Κρίση στη Γαλλία-Άνοδος άκρας δεξιάς-Ενίσχυση της αριστεράς του Ζ.Λ.Μελανσόν

 Παναγιώτης Σωτήρης

Παρότι μοιάζει με επανάληψη των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου του 2017, στην πραγματικότητα το πολιτικό τοπίο στη Γαλλία μετά τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών είναι διαφορετικό και καταδεικνύει ότι η γαλλική κοινωνία είναι αυτή τη στιγμή πιο διαιρεμένη παρά ποτέ και με ανοιχτά τα ερωτήματα για το προς τα πού διαμορφώνεται η ηγεμονία.

Παρά την πρωτιά του Εμανουέλ Μακρόν, όπως και το 2017, η Γαλλία εμφανίζει μια «τριμερή διαίρεση» του πολιτικού σκηνικού ανάμεσα σε μια δεξιόστροφη εκδοχή του Κέντρου που αντιπροσωπεύει ο Μακρόν, την ενισχυμένη Άκρα Δεξιά και την ενίσχυση της ριζοσπαστικής αριστεράς, την ώρα που καταρρέουν τα κόμματα εξουσίας που όρισαν τις τύχες της Γαλλίας έως το 2017. 

 

Τα όρια της δυναμικής Μακρόν

Ο Εμανουέλ Μακρόν φαινομενικά κατάφερε να πάρει αυτό που ήθελε. Το ποσοστό του, 27,6%, μπορεί να μη φαντάζει πολύ υψηλό για εν  ενεργεία πρόεδρο, αλλά είναι ανάλογο και άλλων υποψηφίων που κέρδισαν τις εκλογές στον δεύτερο γύρο στο παρελθόν. Κατάφερε, δηλαδή, να κατοχυρωθεί και παρά τη δυσαρέσκεια που καταγράφηκε το τελευταίο διάστημα να διατηρήσει την πρωτιά στις εκλογές. Και αυτό παρά μια σχετικά υποτονική προεκλογική εκστρατεία, καθώς για μεγάλο διάστημα ο Μακρόν προτιμούσε να ασχολείται περισσότερο με τη διεθνή σκηνή παρά με τις εκλογές και την ένταση της κοινωνικής δυσαρέσκειας.

Το πρόβλημα όμως για τον Μακρόν είναι ότι αυτή τη φορά τόσο οι κληρονόμοι της γκωλικής παράδοσης όσο και της σοσιαλιστικής, τις δύο μεγάλες δεξαμενές ψήφων από τις οποίες αντλεί, εμφανίζονται εξαιρετικά απομειωμένοι. Η Βαλερί Πεκρές πήρε μόλις 4,8%, την ώρα που ο Φρανσουά Φιγιόν είχε πάρει 20%, ενώ η Αν Ινταλγκό των Σοσιαλιστών έπεσε κάτω από το 2%, την ώρα που ο Μπενουά Χαμόν είχε καταφέρει να πάρει 6,36%. Αυτό σημαίνει μια εντυπωσιακή αθροιστική μείωση του χώρου που κάλυπταν τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, δηλ. οι Σοσιαλιστές και οι παραλλαγές της Κεντροδεξιάς, τουλάχιστον σε επίπεδο πρώτου γύρου προεδρικών εκλογών. 

 

Η ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς

Την ίδια ώρα μπορεί η Μαρίν Λεπέν με 23,41% αύξησε το ποσοστό της σε σχέση με το 2017 και κατάφερε να μπει στον δεύτερο γύρο. Είναι επίσης προφανές ότι συνολικά η Ακροδεξιά βγαίνει ιδιαίτερα ενισχυμένη. Εάν αθροίσουμε το ποσοστό της Λεπέν με το ποσοστό του Ζεμούρ προκύπτει ένα ποσοστό ακροδεξιάς ψήφου άνω του 30%, ενώ αυτή τη φορά και η Πεκρές είχε αρκετά κοντινές θέσεις μ ε την ακροδεξιά. Κυρίως, όμως, αυτό αποτυπώνεται στο γεγονός ότι οι πρώτες δημοσκοπήσεις παραπέμπουν σε μια νίκη μεν του Μακρόν στον δεύτερο γύρο, αλλά με μικρή διαφορά από την Λεπέν.

