Ένα νέο κύμα συνδικαλισμού;

Παναγιώτης Σωτήρης

Με φόρμες, καπέλα του μπέιζμπολ και τις απαραίτητες αλυσίδες, ο Κρίστιαν Σμολς μοιάζει με έναν επίδοξο τραγουδιστή χιπ χοπ. Μάλιστα, για ένα διάστημα όντως υπήρξε ράπερ. Σίγουρα δεν θυμίζει συνδικαλιστή ή ηγέτη των εργαζομένων. Και όμως αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να κερδίσει μια σημαντική μάχη απέναντι σε μια εταιρεία που αποτιμάται στο αστρονομικό ποσό των 1,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, δηλαδή παραπάνω από το ΑΕΠ μιας χώρας όπως η Ισπανία.

Ο Σμολς κέρδισε μια μάχη απέναντι σε μια εταιρεία που ένα από τα στελέχη της τον είχε χαρακτηρίσει ως «όχι ιδιαίτερα έξυπνο ή ευφραδή» και που εδώ και χρόνια έχει έτοιμο έναν εξαιρετικά εκτεταμένο νομικό και επικοινωνιακό μηχανισμό για να αποτρέψει αυτό που φοβάται περισσότερο: την εμφάνιση συνδικάτων στους χώρους εργασίας τους.

Και όμως ο Κρίστιαν Σμολς, που είχε απολυθεί το 2020 γιατί είχε οργανώσει μια άτυπη διαμαρτυρία για την ανάγκη μέτρων ασφαλείας απέναντι στον κοροναϊό, κατάφερε να πετύχει κάτι που στο παρελθόν δεν είχαν καταφέρει άλλες προσπάθειες ακόμη και με την υποστήριξη μεγάλων συνδικάτων: να εξασφαλίσει ότι η αποθήκη όπου εργαζόταν θα ήταν πλέον συνδικαλισμένη.

Και όλα αυτά την ώρα που ο αριθμός των αμερικανών εργαζομένων που ανήκουν σε συνδικάτα συνεχίζει να μειώνεται – το 2021 υποχώρησε στα 14 εκατομμύρια ή 10,3% ως ποσοστό συνδικαλισμένων εργαζομένων, με το ποσοστό των συνδικαλισμένων εργαζομένων του δημόσιου τομέα να είναι πέντε φορές υψηλότερο από αυτό του ιδιωτικού τομέα (33,9% έναντι 6,1%).

 

 

Οι εταιρείες που δεν θέλουν συνδικάτα

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν ήταν μια χώρα που ευνοούσε ιδιαίτερα τα  συνδικάτα. Όμως, μεγάλοι αγώνες, με αποκορύφωμα τις κινητοποιήσεις την περίοδο του New Deal είχαν καταφέρει να πετύχουν σημαντικές κατακτήσεις συχνά βέβαια μέσα από μεγάλους και αιματηρούς αγώνες. Μετά τον Β΄ ΠΠ σε κλάδους όπως η αυτοκινητοβιομηχανία τα μεγάλα συνδικάτα μπορούσαν να ανταλλάσσουν την εργασιακή ειρήνη με σημαντικές κατακτήσεις για τα μέλη τους.

Ωστόσο, ήδη από τη δεκαετία του 1980 και συμβολική στιγμή την μαζική απόλυση από την κυβέρνηση Ρέιγκαν των απεργών ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, τα συνδικάτα – ακόμη και αυτά που μέχρι τότε είχαν μια κατεύθυνση «ταξικής συνεργασίας» με την εργοδοσία – βρέθηκαν στο στόχαστρο.

Την ίδια ώρα, όπως και στην Ευρώπη ως έναν βαθμό, η αποβιομηχάνιση σε συγκεκριμένες περιοχές και κλάδους, η γεωγραφική μετακίνηση ή μετεγκατάσταση της παραγωγής και οι εκτεταμένες αλλαγές στην εργασιακή διαδικασία περιόρισαν τη δυνατότητα συνδικαλιστικής δράσης.

Αυτό εξηγεί γιατί πλέον ως προπύργια του συνδικαλισμού θα εμφανίζονται κλάδοι όπως οι εκπαιδευτικοί, την ίδια ώρα που η επέκταση του συνδικαλισμού σε κλάδους των «υπηρεσιών» θα συναντά εμπόδια.

