ΗΠΑ: Tο Ανώτατο Δικαστήριο έτοιμο να ανατρέψει την απόφαση που νομιμοποιούσε τις αμβλώσεις

Παναγιώτης Σωτήρης

 

Οι ΗΠΑ αρέσκονται να προβάλλουν το θεσμικό τους πλαίσιο ως το υπόδειγμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ενίοτε μάλιστα προσπαθούν να το εξάγουν ακόμη και με στρατιωτικά μέσα.

Τα βασικά στοιχεία που συνήθως προβάλλονται είναι ο σαφής διαχωρισμός ανάμεσα σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσίας, το περίπλοκο σύστημα «ελέγχων και ισορροπιών» που υπάρχουν, καθώς και η προσπάθεια να διατηρείται μια ισορροπία ανάμεσα στις αποφάσεις που λαμβάνονται σε πολιτειακό επίπεδο και αυτές που αφορούν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Ωστόσο την ίδια στιγμή εύλογα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι ΗΠΑ μάλλον ως ένα παράδειγμα συσσώρευσης αρχαϊσμών λειτουργούν παρά ως πρότυπο δημοκρατίας. Εξακολουθούν να μην έχουν ένα σύστημα με όπου όλες ψήφοι μετρούν το ίδιο, αφού διατηρούν το σύστημα των εκλεκτόρων για την εκλογή προέδρου, με αποτέλεσμα να μπορούν να εκλεγούν πρόεδροι που δεν έχουν λάβει την πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου.  Διατηρούν δύο νομοθετικά σώματα, όπου το δεύτερο, η Γερουσία δεν εκλέγεται αναλογικά προς τον πληθυντικό και άρα δεν αντανακλά τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος. Η σχέση ανάμεσα στις πολιτείες και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση εξακολουθεί να αντανακλά την ίδια τη συγκρότηση του αμερικανικού κράτους ως συμμαχίας αποικιακών μορφών αυτοδιοίκησης που δεν επιθυμούσαν την εξουσία (και φορολογία) του βρετανικού στέμματος. Μια χώρα που χρειάστηκε να φτάσει στη δεκαετία του 1960, για να αποφασίσει, όχι χωρίς σημαντικές αντιστάσεις, ότι οι φυλετικές διακρίσεις δεν έχουν θέση στον σύγχρονο κόσμο.

Καθόλου τυχαία, όλα αυτά καταλήγουν στην εξουσία που διατηρεί το Ανώτατο Δικαστήριο, ένα όργανο όπου τα μέλη του έχουν ισόβια θητεία, η σύνθεση του οποίου εξαρτάται από τον πολιτικό συσχετισμό στη στιγμή που εκλέγεται κάθε μέλος και το οποίο αναλαμβάνει να προσφέρει λύσεις όταν αυτό που περιγράφεται ως «έλεγχοι και ισορροπίες» απλώς αποτυγχάνει, αποφασίζοντας άλλοτε (π.χ. στη δεκαετία του 1960) σύμφωνα με το «κοινό αίσθημα» και άλλοτε, όπως μάλλον συμβαίνει στις μέρες μας με βάση έναν  βαθύ συντηρητισμό που παίρνει και μορφές θεσμικού και νομικού αρχαϊσμού όπως είναι η αντίληψη του originalism που ασπάζονται αρκετά συντηρητικά μέλη της τρέχουσας σύνθεσής τους, σύμφωνα με την οποία το Σύνταγμα πρέπει να κρίνεται με βάση το αρχικό νόημα που ήθελαν οι συντάκτες (παρότι βέβαια οι συντάκτες του Αμερικανικού συντάγματος εκτός των άλλων αποδέχονταν τη δουλεία ή θεωρούσαν ότι οι γυναίκες δεν έχουν ανάγκη του δικαιώματος της ψήφου). 

 

Το ζήτημα των αμβλώσεων στις ΗΠΑ

Το ζήτημα των αμβλώσεων στις ΗΠΑ είναι από τα πιο συζητημένα. Αυτό, άλλωστε, αντανακλά και μια άλλη ιδιοτυπία των ΗΠΑ, το υψηλό ποσοστό θρησκευόμενων και την ειδική βαρύτητα της θρησκευτικής δεξιάς. Στη μεταπολεμική περίοδο και ιδίως στη δεκαετία του 1960 υπήρξε η ίδια πίεση  να  σταματήσει η αθλιότητα με τις αμβλώσεις που στις πολιτείες όπου απαγορεύονταν γίνονταν σε επικίνδυνες συνθήκες και βεβαίως να αναγνωριστεί ένα στοιχειώδες δικαίωμα των γυναικών στο να αποφασίζουν αυτές για το σώμα τους.

Όμως, στις ΗΠΑ δεν υπήρξε κάποια κεντρική ομοσπονδιακή νομοθετική πρωτοβουλία που να επιτρέψει τις αμβλώσεις σε όλες τις ΗΠΑ. Ούτε κάποιο δημοψήφισμα όπως αυτά που έγιναν σε άλλες χώρες. Την ίδια στιγμή διαφορετικές Πολιτείες είχαν διαφορετικούς νόμους.