Αυτή άλλωστε δείχνει και η διαφορά από το 2017, καθώς αυτή τη φορά η Μαριν Λεπέν, που ήταν πρώτη στις προτιμήσεις όσων αυτοπροσδιορίζονται ως εργάτες, των κατοίκων των μικρών πόλεων και χωριών και όσων έχουν εισόδημα έως 1250 ευρώ το μήνα και δεύτερη στις προτιμήσεις των νέων, μπαίνει στο δεύτερο γύρο με προοπτική να πάρει ένα σημαντικό ποσοστό, την ίδια ώρα που ολοένα και περισσότερο οι θέσεις και οι απόψεις της άκρας δεξιάς επηρεάζουν, όπως φάνηκε και στην προεκλογική εκστρατεία ευρύτερα τμήματα του γαλλικού πολιτικού σκηνικού. 

 

Η έκπληξη Μελανσόν

Από τη μεριά του ο Ζαν Λυκ Μελανσόν, πέτυχε ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Αύξησε το ποσοστό του σχεδόν στο 22% και βρέθηκε λίγο πίσω από την Μαρίν Λεπέν. Εάν συνυπολογίσουμε ότι αυτή τη φορά το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν τον υποστήριξε, επιλέγοντας να κατεβάσει την «κομματική» υποψηφιότητα του Φαμπιέν Ρουσέλ, που πήρε 2,3%, γίνεται σαφές ότι ο Μελανσόν κατάφερε μέσα από την ίδια την προεκλογική του εκστρατεία να διευρύνει την επιρροή του, να πετύχει το υψηλότερο ποσοστό της αριστεράς πέραν των σοσιαλιστών (το αμέσως προηγούμενο ποσοστό ήταν του Ζ. Ντυκλό ως υποψηφίου του ΓΚΚ το 1969, που είχε πάρει 21,27%) και παραλίγο να μπει στον δεύτερο γύρο. Ο Μελανσόν, παρότι μεγαλύτερος σε ηλικία από τους συνυποψηφίους του, κατάφερε να είναι πρώτος στις προτιμήσεις των νέων ψηφοφόρων, καθώς οι εκτιμήσεις είναι ότι πήρε το 31% των ψηφοφόρων της ηλικιακής κατηγορίας 18-24 και 34% της ηλικιακής κατηγορίας 25-34%. Ήταν επίσης ο υποψήφιος που πήρε πρωτιές στα λαϊκά προάστια του Παρισιού, με την ισχυρή παρουσία ψηφοφόρων με μεταναστατευτική καταγωγή.

Αυτό έχει να κάνει με την αναγνωρισιμότητά του, την απήχησή θέσεών του, το γεγονός ότι είχε μια πολύ μαχητική κοινοβουλευτική παρουσία, τη στήριξη που έδωσε σε μεγάλα κινήματα όπως τα «Κίτρινα Γιλέκα», την άρνησή του να προσυπογράψει τη διάχυτη στη γαλλική πολιτική σκηνή ισλαμοφοβία , τη στάση του σε ζητήματα όπως τα «υγειονομικά διαβατήρια».

Η υπόλοιπη αριστερά δεν πήγε ιδιαίτερα καλά. Η Αν Ινταλγκό, παίρνοντας 1,74%, επιβεβαίωσε ότι το σοσιαλιστικό κόμμα είναι πια μια σκιά του εαυτού του και δύσκολα μπορεί να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας. Ο Γιανίκ Ζαντό από τους Οικολόγους πήρε 4,58%, που μπορεί να είναι καλύτερο από το ποσοστό των Σοσιαλιστών, αλλά καλείται να αναμετρηθεί με το γεγονός ότι ο Μελανσόν έχει καταλάβει πια και ένα μέρος του χώρου αυτού. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα με την υποψηφιότητα Ρουσέλ επίσης έδειξε ότι δεν πρόκειται να ανακτήσει ξανά τη θέση την οποία κάποτε είχε στη γαλλική πολιτική ζωή. 

