Κυπριακές προεδρικές εκλογές: Ο (κεντρο)δεξιός χώρος και η ακροδεξιά παρουσία

Γιάννος Κατσουρίδης

Η ολοκλήρωση του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στην Κύπρο έδωσε απαντήσεις σε ορισμένα ερωτήματα, αλλάέθεσε εκ νέου καινούρια, όπως γίνεται συνήθως με τα πολιτικά και εκλογικά φαινόμενα και διαδικασίες. Οι πολιτικοί πρωταγωνιστές (τα πολιτικά κόμματα και οι υποψήφιοι), αλλά και το εκλογικό σώμα έχουν ενώπιον τους πλέον νέα, ίσως, και μεγαλύτερα διλήμματα και προβληματισμούς. Μπορεί τα πιο βασανιστικά ερωτήματα να τίθενται στο μέχρι σήμερα κυβερνών κόμμα, τον Δημοκρατικό Συναγερμό (ΔΗΣΥ) και τους ψηφοφόρους του, αλλά οι προεκτάσεις τόσο του αποτελέσματος της πρώτηςβΚυριακής όσο και του όποιου αποτελέσματος την δεύτερη Κυριακή, αφορούν σε ολόκληρο το κομματικό και πολιτικό σύστημα. 

Το κείμενο που ακολουθεί δεν φιλοδοξεί να δώσει απαντήσεις, αλλά να θέσει ένα πλαίσιο προβληματισμών για ορισμένα μόνο από τα νέα ερωτήματα που προκύπτουν. Θα επικεντρωθώ σε δύο τέτοια ζητήματα που άπτονται του ιδεολογικού χαρακτήρα του ευρύτερου (κεντρο)δεξιού χώρου στην Κύπρο, αλλά με σαφείς προεκτάσεις για το όλο πολιτικόσύστημα στην Κύπρο. Το ένα είναι οι αναταράξεις που προκλήθηκαν στο κυβερνητικό κόμμα, τον ΔΗΣΥ, μετά τον αποκλεισμό του υποψήφιου και προέδρου του κόμματος Α. Νεοφύτου από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Το δεύτερο, αφορά στην (για ακόμη μια φορά) καλή εκλογική επίδοση του ακροδεξιού ΕΛΑΜ, του θυγατρικού παραρτήματος της Χρυσής Αυγής και στο τι αυτόσυνεπάγεται.

Η επικέντρωση στον ΔΗΣΥ γίνεται για δύο λόγους. Ο πρώτος έγκειται στο γεγονός ότι το κόμμα, για πρώτη φορά στην ιστορία του, απέτυχε να περάσει τον υποψήφιο του στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο δεύτερος και πιοουσιαστικός λόγος αφορά στο γεγονός ότι η ευρύτερη (κεντρο) δεξιά παράταξη αποτελεί την κοινωνική και εκλογική πλειοψηφία στην Κύπρο από τη σύσταση του κυπριακού κράτους το 1960 για λόγους που συνδέονται με την εξέλιξη και συγκρότηση της κυπριακής πολιτικής ζωής στην Βρετανική αποικιοκρατία, τον αγώνα της ΕΟΚΑ και την όλη δόμηση του κυπριακού κράτους αμέσως μετά την ανεξαρτησία. Παράλληλα, ο ΔΗΣΥ κυβέρνησε την χώρα στα 20 από τα τελευταία 30 χρόνια (1993-2003 και 2013-2023). Η συνδυαστική εξέταση των δύο αυτών παραμέτρων (εξελίξεις στον ΔΗΣΥ και η καλή εκλογική παρουσία του ΕΛΑΜ) μας επιτρέπει να αξιολογήσουμε τη συνολική εικόνα του,ηγεμονικού στην Κύπρο, πολιτικού χώρου της δεξιάς.

