Η εμμονή με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, η μεταφορά του κόστους και πώς οι «καταληψίες» προάγουν την επιστήμη
Η χώρα μας έχει την ιδιαιτερότητα εδώ και δεκαετίες το θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων να έχει αναχθεί σε μια «ταυτοτικό» αίτημα της κεντροδεξιάς. Πρακτικά, από τη δεκαετία του 1980 αποτελεί μια «σημαία» αυτής της παράταξης και πάγια πολιτική επιδίωξη, που μέχρι τώρα προσέκρουε στη ρητή συνταγματική απαγόρευση.
Λέω ιδιοτυπία, γιατί στην Ελλάδα το θέμα αυτό δεν έχει τον χαρακτήρα που απέκτησε σε άλλες χώρες.
Καταρχάς στη χώρα μας, για προφανείς ιστορικούς λόγους, τα πανεπιστήμια διαμορφώθηκαν με πρωτοβουλία του κράτους. Δεν έχει νόημα η σύγκριση με τις ΗΠΑ όπου η ίδρυση των πανεπιστημίων που ορίζονται ως ιδιωτικά στηρίζεται και στο ότι τα περισσότερα από αυτά ιδρύθηκαν πριν καν συγκροτηθεί το αμερικανικό κράτος και πριν διαμορφωθούν ουσιαστικά οι σύγχρονες κρατικές δομές. Ούτε είχαμε τα μεγάλα ιδιωτικά κληροδοτήματα που αποτέλεσαν την αφετηρία ορισμένων από τα μεγάλα διεθνή ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Ούτε, η χώρα μας δεν είχε την ανάγκη να βρει χώρο θεσμικό για τα Καθολικά Πανεπιστήμια σε ένα ρητά ανεξίθρησκο κράτος, όπως ήταν για παράδειγμα η θέμα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί στη Γαλλία.
Εάν είχαμε στην Ελλάδα κάτι ήταν μια μεγάλη ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές, για λόγους που έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι σταδιακά στον 20ο αιώνα η ανώτατη εκπαίδευση έγινε ένας βασικός μηχανισμός ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας.
Δεδομένου ότι σε μεγάλο βαθμό αυτό συγκρουόταν αρχικά με τη μειωμένη προσφορά θέσεων στα πανεπιστήμια από τα δημόσια ιδρύματα, και αργότερα με τη αναντίστοιχη προς τη ζήτηση προσφορά θέσεων σε ειδικότητες αιχμής (γιατροί, μηχανικοί δικηγόροι κ.λπ.). Αυτό τροφοδοτούσε κύματα φοίτησης στο εξωτερικό αλλά και πρακτικές όπως οι αθρόες μετεγγραφές φοιτητών από το εξωτερικό.
Η σταδιακά επέκταση των δημοσίων πανεπιστημίων και των ΤΕΙ προσπάθησε να απαντήσει σε αυτές τις ανάγκες, όμως αυτό έγινε με έναν τρόπο αντιφατικό.
Η αύξηση των προσφερόμενων θέσεων δεν έγινε στις ειδικότητες υψηλής ζήτησης, καθώς οι σχολές αυτές – που συχνά είναι και υψηλού κόστους για το δημόσιο – διεκδίκησαν να αποφευχθεί ένας πληθωρισμός αποφοίτων. Αυτό σήμαινε ότι η πλεονάζουσα ζήτηση έπρεπε να διοχετευθεί σε ειδικότητες που δεν φάνταζαν το ίδιο «θελκτικές» ή σε νέα τμήματα που συχνά παρέμειναν για καιρό υποστελεχωμένα.
Επιπλέον, η αύξηση της προσφοράς θέσεων στα περιφερειακά πανεπιστήμια συχνά φάνταζε και ως επιπλέον κόστος για τις οικογένειες, καθώς μπορεί να ιδρύονταν τμήματα αλλά π.χ. δεν προσφέρονταν ανάλογες θέσεις σε φοιτητικές εστίες.
Η οικονομική κρίσης της περασμένης δεκαετίες επέτεινε αυτά τα προβλήματα, ενώ από ένα σημείο και μετά με μέτρα όπως η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής μειώθηκαν στην πράξη οι θέσεις που προσέφεραν και τα δημόσια πανεπιστήμια.
Από την άλλη, η μεγάλη ζήτηση, άλλωστε, τροφοδότησε ήδη από τη δεκαετία του 1980 μια βιομηχανία ιδιωτικών μορφών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που κατέληξε με την αναγνώριση των Κολεγίων.
