Σχετικά με τα αποτελέσματα των πρόσφατων Προεδρικών εκλογών στην Κύπρο και την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού.

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
1. Εισαγωγή
            Στις 17 και 24 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας στην Κύπρο και νικητής αναδείχθηκε ο Δημήτρης Χριστόφιας γγ. του ΑΚΕΛ, όπως είναι η ονομασία του κομμουνιστικού κόμματος της Κύπρου. Το ερώτημα που τίθεται είναι για ποιο λόγο θα πρέπει να μας ενδιαφέρουν οι πολιτικές εξελίξεις σε ένα τόσο μικρό Κράτος τη στιγμή που υπάρχουν πολύ σημαντικά γεγονότα σε ολόκληρο τον κόσμο στα οποία δεν εστιάζεται εύκολα το φως της δημοσιότητας. Η απάντηση που δίνουμε έχει διπλό χαρακτήρα: Από τη μία η ιστορική διαδρομή του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού είναι σε σημαντικό βαθμό συνδεδεμένη με την πορεία του Κυπριακού ζητήματος και οι όποιες αλλαγές έχουν σημαντικές επιδράσεις και στο εσωτερικό της Ελλαδικής κοινωνίας. Από την άλλη το κυπριακό ζήτημα έρχεται τον τελευταίο καιρό να διαπλεχθεί με μια από τις αιχμές των ιμπεριαλιστικών στρατηγικών που είναι η δημιουργία προτεκτοράτων όπου αυτό είναι εφικτό. Το σχέδιο Ανάν αποτελούσε την εφαρμογή αυτής της πολιτικής στον κυπριακό χώρο και η απόρριψή του τον Απρίλιο του 2004 συνιστούσε ανάσχεση των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Το κατά πόσο είναι εφικτή μια επάνοδό του σε συσχέτιση με το αποτέλεσμα των πρόσφατων προεδρικών εκλογών αποτελεί το αντικείμενο αυτού του άρθρου.
 
2) Η πορεία προς τις προεδρικές εκλογές του 2008
            Το πολιτικό σύστημα της Κύπρου είναι Προεδρική Δημοκρατία, δηλαδή την ευθύνη για τον σχηματισμό της Κυβέρνησης την έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και γι’ αυτό ο τελευταίος εκλέγεται από το λαό. Αν κανείς υποψήφιος δεν λάβει την απόλυτη πλειοψηφία στον πρώτο γύρο τότε διεξάγεται και δεύτερος γύρος μεταξύ των δύο επικρατέστερων.
            Στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση τρεις ήταν οι βασικοί υποψήφιοι: α) ο ήδη Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος που προερχόταν από τη ΔΗΚΟ και είχε την υποστήριξη της ΕΔΕΚ, των Οικολόγων του και του συντηρητικού δεξιού κόμματος των Νέων Οριζόντων. β) Ο γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ Δημήτρης Χριστόφιας γ) ο προερχόμενος από το δεξιό ΔΗΣΥ Γιαννάκης Κασσουλίδης. Το ενδιαφέρον είναι πως στις εκλογές του 2003 το ΑΚΕΛ είχε υποστηρίξει τον  Παπαδόπουλο ενάντια στον τότε Πρόεδρο, και προερχόμενο από τον ΔΗΣΥ Γλαύκο Κληρίδη. Η επικράτηση του Παπαδόπουλου έδωσε τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασία όπου εκτός από το ΔΗΚΟ και την ΕΔΕΚ συμμετείχε και το ΑΚΕΛ. Ωστόσο όταν το 2007 το ΑΚΕΛ αποφάσισε να κατεβάσει δική του υποψηφιότητα για την Προεδρία τότε αποχώρησε και από την Κυβέρνηση.
Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου είχαν ως ακολούθως: πρώτος ήρθε ο Κασσουλίδης με 33,51%, δεύτερος ο Χριστόφιας με 33,29% και τρίτος ο Παπαδόπουλος με 31,79%, ενώ από τους υπόλοιπους έξι υποψηφίους κανείς δεν κατόρθωσε να φτάσει το 1%. Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε ως έκπληξη δεδομένου πως σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως ο Παπαδόπουλος θα ερχόταν πρώτος και ο Χριστόφιας δεύτερος με πιο πιθανό ενδεχόμενο ο Παπαδόπουλος να κέρδιζε στο δεύτερο γύρο. Πέραν όμως της έκπληξης το πιο ενδιαφέρον είναι πως σχεδόν σύσσωμος ο εκτός Κύπρου Τύπος θεώρησε θετική αυτή την εξέλιξη η οποία ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια των ε/κ να υπερβούν την απορριπτική πολιτική που είχε υιοθετήσει ο Παπαδόπουλος επιλέγοντας τους δύο πιο διαλλακτικούς υποψήφιους.
Από τη δική μας πλευρά αυτό που θα προσπαθήσουμε να δείξουμε είναι πως η αποτυχία εκλογής του Παπαδόπουλου δεν πρέπει να συσχετίζεται με κάποια υποτιθέμενη αλλαγή στάσης των ε/κ απέναντι στο ζήτημα της τουρκικής κατοχής του βορείου τμήματος της Κύπρου, αλλά σε ζητήματα που σχετίζονται με την εσωτερική διακυβέρνηση του Κράτους. Για να γίνουν όλα αυτά κατανοητά θα πρέπει να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Στις αντίστοιχες προεδρικές εκλογές του 2003 ο Παπαδόπουλος είχε αναδειχθεί νικητής με 51,5%- ποσοστό που υπολειπόταν κατά 7,3% από το άθροισμα που είχαν τα κόμματα που τον στήριξαν στις βουλευτικές εκλογές του 2001 (ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, Πράσινοι) σε αντίθεση με τον Κληρίδη ο οποίος συγκέντρωσε ακριβώς το σύνολο της επιρροής των κομμάτων που τον  στήριζαν (38,8%, υποστηρίχθηκε κύρια από τον ΔΗΣΥ και από δύο άλλα μικρά κόμματα της κεντροαριστεράς).
Βεβαίως μεταξύ του 2003 και του 2008 μεσολάβησαν δύο σημαντικές εξελίξεις. Η πρώτη έχει να κάνει με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν στην απόρριψη του οποίου ενεργό ρόλο είχε και ο Παπαδόπουλος. Μετά την ολοκλήρωση του Δημοψηφίσματος θεωρήθηκε από ορισμένες πλευρές πως η ήττα που γνώρισε ο ΔΗΣΥ, ο οποίος υποστήριξε το σχέδιο, αλλά και η επαμφοτερίζουσα στάση του ΑΚΕλ θα έχουν ως απότοκο το ριζικό μετασχηματισμό του κυπριακού πολιτικού συστήματος με γεωμετρική αναβάθμιση της επιρροής του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ που από την αρχή είχαν σταθερά απορριπτική θέση απέναντι στο σχέδιο Ανάν. Ωστόσο οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο που διεξήχθησαν μερικές εβδομάδες αργότερα διέψευσαν όλες αυτές τις προβλέψεις. Το ΔΗΣΥ αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 28,2% (πτώση 5,8% σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2001), δεύτερο ήρθε το ΑΚΕΛ με 27,9% (πτώση 7,8%), τρίτο το ΔΗΚΟ με 17,1% (άνοδος 2,3%), μετά το κόμμα Για την Ευρώπη[1], με 10,8% και ακολούθησε η ΕΔΕΚ επίσης με 10,8% (άνοδος 4,3%). Διαπιστώνουμε πως πράγματι υπάρχει μια μετατόπιση προς το ΔΗΚΟ και την ΕΔΕΚ, συνολικά της τάξης του 6,6%, ωστόσο απέχουμε πολύ από το να μιλήσουμε για διαρθρωτικές αλλαγές στο κυπριακό πολιτικό σύστημα- πόσο μάλλον που η πολύ πρόσφατη ατμόσφαιρα του δημοψηφίσματος επηρέασε την ψήφο των Κυπρίων. Κατά συνέπεια το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως στις ευρωεκλογές οι Κύπριοι ψήφισαν  με πολύ πιο σύνθετα κριτήρια από ότι στο δημοψήφισμα.
