Οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της μετάβασης από το λεγόμενο «υπαρκτό σοσιαλισμό» στον καπιταλισμό και ο ρόλος της ΕΕ

Οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της μετάβασης από το λεγόμενο «υπαρκτό σοσιαλισμό» στον καπιταλισμό και ο ρόλος της ΕΕ

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

1. Οι ανατολικές χώρες στο μάτι του κυκλώνα         

Χωρίς να επιδιώκουμε να γίνουμε μελοδραματικοί θεωρούμε πως η μετάβαση από το λεγόμενο «υπαρκτό σοσιαλισμό» στον υπαρκτό καπιταλισμό μόνο δυστυχία, προβλήματα και πόνο επιφύλασσε για τη μεγάλη πλειοψηφία των εκεί λαϊκών στρωμάτων. Ο δρόμος προς τον «παράδεισο» των οικονομιών της αγοράς σύντομα αποδείχτηκε ψεύτικος  και οι πολίτες άρχισαν να κατανοούν πως πολύ χειρότερες μέρες τους περίμεναν. Το επίπεδο της ζωής θα πέσει κατακόρυφα, οι κοινωνικές παροχές θα εξαφανισθούν, η ανεργία θα κάνει έντονη την παρουσία της, θα ξεκινήσουν κύματα εργατικής μετανάστευσης, τα καθρεφτάκια και οι γυάλινες χάντρες των MacDonalds και του MTV δεν θα είναι εφικτό να αποκρύψουν τη μίζερη καθημερινότητα δεκάδων εκατομμυρίων ανατολικών.

Με το συγκεκριμένο άρθρο θα επιχειρήσουμε να δείξουμε ορισμένες μόνο από τις διαστάσεις  της όλης κατάστασης επικεντρώνοντας στο βαθιά ταξικό περιεχόμενο των μεταβολών οι οποίες συντελέσθηκαν υπογραμμίζοντας και τη σημασία που έχει η ανάδυση νεοπαγών αστικών στρωμάτων σε συνδυασμό με το ρόλο της ΕΕ 

 

2. Οι κοινωνικές συνέπειες της μετάβασης

Ένα πρώτο στοιχείο στο οποίο αξίζει κανείς να σταθεί αφορά  τις δραματικές οικονομικές συνέπειες που είχε η πτώση των ανατολικών καθεστώτων σε ότι αφορά την εξέλιξη του ΑΕΠ.

 

 

Παρατηρούμε πως τη στιγμή που σε μια επταετία οι καπιταλιστικές χώρες σημειώνουν σωρευτικούς ρυθμούς ανάπτυξης τουλάχιστον 15%, στις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες η διακύμανση της μείωσης του ΑΕΠ κινείται μεταξύ 0% και 82%. Με άλλα λόγια το σοκ της καπιταλιστικοποίησης αποδεικνύεται ιδιαίτερα οδυνηρό. Ωστόσο, τα πράγματα είναι ακόμα πιο τραγικά αν αναλογιστεί κανείς τις κοινωνικές επιπτώσεις που επέφερε η μετάβαση στην οικονομίας της αγοράς.   Κι αυτό γιατί η απότομη πτώση του συνολικού εθνικού εισοδήματος σε συνδυασμό με την ευρεία ιδιωτικοποίηση της οικονομίας (βλ. παρακ) είχε ως συνέπεια τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη γενίκευση του φαινόμενου της φτώχειας.

Έτσι, μεταξύ 1987 και 1994 οι φτωχοί, σύμφωνα με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς,  αυξήθηκαν, στο σύνολο των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, από  15 εκατ ή 4% του πληθυσμού σε  περισσότερο από 100 εκατ αγγίζοντας το 1/3 του πληθυσμού (Milanovic 1995: 13)

 

 

 

