραπέρα όξυνσή τους. Όταν πια η κατάσταση φτάνει στην εμπόλεμη σύρραξη τότε οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις παρεμβαίνουν για να «βοηθήσουν» στην ομαλοποίηση της κατάστασης πάντοτε με γνώμονα τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους.

Τέλος αξίζει να υπογραμμιστούν οι έντονες αναφορές του σχεδίου στη μελλοντική ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό που διαπιστώνεται είναι πως υπαγορεύονται αποφάσεις ακόμα και στην Κομισιόν (!) για το ποια θα πρέπει να είναι η σχέση της Κύπρου με την ΕΕ. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ, οι οποίες διακατέχονται και από μια έντονη σπουδή για την «τακτοποίηση» του θέματος, χρησιμοποιούν ως εκπρόσωπό τους τον ΟΗΕ και τον Ανάν για αν επιβληθεί μια λύση σε διαπλοκή με την ΕΕ χωρίς στην πραγματικότητα η τελευταία να ερωτάται καθόλου. Αυτό για να είναι ξεκάθαρο ποιος είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού!

Το δεύτερο συμπέρασμα έχει να κάνει με τη μεταβολή μιας πλειονότητας και μιας μειονότητας σε δύο ίσους εταίρους όπου με την επιδιαιτησία του ιμπεριαλιστικού παράγονται συνδιαχειρίζονται από κοινού την εξουσία στο νησί. Με το σχέδιο παραγνωρίζεται εντελώς η αριθμητική υπεροχή των ελληνοκύπριων, οι ευθύνες για την παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων καθώς και για την κατοχή του 37%. Κυριαρχεί δηλαδή ένα ντεφαιτισμός, μια λογική του ό γέγονε γέγονε, και από εκεί και πέρα μια απίστευτη σπουδή για να λήξει το πράγμα σε χρόνο ρεκόρ, μήπως και περάσει η ευνοϊκή συγκυρία και χαλάσει η συναλλαγή.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να γίνει κατανοητό πως δεν βγαίνει μια κοινότητα νικήτρια από την αντιπαράθεση. Μολονότι η σχεδιαζόμενη νέα κατάσταση είναι σαφώς πιο ευνοϊκή για τους τουρκοκύπριους σε σχέση  με καθεστώς που υπήρχε μέχρι το ’74 το σχέδιο επιφέρει δύο σημαντικές αλλαγές: α) περιέχει ορισμένες σημαντικές τροποποιήσεις σχετικά με την κατάσταση όπως αυτή διαμορφώθηκε από την εισβολή και ύστερα (μερική επιστροφή προσφύγων, μερικός επαναπατρισμός αποίκων, οι ελληνοκύπριοι αποκτούν μέσου του κεντρικού κράτους ένα κάποιο δικαίωμα παρέμβασης στον τουρκοκυπριακό τομέα). Για να αποφύγουν τα χειρότερα οι Τ/Κ θα είναι υποχρεωμένοι να συμμαχούν με τους αλλοδαπούς, διαφορετικά ειπωμένο να αποδέχονται όλες τους τις απαιτήσεις, έτσι ώστε να μην βρίσκονται στη μειοψηφία. Βέβαια, το ίδιο θα είναι αναγκασμένοι να κάνουν και Ε/ Κ με αποτέλεσμα ο τελικός ρυθμιστής του παιχνιδιού να είναι οι αξιωματούχοι του ΟΗΕ και κατά συνέπεια οι προτεραιότητες και οι στοχεύσεις του Ιμπεριαλισμού. Με το σχέδιο Ανάν δεν κερδίζουν και οι δύο πλευρές αλλά χάνουν και οι δύο. Θα μπορούσαμε αβίαστα να ισχυριστούμε πως ακόμα και η προοπτική της διπλής ένωσης, μέχρι και η αναγνώριση του κράτους των κατεχομένων θα τολμούσαμε να πούμε, θα ήταν καλύτερη  λύση από το σχέδιο που εξυφαίνουν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Από την πλευρά της η Ε/Κ αστική τάξη, βάση όσων αναφέραμε και στο πρώτο μέρος αυτό που την απασχολούσε από το τέλος της δεκαετίας του’80 ήταν η σύναψη ενός συμβιβασμού με την Τ/Κ πλευρά, σε ό,τι αφορά το εδαφικό την επιστροφή των προσφύγων και τη μορφή του νέου κράτους, με την προϋπόθεση της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων και προσώπων. Σε μια τέτοια περίπτωση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η δυναμική Ε/Κ οικονομία θα διείσδυε και στο Βορρά δημιουργώντας νέες μονάδες παραγωγικής και αξιοποιώντάς τον τουριστικά, ενώ οι Τ/Κ θα μεταβάλλονταν σε φθηνό εργατικό δυναμικό για την Ε/Κ αστική τάξη. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους έγινε η επιλογή της ένταξης στην ΕΕ, έτσι ώστε βάση και του λεγόμενου κοινοτικού κεκτημένου όταν θα λυνόταν και το Κυπριακό να μην υπήρχε εμπόδιο για την επέκταση της Ε/Κ οικονομίας και στο Βορρά.  Ωστόσο, η τελική διατύπωση του σχεδίου Ανάν συσκοτίζει τα πράγματα και δεν είναι καθόλου σίγουρο, χωρίς πάλι και να αποκλείεται ρητά, το κατά πόσο θα μπορούν οι Ε/Κ να επενδύσουν στο Βορρά. Προφανώς ότι είναι να αποφασιστεί θα αποφασιστεί ύστερα από συνεχείς διαπραγματεύσεις όπου και θεσμικά την επικυριαρχία θα έχουν οι μηχανισμοί του ΟΗΕ (δεδομένου η Κομισιόν θα κληθεί να αποφασίσει ύστερα από τη διατύπωση σχετικού αιτήματος του Κεντρικού κράτους όπου ως γνωστόν την αποφασιστική ψήφο...). Ταυτόχρονα και οι Τ/Κ θα αισθάνονται και αυτοί μια συνεχή πίεση αφού στην Κομισιόν συμμετέχει και έλληνας επίτροπος…