Τα αποτελέσματα των Βουλευτικών εκλογών του Μαΐου του 2006 επιβεβαίωσαν αυτή την τάση, το ΑΚΕΛ και ο ΔΗΣΥ βγήκαν ακόμα πιο ενισχυμένα. Συγκεκριμένα το ΑΚΕλ έλαβε 31,1% (άνοδος 3,2% σε σχέση με τις ευρωεκλογές), ο ΔΗΣΥ 30,3% (άνοδος 2,1%), το ΔΗΚΟ 17,9% (άνοδος 0,8%), η ΕΔΕΚ 8,9% (πτώση 1,9%) και το Ευρωπαϊκό Κόμμα 5,8% (πτώση 5%). Αυτό που διαπιστώνουμε είναι πως τα δύο μεγάλα παραδοσιακά κόμματα συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, αποτελώντας ακόμα περισσότερο τους βασικούς εκφραστές του εκλογικού σώματος.
Από εκεί και πέρα η δεύτερη σημαντική εξέλιξη συνδέεται με την απόφαση του ΑΚΕΛ να κατεβάσει το γραμματέα του ως υποψήφιο στις Προεδρικές εκλογές. Το γεγονός αυτό έχει δύο διαστάσεις: η μία είναι πως για πρώτη φορά διεκδικεί το κομμουνιστικό κόμμα την Προεδρία με δικό του υποψήφιο. Ουσιαστικά πρόκειται για απόφαση που δείχνει αφενός ότι γνωρίζει πως τμήματα του κοινωνικού κατεστημένου, εντός και εκτός Κύπρου, δεν θα ήταν αρνητικά σε μια τέτοια εξέλιξη και αφετέρου πως το ίδιο έχει αποφασίσει να παίξει ένα επιτελικό ρόλο στη διαχείριση του αστικού Κράτους[2].
Σε κάθε περίπτωση το γεγονός πως από τον Ιούλιο του 2007 το ΑΚΕΛ είχε προχωρήσει στη  υποστήριξη Χριστόφια και στην  αποχώρηση από την Κυβέρνηση συνεργασίας με είχε ως αποτέλεσμα να κατορθώσει να καρπωθεί και τμήμα της λαϊκής δυσαρέσκειας σχετικά με τα εσωτερικά προβλήματα. Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που είχαν προηγηθεί των εκλογών ο Χριστόφιας παρουσίαζε ένα σαφές ποιοτικό προβάδισμα ενώ η διαφορά στην πρόθεση ψήφου κυμαινόταν στα όρια του στατιστικού λάθους. Συγκεκριμένα, το 46% πίστευε πως «είναι πιο κοντά στο λαό» ενώ μόνο το 23% πίστευε το ίδιο για τον Παπαδόπουλο, το 34% τον θεωρούσε καταλληλότερο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα εσωτερικής διακυβέρνησης ενώ μόνο το 30% τον Παπαδόπουλο, το 35% εκτιμούσε πως μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τα κοινωνικά προβλήματα ενώ μόνο το 27% θεωρούσε ικανότερο τον Παπαδόπουλο, το 33% εκτιμούσε πως ο Χριστόφιας καταλαβαίνει καλύτερα τα προβλήματα νέων ανθρώπων ενώ μόνο το 23% πίστευε πως το καταφέρνει καλύτερα ο Παπαδόπουλος.  