Φοιτητές και αγρότες: Η κυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να μιλά για «μειοψηφίες»
Τόσο με το μεγαλειώδες φοιτητικό συλλαλητήριο στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου, όσο και με την επιμονή και επέκταση των αγροτικών μπλοκ έκλεισε ο πολιτικός κύκλος όπου η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη μπορούσε να εμφανίζεται περίπου παντοδύναμη έχοντας απέναντί της μια αποδυναμωμένη και πολυδιασπασμένη αντιπολίτευση και κάποιες «μειοψηφίες» που διαμαρτύρονταν.
Αντιθέτως, έχουμε μπει σε ένα νέο πολιτικό κύκλο όπου μπορεί μεν η πολιτική αντιπολίτευση να παραμένει κατακερματισμένη και σε δημοσκοπική υποχώρηση, όμως την ίδια στιγμή εμφανίζονται μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις που αποτυπώνουν κατά κλάδο πλειοψηφική απόρριψη της κυβερνητικής πολιτικής.
Η σύγκρουση με τη νεολαία
Η επιλογή της κυβέρνησης να φέρει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια με διαδικασίες ενός θεσμικού fast-track παρακάμπτοντας τη διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης – παρότι αυτή ήταν η δέσμευσή της προεκλογικά –, αυτή τη στιγμή συναντά μια πλειοψηφική απόρριψη από το φοιτητικό σώμα και τις νεότερες ηλικίες γενικότερα με βάση τις δημοσκοπήσεις, ενώ συνολικά στην κοινωνία παραμένει ένα διαιρετικό ζήτημα.
Μάλιστα ακόμη και η αντιπαράθεση στο εσωτερικό των φοιτητικών συνελεύσεων έχει να κάνει πολύ περισσότερο με την πίεση από την εξεταστική και τον κίνδυνο απώλειας του εξαμήνου παρά με την αποδοχή της πρότασης.
Ανεξαρτήτως της διαχείρισης των ίδιων των κινητοποιήσεων, το ζήτημα αυτό έχει φέρει την κυβέρνηση αντιμέτωπη με μία κατάσταση όπου η προσπάθεια να επιταχύνει κάτι που το θεωρεί ταυτόχρονα άμεση ικανοποίηση αιτήματος της εκλογικής βάσης της ΝΔ και «υψηλού συμβολισμού μεταρρύθμιση», κινδυνεύει να οδηγήσει στην ακόμη μεγαλύτερη αποξένωση από μια σειρά από ιδιαίτερα δυναμικές γενιές και δη σε βάθος χρόνου, κάτι που αργά ή γρήγορα θα έχει και εκλογικό τίμημα.
Το βάθος της σύγκρουσης με τους αγρότες
Ο δεύτερος κυβερνητικός πονοκέφαλος είναι προφανώς οι αγροτικές κινητοποιήσεις.
Το ενδιαφέρον με αυτές είναι ότι έρχονται ύστερα από μία αρκετά μεγάλη περίοδο όπου διαδοχικές κυβερνήσεις κυρίως προσπάθησαν να αποφύγουν τις μεγάλες αγροτικές κινητοποιήσεις.
Το πρόβλημα εδώ προκύπτει από τη μια πιο συνολική μετατόπιση της ευρωπαϊκής πολιτικής, μέσα από τη Νέα ΚΑΠ και την «Πράσινη Μετάβαση», σε συνδυασμό, όμως, με την απουσία ουσιαστικής προετοιμασίας για τις επιπτώσεις στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό δίνει ένα βάθος στην αγροτική κινητοποίηση στη χώρα μας που υπερβαίνει το απλό αίτημα για κάποια «πυροσβεστικά» μέτρα.
Και βέβαια εδώ, σε αντίθεση με τη νεολαία, έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνική σύγκρουση που πέραν του να είναι επίσης πλειοψηφική, έχει και την ιδιαιτερότητα να «εσωτερικεύεται» στη Νέα Δημοκρατία, δεδομένης και της ισχυρής εκπροσώπησης αγροτικών στρωμάτων που έχει, αλλά και της ισχυρής επίδρασης που εξακολουθούν να έχουν τα αγροτικά ζητήματα σε ένα ευρύτερο τμήμα του εκλογικού σώματος, ειδικά στην επαρχία.
