Παλαιστίνη και Ισραήλ: μία γη, μία ιστορία, δύο λαοί

Παναγιώτης Σωτήρης

Στην ιστορία δεν ισχύει ποτέ το «περασμένα ξεχασμένα». Αντιθέτως, πλήθος σημεία του πλανήτη δείχνουν το πραγματικό βάρος της , τον τρόπο που συνεχίζει να επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων, να φορτίζει συγκρούσεις, να τροφοδοτεί αδικαίωτα αιτήματα.

Και δεν υπάρχει κανένα σημείο στον πλανήτη που αυτό να το εκφράζει αυτό καλύτερα από την γη που ονομάστηκε μέσα στην ιστορία και Παλαιστίνη και Ισραήλ.

 

Η Παλαιστίνη του 19ου αιώνα, μια αραβική περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Σε αντίθεση με έναν από τους ιστορικούς μύθους που ακόμη αναπαράγονται, η Παλαιστίνη δεν ήταν ποτέ μια «άδεια έκταση», μια «γη χωρίς λαό» που περίμενε έναν «λαό χωρίς γη».

Τον 19ο αιώνα η Παλαιστίνη είναι ένα τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός της στην εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου είναι περίπου 500.000. Κατά κύριο λόγο οι κάτοικοι είναι Άραβες, μουσουλμάνοι οι περισσότεροι, αν και υπάρχουν και Χριστιανοί. Υπάρχει επίσης και μια Εβραϊκή κοινότητα.

Είναι μια περιοχή κυρίως αγροτική, με κοινωνικές σχέσεις που παραπέμπουν σε αυτό που συχνά περιγράφεται ως Οθωμανική φεουδαρχία.

Σταδιακά όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του 19ου αιώνα αρχίζουν να αναπτύσσονται περισσότερο οι πόλεις, ενώ ο πληθυσμός αυξάνεται. Παράλληλα αναπτύσσονται και στοιχεία ενός εθνικισμού που ερχόταν σε αντίθεση με την Οθωμανική (και Αιγυπτιακή) κυριαρχία. Γύρω από τη πόλεις και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που λειτουργούν εκεί σταδιακά διαμορφώνεται και μια παλαιστινιακή ελίτ που θα παίξει σημαντικό ρόλο αργότερα.

Και εδώ όλες αυτές οι εξελίξεις επιταχύνονται από τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ πρώτα και αργότερα από την Επανάσταση των Νεότουρκων.

 

Το Σιωνιστικό κίνημα

Στα μέσα του 19ου αιώνα το κλίμα στις περισσότερες Εβραϊκές κοινότητες της Ευρώπης έτεινε περισσότερο προς ένα αίτημα ενσωμάτωσης μέσα στις αντίστοιχες κοινωνίες, με διατήρηση μιας ιδιαίτερης ταυτότητας.

Όμως, η υπόσχεση που φάνηκε να δίνεται για πλήρη ισότητα δικαιωμάτων μετά τη Γαλλική Επανάσταση δεν φαινόταν να δικαιώνεται.

Αντιθέτως σταδιακά, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα βλέπουμε ένα νέο κύμα αντισημιτισμού να ξεδιπλώνεται στην Ευρώπη.

Αυτό παίρνει διάφορες μορφές. Στα ανατολικά και ιδίως στην Ρωσική Αυτοκρατορία, υπήρχαν συμπαγείς αγροτικές εβραϊκές κοινότητες στο ανατολικό τμήμα. Εκεί η Τσαρική Ρωσία θα εφαρμόσει ουσιαστικά μια αποικιακή πολιτική και θα αντιμετωπίσει αυτούς τους εβραϊκούς πληθυσμούς ως αποικιακούς υποτελείς. Αποκορύφωμα τα μεγάλα πογκρόμ που θα οργανωθούν και σε μεγάλο βαθμό θα συντονιστούν από το τσαρικό κράτος και που θα οδηγήσουν σε μια μεγάλη μετανάστευση προς τη δυτική Ευρώπη και προς τις ΗΠΑ. Ας θυμηθούμε ότι τότε οι μυστικές υπηρεσίες της Ρωσίας θα «κατασκευάσουν» και τα διαβόητα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» για να στιγματίσουν τους Εβραίους.

Όμως, ένας νέος αντισημιτισμός καταγραφόταν και στη δυτική Ευρώπη, παρότι υποτίθεται ότι εκεί είχαν γίνει μεγαλύτερα βήματα προς την ενσωμάτωση. Αυτό είχε να κάνει με το πώς για τις διάφορες παραλλαγές του Ευρωπαϊκού Εθνικισμού οι Εβραίοι αντιμετωπίζονταν ως ένα ξένο σώμα. Αυτό εκφραζόταν και σε μια ρητορική όπου οι Εβραίοι ταυτίζονταν με έναν ορισμένο κοσμοπολιτισμό ή και ριζοσπαστισμό.

Με αυτό τον τρόπο απέναντι στο δεύτερο κύμα του αντισημιτισμού (το πρώτο ήταν στον Μεσαίωνα και οδήγησε στα γκέτο στις ευρωπαϊκές πόλεις) άρχισε να διαμορφώνεται και ένας Εβραϊκός εθνικισμός που πήρε διάφορες μορφές.