Αυτό έκανε το Ανώτατο Δικαστήριο τη μόνη διέξοδο για να αναγνωριστεί καθολικά στις ΗΠΑ το δικαίωμα στις αμβλώσεις. Και για να γίνει αυτό χρειάστηκε να θεωρηθεί ότι μπορεί να ρυθμιστεί με βάση τα θεμελιώδη δικαιώματα και πιο συγκεκριμένα την πρόβλεψη για την προστασία των βασικών δικαιωμάτων που περιλαμβάνει η 14η τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος.

Το αποτέλεσμα της απόφασης αυτής, που έμεινε γνωστή, όπως συμβαίνει πάντα με τις δικαστικές υποθέσεις με τα ονόματα των διαδίκων, Ρόε εναντίον Γουέιντ (Roe vWade), ήταν να θεωρηθεί ότι δεν μπορεί να απαγορευτεί σε οποιαδήποτε Πολιτεία το δικαίωμα μιας γυναίκας να έχει άμβλωση. Μια δεύτερη απόφαση το 1992, η Planned Parenthood vCasey, επιβεβαίωσε την ισχύ της απόφασης του 1973.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν θα είναι τόσο απλά. Ήδη από την εποχή του Ρόναλντ Ρέιγκαν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα υιοθετήσει το συνδυασμό ανάμεσα στον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό και τον βαθύ συντηρητισμό. Αυτό, εκτός των άλλων, επεδίωκε και την ισχυροποίηση των δεσμών με τη θρησκευτική δεξιά. Ήταν, ουσιαστικά, ένα είδος ιδεολογικής παλινόρθωσης απέναντι στις «υπερβολές» της δεκαετίας του 1970 και μια προσπάθεια να αποκατασταθούν οι «οικογενειακές αξίες» ως υποκατάστατο του κοινωνικού κράτους που ποτέ δεν απέκτησαν οι ΗΠΑ.

Αυτό θα ξανακάνει το ζήτημα των αμβλώσεων κεντρικό πολιτικό ζήτημα και θα οδηγήσει σε νέες πολιτικές συγκρούσεις καθώς Πολιτείες θα δοκιμάζουν να κάνουν ολοένα και πιο αυστηρό το πλαίσιο για τις αμβλώσεις. Από ένα σημείο και μετά ήταν σχεδόν αδύνατο για Ρεπουμπλικάνο πολιτικό να σταδιοδρομήσει στις περισσότερες πολιτείες χωρίς δήλωση ότι είναι Pro-Life. Κατά βάση μόνο οι υποψήφιοι πρόεδροι διατηρούσαν μια δημιουργική ασάφεια για να μη χάσουν τη γυναικεία ψήφοι που τις τελευταίες δεκαετίες πάει πλειοψηφικά στους Δημοκρατικούς.

Την ίδια στιγμή μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές του Ντόναλντ Τραμπ στο κόμμα του και ένας από τους λόγους που παραμένει ιδιαίτερα δημοφιλείς ανάμεσα στους Ρεπουμπλικάνους ήταν ότι μπόρεσε και εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και τον υπέρ του συσχετισμό στη Γερουσία για να τροποποιήσει τη σύνθεση του δικαστηρίου προς τα δεξιά.

Από την άλλη μεριά, έχει σημασία ότι οι Δημοκρατικοί, ακόμη και όταν είχαν τον έλεγχο του Κογκρέσου, απέφυγαν όταν είχαν την προεδρία να φέρουν ομοσπονδιακή νομοθεσία που θα κατοχύρωνε το δικαίωμα στην άμβλωση. Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι πίσω από αυτή την επιλογή κρυβόταν ο πολιτικός υπολογισμός ότι συνέφερε το θέμα να είναι πάντα «διακυβευόμενο» ώστε να μπορούν να το χρησιμοποιούν ως μοχλό εκλογικής συσπείρωσης. 

 

Η διαρροή του σχεδίου απόφασης

Τo 2018 η Πολιτεία του Μισισίπι ψήφισε νόμο που απαγόρευε τις αμβλώσεις μετά την 15 εβδομάδα, μην επιτρέποντας εξαίρεση ούτε για περιπτώσεις βιασμού ή αιμομιξίας. Ο κυβερνήτης υπέγραψε τον νόμο δηλώνοντας ότι θέλει να κάνει την Πολιτεία το πιο ασφαλές περιβάλλον για το «αγέννητο παιδί» (την έκφραση που χρησιμοποιούν οι πολέμιοι των εκτρώσεων για τα έμβρυα).

Ένας από τους οργανισμούς υγείας που προσφέρει τη δυνατότητα αμβλώσεων προσέφυγε δικαστικά κατά της απόφασης και σε πρώτο βαθμό κέρδισε, με αποτέλεσμα η υπόθεση να φτάσει στο Ανώτατο Δικαστήριο και άρα να θεωρείται ότι γύρω από αυτήν θα κριθεί το εάν θα διατηρηθεί το δικαίωμα στην άμβλωση στις ΗΠΑ, όπως ζητά το σύνολο των γυναικείων οργανώσεων.