 

 

Δ) Για τη δική μας στάση

Είναι σαφές πως για όλα όσα αναφέρθηκαν θα πρέπει να τηρήσουμε μια κάθετη απορριπτική στάση απέναντι στο σχέδιο Ανάν. Από την άλλη είναι κατανοητό πως αυτό φαντάζει «κάπως λίγο». Πως η ίδια η πραγματικότητα θα θέτει ερωτήματα του τύπου «ωραία’ και εσείς τι προτείνετε;». Αναγνωρίζουμε την πραγματικότητα τέτοιων ερωτημάτων. Ωστόσο αναγνωρίζουμε και τη δική μας αδυναμία να δώσουμε μια εύκολη απάντηση. Κι αυτό γιατί το ζήτημα δεν είναι να δοθεί μια «εύκολη», «εγκεφαλικού» χαρακτήρα απάντηση αλλά μια απάντηση που να αντιστοιχεί πραγματικά  στα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας που κατοικεί στο νησί. Στην πραγματικότητα μια συνολική απάντηση μια κομμουνιστική διεθνής θα μπορούσε να τη δώσει αφού πρώτα λάμβανε υπόψη τις απόψεις του τοπικού ΚΚ καθώς και τις γενικότερους σχεδιασμούς που θα υπήρχαν.

Με αυτή την έννοια δεν μπούμε να έχουμε συγκεκριμένη πρόταση. Μπορούμε, όμως, να είμαστε απορριπτικοί όχι μόνο προς το σχέδιο αλλά και ως προς ορισμένες απόψεις που έχουν γίνει πολύ δημοφιλείς το τελευταίο διάστημα. Αναφερόμαστε είτε σε διάφορες τροτσκίζουσες νταιφετιστικές θέσεις είτε σε ορισμένες άλλες απόψεις οι οποίες αναγνωρίζουν μόνο τον ελληνικό εθνικισμό ως τον υπεύθυνο όλων των δεινών.

Ο Ντεφαιτισμός (αποδοχή της κατάστασης ως έχει) προβάλει συνήθως το επιχείρημα πως το καλύτερο είναι να δεχτούμε την κατάσταση ως έχει παρά να την αμφισβητήσουμε γιατί μπορεί τα πράγματα να γίνουν χειρότερα και να κερδίσουν οι αντιδραστικές/ φιλοπολεμικές δυνάμεις. Η άποψη αυτή έχει δύο βασικά προβληματικά σημεία: Το πρώτο είναι πως με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά  επιβραβεύονται οι μιλιταριστικές εκείνες δυνάμεις που έχουν πρωτοστατήσει στη δημιουργία του προβλήματος. Η άρνηση αντίστασης συνήθως εκλαμβάνεται ως αδυναμία και το πιο πιθανό είναι να δημιουργηθούν πιο εύκολα προϋποθέσεις για μια νέα στρατιωτική εμπλοκή. Το δεύτερο είναι πως πέρα από τον ντεφαιτισμό υπάρχει μια γενικολογία για το τι πρέπει να γίνει και επιστρατεύεται το σύνθημα πως η ανάπτυξη της αριστεράς θα δείξει το δρόμο της ειρήνης και της αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών. Ωστόσο μια τέτοια λογική που θυμίζει αρκετά τις απόψεις του Στίνα κατά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο (το θέμα δεν είναι η δημιουργία εθνικής αντίστασης αλλά κινήματος συναδέλφωσης με τους γερμανούς φαντάρους) δε λαμβάνει υπόψη της το γεγονός πως η εργατική τάξη είναι δύο φορές εκμεταλλευόμενη όταν υπάρχει ξένη κατοχή. Αλλά και στην περίπτωση της Κύπρου πέρα από αυτό καθ’ αυτό το τραγικό γεγονός της  προσφυγιάς για δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, καθώς και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όσοι Ε/Κ παρέμειναν στο βόρειο μέρος, το καθεστώς πολεμικής ετοιμότητας που υπάρχει  λειτουργεί αναμφίβολα ανασταλτικά για τη διατύπωση αιτημάτων και κινητοποιήσεων. Δεν είναι τυχαίο πως τα πρώτα μέτρα που λήφθηκαν μετά την εισβολή ήταν ο περιορισμός των εισοδημάτων, η αύξηση της φορολογίας των εργατικών στρωμάτων και η προσωρινή αναστολή της αργίας της Κυριακής. Ταυτόχρονα δεν γίνεται κατανοητό με ποιο τρόπο, ποιες συμμαχίες, ποιο πρόγραμμα και ποια στρατηγική η ανύπαρκτη επαναστατική αριστερά θα δημιουργήσει την κοινωνία της ειρήνης και της συναδέλφωσης. Στην πραγματικότητα μια τέτοια τοποθέτηση κάνει σα να θέλει να αποφύγει το πρόβλημα.

Πέρα, όμως από τον ντεφαιτισμό αναπτύσσεται μια τάση το τελευταίο διάστημα στο χώρο της άλλης αριστεράς ώστε όταν αναφέρεται το ζήτημα του κυπριακού να ξεκινά μια συνεχής καταγγελιολογία  σχετικά με τις ευθύνες  της ελληνικής και της Ε/Κ αστικής τάξης και να μην γίνεται καμία αναφορά στις αντίστοιχες ευθύνες της τουρκικής και Τ/Κ αστικής τάξης. Στην προσπάθεια να μην ενισχύεται ο ελληνικός εθνικισμός επικρατεί μια σιωπή, για να μην πούμε μια άρρητη συναίνεση, στον τουρκικό εθνικισμό. Δεν είναι τυχαίο  πως ενώ θα συναντήσει κανείς συνεχείς αναφορές στις σφαγές που έκαναν οι ελληνοκύπριοι στην Κοφινού δεν υπάρχει καμία αναφορά στο θέμα της διπλής εισβολής του ’74. Και αυτή η θέση φαίνεται σα να θέλει να «ξεμπερδεύει» με το όλο πρόβλημα είτε με την υιοθέτηση μιας αριστερής τάσης (άρνηση του σχεδίου Ανάν χωρίς κάποια ιδιαίτερη αιτιολόγηση- απλώς το αρνούμαστε επειδή είναι προϊόν του Ιμπεριαλισμού)  είτε μιας δεξιάς τάσης (δεν εκφράζουμε καμία άποψη, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η αλληλεγγύη των λαών.). Και σε αυτή την περίπτωση δεν γίνεται κατανοητό πως η απουσία απάντησης προς το πρόβλημα δεν σημαίνει και απουσία του ίδιου του προβλήματος καθ’ εαυτού! Η βοσνιοποίηση της Κύπρου με  την παρουσία 4 διαφορετικών στρατιωτικών δυνάμεων (ελληνικού, τουρκικού, βρετανικού, ΟΗΕ) και με τη, σχεδόν βέβαιη, χρήση της για νατοϊκές εφορμήσεις μόνο ειρήνη δεν πρόκειται να φέρει στην περιοχή.