 

Μια κοινωνία περισσότερο διαιρεμένη

Τα αποτελέσματα έδειξαν τις διαιρέσεις της γαλλικής κοινωνίας. Είναι σαφές ότι το «υπερβατικό» Κέντρο του Μακρόν μπορεί να κερδίζει ένα μέρος των ψηφοφόρων της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς και να διεκδικεί να είναι η μόνη «συστημική» πολιτική δύναμη, όμως δέχεται πίεση και από τα δεξιά και από τα αριστερά και δεν συγκροτεί μια ευρύτερη κοινωνική συμμαχία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μακρόν παραμένει, στο επίπεδο της ψήφου του πρώτου γύρου, σαφώς «εγκλωβισμένος», στα όρια της μεσαίας τάξης και των ανώτερων εισοδημάτων (αυτό δείχνει η σαφής πρωτιά του σε αυτούς που έχουν εισόδημα άνω των 3.000 ευρώ μηνιαίως).

Η ακροδεξιά στη Γαλλία εξακολουθεί όχι απλώς να ενισχύεται αλλά με έναν τρόπο να «κανονικοποιείται» και να διεκδικεί να ορίζει την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης σε θέματα όπως η μετανάστευση ή οι πολιτικές ασφάλειας (ούτως ή άλλως η Γαλλία αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με την ακροδεξιά κουλτούρα μεταξύ των σωμάτων ασφαλείας). Αυτό με τη σειρά του ούτως ή άλλως επηρεάζει τις κυβερνητικές πολιτικές και τις μετατοπίζει σε μια πιο δεξιά και αυταρχική λογική. Άλλωστε, μια ακροδεξιά που στον δεύτερο γύρο θα πάρει πάνω από 45% έχει άλλη δυναμική σε σχέση με μια ακροδεξιά που είχε πάρει κάτω από το 40%.

Την ίδια ώρα αποδεικνύεται ότι ευρύτερα στρώματα στη Γαλλία επιθυμούν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους σε μια κατεύθυνση αριστερόστροφη, κάτι που εκφράστηκε στην απήχηση της υποψηφιότητας του Μελανσόν, που δείχνει να διαμορφώνει το έδαφος για μια ανασυγκρότηση της αριστερά, πέραν και του σοσιαλιστικού και του κομμουνιστικού κόμματος.

Όλα αυτά παραπέμπουν στο ότι η γαλλική κοινωνία είναι περισσότερο διαιρεμένη, περισσότερο οργισμένη και περισσότερο συγκρουσιακή και με ανοιχτά ερωτήματα για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει, την ίδια ώρα που μεγάλο μέρος της παραδοσιακής πολιτικής τάξης αντιμετωπίζεται μάλλον απαξιωτικά από την κοινωνία.

 

Ο δεύτερος γύρος και οι βουλευτικές

Πολλά βέβαια θα κριθούν από το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου και από το εάν ο Μακρόν θα κερδίσει και πάλι, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις ή εάν  έχουμε μια μεγάλη ανατροπή.

Από εκεί και πέρα το ενδιαφέρον στρέφεται στα βουλευτικές εκλογές που θα ακολουθήσουν και το είδος των δυναμικών που θα καταγραφούν εκεί, τόσο σε σχέση με το ποια θα είναι η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του Μακρόν όσο και σε σχέση με τους υπόλοιπους χώρους, μια που αυτό θα δείξει και πώς αναδιατάσσονται οι σχέσεις εκπροσώπησης ρευμάτων, πέραν από την απήχηση υποψηφίων προέδρων.