Τα κύματα οργής και η αδυναμία πλέον «ελέγχου του αφηγήματος»
Και τα δύο μέτωπα δείχνουν ότι η κυβέρνηση αρχίζει πια να έχει μπροστά της μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις, κάτι που είχε απουσιάσει τα προηγούμενα χρόνια, με την εξαίρεση του πολύ μεγάλου ξεσπάσματος οργής γύρω από την τραγωδία των Τεμπών. Και δεν είναι καθόλου δεδομένου ότι οι αντιδράσεις αυτές θα είναι περιορισμένες στους συγκεκριμένους κλάδους, εάν αναλογιστούμε και μια σειρά από άλλα μεγάλα ανοιχτά μέτωπα όπως είναι το μέτωπο της ακρίβειας αλλά και η αναδυόμενη στεγαστική κρίση, όπως άλλωστε παραδέχτηκε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Τα πράγματα κάνει δυσκολότερα το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση δεν μπορεί εύκολα να χειριστεί αυτές τις αντιδράσεις με ένα συνδυασμό ανάμεσα σε μια πολιτική ενισχύσεων (όπως αυτή που εφαρμόστηκε στην περίοδο της πανδημίας και σε μεγάλο βαθμό σφυρηλάτησε την εκλογική υποστήριξη της ΝΔ) και την επένδυση στο «θετικό κλίμα» από την οικονομία.
Και οι λόγοι που δεν μπορεί να κάνει την ίδια διαχείριση είναι οι ακόλουθοι. Η χώρα, όπως και όλη η Ευρώπη, αρχίζει και επιστρέφει στη λογική της δημοσιονομικής πειθαρχίας, άρα όλο και πιο δύσκολα θα μπορούν να καθίστανται δυνατά μεγάλα πακέτα ενισχύσεων.
Έπειτα, ακόμη και εάν συνεχιστούν οι αναπτυξιακοί ρυθμοί να είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, την ίδια στιγμή οι ιδιαίτερες δυναμικές του τμήματος εκείνου του πληθωρισμού που αφορά το κόστος ζωής, όπως είναι το κόστος τροφίμων και άλλων βασικών ειδών και προφανώς το κόστος στέγασης δεν δείχνουν να πρόκειται να αντιστραφούν εύκολα.
Δηλαδή, οδηγούμαστε σε μια συνθήκη όπου η αύξηση των αποδοχών ή η βελτίωση των δεικτών απασχόλησης θα συγκρούεται με μια πραγματικότητα όπου η πραγματική αγοραστική δυνατότητα θα επιδεινώνεται. Και αυτό απλώς θα τροφοδοτεί τη δυσαρέσκεια.
Αντίστοιχα, ακόμη και εάν η κυβέρνηση επενδύσει τακτικά στο να διαμορφώσει ένα «θεσμικό τετελεσμένο» με το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, εντούτοις τόσο το βάθος της απόρριψης του φοιτητές όσο και το γεγονός ότι θα εμπεδώνεται μια εικόνα περί της εξέλιξης που θα συγκρούεται με μια προσδοκία γενικής αναβάθμισης και θα παραπέμπει πολύ περισσότερο σε μια επιπλέον δυνατότητα για τους «έχοντες», θα σημαίνουν ότι με όρους απήχησης και από αυτή τη μάχη η κυβέρνηση θα βρεθεί ιδιαίτερα τραυματισμένη.
Όλα αυτά θα συνδυάζονται και με την ολοένα και μεγαλύτερη επίγνωση ότι παρά την κρίση της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση θα χάνει την ικανότητα πλήρους «ελέγχου του αφηγήματος» που μέχρι τώρα ήταν μία βασική στρατηγική της επιδίωξη. Αντιθέτως, θα καλείται διαρκώς να απαντά και σε πιεστικά αιτήματα και διεκδικήσεις και από τη μεριά της κοινωνίας. Και απέναντι σε αυτά προφανώς δεν θα μπορεί απλώς να προτάσσει ένα 41%, που στα μάτια των κοινωνικών κατηγοριών που διεκδικούν μπορεί να φαντάζει έως και μειοψηφικό.