Όπως είναι αναμενόμενο τα πάρα πολύ υψηλά αυτά ποσοστά συνδέονται και με το, ανύπαρκτο στο παρελθόν, φαινόμενο της ανεργίας. Έτσι εκεί που υπάρχουν μακροχρόνια άνεργοι, δεδομένου πως στις περισσότερες χώρες τα επιδόματα ανεργίας διαρκούν μέχρι ένα χρόνο[1],  η πιθανότητα να είναι και φτωχοί είναι πολύ μεγάλη. Ωστόσο κι αυτό πρέπει να το υπογραμμίσουμε, παρά τη σημαντική παρουσία των ανέργων, η πλειοψηφία των φτωχών αποτελείται από χαμηλόμισθους εργαζόμενους, οι οποίοι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα  με τα εισοδήματα που έχουν- αποτέλεσμα της πολιτικής μείωσης του εργατικού κόστους για την πάση θυσία αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Αν, δε, λάβουμε υπόψη μας και την παράμετρο πόλη/ ύπαιθρος θα διαπιστώσουμε πως  η κατάσταση είναι ακόμα δυσχερέστερη για τους εκτός των αστικών κέντρων κατοίκους. Η ανεργία είναι στο 7,9% στη Βαρσοβία και στο 15,5% στην επαρχιακή Πολωνία, στο 2,6% στην Βουδαπέστη και στο 8,5% στην υπόλοιπη Ουγγαρία, στο 5,1% στη Μπρατισλάβα και στο 15,2% στην υπόλοιπη Σλοβακία, στο 5,6% στο Βουκουρέστι και στο 10,9% στην υπόλοιπη Ρουμανία Ταυτόχρονα,   αυξήθηκαν οι εισοδηματικές ανισότητες από περιοχή σε περιοχή με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα  αυτά της Βουδαπέστης σε σχέση με την υπόλοιπη Ουγγαρία, της Βαρσοβίας σε σχέση με τη νοτιανατολική Πολωνία, της δυτικής πλευράς της Λετονίας και της Εσθονίας σε σχέση με τις αντίστοιχες ανατολικές περιοχές.

Σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις στον τομέα της (σωματικής και ψυχικής) υγείας των κατοίκων των πρώην «σοσιαλιστικών» κρατών.  Στη Βουλγαρία τα νέα κρούσματα φυματίωσης στη δεκαετία του ’90 αυξήθηκαν από 26 σε 46 ανά 100000 άτομα, ενώ η βρεφική θνησιμότητα πήγε από τις 21 στις 24 περιπτώσεις ανά 100000 άτομα. Αντίστοιχα στη Λιθουανία τα νέα κρούσματα φυματίωσης θα αυξηθούν από 40 σε 63 ενώ οι αυτοκτονίες θα πάνε από 26 σε 44. Το πρόβλημα με τις αυτοκτονίες, που αποτυπώνει με τον πιο τραγικό τρόπο τα αδιέξοδα  των ανθρώπων εκεί, είναι πάρα πολύ οξυμμένο δεδομένου πως  από τις 10 χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών παγκοσμίως οι 9 είναι πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες (Λιθουανία, Ρωσία, Λευκορωσία, Λετονία, Εσθονία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Ουκρανία, Καζακστάν).      

Ένα πρόσθετο αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης θα είναι η ώθηση των πολιτών των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών στη μαζική μετανάστευση κυρίως προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Το αποτέλεσμα θα είναι  πως παρά την υπογεννητικότητα η ΕΕ15 να εμφανίζει μεταξύ 1992- 2004 μια πληθυσμιακή αύξηση  της  τάξης του 4% αλλά οι ανατολικές χώρες να γνωρίζουν μια σημαντική πληθυσμιακή υποχώρηση.

 

 

 

 

Από τον πίνακα 3 φαίνεται ξεκάθαρα πως  ενώ σε παγκόσμια κλίμακα παρατηρείται μια αύξηση του πληθυσμού οι πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες γνωρίζουν μια απόλυτη μείωση που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά και το 10%. Δεδομένου πως κατά κύριο λόγο οι μετανάστες ανήκουν στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, ο οποίος υπολογίζεται περίπου στο 40% του συνολικού πληθυσμού, μπορούμε να συμπεράνουμε πως μεταξύ 5% και 40% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού των ανατολικών χωρών μεταναστεύει μέσα σε αυτή την περίοδο. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη και τα έτη 1990 και 1991 όπου επίσης σημειώθηκε σημαντικό μεταναστευτικό ρεύμα τότε η κατάσταση εμφανίζεται ακόμα πιο δραματική.

