Περί «λαϊκιστών», «αντιμεταρρυθμιστών» και άλλων δαιμονίων, που αφορίζει η κυβέρνηση
Εάν κανείς παρατηρήσει τη ρητορική που έρχεται από τη μεριά της κυβέρνησης θα διαπιστώσει ότι στηρίζεται σε ένα αφήγημα, βάσει του οποίου οι διαμαρτυρίες που υπάρχουν σήμερα ενάντια στην κυβερνητική πολιτική αποτελούν απλώς την αντίδραση όσων δεν θέλουν να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, είναι, δηλαδή, οι διαμαρτυρίες των «αντιμεταρρυθμιστών».
Όμως, εάν κανείς κοιτάξει τις κοινωνικές διαμαρτυρίες, θα διαπιστώσει ότι δεν αφορούν κάποια άρνηση «μεταρρυθμίσεων», αλλά πολύ περισσότερο την επίλυση άμεσων κοινωνικών προβλημάτων. Συχνά, μάλιστα είναι διαμαρτυρίες μέσω των οποίων απαιτούν ακριβώς να υπάρξουν πραγματικές μεταρρυθμίσεις που θα επιλύσουν αυτά τα προβλήματα.
Πάρτε για παράδειγμα την έκρηξη της ακρίβειας, που σήμερα γονατίζει τα λαϊκά στρώματα και τη μεσαία τάξη. Όταν ζητά η κοινωνία να μπει υποχρεωτικό πλαφόν στην τιμή του βρεφικού γάλακτος, ή να υπάρξουν παρεμβάσεις που να συγκρατήσουν την τιμή του λαδιού και άλλων βασικών προϊόντων ή όταν ζητά να επανεξεταστούν ορισμένοι -εξ ορισμού κοινωνικά άδικοι- ειδικοί φόροι κατανάλωσης, αρνείται τις «μεταρρυθμίσεις»; Ή μήπως απλώς ζητά από την κυβέρνηση να κάνει τη δουλειά της και να παρέμβει αποτελεσματικά χτυπώντας τη ρίζα του προβλήματος, ώστε να συγκρατηθούν οι τιμές;
Όταν οι αγρότες ξεσηκώνονται γιατί βλέπουν ότι από τη μια καλούνται να επωμιστούν το κόστος της «Πράσινης Μετάβασης» και από την άλλη δεν έχουν την υποστήριξη που χρειάζονται όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν το κόστος μεγάλων φυσικών καταστροφών, είναι «εχθροί των μεταρρυθμίσεων»; Ή μήπως ορθά ξεσηκώνονται ενάντια σε πολιτικές που δεν έλαβαν υπόψη τους την πραγματική τους κατάσταση και τις ανάγκες που έχουν;
Όταν οι φοιτητές διαμαρτύρονται για τον τρόπο που μεθοδεύεται η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, χωρίς ουσιαστικό διάλογο, απλώς και μόνο επειδή κάποια fund και κάποιοι σχολάρχες πίεζαν προς αυτήν την κατεύθυνση, την ώρα μάλιστα που τα δημόσια πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση, το κάνουν επειδή «δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε»; Ή μήπως το κάνουν ακριβώς επειδή θέλουν τα πράγματα να αλλάξουν και να ενισχυθεί πραγματικά το δημόσιο πανεπιστήμιο; Και τελικά τι είδους «μεταρρύθμιση» είναι αυτή όπου όποιος δεν μπορεί να περάσει με πανελλήνιες και η οικογένεια του είναι σχετικά εύπορη θα μπορεί να πηγαίνει στο «μη-κρατικό»;
«Ναι αλλά υπάρχει και η αντίδραση στον γάμο των ομόφυλων», θα έλεγαν κάποιοι. Μόνο που εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σίγουρα στην κοινωνία υπάρχουν κάποια συντηρητικά (ή ακόμη και ομοφοβικά) αντανακλαστικά. Μόνο που ας μην κοροϊδευόμαστε, δεν υπάρχει κάποιο κίνημα ενάντια στην αλλαγή αυτή. Υπάρχει απλώς μια καταγραφή στις έρευνες της κοινής γνώμης του πώς βλέπουν αυτή την εξέλιξη οι άνθρωποι, την ώρα που σημειωτέον κανείς δεν φρόντισε να εκπαιδεύσει την κοινωνία ενάντια στην προκατάληψη, ώστε να αποδεχθεί ως ισότιμο το διαφορετικό. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει κάποιος ξεσηκωμός. Αντιθέτως, εάν υπάρχει κάποια απόπειρα να εμποδιστεί η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, αυτή προέρχεται κυρίως από το εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης και τους βουλευτές που εκπροσωπούν τη «Δεξιά της Δεξιάς» μέσα στη Νέα Δημοκρατία. Βουλευτές που κατά τα άλλα καταγγέλλουν και αυτοί με κάθε ευκαιρία τους «αντιμεταρρυθμιστές».
Όλα αυτά δείχνουν ότι το πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία δεν είναι ότι κάποιες στρατιές «λαϊκιστών» υψώνουν αναχώματα σε αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Το πρόβλημα είναι ότι μετά από δεκαετίες «μεταρρυθμίσεων», μην ξεχνάμε ότι και η τρόικα μεταρρυθμίσεις βάφτιζε τα εξοντωτικά μέτρα που επέβαλε, υπάρχουν ανοιχτά κοινωνικά προβλήματα, που οξύνονται και απαιτούν λύσεις.
Στην πραγματικότητα, σε αρκετές περιπτώσεις η πολεμική ενάντια στους «λαϊκιστές» (αυτή η λέξη, που έχει καταλήξει μετά από συστηματική προσπάθεια να «τσουβαλιάζει» τα πάντα, από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά) είναι μια πολεμική ενάντια στον λαό και το δικαίωμα που έχει να εκφράζει αιτήματα και να απαιτεί τις αλλαγές που να είναι προς το συμφέρον του. Ο «αντιλαϊκισμός» καταλήγει να είναι ένα διαρκές «και γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι;» από τη μεριά των ελίτ, που δεν χάνουν ευκαιρία να δείξουν περιφρόνηση για όσους είναι «από κάτω».
Όμως, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή η αλαζονεία της εξουσίας, είναι τελικά το ιλουστρασιόν περιτύλιγμα της αμηχανίας της εξουσίας. Είναι η επίγνωση ότι η κοινωνία δεν δέχεται μια συνθήκη που περιφρονεί βασικές της ανάγκες και ταυτόχρονα την άρνηση να γίνουν εκείνες οι αλλαγές και εκείνες οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις που θα έλυναν πραγματικά προβλήματα.
Μόνο που τόσο η αλαζονεία όσο και η αμηχανία της εξουσίας, είναι τελικά αδυναμία: η πραγματική έλλειψη νομιμοποίησης και η διαπίστωση ότι ακόμη και εάν δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή πολιτική αντιπολίτευση αποτελεσματική, υπάρχει κοινωνική αντιπολίτευση, με την οποία κανείς δεν ξεμπερδεύει με το να φωνάξει απλώς «41%».