Η βρετανική προσφορά εκχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα του 1915

Η βρετανική προσφορά εκχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα του 1915

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου[1]

Ένα από τα όχι ιδιαίτερα γνωστά συμβάντα του κυπριακού ζητήματος είναι η βρετανική πρόταση παραχώρησης του νησιού στην Ελλάδα το 1915. Με αυτό το ζήτημα ασχολούμαστε στο παρόν άρθρο θεωρώντας πως έχει μια ιδιαίτερη σημασία, όχι τόσο γιατί δεν είναι ευρύτερα γνωστό αλλά διότι αποτελεί μια εξέλιξη όπου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να συνέβαλε σε μια διαφορετική τροπή του κυπριακού ζητήματος. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

            Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και οι ανησυχίες της Βρετανίας για γενική επίθεση των Κεντρικών δυνάμεων κατά της Σερβίας καθώς και η έκκληση για βοήθεια των Ρώσων που δέχονταν μεγάλη πίεση από τους Οθωμανούς στο μέτωπο του Καυκάσου, θα αναδείξουν την ανάγκη της συμμετοχής της Ελλάδας στο πλευρό της Entente.

Για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού ήδη από τα τέλη του 1914 η Βρετανία αναζητούσε την προσφορά μιας καλής ανταμοιβής. Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε αναφέρει πως μια καλή ανταμοιβή θα λειτουργούσε ευεργετικά στην κοινή γνώμη και θα συντελούσε στην είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Στις 11 Ιανουαρίου 1915 το στέλεχος του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών Sir Lancelot Oliphant αναφέρει πως δέλεαρ θα μπορούσε να είναι η Σμύρνη και ίσως η Κύπρος[2]. Στις 18/1 ο Υπουργός Εξωτερικών Grey σε τηλεγράφημά του προς τον Βρετανό πρέσβη στο Παρίσι  F. Bertie αναφέρει πως είναι τόσο σημαντική η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο σε σημείο που «κι εμείς θα σκεφτούμε μήπως παραχωρήσουμε την Κύπρο στην Ελλάδα». Μια μέρα αργότερα ο Grey ενημέρωνε πως θα έθετε το θέμα της παραχώρησης της Κύπρου στο επόμενο Υπουργικό Συμβούλιο.

            Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί πως πέραν αυτής καθ’ αυτής της σημασίας της εμπλοκής της Ελλάδας στον πόλεμο, η ίδια η Κύπρος δε σήμαινε, σύμφωνα με τις απόψεις ενός τμήματος του βρετανικού κατεστημένου, πολλά για τους Βρετανούς δεδομένου πως η βασική προτεραιότητα ήταν η αντιμετώπιση της απειλής του γερμανικού στόλου ανοικτής θαλάσσης. Για το λόγο αυτό από τις αρχές του 1913 είχαν παραχωρήσει στη Γαλλία τα πρωτεία της ναυτικής παρουσίας στη Μεσόγειο. Όπως αναφέρει σε επιστολή του ο Πρωθυπουργός Asquith «Δεν αξίζει πολλά για μας- εδώ που τα λέμε δεν αξίζει τίποτα». Στην ίδια γραμμή θα κινηθεί και ο Γεώργιος ο Ε’ ο οποίος αφού αποδεχθεί το ενδεχόμενο της εκχώρησης θα υπογραμμίσει μέσω του διευθυντή του πολιτικού του γραφείου Stamfordham: “Οικονομικά η Κύπρος είναι, υποθέτω, ένα βάρος για τη χώρα. Στρατηγικά, η Αυτού Μεγαλειότητα καταλαβαίνει ότι έχει αποδειχθεί μια αποτυχία: τα λιμάνια δεν προσφέρουν καμία πρακτική χρήση και τα πλοία υποχρεωμένα να βρίσκονται έξι μίλια μακριά από την ακτή. Όσον αφορά αυτόν τον πόλεμο, η στρατηγική αξία του νησιού θα ήταν η ίδια για εμάς και στην περίπτωση που βρισκόταν στην κατοχή των Ελλήνων”. Ωστόσο οι αντιρρήσεις που πρόβαλε ο  Kitchener, Υπουργός Πολέμου, σύμφωνα με τις οποίες η Κύπρος ήταν απαραίτητη για τη διείσδυση από την Αλεξανδρέττα στην Μεσοποταμία και στον Περσικό Κόλπο είχαν ως αποτέλεσμα να μη ληφθεί απόφαση από το Υπουργικό Συμβούλιο.