            Εννοείται πως σε αυτή τη διαδικασία, δεν υπάρχουν μόνο χαμένοι αλλά αναδύονται και νικητές. Στην πραγματικότητα δημιουργείται ένας νέος συνασπισμός εξουσίας στη θέση αυτού που υπήρχε επί «σοσιαλισμού» με τη συμμετοχή της νέας ιδιωτικής επιχειρηματικής τάξης, των τραπεζιτών, των συμμετεχόντων σε μηχανισμούς παράνομης διακίνησης πάσης φύσης «εμπορευμάτων», των ειδικευμένων στελεχών, των διαμεσολαβητών με θεσμούς και φορείς στη Δύση κλπ. Το μπλοκ αυτό είναι εκείνο που απορροφά τη μεταφορά εισοδήματος που γίνεται από τα φτωχότερα στρώματα συντελώντας στην αύξηση των ανισοτήτων.

 

3.Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;

            Βασικός παράγοντας είναι οι αθρόες ιδιωτικοποιήσεις που έγιναν οι οποίες από τη μια συνετέλεσαν στην μείωση των εισοδημάτων και από την άλλη αύξησαν τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των εργαζομένων δημιουργώντας πολλαπλές κοινωνικο- οικονομικές κατηγορίες που διακρίνονται από έντονη εισοδηματική ανισοκατανομή. Από αυτή την άποψη είναι ενδεικτικό πως στη Ρωσία η συμμετοχή του εισοδήματος που προέρχεται από δημόσιους οργανισμούς στο συνολικό εισόδημα πέφτει, μεταξύ 1992 και 1996, από 41,5% στο 22,9% ενώ στη Βουλγαρία, για την περίοδο 1990-1996 μειώνεται από 52,% στο 33,6%. Παράλληλα, στη Βουλγαρία οι εργαζόμενοι τον ιδιωτικό τομέα από 17,7% του ενεργού πληθυσμού (1992) φτάνουν στο 42% (1996).  Η πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Milanovic (Milanovic 1998) δείχνει πως η μετάβαση οδήγησε σε μια «εξολόθρευση» των μεσαίων στρωμάτων, δηλαδή αυτών που οι απολαβές τους κινούνταν γύρω από το μέσο εισόδημα, τα οποία αποτελούσαν και το 60% συνόλου. Οι νέες συνθήκες θα οδηγήσουν στη μείωσή τους στο 30% με μία παράλληλη αύξηση των φτωχών στρωμάτων από 20% στο 50%. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται βασικά στην αλλαγή του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης που είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση της μερίδας που αποσπά το κεφάλαιο στον παραγόμενο πλούτο. Έτσι, στη Ρωσία  το 1990 το μερίδιο των  μισθών ήταν 74,1% και των επιχειρηματιών 12,9%. Το 1995 η κατάσταση θα έχει πλήρως αντιστραφεί: το μερίδιο των μισθών έχει υποχωρήσει στο 39,5% ενώ αυτό των επιχειρηματιών έχει εκτοξευτεί στο 43,8% (Klugman- Braithwaite 1998: 48- 49 ) Κι όλα αυτά μέσα σε μόνο πέντε χρόνια!    

 

4.Σχετικά με τον ρόλο της ΕΕ

Όλα όσα αναφέρθηκαν θα μπορούσαν, εκτιμούμε, να είχαν πάρει μια λιγότερο οξεία μορφή αν δεν είχε λάβει χώρα και η παρέμβαση της ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα η πτώση των καθεστώτων του ανατολικού συνασπισμού θα γίνει αντιληπτή από την ΕΟΚ/ ΕΕ ως μια σημαντική δυνατότητα που, όμως αν δεν  αξιοποιούνταν έγκαιρα θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε σοβαρό κίνδυνο για τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Κι αυτό γιατί από τη μια πρόβαλε το όραμα μιας ισχυρής καπιταλιστικής Ευρώπης με δυναμική εσωτερική αγορά και αναβαθμισμένη ανταγωνιστικότητα σε ένα ολοένα και περισσότερο διεθνοποιημένο κόσμο, ενώ από την άλλη ελλόχευε ο κίνδυνος της πλήρους κατάρρευσης των πρώην σοσιαλιστικών κρατών- γεγονός που θα εξάλειφε τις προσδοκίες των ευρωπαίων καπιταλιστών  για επέκταση των δραστηριοτήτων τους στο χώρο της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και θα οδηγούσε στη δημιουργία τεράστιων, μη διαχειρίσιμων, μεταναστευτικών ρευμάτων στο χώρο της ΕΟΚ/ ΕΕ.