 

Δύσκολα διλήμματα

Το εκλογικό αποτέλεσμα, λοιπόν, έθεσε, εκ των πραγμάτων, τα πιο δύσκολα διλήμματα στον ΔΗΣΥ και την ηγεσία του. Το κόμμα φαίνεται να έχει περιέλθει σε μια εσωστρέφεια με αβέβαιη ακόμα κατάληξη. Η εσωτερική αναταραχή οξύνεται και λόγω της ανομολόγητης αλλάωξεκάθαρης διαφωνίας μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και πρώην προέδρου του κόμματος, Ν. Αναστασιάδη, και του νυν προέδρου του κόμματος και υποψήφιου στον πρώτο γύρο, Αβέρωφ Νεοφύτου. Η διαφωνία τους φαίνεται μάλιστα ότι ξεπερνά το δίλημμα Χριστοδουλίδης ή Μαυρογιάννης και εκτείνεται σε πιο σοβαρά ζητήματα που άπτονται της πορείας και των θέσεων του κόμματος.

Μετά και τις διεργασίες της εβδομάδας που πέρασε και την απόφαση για ψήφο κατά συνείδηση, έχουμε παρακολουθήσειωαρκετά στελέχη να τοποθετούνται υπέρ της μιας ή της άλλης επιλογής, ενίοτε με μεγάλη ένταση και πάθος. Η επιλογή Α. Νεοφύτου να φωτογραφήσει ξεκάθαρα τον κ. Μαυρογιάννη ως τη δική του προτίμηση για τον δεύτερο γύρο και η δημόσια τοποθέτηση ορισμένων ηγετικών στελεχών που πρόσκεινται σε αυτόν υπέρ του «υποψήφιου του ΑΚΕΛ», όπως τον αποκαλούσαν οι ίδιοι πριν τον πρώτο γύρο, δεν μπορεί να ερμηνευθεί μόνο με όρους πολιτικού ρεβανσισμού, πικρίας και κομματικού πατριωτισμού, που σίγουρα διαδραματίζουν ρόλο. Η εξήγηση πρέπει μάλλον να αναζητηθεί και σε βαθύτερες ερμηνείες που άπτονται μιας σημαντικής αλλαγής στην πολιτική και κομματική κουλτούρα που συντελέστηκε και συντελείται τα τελευταία χρόνια σε μερίδα στελεχών αλλά και της κοινωνικής βάσης του ΔΗΣΥ (όπως και του ΑΚΕΛ).

Η αλλαγή αυτή συνοψίζεται στη μείωση της ιδεολογικής απόστασης μεταξύ αυτών των τμημάτων στα δύο κόμματα, ή εναλλακτικά στην αποιδεολογικοποίηση της μεταξύ τους σχέσης. Ανεξαρτήτως των αιτίων, η τάση αυτή οδηγεί σε σύγκλιση των πολιτικών τους προτιμήσεων και επιλογών, με φόντο κυρίως το κυπριακό. Το τελευταίο, αποτελεί την κρίσιμη μεταβλητή που φιλτράρει/διαμεσολαβεί την ιδεολογική απόσταση μεταξύ τμημάτων της στελεχιακής και ψηφοφοριακής βάσης των δύο κομμάτων, με τρόπο που τους φέρνει εγγύτερα.

Το ενδιαφέρον σε αυτή την διελκυστίνδα εντός του ΔΗΣΥ, είναι να δούμε πως θα αντανακλαστούν στην ψηφοφοριακή βάση του κόμματος τα όσα έγιναν τόσο προεκλογικά όσο και στην εβδομάδα που μεσολάβησε μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου, καθώς και οι απόψεις και προτιμήσεις που εκφράστηκαν από τα ηγετικά στελέχη. 