            Λίγο καιρό αργότερα και ενώ οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν με διαφορετικά ανταλλάγματα (μοίρασμα της Αλβανίας μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας, παραχώρηση της Σμύρνης)   ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στο Λονδίνο Σερ Τζων Σταυρίδης, με προσωπική του πρωτοβουλία, θα προτείνει μια συνολική δέσμη προτάσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ξανά η παραχώρηση της Κύπρου καθώς επίσης και της Βόρειας Ηπείρου, της Σμύρνης και των Δωδεκανήσων. Οι Άγγλοι θα τα αποδεχτούν όλα εκτός της παραχώρησης της Δωδεκανήσου δεδομένου πως θεωρούσαν πως οι Ιταλοί θα έμπαιναν στον πόλεμο στο πλευρό της Entente.  Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση, όπου πια έχει παραιτηθεί και ο Βενιζέλος λόγω των διαφωνιών που είχε με το Βασιλιά Κωνσταντίνο τασσόμενος υπέρ της εισόδου στον πόλεμο στην πλευρά της Entente, δεν επιθυμούσε να εγκαταλείψει την ουδετερόφιλη στάση και αρνήθηκε τη βρετανική πρόταση με επίσημο ανακοινωθέν στις 28/3/1915.

            Η κατάληψη του Βελιγραδίου στις 9 Οκτωβρίου του 1915 από τη στρατιά του Mackensen θα πιέσει ακόμα περισσότερο τους Βρετανούς ώστε να προχωρήσουν σε παραχωρήσεις προς τους Έλληνες βάση μιας εντελώς νέας λογικής: θα προσέφεραν την Κύπρο ως άμεσο αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο. Σε τηλεγράφημα που έστειλε στις 16 Οκτωβρίου ο Grey προς τον Βρετανό Πρέσβη στην Αθήνα Sir Francis Elliot υποστηρίζεται πως η Βρετανία είναι διατεθειμένη να εκχωρήσει άμεσα την Κύπρο στην Ελλάδα υπό την προϋπόθεση η τελευταία να συμμετάσχει στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Entente. Ταυτόχρονα εστάλη, μέσω του Bonar Law-Υπουργού των Αποικιών, τηλεγράφημα προς τον Κυβερνήτη της Κύπρου Sir John Clauson με το οποίο όχι μόνο τον πληροφορούσε σχετικά αλλά του ζητούσε να ενημερώσει την ελληνοκυπριακή πολιτική ελίτ ώστε να υπάρξουν διαβήματα πίεσης προς την Αθήνα.

            Είναι φανερό πως η στρατηγική των Βρετανών έχει πολλαπλά μεταβληθεί. Αφενός παραχωρούν ως άμεσο αντάλλαγμα την Κύπρο και αφετέρου για την υλοποίηση του στόχου της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο μέσω του Κυπριακού ανταλλάγματος είναι αποφασισμένοι να κινητοποιήσουν, οι ίδιοι, και τον κυπριακό ελληνισμό. Είναι εμφανής η δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκαν οι Bρετανοί στη συγκεκριμένη συγκυρία. Πόσο μάλλον που όπως παραδέχτηκε ο Λόρδος Robert Cecil, Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών εκείνη την περίοδο, ο στόχος ήταν η προσέλευση του Αρχιεπισκόπου στην Αθήνα με τη βρετανική πρόταση ανά χείρας  και η σχετική, από τον Αρχιεπίσκοπο, ενημέρωση του Βασιλιά και του Κοινοβουλίου έτσι ώστε ο λαϊκός ενθουσιασμός  που θα  δημιουργούνταν να λειτουργούσε καταλυτικά. Ωστόσο, το σχέδιο αυτό ναυάγησε αφού ο Clauson διατύπωσε αντιρρήσεις φοβούμενος τις αντιδράσεις των Μουσουλμάνων που μέχρι τότε αποτελούσαν το βασικό σύμμαχο του Στέμματος στο νησί[3]. Από την άλλη, στην Αθήνα ο Βασιλιάς, αφού ενημερώθηκε σχετικά από τον Πρωθυπουργό Ζαΐμη[4], απέρριψε την πρόταση στις 18 Οκτωβρίου εμμένοντας στην άποψη πως πρέπει να διατηρήσει ουδέτερη στάση η Ελλάδα. Στην πραγματικότητα η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε σαφή νίκη των φιλογερμανικών κύκλων των Αθηνών οι οποίοι είχαν φτάσει στο σημείο να διαδίδουν πως οι Γερμανοί με την τελική τους νίκη θα παραχωρούσαν την Κύπρο στην Ελλάδα λόγω της ουδέτερης στάσης της.  

            Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι πως παρά την απογοήτευση που κυριάρχησε στη βρετανική μεριά για τη ματαίωση αυτού του σχεδίου, υπήρξαν και πλευρές που θεώρησαν θετική αυτή την έκβαση εκτιμώντας πως σταδιακά η Κύπρος θα αναβαθμιζόταν από γεωστρατιωτικής άποψης. Λίγο πριν λήξει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος το Αγγλικό Επιτελείο θα είναι ακόμα πιο σαφές: «η αξία της Κύπρου έτεινε ν’ αυξηθεί παρά μάλλον να μειωθεί στο μέλλον». Κι αυτό γιατί η εφεύρεση και χρησιμοποίηση και του αεροπλάνου, πέρα από τα πλοία, ως πολεμικού μέσου έδινε τη δυνατότητα δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων με σκοπό "τον έλεγχο των περιοχών της Μ. Ασίας, της Συρίας, της Αιγύπτου και ενός μεγάλου τμήματος της σιδηροδρομικής γραμμής Βερολίνου- Βαγδάτης". Η θέση αυτή θα ενισχυθεί μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου όταν στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν διεισδύσει και άλλες δυνάμεις: η Γαλλία στη Συρία και το Λίβανο, η Ιταλία στα Δωδεκάνησα, στη Λιβύη και αργότερα στην Αλβανία.

            Για τους λόγους αυτούς οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Συνδιάσκεψη Παρισίων) δεν είχαν ως αντικείμενό τους την παραχώρηση της Κύπρου δεδομένου πως κάτι τέτοιο υπήρχε η εκτίμηση πως θα τραυμάτιζε τη ναυτική και αεροπορική ανωτερότητα της Μ. Βρετανίας στην Εγγύς και Μέση Ανατολή[5] ενώ υπήρχαν και φωνές που μιλούσαν για την ανάγκη τήρησης ισορροπιών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία  κι άλλες που διατύπωναν αμφιβολίες για το κατά πόσο στο μέλλον η Ελλάδα θα ήταν σύμμαχος της Βρετανίας. Eπίσης οι εξεγέρσεις που σημειώθηκαν περίπου ταυτόχρονα στην Ινδία, την Αίγυπτο και τη Μάλτα το 1919 ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο την ανάγκη να διατηρηθεί η βρετανική παρουσία στην Κύπρο. Ταυτόχρονα ανασχετικό ρόλο διαδραμάτιζε και η γαλλική θέση[6]. Επιπρόσθετα, ακόμα και το βρετανικό Υπουργείο Οικονομικών αντιτάχθηκε σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θεωρώντας πως  η εκχώρηση θα σήμαινε ότι οι Βρετανοί πολίτες θα έπρεπε να αναλάβουν την εξυπηρέτηση των τόκων του δανείου που παλιότερα είχε δώσει η χρηματογορά του Λονδίνου στο Σουλτάνο. Μετά την πτώχευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εκχώρηση του νησιού στους Βρετανούς το δάνειο αυτό εξυπηρετούνταν μέσω της απόσπασης από τους Βρετανούς του πλεονάσματος που εμφάνιζε ο προϋπολογισμός της Κύπρου. Tαυτόχρονα αρκετοί βρετανοί επιχειρηματίες που είχαν συμφέροντα στην Κύπρο πίεζαν υπέρ της βρετανικής παραμονής. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί και η αντίδραση των μουσουλμάνων της Κύπρου οι οποίοι σε σχετική απόφαση του εθνικού τους συμβουλίου (Meclis-i Millet) το Δεκέμβριο του 1918 ζήτησαν την επιστροφή της Κύπρου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αλλά και από την πλευρά της η Ελληνική Κυβέρνηση δε θα θέσει το ζήτημα έχοντας ως προτεραιότητα την υποστήριξη από τους συμμάχους της κατάληψης της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό που είχε πραγματοποιηθεί το Μάιο του 1919.  

 

            Συμπερασματικά, σε ένα πιο αφαιρετικό επίπεδο ανάλυσης, η εξέλιξη αυτής της βρετανικής πρότασης φανερώνει την ενδεχομενική διάσταση της ιστορίας. Διαφορετικές επιλογές από ιστορικά πρόσωπα σε δεδομένες συγκυρίες οδηγούν σε εντελώς άλλες ιστορικές κατευθύνσεις. Η επιλογή Βενιζέλου για κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1912 οδήγησε στην ενσωμάτωσή της στην ελληνική επικράτεια αντί του Μοναστηρίου που ήταν η προτίμηση του Κωνσταντίνου. Ανάλογα οι αντίστοιχες διαφωνίες των δύο αυτών προσώπων θα σφραγίσουν την εξέλιξη του Κυπριακού σε μια κομβική φάση.