Αυτή η βιομηχανία της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτέλεσε αρκετά χρόνια τώρα βασικό «λόμπι» που πίεζε για την νομιμοποίηση των ιδιωτικών ΑΕΙ, προτείνοντας ουσιαστικά να ακολουθήσει και η Ελλάδα το δρόμο των χωρών εκείνων που πρόκριναν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια για την κάλυψη της «πλεονάζουσας ζήτησης» ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Όμως, υπήρξε και μία άλλη παράμετρος που αποσιωπάται στη σχετική συζήτηση. Αυτή ήταν το γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1980 τα ιδιωτικά πανεπιστήμια προβλήθηκαν ως η απάντηση στα προβλήματα των δημοσίων, κυρίως με όρους «ευταξίας». Να το πούμε απλά: τα ιδιωτικά πανεπιστήμια προβλήθηκαν ως τα πανεπιστήμια που δεν θα γίνονταν αφισοκολλήσεις και καταλήψεις. Αυτό είχε να κάνει και με ένα συντηρητικό αντανακλαστικό απέναντι στη φοιτητική πολιτικοποίηση της Μεταπολίτευσης. Μικρή σημασία έχει ότι αιχμή του δόρατος στην προβολή των ιδιωτικών ΑΕΙ για χρόνια ήταν μία φοιτητική παράταξη στα δημόσια ΑΕΙ, η ΔΑΠ (που πρωταγωνιστούσε και στην αφισοκόλληση…), ακριβώς γιατί είχε γίνει ένα «ταυτοτικό» ζήτημα.
Με τα χρόνια να περνούν το συγκεκριμένο αίτημα άρχισε να στηρίζεται αφενός στην πίεση από συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, κυρίως μεσαίων και ανώτερων, που προφανώς θα ήθελαν τη δυνατότητα να πληρώσουν για σπουδές σε σχολές και ειδικότητες «υψηλής ζήτησης» εάν τα παιδιά τους δεν κατόρθωναν να περάσουν μέσα από τις πανελλαδικές, αφετέρου στους επιχειρηματίες του κλάδου, σε συνδυασμό με την ιδεολογική επένδυση που σχολιάσαμε πιο πάνω, ιδίως από τη στιγμή που η ιδιωτικοποίηση θεωρήθηκε, γενικά, η αναγκαία «μεταρρύθμιση», σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής.
Όμως, αυτό που εντυπωσιακά απουσιάζει από αυτή τη συζήτηση είναι το γιατί δεν προκρίνεται ένας διαφορετικός δρόμος. Για παράδειγμα, γιατί δεν προκρίνεται, ως επένδυση για τα μέλλον, η αύξηση ξανά των θέσεων που προσφέρονται στα δημόσια πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικοτήτων «υψηλής ζήτησης»; Εκεί υπάρχει το επιχείρημα του «κόστους».
Μόνο που τότε τα ιδιωτικά ΑΕΙ στην πράξη σημαίνουν ότι θα επωμιστούν οι οικογένειες το κόστος για τις επιπλέον – αναγκαίες με βάση την υπαρκτή ζήτηση…- θέσεις στα δημόσια ΑΕΙ.
Και έτσι δικαιώνονται όσοι υποστηρίζουν ότι η άμεση ή έμμεση μείωση των θέσεων στα δημόσια ΑΕΙ δεν είναι επειδή υπήρξε «πληθωρισμός», αλλά για να δημιουργηθεί τεχνητά μια «σπάνη» θέσεων ώστε να υπάρχει εγγυημένη αγορά για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Μόνο που αυτό ισοδυναμεί με ρητή παραίτηση από την υποχρέωση να προσφέρει το δημόσιο ανώτατη εκπαίδευση αντίστοιχη με τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
Προφανώς και υπάρχει το επιχείρημα ότι διαμορφώνεται μια νέα επιχειρηματική δραστηριότητα, μια αγορά και ένας πόλος ανάπτυξης. Μόνο που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί «ανάπτυξη», η διαμόρφωση μιας αγοράς μέσα από τα ελλείμματα του κράτους.
Αντιθέτως, διαχρονικά η επένδυση στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση έχει αποτελέσει, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς βασικό παράγοντα ανάπτυξης, καθώς διαμορφώνει την διανοητική, επιστημονική και τεχνολογική, υποδομή του μέλλοντος.
Όσο για την ιδεολογική εμμονή, για το πώς τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι εξ ορισμού «καλύτερα» και κυρίως πιο «εύτακτα», θα μπορούσε κανείς να ρίξει μια ματιά στις επιδόσεις των ελληνικών πανεπιστημίων, στην έρευνα που παράγουν, στον αριθμό των διδακτορικών, στα επιστημονικά άρθρα, στη σταδιοδρομία αποφοίτων τους στο εξωτερικό.
Σε τελική ανάλυση οι μεγάλες αλλαγές στην τεχνολογική υποδομή της χώρας ή στην επιστημονική της παραγωγή στις θετικές αλλά και τις ανθρωπιστικές επιστήμες έγιναν ακριβώς από τους ανθρώπους που βγήκαν από αυτά τα πανεπιστήμια, που μπορούσαν να έχουν αλλεπάλληλους κύκλους φοιτητικών καταλήψεων και κινητοποιήσεων και ταυτόχρονα αυτό το αποτύπωμα.
Να το πούμε διαφορερικά: μεγάλο μέρος σήμερα της επιστημονικής και τεχνολογικής ραχοκοκαλιάς της χώρας είναι πρώην «καταληψίες». Κατά συνέπεια ας αφήσουμε στην άκρη μύθους και ας αναλογιστούμε ότι το πανεπιστήμιο είναι κάτι πολύ πέρα από κάποιους διδάσκοντες με διδακτορικό και μερικά κτίρια.