Και βέβαια ρόλο θα παίξει και η στάση των επιχειρήσεων. Αυτό αποτυπώνεται στο ότι κολοσσοί όπως η Amazon ή η Walmart δεν επιθυμούν να έχουν σωματεία. Αυτό μάλιστα συχνά παρουσιάζεται και με έναν «πατερναλιστικό» τόνο, καθώς οι διευθύνσεις των επιχειρήσεων αυτών υποστηρίζουν ότι «γνωρίζουν καλύτερα» από τα συνδικάτα ποιες είναι οι ανάγκες των εργαζομένων και ότι τους «φροντίζουν» καλύτερα.

Στην πραγματικότητα το πρόβλημά τους είναι ότι η ύπαρξη συνδικάτων θα κάνει κάπως πιο δύσκολη την επιβολή των απαιτήσεων που έχουν αυτές οι επιχειρήσεις ως προς τους εντατικούς ρυθμούς εργασίας και ως τα συχνά εξαντλητικά ωράρια και ως προς το πώς αντιμετωπίζουν τη δίκαιη αμοιβή με δεδομένη την τεράστια κερδοφορία τους.

Ούτε είναι τυχαίο ότι ειδικά στις ΗΠΑ εργοδοτικές ενώσεις ή και μεγάλες εταιρείες ξοδεύουν πολύ σημαντικά ποσά σε lobbying για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρχουν νομοθετήματα σε πολιτειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο που θα είναι ευνοϊκά για τα συνδικάτα, ή για να ανακόψουν την προσπάθεια να αποκτήσουν συνδικάτα κλάδοι και επιχειρήσεις. 

 

Σταματάει η δημοκρατία στην είσοδο του χώρου εργασίας;

Όπως έχει γραφτεί πολλές φορές τα συνδικάτα δεν είναι απλώς μια ομάδα πίεσης. Είναι και ένα βασικό θεσμός δημοκρατίας. Στηρίζονται στην άμεση ή έμμεση παραδοχή ότι οι χώροι εργασίας είναι χώροι όπου οι σχέσεις ισχύος είναι άνισοι και όπου πρέπει να εξασφαλιστεί ότι και οι «από κάτω» έχουν δικαιώματα στο να μπορούν να αντιδρούν σε σχέση με αυτά που βιώνουν.

Διαφορετικά, έχουμε να κάνουμε χώρους ενός ιδιότυπου εργοδοτικού δεσποτισμoύ, ως εάν η δημοκρατία να πρέπει να σταματάει στην είσοδο των χώρων εργασίας.

Άλλωστε, η πραγματικότητα έχει δείξει ότι ιστορικά τα συνδικάτα όχι μόνο αποτέλεσαν χώρους που εξασφάλισαν σημαντικές κατακτήσεις για τους εργαζομένους, αλλά και ότι δεν ευθύνονταν αυτά για τα προβλήματα που αντιμετώπισαν κλάδοι ή και επιχειρήσεις και ότι αυτά είχαν πολύ περισσότερο να κάνουν με τεχνολογικά ελλείμματα, με αδυναμία να υπάρξουν οι αναγκαίες αναδιαρθρώσεις ή και με τον τρόπο που οι επιχειρήσεις διαχειρίζονταν τους πόρους τους.

 

Το ζήτημα της ανισότητας

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή που λέει πολλά για το ποιοι παίρνουν τις αποφάσεις για τους εργαζομένους στις ΗΠΑ και ίσως εξηγεί και την εχθρότητά τους απέναντι στα συνδικάτα είναι και η πολύ μεγάλη ανισότητα ανάμεσα στις απολαβές των στελεχών και τις αποδοχές ενός μέσου εργαζομένου.

Σύμφωνα με στοιχεία του 2020 οι μέσες αποδοχές ενός CEO ήταν 351 φορές μεγαλύτερες από αυτές ενός μέσου εργαζομένου και αυτή είναι μια αναλογία που διαρκώς αυξάνεται. Το 1965 η αναλογία ήταν 21 προς 1, το 1989 61 προς 1 και το 2019 307 προς 1. Αυτό έρχεται να προστεθεί στο γεγονός ότι διαρκώς αυξάνεται η ανισότητα ως προς τη συγκέντρωση του πλούτου.

Αυτό γεννά την αίσθηση ότι η αντίσταση στην αναγνώριση των συνδικάτων δεν έχει να κάνει τόσο με την προσπάθεια για υπεράσπιση των οικονομικών των επιχειρήσεων όσο και με την προσπάθεια των διοικήσεων να διατηρήσουν ιδιαίτερα προκλητικά προνόμια και αυτή τη συνθήκη ανισότητας. 

 

Οι Big Tech εταιρείες δεν συμπαθούν τα συνδικάτα

Οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας συχνά παρουσιάζονται ως «εναλλακτικές» και προβάλλουν μια ιδιαίτερα εξιδανικευμένη εικόνα των συνθηκών εργασίας στο εσωτερικό τους, καθώς και μια αντίληψη ιδιαίτερης κοινότητας. Κομβικό σημείο ότι δεν είναι παραδοσιακοί χώροι εργασίας, αλλά χώροι δημιουργίας, επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης.