Μία παραλλαγή του ήταν το Σιωνιστικό κίνημα. Δηλαδή, το ρεύμα που υποστήριζε ότι η λύση ήταν η μαζική μετανάστευση στην ιστορική γη του Ισραήλ και η δημιουργία εκεί ενός Εβραϊκού κράτους. Για αρκετό καιρό ήταν μάλλον μειοψηφικό ρεύμα, αλλά κέρδιζε σε επιρροή όσο εντείνονταν τα φαινόμενα καταπίεσης των Εβραϊκών πληθυσμών στη Ρωσική αυτοκρατορία και εμφανιζόταν αντισημιτισμός στη δυτική Ευρώπη. Το Σιωνιστικό κίνημα ήταν και το πιο συνεκτικό κίνημα Εβραϊκού εθνικισμού, καθώς όχι μόνο ενσωμάτωνε και την «εδαφική» διάσταση (Γη του Ισραήλ) αλλά και την ιστορική συνέχεια, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης να διεκδικήσει ως επίσημη γλώσσα τα Αρχαία Εβραϊκά, που στον 19ο αιώνα ήταν μόνο γλώσσα θρησκευτικών τελετουργιών, με την πλειοψηφία των Εβραίων της Ευρώπης να μιλούν Γίντις και ένα μεγάλο μέρος Λαντίνο (την ισπανο-εβραϊκή διάλεκτο των Σεφαρδιτών της Ιβηρικής Χερσονήσου αρχικά, άλλην σημείων αργότερα όπως της Θεσσαλονίκης).

 

Η μαζική μετανάστευση στην Παλαιστίνη και η δημιουργία του πρώτου σιωνιστικού θύλακα

Η βασική πρακτική του πρώιμου Σιωνιστικού κινήματος ήταν η μετανάστευση στην Παλαιστίνη και η προσπάθεια να ιδρυθούν εκεί Εβραϊκοί οικισμοί. Ήταν μια προσπάθεια σκληρή, χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια και αγώνας για να βρεθούν οι πόροι.

Με έναν τρόπο, έστω χωρίς την υποστήριξη ενός κράτους, οι Σιωνιστές στην Παλαιστίνη δοκίμασαν ένα είδος εποικιστικής αποικιοκρατίας. Αντιμετώπισαν δηλαδή την περιοχή της Παλαιστίνης, που μόνο άδεια δεν ήταν, ως μια περιοχή που μπορούσε να εποικιστεί, προβάλλοντας ουσιαστικά έναν τρόπο αντίληψης που είχε άμεση σχέση με το πνεύμα της αποικιοκρατίας.

Και αυτό θα είναι που θα οδηγήσει αργότερα σε διάφορες προστριβές και συγκρούσεις με τους γηγενείς Αραβικούς πληθυσμούς.

 

Η Βρετανική εντολή και η διακήρυξη του Μπάλφουρ

Όλα αυτά επικαθορίστηκαν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη σταδιακή αποδιάρθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που με τη σειρά της οδήγησε στα σχέδια διαμοιρασμού της ανάμεσα στις μεγάλες αποικιακές δυνάμεις. Η διαβόητη Γαλλο-βρετανική συμφωνία Σάικς – Πικό θα διαμορφώσει σύνορα σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετα ανάμεσα σε γεωγραφικής οντότητες που αργότερα θα γίνουν κράτη και αποτυπώνει το μοίρασμα της περιοχής.

Η Παλαιστίνη περνά υπό τον έλεγχο της Βρετανίας, κάτι που μετά το τέλος του Α’  Παγκόσμιου Πολέμου θα πάρει την τυπική μορφή της Εντολής (Mandate). Στο μεταξύ το Σιωνιστικό κίνημα θα πιέζει ιδιαίτερα τη Βρετανία ώστε να διευκολύνει τη στρατηγική του.

Καρπός αυτής της προσπάθειας ήταν η διακήρυξη του Μπαλφούρ. Στις 2 Νοεμβρίου ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Μπάλφουρ στέλνει επιστολή στον Λόρδο Ρότσιλντ υποσχόμενος την ίδρυση εθνικής πατρίδας για τους Εβραίους στην Παλαιστίνη, με σεβασμό στα δικαιώματα των γηγενών κατοίκων.

Αυτό θα αποτελέσει μια κρίσιμη καμπή, καθώς το Σιωνιστικό κίνημα αρχίζει να φαντάζει ως το μόνο που δίνει διέξοδο. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν και άλλα ρεύματα που δεν συμφωνούσαν. Όμως, αργότερα η άνοδος του Ναζισμού για πρώτη φορά δείχνει τι σημαίνει ο αντισημιτισμός να γίνεται επίσημη ιδεολογία ενός κράτους.

 

 Η Παλαιστίνη ανάμεσα στους δύο Πολέμους: η σταδιακή σύγκρουση των κοινοτήτων

Καθώς αυξανόταν η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη, η αλίγια, άρχισε να διαμορφώνεται ένα πεδίο σύγκρουσης με τους αραβικούς πληθυσμούς που επίσης πληθυσμιακά είχαν αναπτυχθεί.

Είναι γεγονός ότι στην αρχή θα υπάρξουν φωνές μέσα στη Σιωνιστική κοινότητα της Παλαιστίνης που θα υποστηρίζουν την συνύπαρξη Αράβων και Εβραίων. Μία από αυτές θα είναι και ο σπουδαίος φιλόσοφος Μάρτιν Μπούμπερ. Όμως, σε μεγάλο βαθμό δεν θα εισακουστούν. Ωστόσο, υπήρξαν αρκετά παραδείγματα συνεργασίας, κυρίως στα συνδικάτα. Για παράδειγμα θα υπάρξει συνεργασία στην απεργία των αυτοκινητιστών το 1931. Το υπαρκτό κομμουνιστικό ρεύμα επίσης θα ενισχύει τις πρακτικές συνεργασίας. Αυτό είχε να κάνει και με το ότι το Σιωνιστικό κίνημα θα έχει διάφορα ρεύματα στο εσωτερικό του, συμπεριλαμβανομένων και αριστερών – εργατικών.