 

 


[1] Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχεις γράψει τα ακόλουθα βιβλία για την Κύπρο και το κυπριακό ζήτημα: 1) Ο Κυπριακός Κοινωνικός Σχηματισμός (1191-2004): Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση, 2017, Αθήνα: Τόπος 2) Η εξέγερση του 1931, η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου και η Γ’ Διεθνής. Μέσα από τα επίσημα έγγραφα της Κομμουνιστικής Διεθνούς (σε συνεργασία με Μ. Χουμεριανό), 2021, Αθήνα: Τόπος, The Evolution of the Political, Social and Economic Life of Cyprus (1191-1950), 2022, London: Palgrave

[2]Το γεγονός της έναρξης του Α’ Παγκοσμίου πολέμου τον Αύγουστο του 1914 και της συμμετοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε αντίπαλο από τους Βρετανούς στρατόπεδο, στο πλευρό της Αυστροουγγαρίας, είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση Βασιλικού Διατάγματος στις 5 Νοεμβρίου του 1914 το οποίο κήρυσσε άκυρη τη Συνθήκη του 1878, σύμφωνα με την οποία το νησί παρέμενε τυπικά Οθωμανικό έδαφος αλλά υπό αγγλική διοίκηση, και προσαρτούσε την Κύπρο στη Βρετανία. Η ελληνοκυπριακή πλευρά αμέσως μετά την προσάρτηση είχε αρχίσει τις πιέσεις προς την κατεύθυνση της Ένωσης. Έτσι στις 8 Νοεμβρίου, τρεις μόλις μέρες μετά την επίσημη βρετανική προσάρτηση οι ε/κ βουλευτές και ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος επισκέφτηκαν τον Βρετανό Αρμοστή θέτοντάς του το αίτημα της Ένωσης.

[3] Πράγματι οι κύπριοι μουσουλμάνοι πληροφορούμενοι τις εξελίξεις κατέθεσαν υπόμνημα στο οποίο ανέφεραν την πλήρη αντίθεσή τους στο εξελισσόμενο σχέδιο και την επιθυμία τους να παραμείνει η Κύπρος στη Βρετανική κυριαρχία

[4]Ο Ζαΐμης υποστήριξε αργότερα σε μια ανέκδοτη επιστολή του προς τον Δημήτριο Γατόπουλο ότι η απόφαση ήταν του ίδιου του Κωνσταντίνου: «δυστυχώς επιέσθην αφ’ υψηλού».

[5] H αλήθεια είναι για να καταλήξει η Βρετανία στην απόφαση να μην παραχωρήσει την Κύπρο, προηγήθηκε ένας πολύ έντονος εσωτερικός διάλογος. Ακόμα και ορισμένοι από αυτούς που κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν υπέρ της εκχώρησης, τώρα έθεταν το θέμα της ταυτόχρονης παραχώρησης της Καβάλας στη Βουλγαρία. Aπό την άλλη αρκετοί από όσους αρνούνταν την Ένωση χρησιμοποιούσαν κι άλλα επιχειρήματα πέραν των γεωπολιτικών: Η πλειοψηφία των ελληνοκυπρίων ήταν υπέρ του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου που δεν ήθελε την εμπλοκή της Ελλάδας στον Α’ παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα συμμετείχε τελευταία στιγμή στον πόλεμο, υπήρχε σφοδρή αντίθεση από την πλευρά των μουσουλμάνων, το κίνημα για την ένωση δε συγκέντρωνε την πλειοψηφία των ε/κ.

[6] Στις 23 Δεκεμβρίου 1920 η Γαλλία σύναψε μια συνθήκη με τη Βρετανία όπου στο άρθρο 4 αναφερόταν πως λόγω της γεωγραφικής και στρατηγικής θέσης που έχει το λιμάνι της Κύπρου, σε σχέση με τον κόλπο της Αλεξανδρέττας, η Βρετανική Κυβέρνηση συμφωνεί για την μη πραγματοποίηση διαπραγματεύσεων για την παραχώρηση της Κύπρου χωρίς να έχει προηγηθεί η συγκατάθεση της Γαλλικής Κυβέρνησης. Η συμφωνία έγινε λίγο πριν από την επιστροφή του, παραδικώς, καθαιρεθέντα, Βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα επειδή η Γαλλική πλευρά, αλλά και η Βρετανική, αφενός φοβόταν το ενδεχόμενο να βρεθεί η Κύπρος στην εξουσία μιας εχθρικής δύναμης και αφετέρου διότι έχοντας ήδη καταλάβει τη Συρία ενδιαφερόταν για την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας. Το τελευταίο επετεύχθη λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1921, όταν η Γαλλία, με τη συνθήκη της Άγκυρας, αναγνώρισε την κυβέρνηση του Κεμάλ Ατατούρκ αποχώρησε από την Κιλικία αλλά διατήρησε τον έλεγχο της Αλεξανδρέττας).