Αντιλαμβανόμενη, λοιπόν, η ΕΟΚ/ ΕΕ τη νέα αυτή πραγματικότητα θα προχωρήσει στη σύναψη δεσμών πρώτα με την Ουγγαρία το 1988 και στη συνέχεια με τις υπόλοιπες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καταργώντας τις ποσοστώσεις στις εισαγωγές, επεκτείνοντας το καθεστώς εμπορικών προτιμήσεων και ξεκινώντας σύναψη συμφωνιών. Για τη διευκόλυνση όλης αυτής στρατηγικής η ΕΕ θα προχωρήσει στην υλοποίηση προγραμμάτων τα οποία αποσκοπούσαν αφενός στη χρηματοδότηση και αφετέρου στην παροχή τεχνογνωσίας έτσι ώστε οι χώρες αυτές να μπορέσουν να μεταρρυθμίσουν με ταχείς ρυθμούς τις οικονομίες τους.

Τέτοια προγράμματα είναι: α) το PHARE  που περιλαμβάνει επιχορηγήσεις για τη δημιουργία θεσμών κατάλληλων έτσι ώστε αφενός να μπορέσει να γίνει εφικτή η εξοικείωση με τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφετέρου να αναβαθμιστούν οι βιομηχανίες των υπό ένταξη χωρών προσελκύοντας και τις απαιτούμενες (δυτικές) επενδύσεις β) το ISPA που εγκρίνει προτάσεις για έργα σχετικά με το περιβάλλον και τις μεταφορές γ) προγράμματα σχετικά με τη δημιουργία υποδομών.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών των ενεργειών θα είναι η ΕΕ να μετατραπεί, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στο σημαντικότερο παράγοντα εμπορικών συναλλαγών και επενδύσεων στο χώρο της Κ. και Α. Ευρώπης με πολύ σημαντικά αποτελέσματα για την ευρωπαϊκή οικονομία. Έτσι, οι εξαγωγές της ΕΕ με τις 13 υποψήφιες χώρες (δηλαδή τις 10 που τελικά εντάχθηκαν καθώς και τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Τουρκία) θα αυξηθούν από 70 δις ευρώ το 1995 σε 150 δισ ευρώ το 2000 και οι εισαγωγές θα κυμανθούν από 55 δισ ευρώ το 1995 στα 115  δις ευρώ το 2000. Αυτό σημαίνει πως το πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου (εξαγωγές- εισαγωγές) αυξάνεται από τα 15 δις ευρώ το 1995 στα 35 δις ευρώ το 2000.  Πού οφειλόταν αυτή η εξέλιξη; Σε δύο, βασικά, παράγοντες: Από τη μια στη διαφορά παραγωγικότητας που καθιστούσε τα δυτικά προϊόντα πιο ανταγωνιστικά και διευκόλυνε τη διείσδυσή τους στις ανατολικές αγορές. Από την άλλη  η προστασία των ευαίσθητων προϊόντων της ΕΕ εξαιρούσε το 33-45% των εξαγωγών των χωρών ΚΑΕ προς αυτή από το πλαίσιο της πλήρους απελευθέρωσης του εμπορίου. Επιπλέον, οποιαδήποτε αύξηση στις εισαγωγές από τις χώρες ΚΑΕ που θεωρούνταν απειλητική για τις αγορές της ΕΕ οδηγούσε στη λήψη προστατευτικών μέτρων από τη τελευταία. Έτσι, ένας μεγάλος αριθμός προϊόντων κατασκευασμένων στις συνδεδεμένες χώρες που θα μπορούσαν να εξαχθούν προς τη Κοινότητα υπόκεινταν σε περιορισμούς.

            Το ενδιαφέρον είναι πως για να επιτύχει η ΕΕ αυτά τα επιτεύγματα πίεσε ιδιαίτερα τις ανατολικές χώρες που επεδίωκαν την ένταξη για την υιοθέτηση άμεσων θεσμικών αλλαγών προς την κατεύθυνση της άμεσης καπιταλιστικοποίησης τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Έτσι, τον Ιούνιο του 1993 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης θα υπογραμμίσει ότι: «Η προσχώρηση θα πραγματοποιηθεί από τη στιγμή που μια συνδεδεμένη χώρα θα είναι ικανή να αναλάβει τις υποχρεώσεις του μέλους, δηλαδή εφόσον ικανοποιεί τις απαιτούμενες οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις». Για την υλοποίηση αυτής της κεντρικής κατεύθυνσης θα θεσπιστούν τα λεγόμενα κριτήρια της Κοπεγχάγης τα οποία συμπυκνώνονται: α) στην ανάγκη ύπαρξης σταθερών πολιτικών θεσμών που να εγγυώνται τις κοινοβουλευτικές λειτουργίες, την έννομη τάξη, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων β) στη  λειτουργία πλαισίου ελεύθερης αγοράς με παράλληλη ικανότητα αντιμετώπισης του έντονου ανταγωνισμού που κυριαρχεί εντός της ΕΕ γ) στην ανάληψη της υποχρεώσεων που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους συμπεριλαμβανόμενης  της αποδοχής των στόχων της πολιτικής, οικονομικής και νομισματικής ένωσης.  