Όμως, παράλληλα, τα χαρακτηριστικά του εποικισμού (και μια εκδοχή εποικιστικής αποικιοκρατίας) θα ενταθούν. Όπως και η σύγκρουση με τον Αραβικό πληθυσμό που βλέπει το ενδεχόμενο να διαμορφωθεί ένα κράτος που δεν θα τον περιλαμβάνει.

Οι αξιωματούχοι της Βρετανικής Εντολής, φορείς μιας αποικιακής λογικής (είχαν άλλωστε συχνά προϋπηρεσία σε άλλα σημεία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας), είχαν μια περιφρονητική αντίληψη για τους τοπικούς πληθυσμούς, θεωρώντας τους καθυστερημένους, και αυτό τους έκανε να είναι πιο φιλικοί προς τους ευρωπαϊκής καταγωγής Σιωνιστές.

Όλα αυτά θα οδηγήσουν και στον κύκλο της μεγάλης σύγκρουσης που θα ονομαστεί η Αραβική εξέγερση στην Παλαιστίνη 1936-1939.

Αλλά και το σιωνιστικό κίνημα θα συγκρούεται και με τους εκπροσώπους της Βρετανικής Εντολής, χρησιμοποιώντας και πρακτικές όπως τα «αυτοκίνητα βόβμες».

 

Η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και η Νάκμπα

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Shoah, το Ολοκαύτωμα, το αίτημα για Εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη πήρε άλλη δυναμική και ο νεοσύστατος ΟΗΕ άρχισε να το συζητάει. Το αίτημα το στηρίζουν όλες οι νικήτριες δυνάμεις του πολέμου, της ΕΣΣΔ συμπεριλαμβανομένης.

Στη συζήτηση αυτή οι εκπρόσωποι του Σιωνιστικού κινήματος έδωσαν το βάρος τους στη λύση της διχοτόμησης και όχι της δημιουργίας ενός κράτους με βάση τη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων. Η άλλη πρόταση, δηλαδή ενός δημοκρατικού κράτους με τις δύο κοινότητες, δεν έτυχε μεγάλης υποστήριξης.

Αυτό οδήγησε στην απόφαση του ΟΗΕ για τη δημιουργία δύο κρατών με οικονομική ένωση. Ωστόσο η απόφαση οδήγησε στην κλιμάκωση των συγκρούσεων. Στη σύγκρουση παίρνουν μέρος και τα Αραβικά κράτη που κηρύσσουν τον πόλεμο στο νεοσύστατο κράτος, αμέσως μετά την τυπική ανακήρυξη του νέου κράτους.

Όμως, παράλληλα με τις πολεμικές συγκρούσεις ήταν σε εξέλιξη και η συστηματική εκδίωξη των Παλαιστινίων από τα εδάφη που κατείχαν οι Ισραηλινοί. Ας μην ξεχνάμε ότι ως αποτέλεσμα των πολεμικών συγκρούσεων το Ισραήλ καταλήγει να έχει με βάση τη γραμμή της ανακωχής του 1949 αρκετά περισσότερα εδάφη από αυτά που περιλάμβανε το αρχικό σχέδιο του ΟΗΕ. Εκτός του Ισραήλ θα μείνουν η Ανατολική Ιερουσαλήμ, η Δυτική Όχθη, υπό Ιορδανικό έλεγχο και η Γάζα υπό Αιγυπτιακό.

Αυτός ο βίαιος ξεριζωμός εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από την πατρίδα τους θα μείνει στη συλλογική μνήμη των Παλαιστινίων ως η Νάκμπα, η καταστροφή.

Ένα εκατομμύριο σχεδόν Παλαιστίνιοι θα είναι πλέον πρόσφυγες.  Η γη τους δημευτεί και θα χάσουν τις περιουσίες τους. Τα χωριά τους θα ερειπωθούν.

Αρκετοί θα πάνε στη Δυτική Όχθη. Άλλοι στα Αραβικά κράτη. Δεν θα είναι πάντα εύκολη η συνθήκη που θα αντιμετωπίσουν.

Ξεκινούσε μια ιστορία προσφυγιάς. Ταυτόχρονα, μέσα από την προσφυγιά άρχισε να διαμορφώνεται και μια ακόμη πιο σαφής αίσθηση εθνικής ταυτότητας. Οι Άραβες της Παλαιστίνης έγιναν πια Παλαιστίνιοι.

Κάπου εκεί ξεκινούν και οι πρώτες πράξεις αντίστασης από τους φενταγίν, τους ένοπλους αντάρτες.

 

Ο Πόλεμος του Σουέζ και η σταδιακή διαμόρφωση των Παλαιστινιακών οργανώσεων

Το Ισραήλ θα πάρει μέρος στον πόλεμο του Σουέζ εισβάλλοντας στην χερσόνησο του Σινά και στη Γάζα. Θα είναι δε ένα σημείο καμπής γιατί θα επικυρώσει έναν αναβαθμισμένο ρόλο του στρατού στην πολιτική ζωή του Ισραήλ.

Μετά τον πόλεμο του Σουέζ θα αρχίσουν να εμφανίζονται οι οργανώσεις που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη μεγάλη ανάπτυξη του Παλαιστινιακού Κινήματος.

Την ίδια περίοδο η συζήτηση στον Αραβικό κόσμο θα σφραγίζεται από την αντιφατική πορεία του Αραβικού Εθνικισμού, όπως τον εκπροσωπούσε κατεξοχήν ο Νάσερ στην Αίγυπτο, με αποκορύφωμα την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία, που στα μάτια των Παλαιστινίων φάνταζε και ως ένα αίτημα για τη δική τους εθνική και συνάμα κοινωνική απελευθέρωση. Η Φατάχ θα ιδρυθεί το 1959 από Παλαιστινίους της διασποράς, ανάμεσά τους και ο επικεφαλής της Γενικής Ένωσης Παλαιστινίων Φοιτητών στο Πανεπιστήμιο του Κάιρου, τον Γιάσερ Αραφάτ.

Στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού μια άλλη ομάδα φοιτητών, με επικεφαλής τον φοιτητή ιατρικής Ζωρζ Χαμπάς ιδρύει μια άλλη οργάνωση που στη δεκαετία του 1960 θα πάρει και χαρακτηριστικά ένοπλης οργάνωσης, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, με πολύ πιο σαφή μαρξιστικό χαρακτήρα από την Φατάχ. Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι σε εκείνη τη φάση και για αρκετό καιρό ο προσανατολισμός του Παλαιστινιακού Κινήματος είναι κοσμικός.

 

Η διαμόρφωση του Ισραήλ

Την ίδια περίοδο, διαμορφωνόταν και το κράτος του Ισραήλ. Αυτό περιλάμβανε και την προσπάθεια συγκρότησης μιας κοινής εθνικής ταυτότητας. Και αυτό γιατί μπορεί να είχαν έναν καθοριστικό ρόλο οι προερχόμενοι κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη Ασκεναζί Εβραίοι, υπήρχαν και οι Μιζραχί Εβραίοι που προέρχονταν κυρίως από τον Αραβικό κόσμο και τη Βόρεια Αφρική και μετανάστευσαν επίσης μετά το 1948, καθώς το νεοσύστατο κράτος επένδυσε στο σχεδόν ένα εκατομμύριο Εβραίους του Αραβικού κόσμου, οι οποίοι όμως αντιμετώπισαν ένα είδος περιφρόνησης από τους προερχόμενους από την Ευρώπη, ένα ζήτημα που θα ταλανίσει για χρόνια την ισραηλινή κοινωνία.

Την ίδια στιγμή εντός Ισραήλ είχε παραμείνει και ένα τμήμα Παλαιστινίων, οι Άραβες πολίτες του Ισραήλ που για μεγάλο διάστημα ήταν μια κοινότητα υπό επιτήρηση.

 

Ο πόλεμος του 1967

Το Ιούνιο του 1967 το Ισραήλ κατορθώνει με μια σχεδόν κεραυνοβόλα πολεμική επιχείρηση έξι ημερών να καταλάβει τη Δυτική Όχθη, που αντιμετωπιζόταν ως κατεξοχήν εθνικός χώρος, τα υψίπεδα του Γκολάν, τη Γάζα και τη χερσόνησο του Σινά.

Αυτό γεννά ένα μεγάλο κύμα προσφύγων, την ώρα που ένας μεγάλος αριθμός Παλαιστινίων, βρέθηκαν πλέον σε περιοχές υπό τον έλεγχο του Ισραήλ.

 

Η κλιμάκωση του αγώνα των Παλαιστινιακών οργανώσεων

Η νέα κατάσταση όπου ακόμη και αυτοί που είχαν μείνει στις περιοχές εκτός Ισραήλ βρέθηκαν σε περιοχές υπό τον Ισραηλινό έλεγχο, η αύξηση των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να γίνουν πρόσφυγες στις γειτονικές χώρες, όπως το Λίβανο, δημιούργησε ένα κύμα οργής και αγανάκτησης και οδήγησε σε μια κλιμάκωση των πράξεων ανταρτοπολέμου και αλλά και αντάρτικου πόλης από τις παλαιστινιακές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων των αεροπειρατειών.

Το Παλαιστινιακό Κίνημα σε εκείνη τη φάση είναι έντονα πολιτικοποιημένο και επηρεασμένο από το ευρύτερο ριζοσπαστικό πνεύμα της εποχής. Ο αγώνας παρουσιάζεται ως αντιιμπεριαλιστικός και σε συντονισμό με αυτόν που γινόταν σε άλλα μέρη του πλανήτη. Αριστερά κινήματα αλλά και το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» είναι στο πλευρό τους. Η φιγούρα του Παλαιστίνιου φενταγίν γίνεται σύμβολο του αντάρτη παγκοσμίως.

Στο μεταξύ το Ισραήλ άρχισε να δημεύει εκτάσεις στις κατεχόμενες περιοχές, ενώ ξεκίνησε η διαδικασία του εποικισμού, δηλαδή Εβραίοι έποικοι να εγκαθίστανται στις κατεχόμενες περιοχές.

Το Νοέμβριο του 1967 το Συμβούλιο Ασφαλείας παίρνει την ιστορική απόφαση 242, ομόφωνα. Το ψήφισμα αυτό, που ουδέποτε αναιρέθηκε και αποτελεί ακόμη την επίσημη θέση της «διεθνούς κοινότητας» απαιτεί το Ισραήλ να επιστρέψει στα σύνορα προ του 1967 (στη γραμμή ανακωχώς του 1949).

 

Ο Πόλεμος του 1973

Οι Αραβικές χώρες θα καταφέρουν το 1973 εν μέρει θα πάρουν μια εκδίκηση για την ήττα του 1967. Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ θα παγιώσει μια κατάσταση ως προς τα σύνορα που έχει σήμερα και ως ένα βαθμό θα προετοιμάσει το έδαφος για το διάλογο Ισραήλ και Αιγύπτου που θα οδηγήσει στις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ το 1979

Ένα χαρακτηριστικό αυτή της σύγκρουσης είναι ότι δεν θα έχει στο επίκεντρο της το Παλαιστινιακό ζήτημα, αλλά το συσχετισμό ανάμεσα στα αραβικά κράτη και το Ισραήλ.

