Να μην γίνει η δημοκρατία «πουκάμισο αδειανό»
Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Τυπικά η χώρα μας έχει πια μια σταθερή δημοκρατία. Αν το σκεφτεί κανείς το καλοκαίρι θα γιορτάσουμε 50 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας, αλλά και 50 χρόνια μιας ομαλής δημοκρατικής κοινοβουλευτικής ζωής.
Κανείς δεν έχει τον φόβο ότι μια μέρα θα ξυπνήσει, το ραδιόφωνο θα παίζει εμβατήρια, στους δρόμους θα κυκλοφορούν τεθωρακισμένα και το μεσημέρι μια άγνωστη φωνή θα εξηγήσει με τρόπο σχεδόν παραληρηματικό ότι η χώρα έπρεπε να «μπει στον γύψο». Άλλωστε πλέον υπάρχουν πολύ πιο σύγχρονοι και ανώδυνοι τρόποι υπονόμευσης της Δημοκρατίας, που παραδόξως πώς εγγυώνται σε μεγάλο βαθμό σχεδόν τη συναίνεση της κοινωνίας.
Από αυτήν την άποψη, με έναν τρόπο, έχουμε γίνει μια όντως ευρωπαϊκή χώρα. Τουλάχιστον, ως προς αυτή τη διάσταση, ότι δηλαδή δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης του τυπικού περιβλήματος της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Όμως, η δημοκρατία δεν περιορίζεται μόνο στο τυπικό περίβλημά της, γιατί σε αυτήν την περίπτωση μιλάμε για κατ’ επίφαση Δημοκρατία. Διέπεται από συγκεκριμένες αρχές, αξίες και προϋποθέσεις κατά την άσκηση διακυβέρνησης που αποτελούν και την ουσία της και δεν περιγράφονται όλες απαραίτητα με όρους τυπικών συνταγματικών διατάξεων.
Περιλαμβάνει την τήρηση των κανόνων του κράτους δικαίου, τη συνεχή λογοδοσία της κυβέρνησης, τον διαρκή διάλογο με τον λαό, τον σεβασμό και την προσπάθεια ικανοποίησης των αιτημάτων της κοινωνίας, την αντιπαράθεση επιχειρημάτων με την αντιπολίτευση, την κατοχύρωση ότι ουδείς – ούτε και οι κυβερνήτες – είναι υπεράνω του νόμου, την προτεραιότητα του δημοσίου συμφέροντος έναντι των ιδιωτικών συμφερόντων, τη διεύρυνση της ελευθερίας του Τύπου και την αποδοχή ότι η αυστηρή κριτική από τα ΜΜΕ και οι αποκαλύψεις των «κακώς κειμένων» αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ για μια «καλή διακυβέρνηση».
Μόνο που εάν συμφωνήσουμε ότι αυτές είναι οι ουσιαστικές πλευρές της δημοκρατίας, τότε ο απολογισμός αρχίζει και γίνεται μάλλον αρνητικός.
Γιατί τότε θα διαπιστώσουμε, μεταξύ άλλων, ότι σήμερα υπάρχει ένας κίνδυνος υπονόμευσης της δημοκρατίας και μάλιστα στο όνομά της.
Όταν για παράδειγμα, σε κάθε κρίσιμο ζήτημα η κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές (αυτή που εξασφαλίζει ένα 41%) αντιμετωπίζεται ως ένας είδος δημοψηφίσματος που δίνει «λευκή επιταγή» σε μια κυβέρνηση να εφαρμόσει για τα επόμενα τέσσερα χρόνια όποια πολιτική θέλει και με όποιο τρόπο επιλέξει, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές διαμαρτυρίες, τότε δύσκολα μπορούμε να μιλάμε για πλήρη δημοκρατία.
Ιδίως όταν αυτό καθιστά πανίσχυρο όχι το κοινοβούλιο, ως «ναό της δημοκρατίας», αλλού αυτούς που ελέγχουν τους διαδρόμους της εξουσίας γύρω από την κυβέρνηση, τις κάθε λογής «σκιές» που θέλουν να μας κυβερνούν και σε μεγάλο βαθμό φαίνεται να το καταφέρνουν.