Ενδεχομένως ακόμα πιο σημαντικό για αναλυτικούς λόγους είναι το πως θα εκφραστεί στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων που στον πρώτο γύρο επέλεξαν τον κ. Νεοφύτου,το ιστορικό και παροντικό φορτίο της αντιπαράθεσης με την αριστερά. Τρόπον τινα, αποτελούν μια ένδειξη για το ιδεολογικό κέντρο βάρους του κόμματος. Εξίσου κρίσιμο για αναλυτικούς σκοπούς είναι και η σημασία που έχει για τους οπαδούς του ΔΗΣΥ η προοπτική παρουσίας/πρόσβασης στην κυβερνητική μορφή εξουσίας, δεδομένου ότι το κόμμα αυτόείναι κατ’ εξοχήν κόμμα εξουσίας (όχι απλώς κυβέρνησης) και το πως αντιλαμβάνονται συνολικά το κόμμα τους με όρους ιδεολογίας και τοποθέτησης στο κομματικό σύστημα .Με άλλα λόγια, με ποιον υποψήφιο θεωρούν ότι θα έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στα κανάλια και τους θεσμούς της κυβερνητικής εξουσίας και αν αυτό τελικά είναι σημαντικό κριτήριο ψήφου.

Η αναμενόμενη εσωστρέφεια που προκάλεσε στον ΔΗΣΥ η αποτυχία Α. Νεοφύτου, επαναφέρει στο προσκήνιο και άλλα ευρύτερα ζητήματα για το κόμμα. Ένα εξ’ αυτών είναι το κατά πόσο θα υπάρξει αναδιάταξη στην ηγετική ομάδα του ΔΗΣΥ. Η προκήρυξη εκλογικού συνεδρίου από τον πρόεδρο του κόμματος στις 11 Μαρτίου, μια ημερομηνία πολύ κοντά στις προεδρικές εκλογές, ευνοεί θεωρητικά την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων και τον ίδιο τον κ. Νεοφύτου, ο οποίος διακήρυξε την απόφαση του να επαναδιεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος, αφού τα συναισθήματα είναι ακόμα νωπά. Κάτι στο οποίο προφανώς επενδύει. Αυτό, όμως, είναι κάτι που θα εξαρτηθεί, τουλάχιστον εν μέρει, από την συμπεριφορά των ψηφοφόρων του ΔΗΣΥ στην κάλπη του δευτέρου γύρου.

 

Οι συνιστώσες του ΔΗΣΥ

Ένα ενδεχομένως μεγαλύτερο ερώτημα που συνδέεται βέβαιαμε το προηγούμενο, αλλά μπορεί να αναλυθεί και αυτόνομα, αφορά στην αποκρυστάλλωση του ισοζυγίου ισχύος εντός ΔΗΣΥ. Με το τελευταίο, εννοούνται δύο πράγματα τα οποία σχετίζονται μεταξύ τους διαλεκτικά. Το ένα αφορά στην ανθρωπογεωγραφία του κόμματος και ποια ομάδα στελεχών αποκτά το προβάδισμα και τον έλεγχο του κόμματος. Η δεύτερη πτυχή συνίσταται στην ιδεολογική και κοινωνική υπόσταση του ερωτήματος και που συνδέεται με τις (χονδρικά) δύο σημαντικές ιδεολογικές/κοινωνικές συνιστώσες του ΔΗΣΥ και ποια εκ των δύο αποτελεί πλέον την κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία εντός του κόμματος: τη λαϊκή δεξιά που διατηρεί ένα πιο συντηρητικό και εθνικιστικό προφίλ και τη φιλελεύθερη δεξιά η οποία χαρακτηρίζεται από ένα πιο ταυτοτικού χαρακτήρα προφίλκαι στην οικονομία υποστηρίζουν περισσότερο άνοιγμα της αγοράς και λιγότερο κράτος.

Σε ένα κομματικό σύστημα όπου τα μέρη (κόμματα) αλληλεπιδρούν μεταξύ τους πολλαπλώς, είναι αποδεδειγμένο εμπειρικά, ότι οι μεγαλύτερες αλληλεπιδράσεις λαμβάνουν χώρα μεταξύ των όμορων πολιτικών χώρων. Από αυτή την παρατήρηση προκύπτει και η σημασία της ταυτόχρονηςμελέτης της εκλογικής, πολιτικής και ιδεολογικής παρουσίας του χώρου δεξιότερα του ΔΗΣΥ: κατά βάση δηλαδή, του ακροδεξιού ΕΛΑΜ.