Την ίδια ώρα θα ξεκινά μια ευρύτερη συζήτηση σε διπλωματικό επίπεδο αλλά και εντός του παλαιστινιακού κινήματος για το ζήτημα της λύσης δύο κρατών. Η ιστορική γραμμή των Παλαιστινιακών οργανώσεων ήταν αυτή μιας δημοκρατικής Παλαιστίνης στην έκταση της ιστορικής Παλαιστίνης και με ισότιμα δικαιώματα όλων των κοινοτήτων. Όμως, άρχισε να συζητιέται η λύση να φτιαχτεί ένα διακριτό Παλαιστινιακό κράτος στη Κατεχόμενη Δυτική Όχθη και τη Γάζα.

Ως ένα βαθμό αποτυπώθηκε και στις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ ανάμεσα στην Αίγυπτο και το Ισράηλ. Όμως, αυτές σηματοδοτούσαν και μια φάση όπου αποτυπωνόταν και μια απόσταση ανάμεσα στη ρεαλπολιτίκ των Αραβικών κρατών και τα αιτήματα του Παλαιστινιακού Κινήματος.

Τη ίδια στιγμή ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι Παλαιστινιακές οργανώσεις άρχισαν να πιέζονται ως προς τη χρήση πρακτικών αντάρτικού πόλεως από τις χώρες που μέχρι τότε τους παρείχαν ανοιχτή υποστήριξη.

Ο Γιασέρ Αραφάτ μιλώντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1974 θα τελειώσει την ομιλία του λέγοντας: «Στο ένα μου χέρι κρατω κλάδο ελαίας, στο άλλο το όπλο του αγωνιστή για την ελευθερία. Μην αφήσετε τον κλάδο ελαίας να πέσει κάτω».

 

Ο Λίβανος και η εισβολή του Ισραήλ

Ο Λίβανος ήταν μια χώρα όπου το 1982 ο αριθμός των Παλαιστινίων προσφύγων είχε φτάσει τα 2 εκατομμύρια. Μόνο που τα πράγματα έγιναν χειρότερα με το ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου στον Λίβανο.

Η απόφαση του Ισραήλ να προχωρήσει στην εισβολή και στην κατάληψη του Νοτίου Λιβάνου το 1982 ήταν επίσης μια τραγική στιγμή για τους Παλαιστινίους, ιδίως όταν οι υποστηριζόμενοι από το Ισραήλ χριστιανοί Φαλαγγίτες θα προχωρήσουν στη σφαγή Παλαιστινίων στα στρατόπεδα προσφύγων Σάμπρα και Σατίλα.

Η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τότε το Λίβανο και να πάει την Τυνησία. Οι οργανώσεις που είχαν πιο μαχητική γραμμή – το «μέτωπο της απόρριψης» – θα διαλέξουν ως βάση τη Δαμασκό.

Το γεγονός ότι η ηγεσία του Παλαιστινιακού κινήματος θα βρίσκεται εκτός της Παλαιστίνης, θα παίξει ρόλο στα πράγματα από ένα σημείο και μετά.

Στο μεταξύ στο εσωτερικό του Ισραήλ θα υπάρχουν φωνές για μια λύση του Παλαιστινιακού με όρους δύο κρατών. Η διαχωριστική γραμμή αριστεράς και δεξιάς θα εκφράζεται και ως διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που θέλουν μια λύση που θα περιλαμβάνει την παραχώρηση των Κατεχόμενων και όσους θα προκρίνουν την «ασφάλεια» και τα αιτήματα των εποίκων.

 

1987: Η πρώτη Ιντιφάντα

Ενώ για ένα μεγάλο διάστημα το κέντρο του παλαιστινιακού κινήματος ήταν οι πρόσφυγες εκτός ιστορικής Παλαιστίνης, η Ιντιφάντα του 1987 σήμαινε ότι στο επίκεντρο ερχόταν η ο κόσμος των Κατεχόμενων εκτάσεων.

Και σε αυτή δεν πρωταγωνιστούσαν πια οι φενταγίν με τα Καλάσνικοφ, αλλά οι έφηβοι που πετούσαν πέτρες στα ισραηλινά τεθωρακισμένα και οι άντρες και γυναίκες που οργάνωναν τις λαϊκές επιτροπές και συντόνιζαν.

Καθόλου τυχαία η εξέγερση ξεκίνησε από τη Γάζα κατεξοχήν περιοχή με πρόσφυγες.

Η Ιντιφάντα έφερε μια νέα ποιότητα στον αγώνα των Παλαιστινίων. Ήταν ένα αντιαποικιακό κίνημα που θύμιζε σε μεγάλο βαθμό τον αγώνα των Μαύρων στη Νότια Αφρική. Άλλωστε, ήδη από τότε η κατάσταση για τους Παλαιστινίους ήταν ανάλογη με το καθεστώς του απάρτχαϊντ. Ουσιαστικά αποτελούσαν φτηνό εργατικό δυναμικό για το Ισραήλ αλλά χωρίς πλήρη δικαιώματα.

Ταυτόχρονα, η Ιντιφάντα γκρέμιζε την εικόνα ενός Ισραήλ που το επιβουλεύονται οι άλλες Αραβικές χώρες. Αντιθέτως, φαινόταν σαν ένα αυταρχικό κράτος που καταπίεζε έναν ολόκληρο πληθυσμό.

Θα είναι δε το κλίμα της Ιντιφάντα που θα οδηγήσει ανθρώπους από ένα ρεύμα που μέχρι τότε ήταν μάλλον επιφυλακτικό απέναντι στο κίνημα αντίστασης, αυτό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, του παλαιότερου ρεύματος «Πολιτικού Ισλάμ» του Αραβικού Κόσμου, να πάρουν την απόφαση για τη συγκρότηση της οργάνωσης που έμελλε να είναι η Χαμάς.