 

Σχετικά με τα ιδιαίτερα συμφέροντα και τις στρατηγικές που εκπονούνται

Η έντονη παρουσία των Ιμπεριαλιστικών δυνάμεων όπως αποτυπώνεται με το σχέδιο Ανάν δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτή και από τις δύο τοπικές αστικές τάξεις. Η Ε/Κ πλευρά θα προσπαθήσει να διαπραγματευτεί ζητήματα όπως το εδαφικό, ή ο ποσοστό και το χρονικό διάστημα επιστροφή των προσφύγων, αλλά η μεγαλύτερη έγνοιά της θα είναι το ζήτημα της ελεύθερης οικονομικής δραστηριοποίησης σε ολόκληρη την Κύπρο, έτσι ώστε πολύ γρήγορα και δεδομένης της ασύγκριτης οικονομική υπεροχής θα μπορέσει να κυριαρχήσει σε όλο το νησί. Η Τ/Κ πλευρά θα επιμείνει μέχρι εσχάτων στη μη ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και προσώπων καθώς και στο εδαφικό όπου θα επιδιωχθεί η κατοχή στρατιωτικά σημαντικών περιοχών ακόμα και στο Νότο. Σε επίπεδο κρατών η ελληνική μεριά ενδιαφέρεται για μια συμφωνία σε γενικές γραμμές στο πλαίσιο του σχεδίου Αναν και για την άμεση ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Ταυτόχρονα κάτω από αυτές τις συνθήκες επιδιώκεται και η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ώστε αφενός η όλη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών να επικεντρωθεί στο οικονομικό πεδίο και αφετέρου τα θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ να λειτουργήσει ανασταλτικά σε μια ενδεχόμενη στρατιωτική σύγκρουση. Το λάθος της ΕΚ αστικής τάξης είναι πως δεν μπορεί να καταλάβει πως οι ανταγωνισμοί σε τελική ανάλυση επιλύονται στο πολιτικο/στρατιωτικό επίπεδο. Αντίθετα η Τ/Κ αστική τάξη επιδιώκει την ένταξη την ΕΕ με τις λιγότερες δυνατές δεσμεύσεις τόσο σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική όσο και σε ό,τι αφορά το Κυπριακό. Στην πραγματικότητα διαμορφώνεται ένα περίπλοκο παζλ όπου πέρα από τις επιδιώξεις των άμεσα εμπλεκόμενων και των ΗΠΑ ενυπάρχει και η στρατηγική της ΕΕ, που παρά τις όποιες διχογνωμίες, παρουσιάζει μια αμφιθυμία σχετικά με μια μελλοντική ένταξη της Τουρκίας, κι αυτό λόγω των σημαντικών διαφορών παραγωγικότητας που υπάρχουν όσο και εξαιτίας του ενδεχόμενου μετανάστευσης ενός σημαντικού τμήματος του τουρκικού εργατικού δυναμικού στον ευρύτερο χώρο της ΕΕ. Με αυτή την έννοια, το ζήτημα είναι αρκετά περίπλοκο για να επιλυθεί στις επόμενες μέρες- πόσο μάλλον που ένα  σημαντικό τμήμα της Ε/Κ κοινής γνώμης φαίνεται να αντιτίθεται στο σχέδιο Ανάν. Οι τελικές εξελίξεις θα κριθούν  από τη γενικότερη συγκυρία αλλά και από την ειδική  μετεξέλιξη των ιδιαίτερων συμφερόντων της κάθε πλευράς. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η εκτίμησή μας είναι πως ενισχυμένοι θα βγουν  οι Ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί και τα συμφέροντα των ΗΠΑ εκτός εάν αναπτυχθεί ένα αντιμπεριαλιστικό κίνημα ικανό να ακυρώσει τις στρατηγικές. Αλλά αυτό είναι στο χέρι όλων μας….