Αντίθετα ο Παπαδόπουλος θεωρούνταν καταλληλότερος για να χειριστεί το Κυπριακό με ποσοστό 32% έναντι 28% του Χριστόφια και ικανότερος να προωθήσει το Κυπριακό σε διεθνές επίπεδο σε ποσοστό 31% έναντι 27% του Χριστόφια. Δηλαδή στα εσωτερικά ζητήματα υπερείχε ο Χριστόφιας με πολύ μεγαλύτερη διαφορά απ’ ότι ο Παπαδόπουλος στα αντίστοιχα εξωτερικά. Το θέμα είναι, όμως, πως στο ερώτημα με ποιο κριτήριο θα ψηφίσουν  η μεγάλη πλειοψηφία (53%) απαντούσε πως θα λάμβανε υπόψη της τόσο το Κυπριακό τόσο και τα προβλήματα εσωτερικής διακυβέρνησης.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Πως στη διαπάλη για την προσέλκυση του 58% που είχε η κοινή υποψηφιότητα Παπαδόπουλου στις προηγούμενες προεδρικές ο τελευταίος ξεκινούσε με δύο σημαντικά μειονεκτήματα. Το ΑΚΕΛ πια δεν τον στήριζε  και το ΕΥΡΩ.ΚΟ που είχε προστεθεί στο μεταξύ ήταν σε πορεία ελεύθερης πτώσης αφού μέσα σε δύο μόνο χρόνια είχε μειωθεί η επιρροή του στο μισό ενώ η πολιτική του μήτρα ο ΔΗΣΥ βρισκόταν σε τροχιά διαρκούς ανόδου. Από την άλλη σε μια σειρά ποιοτικών παραμέτρων ήταν σαφή η υπεροπλία Χριστόφια. Με όλα αυτά θέλουμε να πούμε πως λανθασμένα είχε δημιουργηθεί προεκλογικά η εντύπωση πως ο Παπαδόπουλος ήταν το φαβορί δεδομένης και της υπεροχής του στη διαχείριση του Κυπριακού ζητήματος. Η πραγματικότητα ήταν πως ο Παπαδόπουλος συγκέντρωνε την εύνοια σημαντικού τμήματος του εκλογικού σώματος λόγο της σιγουριάς που απέπνεε πως δεν θα συναινούσε στο να μεταβληθεί η Κύπρος σε προτεκτοράτο αλλά δεν έφτανε αυτό για να κερδίσει. Αντίθετα το πιο ολοκληρωμένο προφίλ που παρουσίαζε η υποψηφιότητα Χριστόφια της έδινε την πρώτη τύχη και έτσι εξηγείται και το τελικό αποτέλεσμα του α’ γύρου.
 
 
3) Το αποτέλεσμα του β’ γύρου και οι προοπτικές του Κυπριακού ζητήματος
Στο β’ γύρο ο Χριστόφιας θα επικρατήσει σχετικά άνετα με 53,7% έναντι 43,6% του Κασουλίδη, γεγονός που δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση δεδομένων και των κομματικών συσπειρώσεων που επετεύχθησαν: Ο Χριστόφιας έλαβε το 97% των ψηφοφόρων του ΑΚΕΛ, το 75% της ΕΔΕΚ και το 65% του ΔΗΚΟ, ενώ ο Κασουλίδης  το 97% του ΔΗΣΥ και το 85% του ΕΥΡΩΚΟ. Θεωρούμε πως η πολύ μεγάλη υποστήριξη προς του τελευταίου προς τον Κασουλίδη επιβεβαιώνει τη θέση μας πως οι ψηφοφόροι ψήφισαν, σε σημαντικό βαθμό,  με διαφορετικά κριτήρια από τη στάση του κάθε υποψηφίου απέναντι στο σχέδιο Ανάν.