 

Το Όσλο

Η Ιντιφάντα έφερε μεν στο προσκήνιο το Παλαιστινιακό, αλλά την ίδια στιγμή η PLO ήταν αποδυναμωμένη. Τα πράγματα έκανε χειρότερα η αρχική συμπαράστασή της στον Σαντάμ Χουσεΐν στον πρώτο πόλεμο του Ιράκ. Η διάλυση της ΕΣΣΔ επιδείνωσε την κατάσταση.

Την ίδια στιγμή στο Ισραήλ φαινόταν να διαμορφώνεται ένα κλίμα υπέρ κάποιας λύσης.

Αλλά και οι ΗΠΑ που παρά την κατίσχυσή τους στον πόλεμο σε εκείνη τη φάση πρόκριναν και κάποιου τύπου εξομάλυνση στη Μέση Ανατολή στήριζαν την προσπάθεια για μια συμφωνημένη λύση.

Οι συμφωνίες του Όσλο το 1993 αντανακλούσαν τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης. Πλευρές τους αποτελούσαν κατάκτηση για τους Παλαιστινίους, πλευρές τους αποτύπωναν τα «κεκτημένα» με τη βία του Ισραήλ.

Το βασικότερο στοιχείο ήταν ότι παρέπεμπε σε μια διαπραγμάτευση για την οριστική λύση, όμως στο μεταξύ δεν θα υπήρχε ανατροπή του καθεστώτος.

Η συμφωνία θα οδηγήσει στην επιστροφή της ΟΑΠ στα Κατεχόμενα και τη διαμόρφωση της Παλαιστινιακής Αρχής.

Όμως, σε μεγάλο βαθμό η συμφωνία δεν θα τηρηθεί. Και μια βασική πλευρά ήταν ακριβώς ότι το Ισραήλ θα συνεχίσει τόσο τους εποικισμούς όσο και την κακομεταχείριση των Παλαιστινίων στα διάφορα «σημεία ελέγχου».

Τμήμα της Συμφωνίας και ο διαχωρισμός ανάμεσα στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη που δεν είχαν εδαφική συνέχεια.

Η δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν από έναν ακροδεξιό Ισραηλινό, τον Γιγκάλ Αμίρ, ήταν ίσως η απόδειξη του πόσο μεγάλο μέρος της Ισραηλινής κοινωνίας ήταν αντίθετο ακόμη και σε μια λύση τύπου Όσλο.

 

Η άνοδος των Ισλαμικών οργανώσεων

Μέσα στην πρώτη Ιντιφάντα άρχισε να καταγράφεται και μια ενίσχυση των ισλαμικών οργανώσεων. Αυτό είχε να κάνει με συνολικότερες τάσεις στον Αραβικό κόσμο, όπως ήταν η κρίση των οργανώσεων του Αραβικού Εθνικισμού και της Αραβικής Αριστεράς αλλά και η απήχηση της Ισλαμικής Επανάστασης στο Ιράν. Είχε, όμως, να κάνει και με το γεγονός ότι ενώ παλαιότερα η θρησκεία συνήθως σήμαινε την αποφυγή της συλλογικής στράτευσης, τώρα συνδυαζόταν με την εθνική ταυτότητα και αντίσταση.

Κατά μια ιδιότυπη αναλογία, την ίδια περίοδο άρχισαν ενισχύονται και τα κόμματα της θρησκευτικής δεξιάς και ακροδεξιάς στο Ισραήλ. Αυτά είχαν να κάνουν και με τις αλλαγές στην ισραηλινή κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της άφιξης μεγάλου αριθμού ανθρώπων εβραϊκής καταγωγής με προέλευση από την ΕΣΣΔ και άλλες χώρες του τέως σοσιαλιστικού στρατοπέδου.

 

Η δεύτερη Ιντιφάντα

Η κρίση των συμφωνιών του Όσλο και η άνοδος της δεξιάς στο Ισραήλ, που συμπυκνώθηκε στο πρόσωπο του Αριέλ Σαρόν, πυροδότησε τη Δεύτερη Ιντιφάντα το 2000.

Αυτή τη φορά η κατάσταση πιο βίαιες μορφές, με βομβιστές αυτοκτονίας από τη μία πλευρά και από την άλλη την εισβολή του ισραηλινού στρατού στα Κατεχόμενα, πολιορκίες προσφυγικών στρατοπέδων, πολιορκίες του Ναού της Γέννησης στη Βηθλεέμ.

Πολιορκήθηκε ακόμη και ο ίδιος ο Γιασέρ Αραφάτ το 2002 στο συγκρότημα της Παλαιστινιακής Αρχής στη Ραμάλα.

Μεγάλο μέρος των συγκρούσεων έλαβε χώρα και στη Γάζα, όπου παρότι το Ισραήλ είχε αποφασίσει την αποχώρηση, συμπεριλαμβανομένης της απομάκρυνσης των όποιων εποίκων από τη Γάζα, υπήρξαν μεγάλες επιχειρήσεις των ενόπλων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας του ηγέτη της Χαμάς Σεΐχη Αχμέντ Γιασίν τον Μάρτιο του 2004.

Οι συγκρούσεις θα τερματιστούν το 2005, ωστόσο είχε ήδη πια φανεί όλη η δυσκολία να προχωρήσει μια ειρηνευτική διαδικασία.

 

Το ρήγμα στο Παλαιστινιακό κίνημα

Στις εκλογές του 2006 που έγιναν στις περιοχές υπό τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής, η Χαμάς θα πάρει την πλειοψηφία των εδρών με 44,75%.