Εξίσου δύσκολο είναι να μιλάμε για ομαλή δημοκρατία, όταν για παράδειγμα η κοινοβουλευτική πλειοψηφία αντιμετωπίζεται ως εξασφαλισμένη ασυλία και εγγυημένη ατιμωρησία απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια διερεύνησης των ποινικών ευθυνών που μπορεί να έχουν υπουργοί. Ή όταν το κράτος δικαίου θεωρείται υποδεέστερο του κομματικού συμφέροντος.
Ούτε είναι αυθεντική δημοκρατία αυτή στην οποία μπορεί να ξεδιπλώνεται με ποικίλους τρόπους μια προσπάθεια χειραγώγησης της ενημέρωσης είτε με απειλητικές αγωγές, είτε με συνειδητή διασπορά πλαστών «τρομο-αφηγημάτων» όποτε πρέπει «να αλλάξει η ατζέντα» και να καμφθούν οι όποιες αντιστάσεις για συγκεκριμένες κυβερνητικές αποφάσεις, είτε με επιλεκτική κατεύθυνση της κρατικής επικοινωνιακής δαπάνης.
Ούτε βέβαια είναι δημοκρατία που λειτουργεί ορθά αυτή στην οποία οι πολιτικοί θεωρούν ότι εφόσον ανήκουν «στην πλευρά των νικητών» μπορούν να παραβιάζουν π.χ. όλη τη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα στην προεκλογική τους εκστρατεία. Χαμηλής ποιότητας δημοκρατία είναι όμως και αυτή στην οποία οι κυβερνώντες αντί για πραγματική θωράκιση των θεσμών, προκρίνουν απλώς να προσφέρουν στην κοινή γνώμη κάποια εξιλαστήρια θύματα.
Και τα πράγματα μόνο χειρότερα μπορεί να κάνει το ενδεχόμενο να κυριαρχήσει μια αλαζονεία της εξουσίας και μια αντίληψη ότι ουσιαστικά λογοδοσία υπάρχει μόνο στις εκλογές και εάν δεν υπάρχει ενδεχόμενο εκλογικής αμφισβήτησης «τα πάντα επιτρέπονται».
Όλα αυτά κάνουν τη δημοκρατία «πουκάμισο αδειανό». Ακόμη χειρότερα, η επιβεβαίωση της αίσθησης ότι στις εκλογές απλώς επιλέγεις αυτόν που θα ξεχάσει υποσχέσεις, θα εξυπηρετήσει συμφέροντα, θα συμπεριφερθεί αυθαίρετα και λογαριασμό δεν θα δώσει μέχρι τις επόμενες εκλογές, το μόνο που κάνει είναι να απομακρύνει ακόμη περισσότερο τους ανθρώπους από την πολιτική και να δυναμώνει το κόμμα του «Κανένα».
Για κάποιους βέβαια αυτό μπορεί να μην είναι ένα απευκταίο σενάριο. Σε τελική ανάλυση τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα όταν οι νέοι, οι φτωχοί, οι αδικημένοι αποφασίζουν ότι δεν έχει νόημα να ψηφίζουν και να μετέχουν στην πολιτική κοινωνία.
Μόνο που ευτυχώς υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο, όλοι αυτοί που είναι δυσαρεστημένοι και απογοητευμένοι, είτε συμμετείχαν μέχρι τώρα στις εκλογές, είτε όχι, να συνειδητοποιήσουν και να σταματήσουν να απεμπολούν τη δύναμη που τους δίνει η δημοκρατία.
Και να ψάξουν να βρουν τον «Κανένα» που θα τους εκπροσωπήσει και θα προτείνει τις ριζικές αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα, αποκαθιστώντας ένα αίσθημα δικαιοσύνης σε όλους τους τομείς, μια δημοκρατία που δεν θα πάσχει στα σημεία, που θα αποδεικνύει στην πράξη την υπεροχή της, ακρωτηριάζοντας ακροδεξιά μορφώματα, έτοιμα να καπηλευτούν την απογοήτευση του λαού.
Και τότε ένα ολόκληρο αφήγημα παντοκρατορίας, απλώς θα καταρρεύσει. Μαζί με αυτούς που επένδυσαν σε αυτό.