Συρία: η ήττα του «Άξονα της Αντίστασης», τα κέρδη για Ισραήλ, οι προκλήσεις για την Τουρκία

Παναγιώτης Σωτήρης

Οι μεγάλες ανατροπές έρχονται πολύ συχνά μέσα σε σύντομο χρόνο. Ουσιαστικά, γίνονται στις στιγμές όπου «συμπυκνώνονται» οι διεργασίες που ήταν σε εξέλιξη για καιρό και τότε έρχονται στο προσκήνιο τα αποτελέσματά τους. Αυτό ακριβώς έγινε τις τελευταίες μέρες με τις εξελίξεις στη Συρία και την ταχύτατη ανατροπή του συσχετισμού δύναμης από τις δυνάμεις της ένοπλης ισλαμιστικής οργάνωσης – χαρακτηριζόμενης ακόμη ως τρομοκρατικής από τις ΗΠΑ – Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ-Σαμ που σε συντονισμό με άλλες ένοπλες οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένου του υποστηριζόμενου από την Τουρκία «Συριακού Εθνικού Στρατού» κατάφεραν να φτάσουν ταχύτατα στην πρωτεύουσα Δαμασκό και ουσιαστικά να την έχουν υπό τον έλεγχό της, την ώρα που είναι εμφανές ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις κατέρρευσαν, δεν προέβαλαν αντίσταση, κάνοντας εκτός των άλλων και αλυσιτελή την προσπάθεια της Ρωσίας, του Ιράν και της Χεζμπολάχ να συνεχίσουν να την υποστηρίζουν.

 

Ο μακρύς εμφύλιος πόλεμος στη Συρία

Όλα αυτά αποτελούν μια μεγάλη καμπή στον παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, που ξεκίνησε το 2011 ως μια μεγάλη δημοκρατική εξέγερση ενάντια στον αυταρχισμό, τη διαφθορά και τις ανισότητες της κυβέρνησης Άσαντ, κομμάτι των διεργασιών που ονομάστηκαν «Αραβική Άνοιξη». Πολύ σύντομα, όμως, το επάνω χέρι πήραν ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις  που επένδυσαν στις κοινοτικές διαφορές εντός της Συρίας, και κυρίως αυτή ανάμεσα στη Σουνιτική πλειοψηφία και τη μειοψηφία των Αλεβιτών (από την οποία προέρχεται και η οικογένεια Άσαντ). Το αποτέλεσμα ήταν ένας ιδιαίτερα αιματηρός εμφύλιος πόλεμος που οδήγησε σε 500.000 νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες στις γειτονικές χώρες και την Ευρώπη. Ήταν στο πλαίσιο αυτή της διεργασίας – και παράλληλων αντιθέσεων στο γειτονικό Ιράκ – που  αναδύθηκε και το φαινόμενο του «Ισλαμικού Κράτους» και της ιδιαίτερα μεγάλης βαναυσότητάς του.

 

Η σημασία της παρέμβασης της Ρωσίας, του Ιράν και της Χεζμπολάχ

Η κυβέρνηση Άσαντ θα καταφέρει να παραμείνει στην εξουσία στη Συρία κυρίως γιατί ένα σύνολο δυνάμεων θεώρησαν ότι η πτώση θα ήταν μια επικίνδυνη ανατροπή συσχετισμών. Αυτές ήταν η Ρωσία που διατηρούσε ναυτικές και αεροπορικές βάσεις στη Συρία, το Ιράν που είδε σε ενδεχόμενη πτώση της Συρίας μια μεγάλη ανατροπή, την ώρα που ήδη αντιμετώπιζε το αντίστοιχο πρόβλημα στο Ιράκ, ενώ και η Χεζμπολάχ στο Λίβανο, που παραδοσιακά προμηθευόταν οπλισμό μέσω Ιράκ και Συρίας επίσης είδε έναν μεγάλο κίνδυνο. Αυτό εξηγεί γιατί αυτές οι δυνάμεις θεώρησαν ότι η Συρία δεν έπρεπε να πέσει στα χέρια ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων.