Θα σχηματιστεί κυβέρνηση υπό τον Ισμαήλ Χανίγιε, παιδί προσφύγων που μεγάλωσε σε προσφυγικό στρατόπεδο στη Γάζα, όμως θα επιβληθούν κυρώσεις και από το Ισραήλ και από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ενώ το Ισραήλ θα προχωρήσει σε συλλήψεις υπουργών και βουλευτών της Παλαιστινιακής Βουλής.

Η Φατάχ θα αρνηθεί να συμμετάσχει στην κυβέρνηση της Χαμάς. Θα υπάρξει μια προσπάθεια για συνεννόηση και διαμόρφωση κυβέρνησης εθνικής ενότητας, όμως δεν θα ευοδωθούν.

Χαμάς και Φατάχ θα συγκρουστούν ένοπλα στη Γάζα τον Ιούνιο του 2007. Η Χαμάς θα αποκτήσει πλήρη έλεγχο της Γάζας, ο Πρόεδρος Αμπάς θα διορίσει άλλη κυβέρνηση και το ρήγμα θα επισημοποιηθεί.

Πλέον τα Κατεχόμενα και τη Γάζα θα έχουν δύο διαφορετικές κυβερνήσεις.

Η Γάζα θα υφίσταται έκτοτε τον αποκλεισμό τόσο από το Ισραήλ όσο και από την Αίγυπτο. Αυτό είχε να κάνει και με το ότι η Αίγυπτος τότε, στα τελευταία χρόνια της εποχής Μουμπάρακ έβλεπε με μεγάλη επιφύλαξη οτιδήποτε παρέπεμπε στο ρεύμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

 

Οι πόλεμοι της Γάζας

Στα τέλη Δεκεμβρίου του 2008 το Ισραήλ ξεκίνησε πολεμικές επιχειρήσεις κατά της Γάζας, συμπεριλαμβανομένης και χερσαίας εισβολής, σε απάντηση στις ρουκέτες που συχνά έριχνε η οργάνωση προς το Ισραήλ. Οι καταστροφές και τα θύματα θα είναι πολλά.

Ο επόμενος πόλεμος στη Γάζα θα είναι το 2014. Το Ισραήλ θα κάνει μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση που θα οδηγήσει σε πάνω από 2000 θύματα στη Γάζα, το μεγαλύτερο ποσοστό άμαχοι, ενώ τεράστιες θα είναι οι καταστροφές.

Το 2018 υπάρξουν μεγάλες διαδηλώσεις κάθε Παρασκευή κοντά στο σύνορο με το Ισραήλ. Οι Ισραηλινές δυνάμεις θα απαντήσουν με βία, συμπεριλαμβανομένων πυρών ελεύθερων σκοπευτών. Νέες συγκρούσεις θα γίνουν το Νοέμβριο του 2018 και τα επόμενα χρόνια.

Σε όλα αυτά τα χρόνια δεν θα λείψουν οι μεμονωμένες αεροπορικές επιδρομές του Ισραήλ στη Γάζα, συχνά με θύματα αμάχους.

 

Η εποχή Νετανιάχου

Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε την πρώτη του θητεία ως πρωθυπουργός το 1996-1999. Όμως, η «Εποχή Νετανιάχου» ξεκίνησε από το 2009. Ο Νετανιάχου παρά τη φήμη «πραγματιστή» πολιτικού, δεν θα κάνει ουσιαστικά τίποτα ως προς την ειρηνευτική διαδικασία. Κυρίως διαχειρίστηκε την κατάσταση μη διστάζοντας να παίζει το χαρτί του πολέμου όποτε χρειαζόταν.

Την ίδια ώρα η ισραηλινή κοινωνία μετατοπιζόταν προς τα δεξιά. Πλέον αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα οι Μιζραχί Εβραίοι, που παραδοσιακά είχαν υποστεί αρνητική αντιμετώπιση από τους Εβραίους Ασκεναζί με καταγωγή από την Ανατολική Ευρώπη. Παρότι ταξικά με μεγαλύτερη βαρύτητα των λαϊκών στρωμάτων, θα πριμοδοτήσουν τα κόμματα της δεξιάς και σε μεγάλο βαθμό την ανερχόμενη ακροδεξιά, συχνά σε παραλλαγές θρησκευτικής ακροδεξιάς. Τα ακροδεξιά κόμματα είναι ταυτόχρονα και κόμματα των εποίκων και της επιθετικής γραμμής απέναντι στους Παλαιστινίους. Αυτή η διαίρεση θα φανεί και στη μεγάλη πολιτική διαίρεση του 2023 για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος.

Σε αυτό το φόντο το ισραηλινό πολιτικό σύστημα δεν πιστεύει πια στη λύση δύο κρατών. Ο ορίζοντας είναι περισσότερο προς την τελική προσάρτηση των Κατεχομένων ή τουλάχιστον σημαντικού μέρους τους και μέχρι τότε η διαιώνιση της σημερινής κατάστασης.

 

Το καθεστώς των Κατεχόμενων και οι αναλογίες με τη Νότια Αφρική

Ούτως ή άλλως, ήδη από τις συμφωνίες του Όσλο η Δυτική Όχθη είχε ένα ιδιότυπο καθεστώς. Η Παλαιστινιακή Αρχή είχε πλήρη έλεγχο στο 18%%, περιορισμένο έλεγχο 22% ενώ στο 60% τον έλεγχο θα είχε το Ισραήλ.

Ο συνολικός αριθμός των εποίκων στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ είναι πάνω 600.000. Οι εποικισμοί καλύπτουν σχεδόν 10% της έκτασης της Δυτικής Όχθης, όμως αντιστοιχούν σε έλεγχο του 40% της έκτασης της Δυτικής Όχθης.