Ωστόσο, το μεγάλο ζητούμενο που έχει προκύψει ύστερα από τη νίκη του Δ. Χριστόφια είναι το κατά πόσο είναι εφικτή μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού ζητήματος στο επόμενο χρονικό διάστημα. Από πολλές πλευρές θεωρείται πως η ήττα Παπαδόπουλου απομακρύνει ένα βασικό ανασταλτικό παράγοντα. Για το λόγο αυτό την επαύριον της 17/2 όχι μόνο οι περισσότερες από τις ελληνικές αστικές εφημερίδες αλλά και το σύνολο σχεδόν του τουρκοκυπριακού τύπου αλλά και ο βρετανικός και αμερικανικός τύπος  αναφέρονταν σε θετική εξέλιξη που θα ξεμπλοκάρει τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού.
Από τη δική μας πλευρά θεωρούμε πως όντως η μη εκλογή Παπαδόπουλου είχε μια συμβολική σημασία δεδομένου πως μολονότι καθαρόαιμα αστός πολιτικός ανέλαβε το κόστος να αντιταχθεί στα σχέδια των ιμπεριαλιστών για τη δημιουργία ενός ακόμα προτεκτοράτου. Ωστόσο αν θέλουμε να μπούμε στην ουσία του Κυπριακού προβλήματος καλό είναι ξεφύγουμε από απλουστευτικές περιγραφές του τύπου «διαλλακτικός» ή «αδιάλλακτος». Διαλλακτικός θεωρείται και ο πρώην πρόεδρος Βασιλείου ή ο επίσης πρώην πρόεδρος Κληρίδης ωστόσο ουδέποτε λύθηκε το κυπριακό πρόβλημα στις μέρες τους. Κι αυτό γιατί τα ζητήματα που θέτει η κάθε πλευρά δεν είναι καθόλου απλό να υπερπηδηθούν: ελεύθερη διακίνηση των συντελεστών παραγωγής αποστρατιωτικοποίηση του βόρειου τμήματος, τρόπος λήψης των αποφάσεων, επιστροφής των προσφύγων, το ζήτημα  των εποίκων.
Κοντολογίς, το γεγονός πως στο μεσοδιάστημα μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου υπήρξαν ρητές, και γραπτές, διαβεβαιώσεις τόσο από τον Χριστόφια όπως και από τον Κασουλίδη πως δεν υπάρχει περίπτωση το σχέδιο Ανάν να αποτελέσει βάση νέων διαπραγματεύσεων, φανερώνει πως η επιρροή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος συνεχίζει να καθορίζει τις εξελίξεις στο κυπριακό πολιτικό σκηνικό. Με αυτή την έννοια οι όποιες πρωτοβουλίες παρθούν και όποιοι κι αν είναι οι φορείς τους για να τελεσφορήσουν θα πρέπει να κατορθώνουν να υπερπηδούν τα εμπόδια που μόλις περιγράψαμε. Κι αυτό σημαίνει δραστική αλλαγή των συσχετισμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, πράγμα που δεν μοιάζει πιθανό στο ορατό μέλλον.
Το μέλλον διαρκεί πολύ και στο Κυπριακό…
 
 
 

 

[1] Πρόκειται για στελέχη του ΔΗΣΥ τα οποία διαφώνησαν με τη θέση του κόμματος για το σχέδιο Ανάν και συγκρότησαν νέο πολιτικό φορέα ο οποίος στις βουλευτικές εκλογές του 2006 θα κατεβεί με το όνομα Ευρωπαϊκό κόμμα (ΕΥΡΩ.ΚΟ).
[2] Πρόκειται για πορεία σοσιαλδημοκρατικοποίησης που έχει ξεκινήσει από πολύ παλιά αλλά που κορυφώνεται με αλλαγή της γραμμής για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου δίνεται η συγκατάθεση του κόμματος για την ένταξη της Κύπρου, και με τις προεκλογικές δηλώσεις Χριστόφια περί συστήματος μικτής οικονομίας.