Την ίδια ώρα οι ΗΠΑ, παρότι επιθυμούσαν την ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ, δεδομένης και της ρωσικής παρουσίας στη Συρία, βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια στιγμή όπου το «τζίνι βγήκε από το μπουκάλι», όταν  είδαν το Ισλαμικό Κράτος να ασκεί εξουσία σε μέρος του Ιράκ και της Συρίας. Αυτό οδήγησε σε μια επιλογή εμπλοκής με ένοπλη δράση και βομβαρδισμούς και μια συμμαχία με τους Κουρδους που υπό την καθοδήγηση ουσιαστικά του PKK κατάφεραν μέσα στη συγκυρία του εμφυλίου πολέμου να ελέγξουν σημαντικές περιοχές.

 

Ο ρόλος της Τουρκίας

Η Τουρκία από τη μεριά της, που ήθελε την ανατροπή Άσαντ – ας μην ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν επένδυσε συνολικά στην Αραβική Άνοιξη και ήλπιζε να έρθουν στην εξουσία ρεύματα προσκείμενα στη Μουσουλμανική Αδελφότητα (όπως έγινε για ένα διάστημα στην Αίγυπτο) – ταυτόχρονα βρέθηκε αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να αποκτήσουν οι Κούρδοι μια οιονεί κρατική οντότητα σε μια κατακερματισμένη Συρία. Επένδυσε ιδιαίτερα στις ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις που υποστήριζε, χρηματοδοτούσε και εξόπλιζε, εισέβαλε και παρέμεινε στο έδαφος της Συρίας και προσπάθησε να ασκήσει πίεση στους Κούρδους. Το γεγονός ότι η Τουρκία είχε αυτή τη διττή επιδίωξη την έφερε αρχικά σε σύγκρουση με την Ρωσία με αποκορύφωμα την κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους από τουρκικό μαχητικό τον Δεκέμβριο του 2015. Όμως, στη συνέχεια η Τουρκία αναγκάστηκε να ενταχθεί σε μια διαδικασία συνεννόησης με τη Ρωσία και το Ιράν, τη λεγόμενη «διαδικασία της Αστάνα» καθώς ήταν κατεξοχήν η Ρωσία και το Ιράν που προσέφεραν σε εκείνη τη φάση εγγυήσεις ότι θα διατηρηθεί η πολιτική και εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και δεν θα φτιαχτεί Κουρδική κρατική οντότητα δίπλα στα σύνορα με της Τουρκίας. Αυτή η συνεννόηση θα εξασφαλίσει για την Τουρκία μια ανοχή από τη Ρωσία σε επιχειρήσεις κατά των Κούρδων και στη διαμόρφωση μιας «ζώνης ασφαλείας» υπό τουρκικό έλεγχο εντός Συρίας, την ώρα που η Τουρκία δεν θα παρεμβαίνει στις υπόλοιπες επιχειρήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων με την υποστήριξη της Ρωσίας, του Ιράν και της Χεζμπολάχ κατά των ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων.

Η παρουσία της Ρωσίας, κυρίως μέσα από τη δυνατότητα βομβαρδισμών,  μαζί με τη δράση της Δύναμης Κουντς των Φρουρών της Επανάστασης και μαχητών της Χεζμπολάχ είχαν ως αποτέλεσμα οι κυβερνητικές δυνάμεις να ανακτήσουν το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων που κατείχαν οι ένοπλές ισλαμιστικές οργανώσεις στη Συρία. Για το Ιράν αυτή ήταν και μια πετυχημένη εφαρμογή της λογικής του «Άξονα της Αντίστασης», με εμφανή και τη στρατηγική ευστροφία του αργότερα δολοφονημένου από τις ΗΠΑ Κασέμ Σουλεϊμανί. Ο μεγαλύτερος όγκος των ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων συγκεντρώθηκε στην Ιντλίμπ, όπου την εξουσία ασκούσε η Ταχρίρ Χαγιάτ Αλ- Σαμ.

 

Από τη σταθεροποίηση στην κατάρρευση

Αυτό έφερε μια εικόνα σταθεροποίησης του συσχετισμού δύναμης και κατοχύρωσης της θέσης της κυβέρνησης Άσαντ. Όμως, την ίδια στιγμή έμενε ανοιχτό το ζήτημα της Ιντλίμπ – που θα απαιτούσε μια πολύ μεγάλη επιχείρηση για τυχόν ανακατάληψη – των περιοχών που έλεγχαν οι φιλοτουρκικές δυνάμεις και βεβαίως το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έκαναν σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις ότι οι Κουρδικές περιοχές θα έπρεπε να παραμείνουν ως έχουν. Την ίδια ώρα η «διεθνής κοινότητα» ήταν απρόθυμη να αναλάβει κάποια συνολικότερη πρωτοβουλία για τη Συρία, ή να άρει ένα καθεστώς κυρώσεων που δημιουργούσε πλήθος προβλημάτων.