 

Η ακροδεξιά

Η ανάλυση του ΕΛΑΜ και παρά την οργανική σχέση με την μητρική οργάνωση, τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, πρέπει να λάβει υπόψη δύο πράγματα. Πρώτον, το γεγονός ότι στην Κύπρο δεν εμφανίστηκε ποτέ με το ίδιο ακραίο, ναζιστικό προσωπείο. Δεύτερο, την σταδιακή αποστασιοποίηση του ΕΛΑΜ από την Χρυσή Αυγή μετά τη δολοφονία Φύσσα, καθώς και την μετάλλαξη του κόμματος τα τελευταία χρόνια σε ένα κόμμα μιας πιο ήπιας ακροδεξιάς, στα πρότυπα των κομμάτων της Λε Πεν, του Σαλβίνι και των Αδελφών της Ιταλίας.

Το ποσοστό της ακροδεξιάς ψήφου αποκτά ιδιαίτερη σημασία για μια σειρά λόγους. Με δεδομένο ότι οι τρεις βασικοί υποψήφιοι στον πρώτο γύρο είχαν καθαρή κεντροδεξιά αναφορά, οι δύο μάλιστα ξεκάθαρα δεξιοί, η καλή παρουσία στην κάλπη του ηγέτη του ΕΛΑΜ, Χ. Χρίστου (6%), φανερώνει την ύπαρξη μιας «πιστής» (ίσως και σκληρής) ακροδεξιάς ψήφου. Η εκλογική εδραίωση του ΕΛΑΜ, καταδεικνύει ότι το κόμμα της ακροδεξιάς έχει αποκτήσει μια σημαντική κοινωνική και εκλογική γείωση. Αυτό δημιουργεί με τη σειρά του πολλαπλές συνέπειες για το πολιτικό σύστημα πέραν της απλής αριθμητικής.

Το ποσοστό της ακροδεξιάς ψήφου, λοιπόν, μας λέει μόνο τη μισή ιστορία. Η άλλη μισή είναι η διείσδυση του ακροδεξιούλόγου, θέσεων, πολιτικών και πρακτικών σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Με πολλαπλές συνέπειες για τις μετεκλογικές συνεργασίες, τις πολιτικές επί συγκεκριμένων ζητημάτων, κτλ. Έχουμε ήδη δει, για παράδειγμα, πως σκλήρυνε τη στάση του στο μεταναστευτικό ο μέχρι πρότινοςφιλελεύθερος Α. Νεοφύτου, υιοθετώντας ρητορική ανέγερσηςφρακτών, αποκλεισμού των μεταναστών από επιδόματα, μη αύξησης του κατώτατου μισθού για να μην γίνει η Κύπρος προορισμός μεταναστών από την μαύρη Αφρική,  και άλλων συναφών μέτρων. Μια πολιτκή πρακτική η οποία αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως κανονικοποίηση της ακροδεξιάς.

Η συνολική μετακίνηση της κυπριακής κοινωνίας προς τα δεξιότερα τα τελευταία χρόνια, κάτι που ενισχύεται από την εκλογική και κοινωνική σταθεροποίηση του ΕΛΑΜ στην κυπριακή κοινωνία, αλλά και την πολιτική και ιδεολογική του κανονικοποίηση, ευνοεί πιο συντηρητικές και φοβικές πολιτικές ατζέντες. Και η ακροδεξιά, όπως έχει επισημανθεί στη βιβλιογραφία, είναι συλλέκτης φόβου. Αυτό με τη σειρά του θα έχει προφανώς περαιτέρω επιπτώσεις στο πολιτικό σύστημα. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί στην πορεία ακόμα και η συμμετοχή του ΕΛΑΜ σε κυβερνητικούς συνασπισμούς.

Γιάννος Κατσουρίδης, Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, 

Πανεπιστήμιο Λευκωσίας