Μέχρι τώρα το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αποφύγει να αναιρέσει την προηγούμενη απόφασή του. Άλλωστε αυτό θα δημιουργούσε έναν κακό προηγούμενο, μια που η προηγούμενη απόφαση αποτέλεσε τμήμα του αμερικανικού θεσμικού πλαισίου για σχεδόν 50 χρόνια.

Όμως, την ίδια στιγμή το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αλλά και ευρύτερα οι συντηρητικές δυνάμεις τις ΗΠΑ έχουν κάνει μια ακόμη πιο δεξιά στροφή και αυτό δημιουργεί πολύ μεγάλη πίεση για ανατροπή της απόφασης του 1973, ιδίως τώρα που ο συσχετισμός στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι ιδιαίτερα συντηρητικός.

Και φαίνεται πώς αυτό το κλίμα έφερε αποτελέσματα. Η ιστοσελίδα Politico δημοσίευσε τη διαρροή σχεδίου απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου που ρητά αναφέρει ότι πρέπει να ανατραπεί η απόφαση του 1973. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι κακώς έγινε επίκληση της 14ης Τροποποίησης του Αμερικανικού Συντάγματος για την προστασία μέσω του νόμου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ότι η απόφαση για τις αμβλώσεις οφείλει να ληφθεί όχι από το δικαστήριο αλλά από τους αντιπροσώπους των πολιτών στα νομοθετικά σώματα.

Πρακτικά, εάν αυτή όντως είναι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, τότε με την εξαίρεση των Πολιτειών όπου οι αμβλώσεις θα παραμείνουν νόμιμες, στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ οι αμβλώσεις θα απαγορευτούν.

Την ίδια στιγμή έκπληξη προκάλεσε το ίδιο το γεγονός της διαρροής σχεδίου απόφασης του δικαστηρίου. Ότι στο δικαστήριο κυκλοφορούν διάφορα προσχέδια είναι γνωστό, όπως και ότι συχνά οι δικαστές αλλάζουν γνώμη στην πορεία προς την τελική απόφαση. Ωστόσο, διαρροές τέτοιου τύπου δεν είχαμε μέχρι τώρα και αυτό εξηγεί την εντύπωση που προκάλεσε το γεγονός. 

 

Πιο πιθανή παρά ποτέ η ανατροπή της απόφασης του 1973

Από μόνο του το προσχέδιο δεν σημαίνει ότι αυτή θα είναι και η τελική απόφαση. Συχνά οι δικαστές μπορεί και να αλλάξουν γνώμη. Ωστόσο, αυτό το προσχέδιο δείχνει αρκετά κοντά στο ύφος και τον τόνο του δικαστηρίου, αντανακλά την κατάσταση πνευμάτων που αρκετοί πιστεύουν ότι επικρατεί και ο συσχετισμός που αποτυπώνει είναι αυτός που φάνηκε και κατά την εκδίκαση της απόφασης τον περασμένο Δεκέμβριο. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι αναλυτές συγκλίνουν στο ότι οι ΗΠΑ είναι πιθανό να βρεθούν αντιμέτωπες με μία από τις μεγαλύτερες ανατροπές ως προς τα δικαιώματα των γυναικών.

Πάντως ένα ερώτημα είναι αυτή η απόφαση όντως θα συμβαδίζει με τις διαθέσεις της αμερικανικής κοινωνίας. Η αλήθεια είναι ότι στις δημοσκοπήσεις η πλειοψηφία δεν ήθελε ανατροπή της απόφασης, ενώ τα ποσοστά αυτών που θέλουν μια πλήρη απαγόρευση των αμβλώσεων παραμένουν σταθερά γύρω στο 20%. Οι περισσότεροι Αμερικανοί θέλουν να υπάρχει δικαίωμα στην άμβλωση αν και αρκετοί θα δέχονταν περιορισμούς.

Βεβαίως, υπάρχει πάντα και ο αντίλογος ότι η άμβλωση είναι ένα δικαίωμα και άρα ως προς τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα στάθμισης ως προς το «τι θέλει η κοινή γνώμη».

 

Η επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις

Το σίγουρο είναι ότι η ανακίνηση του όλου θέματος θα πυροδοτήσει πολιτικές εξελίξεις. Για τους Δημοκρατικούς τυχόν απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που θα ανατρέπει αυτή του 1973 θα είναι μια ευκαιρία να συσπειρώσουν ακόμη περισσότερο τους ψηφοφόρους μπροστά στις εκλογές του Νοεμβρίου, όπου θα κριθεί το σύνολο των εδρών της Βουλής των Αντιπροσώπων και το ένα τρίτο της Γερουσίας, διεκδικώντας να πάρουν πλειοψηφία στο Κογκρέσο ώστε να απαντήσουν νομοθετικά στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.