Καθοριστική διάσταση ήταν και το γεγονός ότι η κυβέρνηση Άσαντ δεν είχε απαλλαγεί από τα διαχρονικά προβλήματα που τη χαρακτήρισαν, δηλαδή τον αυταρχισμό, τη διαφθορά, τη δυσκολία να διαμορφώσει μια ενότητα της Συριακής κοινωνίας μαζί βέβαια με τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που τροφοδοτούσαν την κοινωνική δυσαρέσκεια.

 

Τα σημεία καμπής

Παράλληλα, άλλαζαν και οι διεθνείς συσχετισμοί. Το πρώτο σημείο καμπής ήταν η Ρωσική στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία που σήμαινε ότι πλέον δεν ήταν η Συρία η βασική ρωσική στρατιωτική επιχείρηση, αλλά αντιθέτως δυνάμεις και πόροι έπρεπε να ριχτούν σε ένα άλλο μέτωπο. Το άλλο σημείο καμπής ήταν η 7η Οκτωβρίου 2023 και η επιλογή του Ισραήλ να προχωρήσει όχι μόνο σε μια χωρίς προηγούμενο στρατιωτική επιχείρηση στην ίδια τη Γάζα (στην οποία διεθνείς οργανισμοί αποδίδουν πλέον γενοκτονική πρόθεση) αλλά και σε ένα χτύπημα σε όλο το φάσμα των δυνάμεων που ανήκουν στον «Άξονα της Αντίστασης», αποδεκατίζοντας την ηγεσία της Χεζμπολάχ, επεκτείνοντας τον πόλεμο στο Λίβανο και πλήττοντας το Ιράν σε μια συγκυρία όπου η Ιρανική ηγεσία πρωτίστως προέκρινε την εσωτερική ανασυγκρότηση.

Εν τω μεταξύ η Ταχρίρ Χαγιάτ Αλ-Σαμ εκμεταλλευόταν το γεγονός ότι μπορούσε να ασκεί εξουσία και διοίκηση στο θύλακα της Ιντλίμπ αλλά και το γεγονός ότι η Τουρκία επίσης δεν ήθελε μια εκκαθάρισή του, και παράλληλα προσπαθούσε να καλλιεργήσει ένα προφίλ «μετριοπαθούς» δύναμης, παρότι παρέμεινε χαρακτηρισμένη ως τρομοκρατική από τις ΗΠΑ.

Όλα δείχνουν ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στη βαθιά κρίση νομιμοποίησης της κυβέρνησης Άσαντ, τα μεγάλα πλήγματα που δέχτηκε η Χεζμπολάχ και την απροθυμία – και ως ένα βαθμό αδυναμία – Ιράν και Ρωσίας να αναλάβουν το πλήρες βάρος μιας στρατιωτικής επιχείρησης, και το γεγονός ότι βρισκόμαστε στη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στην κυβέρνηση Μπαίντεν και την κυβέρνηση Τραμπ (που ρητορικά τουλάχιστον αντίκειται σε μια αναβάθμιση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, άλλωστε ήταν αυτός που απέσυρε τον κύριο όγκο των αμερικανικών δυνάμεων από το έδαφος της Συρίας), διαμόρφωσαν ένα παράθυρο ευκαιρίας που η ηγεσία της Ταχρίρ Χαγιάτ αλ-Σαμ, προφανώς σε συντονισμό με την Τουρκία και όποιες άλλες δυνάμεις διατήρησαν διαύλους επικοινωνίας μαζί της εκμεταλλεύτηκαν.

Το γεγονός ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ουσιαστικά δεν προέβαλαν αντίσταση – στοιχείο που επιβεβαίωσε στα μάτια Μόσχας και Τεχεράνης ότι οποιαδήποτε περαιτέρω επέμβαση θα ήταν ατελέσφορη – απλώς επιτάχυνε ακόμη περισσότερο τις εξελίξεις οδηγώντας το συνασπισμό γύρω από την Ταχρίρ Σαγιάτ αλ-Σαμ στη Δαμασκό και ουσιαστικά στην εξουσία εάν κρίνουμε από τη δήλωση του Σύρου πρωθυπουργού.

