Τι άλλο πρέπει να γίνει για να αλλάξει το καταστροφικό σύστημα εκλογής πρυτανικών αρχών στα Πανεπιστήμια;
Πανεπιστήμια που μένουν «ακέφαλα» για μήνες, γιατί δεν μπορεί να ολοκληρωθεί η εκλογή των πρυτανικών αρχών. Πανεπιστήμια που τρομάζουν στη σκέψη ότι πρέπει να κάνουν εκλογές, γιατί θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που αντιμετώπισαν όσα δοκίμασαν να κάνουν εκλογές. Πανεπιστήμια με μεγάλη ιστορία που καταλήγουν να κάνουν «μπακάλικούς» υπολογισμούς του τύπου «δύο χρόνια εγώ, δύο χρόνια εσύ», για να αποφύγουν τον κίνδυνο της διάλυσης ή ακόμη χειρότερα της… κλήρωσης.
Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία έχει οδηγήσει την ανώτατη εκπαίδευση το ισχύον πλαίσιο για την εκλογή πρυτανικών αρχών που εισήγαγε η προηγούμενη υπουργός Παιδείας κ. Νίκη Κεραμέως.
Ένα πλαίσιο που αντανακλούσε εμμονές που αποδείχτηκαν επικίνδυνες και καταστροφικές.
Η πρώτη εμμονή έπαιρνε μια ενδιαφέρουσα, σε πρώτη ανάγνωση, σκέψη, αυτή της παρουσίας στη διοίκηση, με συμβουλευτικό πρωτίστως ρόλο, και ανθρώπων αποδεδειγμένης εμπειρίας και γνώσης αλλά εξωτερικών προς το συγκεκριμένο ίδρυμα και τη μετέτρεπε στον πυρήνα ενός εξαιρετικά περίπλοκου και τελικά διαλυτικού συστήματος εκλογής πρυτανικών αρχών, την ώρα που η συγκεκριμένη εκδοχή προώθησής της απέπνεε έντονο τόνο δυσπιστίας απέναντι στη δυνατότητα των πανεπιστημίων να αυτοδιοικηθούν.
Η δεύτερη ήταν ότι για κάποιο λόγο η βασική δημοκρατική αρχή, αυτή δηλαδή που λέει ότι σε μια θέση εκλέγεται αυτή ή αυτός που πήρε τις περισσότερους ψήφους, για κάποιο λόγο – που ποτέ δεν εξηγήθηκε επαρκώς – είναι αποτυχημένη και χρειαζόμαστε άλλα περίπλοκα συστήματα ψηφοφορίας, που καταλήγουν πολύ απλά στο φαινόμενο υποψήφιοι που υπερψηφίζονται μαζικά να μην μπορούν να εκλεγούν.
Σημειώνουμε εδώ ότι τα πανεπιστήμια – εδώ και πολλά χρόνια – έχουν απαλλαγεί από το πρόβλημα που κατέληξε να αποτελεί η συμμετοχή και εκπροσώπων των φοιτητών (μέσω των φοιτητικών εκλογών και των παρατάξεων που συμμετέχουν εκεί) στη διαδικασία εκλογής πρυτανικών αρχών. Και λέμε «απαλλαγεί», γιατί ενώ η αρχική σύλληψη αυτής της συμμετοχής αντανακλούσε ειλικρινή διάθεση ενίσχυσης της δημοκρατικής συμμετοχής, κατέληξε σε μια μορφή διαρκούς συναλλαγής μεταξύ υποψηφίων και κομματικών παρατάξεων.
Το κύριο, όμως, είναι ότι αυτή τη στιγμή αυτές οι εμμονές έχουν οδηγήσει σε μία παραλυτική συνθήκη τα πανεπιστήμια σε μια περίοδο μεγάλων προκλήσεων που απαιτούν πρυτανικές αρχές με όραμα, σχέδια και ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα πανεπιστήμια είναι εξαιρετικά σύνθετες κοινωνικές διεργασίες. Είναι ταυτόχρονα χώροι γνώσης, χώροι έρευνας, χώροι διαλόγου και αναζήτησης. Είναι εκ της φύσεως τους δημοκρατικά και αυτό εξηγεί γιατί μεγάλοι αγώνες για τη δημοκρατία ξεκίνησαν από αυτά. Το να προσπαθεί κάποιος να επιβάλει σε αυτά ένα μοντέλο λειτουργίας από άλλα πεδία, όπως π.χ. αυτό των επιχειρήσεων, ή να μην τους επιτρέπει να έχουν πραγματικά τη δημοκρατική αυτοδιοίκηση που σε τελική ανάλυση και το Σύνταγμα αναγνωρίζει, σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνει πώς μπορεί να προσφέρει πραγματικά η δημόσια πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Την ίδια στιγμή, ενώ υποτίθεται ότι σκοπός της εισαγωγής του νέου συστήματος ήταν η αποφυγή όλων των μορφών συναλλαγής, παρασκηνιακών διαβουλεύσεων και συμφωνιών «κάτω από το τραπέζι», που συχνά νοθεύουν τον δημοκρατικό και ακαδημαϊκό χαρακτήρα που πρέπει να έχει η διαδικασία εκλογής μιας ακαδημαϊκής ηγεσίας, το νέο σύστημα έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Δηλαδή, το νέο σύστημα από τη μια εξωθεί σε μια χωρίς προηγούμενο προσπάθεια παρασκηνιακής «συνεννόησης», οικοδόμησης «συσχετισμών», εξασφάλισης ψήφων και από την άλλη καταλήγει σε πολύ πιο έντονες διαιρέσεις και φατριαστικές συγκρούσεις, αφού η απουσία του απλού κριτηρίου της πλειοψηφίας επιτρέπει τον ατέρμονο αλληλοεκβιασμό με βάση την απαίτηση ουσιαστικά ομοφωνίας για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
«Η απόδειξη ότι η πουτίγκα υπάρχει είναι όταν την τρως», έλεγε ένας στοχαστής του 19ου αιώνα, θέλοντας να δείξει ποιο τελικά πρέπει να είναι το έσχατο κριτήριο για το εάν κάτι υπάρχει ή όχι. Και η απόδειξη ότι το σύστημα εκλογής πρυτανικών αρχών είναι αποτυχημένο, είναι ακριβώς ότι απέτυχε. Ότι δημιούργησε συνθήκες κρίσης και δεν έλυσε κανένα πρόβλημα. Ότι αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη των πανεπιστημίων. Ότι αποτελεί μια τεράστια σπατάλη ενέργειας σε μια εποχή που αυτή δεν περισσεύει.
Η αλλαγή του απαράδεκτου αυτού πλαισίου δεν θα είναι κάποιου είδους «εξυπηρέτηση» των πανεπιστημιακών. Ούτε καν μια χειρονομία «καλής θέλησης» απέναντι στα πανεπιστήμια. Θα είναι κυρίως μια αναγκαία πράξη ευθύνης απέναντι στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση.