Ένα νέο ρήγμα στην Λατινοαμερικάνικη αριστερά;


 

Περίπου ένα μήνα μετά τις «θορυβώδεις» προεδρικές εκλογές στην Βενεζουέλα, το νέο πολιτικό σκηνικό φαίνεται να παγιώνεται μέχρι τουλάχιστον την επόμενη απόπειρα της αντιπολίτευσης και των διεθνών υποστηρικτών της να κλονίσουν την ηγεμονία του τσαβισμού. Οι βίαιες διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης αντικαταστάθηκαν από την μαζική κινητοποίηση της κυβερνητικής βάσης στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε το επίσημο πόρισμα του που επιβεβαιώνει την νίκη του Νικολάς Μαδούρο αποκρούοντας τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης και των ξένων κυβερνήσεων.

 

Η Μαρία Κορίνα Ματσάδο και ο Εντμούντο Γκονζάλες-η φυσική ηγέτιδα της αντιπολίτευσης και ο ηττημένος υποψήφιος της αντίστοιχα-διακήρυξαν ότι τον Ιανουάριο ο δεύτερος θα αναλάβει την προεδρία της χώρας για να υπηρετήσει την εξαετή θητεία του και το PSUV, το κυβερνών κόμμα, σχεδιάζει το δύσκολο έργο της οικονομικής ανάκαμψης με ορίζοντα το 2030. Την εικόνα συμπληρώνει και η καταδίκη του Βενεζουελάνικου «καθεστώτος» ως αυταρχικού και παράνομου δια στόματος Ουάσινγκτον και λοιπών συμμάχων της. Από την εποχή που ο πρόεδρος Ομπάμα επέβαλλε τις πρώτες σκληρές κυρώσεις απέναντι στο Καράκας, το παρόν πολιτικό σκηνικό στην Βενεζουέλα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το αναμενόμενο.

Μια αξιόλογη διαφοροποίηση αποτελεί η στάση των υπόλοιπων αριστερών κυβερνήσεων της περιοχής απέναντι στην εξουσία του τσαβισμού στην Βενεζουέλα. Μέχρι τον θάνατο του Τσάβες, οι απόπειρες της Ουάσινγκτον να κατοχυρώσουν την ηγεμονία τους στην «πίσω αυλή» της υπερδύναμης συναντούσαν ένα αρραγές μέτωπο κυβερνήσεων και κινημάτων που στέκονταν αταλάντευτα στο πλευρό των νοτιο-αμερικανικών κρατών που δέχονταν την Βορειοαμερικανική παρεμβατικότητα. Το παράδειγμα της στάσης της Κολομβίας και της Βραζιλίας στην παρούσα αντιπαράθεση είναι ενδεικτικό της νέας κατάστασης.

 

Αυτόκλητοι διαμεσολαβητές

Στον απόηχο των εκλογών και της αμφισβήτησης του αποτελέσματος από το εσωτερικό και το εξωτερικό, η Βραζιλία και η Κολομβία επέλεξαν να ακολουθήσουν έναν μέσο δρόμο διεκδικώντας τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στην κυβέρνηση Μαδούρο και την αντιπολίτευση. Προεκλογικά, ο Λούλα δήλωνε ότι οι αναφορές του Μαδούρο σε «λουτρό αίματος» σε περίπτωση που η αντιπολίτευση κέρδιζε τις εκλογές τον «φόβιζαν» ενώ συνεχίζοντας την κριτική του επισήμανε ότι «ο Μαδούρο πρέπει να καταλάβει ότι αν κερδίζεις τις εκλογές μένεις, αν τις χάνεις αποχωρείς».

Ο Γκουστάβο Πέτρο από την πλευρά του επισήμανε μετεκλογικά ότι «οι σοβαρές αμφιβολίες γύρω από την εκλογική διαδικασία της Βενεζουέλας μπορούν να οδηγήσουν σε βαθιά πόλωση με κίνδυνο μόνιμου διχασμού”. Αμφότεροι οι δύο αριστεροί πρόεδροι εκ των μεγαλύτερων κρατών της Νότιας Αμερικής κάλεσαν τον Μαδούρο να διεξάγει νέες εκλογές ή να αποδεχτεί μία φόρμουλα κυβερνητικής συνύπαρξης με την αντιπολίτευση. Παρόμοιες θέσεις εξέφρασε και ο Αντρές Μανουέλ Λόπεζ Ομπραδόρ (η AMLO) καταδικάζοντας παράλληλα πιο εμφατικά την προσπάθεια παρέμβασης των ΗΠΑ στα εσωτερικά του Καράκας.

Η προσέγγιση των δύο προέδρων ερμηνεύεται από τα εσωτερικά μέτωπα που έχουν να διαχειριστούν αλλά και από κομβικό τους ρόλο στις προσπάθειες ανάπτυξης μιας περιφερειακής ανεξαρτησίας στα πλαίσια του πολυπολικού κόσμου. Για τον Λούλα, οι επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου θα δοκιμάσουν τα όρια της συμμαχίας του με τους φιλελεύθερους, μια εξαιρετικά σημαντική τακτική συμμαχία για την κυβέρνηση του που επέτρεψε την ήττα της ακροδεξιάς και την επιστροφή του ίδιου στην προεδρία της χώρας. Η άνευ όρων στοίχιση πλάι στον δαιμονοποιημένο από τα ΜΜΕ Νικολάς Μαδούρο θα του κόστιζε σημαντικά σε μια περίοδο που η κυβέρνηση θα χρειαστεί μια νέα ώθηση και επιβεβαίωση λαϊκής νομιμοποίησης.