Το πιο νόστιμο είναι πως δεν θα θεωρηθεί επαρκής η προκρούστεια αυτή λογική «προσαρμογής» και δύο χρόνια αργότερα (1995) το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης αναφερόμενο στο ίδιο ζήτημα θα υπογραμμίσει πως η κάθε υποψήφια χώρα θα πρέπει να προσαρμόζει τις διοικητικές της δομές ούτως ώστε η νομοθεσία της ΕΕ όχι μόνο να εντάσσεται στο εθνικό επίπεδο αλλά και να εφαρμόζεται μέσω των κατάλληλων διοικητικών και δικαστικών δομών.

            Τι προκύπτει από όλα αυτά; Η ΕΕ κατανόησε πολύ γρήγορα τη σημασία που είχε όχι απλώς η διείσδυση σε νέες αγορές αλλά και η δυνατότητα ενσωμάτωσης των ανατολικών κρατών στις δικές της ιεραρχήσεις και σχεδιασμούς. Ουσιαστικά πρόκειται για μια συμμαχία μεταξύ των ένθεν και ένθεν αστικών τάξεων όπου το βάρος έπεσε με τρόπο ωμό και κτηνώδη στα λαϊκά στρώματα. Κι αυτό γιατί, αφενός, για να μπορέσουν οι ανατολικές  χώρες να ανταγωνιστούν το ευρωπαϊκό κεφάλαιο έπρεπε να  περιοριστεί το εργατικό κόστος, να αναδιαρθρωθούν οι εργασιακές σχέσεις και να καταβαραθρωθούν οι μισθοί,  και αφετέρου για να ενσωματωθούν  στην οικονομία της αγοράς ήταν αναγκαίο να εξαλειφθεί ο δημόσιος τομέας (με ότι αυτός συνεπαγόταν: διασφάλιση εργατικών δικαιωμάτων, αξιοπρεπούς μισθού, λειτουργία που δε βασιζόταν στους κανόνες της αγοράς). Μέσω αυτού του σχεδίου οι νεοπαγείς ανατολικές αστικές τάξεις κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν ενώ οι αντίστοιχες δυτικές πέραν από το νέο ζωτικό χώρο πέτυχαν το σχηματισμό μιας νέας καπιταλιστικής πραγματικότητας  αποφεύγοντας ενδεχόμενα όπως μια μεταστροφή είτε προς τα αριστερά είτε ένα εθνικόστροφο λαϊκισμό (με αυτή την έννοια χαρακτηριστικό  είναι το παράδειγμα της Λευκορωσίας ως δείγμα ενός διαφορετικού- αλλά όχι αναγκαστικά αριστερού δρόμου).

 

Βιβλιογραφία

Klugman J. and J. Braithwaite, 1998, “Poverty in Russia during the Transition: An Overview”, The World Bank Research Observer 13, 1: 37- 58.   

Milanovic B., 1995, “Poverty, Inequality and Social Policy in Transition Economies”, The World Bank.

Milanovic B., 1998, “Explaining thw Increase in Inequality during the Transition”, The World Bank.

Wolf S., 1997, “Poverty in Transition in eastern Europe and the common wealth of independent states: conceptual issues and some findings”, Statistical Journal of the UN Economic Commission for Europe vol 14 no2.

UNCTAD, 2006, http://stats.unctad.org/Handbook/TableViewer/tableView.aspx?ReportId=153

 


[1]Είναι ενδεικτικό πως στην Αρμενία και στην Ουκρανία τα επιδόματα ανεργίας διαρκούν μόνο 3 μήνες, ενώ στη Ρουμανία δεν ξεπερνούν το 11% του μέσου μισθού και στη Πολωνία το 35%.