Όμως, δεν είναι μόνο οι εποικισμοί. Η χωροταξική κατανομή των εποικισμών, ο μεγάλο φράχτης αλλά και διάφορα ενδιάμεσα ανάλογα έργα κατακερματίζουν την έκταση της Δυτικής Όχθης.

Αυτό δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στους κατοίκους αλλά και συχνές συγκρούσεις με τους εποίκους και τις ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας.

Ούτως ή άλλως,  τα Κατεχόμενα παραμένουν εξαρτημένα από τη μια από την ανθρωπιστική βοήθεια, από τα όσα χρήματα έρχονται από τη διασπορά και από τις άδειες εργασίας που προσφέρει το Ισραήλ.

Την ίδια ώρα δεν έχουν ουσιαστικά δικαιώματα παρά μόνο τα όσα αναλογούν την Παλαιστινιακή Αρχή.

Πολλοί έχουν περιγράψει αυτή την κατάσταση ως μια παραλλαγή απάρτχαϊντ, με τη Δυτική Όχθη να θυμίζει τα μπαντουστάν που υπήρχαν στη Νότια Αφρική, τις νησίδες υποτίθεται «μαύρων κρατιδίων».

Η εξομάλυνση με τις χώρες του Κόλπου και το αγκάθι του Παλαιστινιακού

Στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ ο Νετανιάχου βρήκε έναν καλό συνομιλητή. Η κυβέρνηση Τραμπ έδωσε μεγάλη έμφαση στην εξομάλυνση των σχέσεων με τις χώρες του Κόλπου, ιδίως τη Σαουδική Αραβία, με ορίζοντα ένα αντι-Ιράν μέτωπο.

Για να το κάνει αυτό έδινε μεγάλη έμφαση στα οικονομικά οφέλη από τη συνεργασία με το τεχνολογικά αναπτυγμένο Ισραήλ.

Ως ένα βαθμό αυτό φάνηκε στον τρόπο που διάφορες χώρες όντως αποκατέστησαν διπλωματικές σχέσεις.

Όμως, υπήρχε το ανοιχτό αγκάθι του Παλαιστινιακού. Ουσιαστικά, οι ΗΠΑ – και σε αυτό προφανώς συμφωνούσε το Ισραήλ – πρότειναν να «θαφτεί» το Παλαιστινιακό, να αντιμετωπιστεί ως «μη ζήτημα».

Όμως, αυτό δεν είναι τόσο απλό, γιατί το Παλαιστινιακό έχει μεγάλη φόρτιση στα μάτια του Αραβικού κόσμου, και ιδίως των ίδιων των κοινωνιών.

Στο Παγκόσμιο Κύπελο στο Κατάρ, η πιο διαδεδομένη σημαία ήταν αυτή της Παλαιστίνης.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν σε μεγάλο βαθμό δεν άλλαξε κατεύθυνση, αν και απέφυγε να κάνει μια πρόταση όπως αυτή του σχεδίου του Τραμπ για το Παλαιστινιακό που έδινε ακόμη μικρότερες εκτάσεις σε ένα μελλοντικό Παλαιστινιακό κράτος.

Οι ΗΠΑ εν μέσω πολέμου στην Ουκρανία προφανώς δεν ήθελαν ένα νέο ανοιχτό μέτωπο, αλλά οι εξελίξεις μετά τη πολεμική επιχείρηση της Χαμάς δεν άφησαν πολλά περιθώρια.

 

Μια ανοιχτή πληγή

Τα γεγονότα στη Γάζα και η πολεμική επιχείρηση της Χαμάς οδήγησαν το Ισραήλ στην επιδίωξη μιας συντριπτικής απάντησης, με βομβαρδισμό και στη συνέχεια χερσαία επιχείρηση στο Ισραήλ. Η σκληρότητα των πρακτικών της Χαμάς, έχει διαμορφώσει το ανάλογο κλίμα εντός του Ισραήλ, ενώ η διαμόρφωση και κυβέρνηση εθνικής ενότητας ενισχύει τις πιο επιθετικές απόψεις.

Ερώτημα είναι εάν ο στόχος της ισραηλινής επιχείρησης θα είναι μια διάλυση της υποδομής της Χαμάς και η προσπάθεια για τσάκισμα της δυνατότητας να κάνει επιθέσεις, ή εάν θα δοκιμαστεί ουσιαστικά μια μαζική «εκκαθάριση» της Γάζας από τον πληθυσμό με εξώθηση σε προσφυγιά εκτός συνόρων.

Όμως, είναι σαφές ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Το Παλαιστινιακό αφορά την κατάσταση του Παλαιστινιακού λαού και το αδικαίωτο αίτημά του να αποκτήσει πατρίδα. Αφορά επίσης το ερώτημα του πώς μπορούν να συνυπάρξουν δυο λαοί. Αφορά το εάν μπορεί να υπάρξει μια λύση δύο κρατών ή εάν θα πρέπει να εξεταστεί μια λύση ενός δημοκρατικού κράτους που να περιλαμβάνει δύο λαούς που αριθμητικά στο σύνολο της έκτασης ανάμεσα στη Μεσόγειο και τον Ιορδάνη είναι ισοδύναμοι. Αφορά το πώς η ισραηλινή κυριαρχία δεν μπορεί να σημαίνει την άρνηση του δικαιώματος στην Παλαιστινιακή κυριαρχία. Αφορά, τέλος, το πώς όσο δεν συζητιούνται αυτά τα πράγματα, όσο διατηρείται μια δομική ανισότητα και μια συστημική βία σε βάρος των Παλαιστινίων, ο φαύλος κύκλος της βίας θα συνεχίζεται.

Γιατί η ειρήνη πάντα απαιτεί δικαιοσύνη.