 

Στην Κολομβία, οι υπολογισμοί του Γκουστάβο Πέτρο τον φέρνουν αντικειμενικά αντιμέτωπο με μια από τις πιο εμβληματικές υποσχέσεις απέναντι στο εκλογικό κοινό του. Η επιχείρηση «Ολοκληρωτική Ειρήνη» που φιλοδοξεί να βάλει τέλος στον κύκλο βίας που διαπερνά την Κολομβία εδώ και δεκαετίες απαιτεί την συνεργασία όλων των διεθνών περιφερειακών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Βενεζουέλας. Αφενός, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ υπηρεσιών ασφαλείας και δικαστικών θεσμών με τις ΗΠΑ είναι κομβική στην χαρτογράφηση και δίωξη μέρους των ναρκο-συμμοριών, αφετέρου η βοήθεια της Βενεζουέλας ως διαμεσολαβήτρια μεταξύ Κολομβιανής κυβέρνησης και του ELN – απομεινάρι των FARC που συμφώνησαν σε εκεχειρία το 2016 –  είναι καταλυτική για την πορεία ειρήνευσης που πράγματι έχει φτάσει πιο μακριά από ποτέ.

Η θέση των δύο χωρών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εχθρική απέναντι στο Καράκας και την τσαβική κυβέρνηση. Αποτελεί μια ρεαλιστική πολιτική επιλογή που διαφυλάσσει τα άμεσα συμφέροντα τους και τις θέτει σε ευνοϊκή θέση διαπραγμάτευσης με όλα τα μέρη. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι η άρνηση τους να αναγνωρίσουν τον Εντμούντο Γκονζάλες ως νικητή των εκλογών έγινε δεκτή με παγερή αποδοκιμασία από την Ουάσινγκτον και άλλες πρωτεύουσες της Αμερικής. Οι χλιαρές αντιδράσεις του Καράκας άλλωστε στις προτάσεις περι επανάληψης των εκλογών και κυβερνητικής συνεργασίας εντάσσονται περισσότερο σε μια αδελφική διαμάχη που σύντομα θα τεθεί στο περιθώριο προς ικανοποίηση μεγαλύτερων φιλοδοξιών όπως η περιφερειακή ολοκλήρωση της Λατινικής Αμερικής και η πάλη ενάντια στην πολιτική και οικονομική επικυριαρχία της Ουάσινγκτον.

Δύο διαφορετικού δρόμοι

Πίσω από τους τακτικούς, ρεαλιστικούς υπολογισμούς των Πέτρο και Λούλα κρύβεται και μια αντικειμενική ποιοτική διαφορά μεταξύ του χαρακτήρα των πολιτικών διεργασιών στις τρεις χώρες. Ο τσαβισμός είναι ένα πολιτικό-κοινωνικό ρεύμα που προσδοκά τον ριζικό μετασχηματισμό της βενεζουελάνικης κοινωνίας. Τον εκδημοκρατισμό όχι μόνο της πολιτικής σκηνής αλλά της ίδιας της οικονομίας της χώρας, μια εμφατική μεταφορά πλούτου και πολιτικοκοινωνικής εξουσίας από τις άρχουσες τάξεις στους εργαζόμενους της πόλης και της υπαίθρου. Μπορεί αυτή η διαδικασία να μην ακολούθησε την ένταση και το βάθος που θα ήθελε ο Τσάβες όταν ξεκινούσε την περιπέτεια του,  όμως το τσαβικό κίνημα που συνεχίζει την κληρονομια του το διεκδικεί (και το πράττει) ευθαρσώς, ακόμα και όταν χρειάζεται να συγκρουστεί με την ίδια την μπολιβαριανή κυβέρνηση.

 

Οι κυβερνήσεις της Βραζιλίας και της Κολομβίας από την μεριά τους μοιράζονται τις προσδοκίες για ανεξαρτησία και εθνική κυριαρχία απέναντι στον παρεμβατισμό των ΗΠΑ, συγκρούονται με τις ντόπιες ολιγαρχίες για να εφαρμόσουν ένα πολιτικό πρόγραμμα που με ειλικρίνεια θέτει την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων στο επίκεντρο, ωστόσο δεν φτάνουν στο σημείο να αμφισβητούν θεμελιώδεις αρχές της καπιταλιστικής κανονικότητας ή την ολοκληρωτική μεταρρύθμιση των αστικών δημοκρατικών θεσμών προς την κατεύθυνση του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» όπως οραματιζόταν ο Ούγκο Τσάβες.

Αυτή η θεμελιώδης διαφορά τροφοδοτεί πρόσκαιρες αποκλίσεις σε πολλά επίπεδα, προς το παρόν όμως δεν φαίνεται να απειλεί ευθέως την ενότητα απέναντι στα κοινά ζητήματα της περιοχής. Ταυτόχρονα, η ίδια διαφορά εξηγεί και την πιο επιθετική στάση της Ουάσινγκτον και των συμμάχων της απέναντι στην μπολιβαριανή διαδικασία σε σύγκριση με τις προοδευτικές κυβερνήσεις της Βραζιλίας και της Κολομβίας.