Ταυτόχρονα είναι από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον πλανήτη. Το 2018 με βάση την αγοραία αποτίμησή τους οι πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον κόσμο ήταν η Apple, η Amazon, η Alphabet (Google),  η Microsoft και η Facebook. Όλες τους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν προσπαθήσει να αποφύγουν να έχουν συνδικάτα στο εσωτερικό τους, όπως παρατηρεί η Jane Mcalavey στο βιβλίο της A Collective Bargain, Unions, Organizing and the Fight for Democracy.

Και ένας τρόπος που το κάνουν είναι η εκτεταμένη χρήση υπεργολάβων, που συχνά προσφέρουν ακόμη χειρότερες συνθήκες εργασίας. Μάλιστα, συχνό είναι το φαινόμενο η χρήση εργαζόμενων σε εργολαβικές εταιρείες να μην αφορά άλλους χώρους εργασίας αλλά τους ίδιες εταιρικές εγκαταστάσεις με αποτέλεσμα άνθρωποι που εργάζονται στον ίδιο χώρο και κάνουν την ίδια εργασία να ανήκουν σε διαφορετικούς εργοδότες. 

 

Πώς οργανώνεις τις πλατφόρμες;

Το ίδιο το γεγονός της εμφάνισης εκτεταμένων μορφών μιας «οικονομίας της πλατφόρμας» ήταν ένας τρόπος για την αποφυγή της συνδικαλιστικής δράσης.

Αυτό αποτυπωνόταν διεθνώς στην επιχειρηματολογία ότι οι εργαζόμενοι στις πλατφόρμες, από τους οδηγούς ταξί μέχρι τους διανομείς τροφίμων είναι ελεύθεροι επαγγελματίες που απλώς κάνουν χρήση μιας υπηρεσίας και όχι μισθωτοί εργαζόμενοι.

Αυτό εξηγεί και την ιδιαίτερη σημασία που έχουν τα πειράματα που έχουν γίνει – ορισμένα νικηφόρα – για να οργανωθούν συνδικαλιστικά οι εργαζόμενοι σε πλατφόρμες και να αποκτήσουν τα δικαιώματα εργαζομένων με εξαρτημένη σχέση εργασίας.

Και το πιο ενδιαφέρον με τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων σε πλατφόρμες, όπως είδαμε και στη χώρα μας, είναι ότι μπορούν και αξιοποιούν ακριβώς τη γνώση που έχουν του ψηφιακού σύμπαντος και των δυνατοτήτων του. Πλάι σε παραδοσιακές μορφές κινητοποίησης έχουν κάνει πολύ πετυχημένες καμπάνιες διαδικτυακής προβολής αιτημάτων, μποϊκοτάζ εταιριών που δεν τηρούν στοιχειώδη δικαιώματα, και βέβαια αλληλεγγύης.

 

Ο δρόμος παραμένει δύσκολος

Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας μετά την πανδημία μεταφράστηκε όχι μόνο σε μείωση της ανεργίας αλλά και σε μεγάλο βαθμό εργαζομένων που εγκαταλείπουν θέσεις εργασίας για να βρουν καλύτερες αποδοχές και συνθήκες. Σε αυτή τη συνθήκη εμφανίζονται αρκετά παραδείγματα αυξημένης συνδικαλιστικής δραστηριότητας και παραδείγματα όπου εργαζόμενοι όπως ο Κρίστιαν Σμολς μπορούν να τα βάλουν με γίγαντες όπως η Amazon και να κερδίσουν.

Όμως, συνολικά η κατάσταση απέχει από το να είναι καλή. Αυτό έχει να κάνει με τις δυσκολίες που συναντούν τα συνδικάτα – αρκετά από αυτά δομημένα για μια διαφορετική εργασιακή πραγματικότητα, τους μεγάλους πόρους που διαθέτουν οι εργοδότες αλλά και τις πολύ μεγάλες αναδιαρθρώσεις που κατακερματίζουν τους εργαζομένους και δεν επιτρέπουν εύκολα τη διαμόρφωση κοινής ταυτότητας.

Σε κάθε περίπτωση είναι μια μάχη που αναμένεται να κλιμακωθεί μέσα στα επόμενα χρόνια και να αποτελέσει ένα από τα πεδία όπου θα κριθεί όχι μόνο η αξιοπρέπεια της εργασίας αλλά και η ποιότητα της δημοκρατίας.