 

Κερδισμένοι και χαμένοι

Σε πρώτη φάση ο μεγάλος κερδισμένος από αυτή την εξέλιξη είναι το Ισραήλ, το οποίο όλο αυτό το διάστημα δεν σταμάτησε τις αεροπορικές επιχειρήσεις κατά ιρανικών και φιλοϊρανικών στόχων στη Συρία, συμπεριλαμβανομένου και του βομβαρδισμού κτιρίου της διπλωματικής αποστολής του Ιράν στη Δαμασκό. Η ανατροπή στη Συρία αποδυναμώνει την Χεζμπολάχ και το Ιράν και σημαίνει ότι μία μεγάλη χώρα του Αραβικού Κόσμου δεν θα έχει πλέον θέση υποστηρικτική στην Παλαιστίνη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιτάχυνση των σχεδίων του Ισραήλ στη Γάζα αλλά και στη Δυτική Όχθη.

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μπορεί η ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ να είναι κάτι το επιθυμητό δεδομένων και των σχέσεων με τη Ρωσία, όμως ταυτόχρονα υπάρχουν διάφορα ανοιχτά ερωτήματα κυρίως για τους όρους συνεργασίας των νέων δυνάμεων, το τι θα γίνει με τις υπαρκτές ακόμη δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους και βεβαίως τι θα γίνει με τις Κουρδικές δυνάμεις.

Ως προς την Τουρκία η εξέλιξη αποτελεί αντικειμενικά μια αναβάθμιση. Και αυτό γιατί οι ένοπλες οργανώσεις που υποστηρίζει είναι τμήμα – έστω και υποτελές – του συνασπισμού που παίρνει τώρα την εξουσία. Όμως, την ίδια στιγμή υπάρχουν και πραγματικοί κίνδυνοι στον ορίζοντα για τον Ερντογάν σε σχέση με τη Συρία. Αφενός γιατί παραμένει ασαφές το τι θα γίνει με τις κουρδικές περιοχές όταν φτάσει η συζήτηση στο πώς θα συγκροτηθεί πολιτικά η Συρία, μετά την ανατροπή Άσαντ και αυτό αφορά και τη δυνητική νέα εξουσία και τον ρόλο των Αμερικανών. Αφετέρου, γιατί στο πλαίσιο της όποιας πολιτικής μετάβασης κάποια στιγμή θα κριθεί και το μέλλον των συριακών περιοχών τις οποίες ασκεί ντε φάκτο διοίκηση. Και βέβαια, όλα αυτά θα εξαρτηθούν από το εάν την ταχύτατη ανατροπή Άσαντ θα ακολουθήσει μια διαδικασία συγκρότησης ή μια νέα φάση αποσταθεροποίησης και συγκρούσεων που θα έχουν αναπόφευκτα αντίκτυπο και στην Τουρκία.

Για τη Ρωσία η όλη εξέλιξη είναι ένα σίγουρα ένα πλήγμα, όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ρωσία πλέον επενδύει κυρίως στην κατίσχυση στην Ουκρανία ως βασική στρατηγική, την ίδια ώρα που διατηρεί δεσμούς με την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Μένει να δούμε βεβαίως να δούμε και πώς θα αντιμετωπιστεί στη μεταβατική περίοδο το ζήτημα των ρωσικών βάσεων στη Συρία.

Για το Ιράν, που σίγουρα πλήττεται από την εξέλιξη, αυτό θα επιταχύνει τη μετατόπιση του βάρους στην εσωτερική ανασυγκρότηση και την επένδυση – όπως είχε διαφανεί – στη μεσοπρόθεσμη απονομιμοποίηση και ήττα των ισραηλινών σχεδιασμών, παρά στην άμεση ανακοπή τους.

Πολλά θα κριθούν επίσης και από το πώς θα διαμορφωθεί η όποια μεταβατική κυβέρνηση, το εάν και πώς θα ασκηθεί εξουσία στο σύνολο της επικράτειας της Συρίας και το ποια θα είναι στάση των κρατών του Κόλπου (που είχαν αρχίσει μια επαναπροσέγγιση με την κυβέρνηση Άσαντ) καθώς στον ορίζοντα είναι η χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της Συρίας αλλά και της επιστροφής των εκατομμυρίων προσφύγων.