Οι δημοσκοπήσεις ως εναλλακτική πραγματικότητα
Μπορεί να μην έχουμε σαφή στοιχεία για άμεση χειραγώγηση των δημοσκοπήσεων από κάποια κυβέρνηση, έχουμε όμως συγκεκριμένα δεδομένα βασισμένα στην εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας. Οι δημοσκοπήσεις απολαμβάνουν πολύ μεγάλη προβολή στον δημόσιο διάλογο, ενώ σχεδόν πάντα πέφτουν έξω. Η αναφορά στην «επιτυχία τους» (με αστερίσκους) το 2019 ακυρώνεται εύκολα με το τι συνέβη το 2012, τρεις φορές το 2015 αλλά και στις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ πριν λίγους μήνες. Επίσης, κάθε φορά που πέφτουν έξω είναι προς όφελος των «παραδοσιακών» κομμάτων εξουσίας (ειδικά της ΝΔ).
Η αλήθεια είναι επίσης, πως όταν δημοσκόποι καλούνται να εξηγήσουν το τι πήγε λάθος, τα αίτια που βρίσκουν είναι είτε παιδαριώδη λάθη, είτε προσπαθούν να πείσουν πως έπεσαν μέσα, επικαλούμενοι κάποιους επιμέρους δείκτες, παρά το γεγονός ότι το κεντρικό εύρημα (πρόθεση ψήφου) αποδείχθηκε εκτός πραγματικότητας. Στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ για παράδειγμα, είχαμε σειρά δημοσκοπήσεων που έδειχναν σίγουρα πρώτο τον Ανδρέα Λοβέρδο, για να εμφανιστούν επικεφαλής μεγάλων εταιρειών μετά το φιάσκο να πουν ότι «η πρόβλεψη ήταν δύσκολη», ή ότι «το δείγμα ήταν μικρό», ή ότι «αν βλέπαμε την τάση και άλλα χαρακτηριστικά θα καταλαβαίναμε την άνοδο Ανδρουλάκη». Τόσο μετά το δημοψήφισμα του 2015 όσο και μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, δημοσιεύτηκαν αρκετά άρθρα όπου σειρά δημοσκόπων προσπαθούσε να εξηγήσει «τι πήγε λάθος». Κυριαρχούν τα «η κατάσταση ήταν ευμετάβλητη», «οι συνθήκες έκτακτες», το «πολύς κόσμος κρύβει την ψήφο του» και γενικά μία απροθυμία για αυτοκριτική, σε έναν κλάδο που ουσιαστικά αυτοελέγχεται.
Αυτές είναι απλές παρατηρήσεις που απευθύνονται στον πιο καλόπιστο αναγνώστη μίας δημοσκόπησης αλλά και στο επιχείρημα «δεν σας αρέσει γιατί δεν συμφωνείτε». Ουσιαστικά, όσον αφορά το αποτέλεσμα, το αν τελικά φταίει η μεθοδολογία, ο κόσμος που δεν απαντά ή σκοτεινές σχέσεις διαπλοκής είναι αδιάφορο. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι ότι βομβαρδιζόμαστε με μία υποτιθέμενη αποτύπωση της κοινής γνώμης που είναι εξαιρετικά πιθανό να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Κι αυτή η υποτιθέμενη αποτύπωση δημιουργεί μία νέα πραγματικότητα. Μία «πραγματικότητα» όπου το ΚΙΝΑΛ του Νίκου Ανδρουλάκη μέσα σε ούτε δύο μήνες έχει κερδίσει 10% και απειλεί τον ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση, σημαίνει αυτόματα περισσότερη προβολή του Νίκου Ανδρουλάκη και του ΚΙΝΑΛ, περισσότερα άρθρα για τη «μάχη στην Κεντροαριστερά», περισσότερα επιχειρήματα από τα Δεξιά ότι «ο Τσίπρας φοβάται το ΚΙΝΑΛ» κ.ο.κ. Είναι πολύ πιθανό ότι αναφορά στις δημοσκοπήσεις θα υπάρχει ακόμα και στην ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση μομφής.
Σαν να μην έφταναν αυτά, η διαχρονική αφερεγγυότητα των δημοσκοπήσεων συναντάει την σχεδόν πάντα προβληματική δημοσιογραφική παρουσίαση. Η δημοσκόπηση της Αbacus, με το δείγμα των 1012 ατόμων στο πολιτικό της κομμάτι (μόλις 303 «νοικοκυριά» απάντησαν για την κακοκαιρία), παρουσιάζεται ως «Μεγάλη δημοσκόπηση του Αlpha». Ε μεγάλη δεν τη λες, όταν ο ίδιος ο Σύλλογος Εταιρειών Δημοσκόπησης και Έρευνας Αγοράς, σε έναν «οδηγό ανάγνωσης δημοσκοπήσεων», αναφέρε πως «σε περίπτωση δημοσκόπησης με πρόθεση ψήφου για Βουλευτικές εκλογές ή Ευρωεκλογές, το δείγμα θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 1.000 άτομα».
Παράλληλα, η δημοσκόπηση μίας άγνωστης στο ευρύ κοινό εταιρείας αναπαράγεται στα περισσότερα ΜΜΕ ως «δημοσκόπηση Αlpha», με καθόλου ή ελάχιστη αναφορά στο μικρό δείγμα και εν γένει στην ταυτότητα της έρευνας. Ένα γκουγκλάρισμα στους τίτλους και στη θέση που βρήκε αυτή η δημοσκόπηση στο 95% των ΜΜΕ αποδεικνύει αυτήν τη «ντουντούκα».
Δηλαδή: Ένας κλάδος με βεβαρυμένο ιστορικό κάνει έρευνες με μικρά δείγματα και κάποια αμφισβητησιμα ευρήματα, ένας άλλος κλάδος με ακόμα πιο βεβαρυμένο ιστορικό παρουσιάζει και διαχέει αυτά τα ευρήματα, οπότε ξαφνικά έχεις ένα «κεντρικό πολιτικό γεγονός» που στατιστικά, μάλλον είναι φούσκα.
Αυτή η φούσκα δεν εμποδίζει τον Νίκο Ανδρουλάκη να υποστηρίζει πως «θα τον συνέφερε να γίνουν εκλογές αύριο το πρωί». Δεν έχουμε καμία απόδειξη ότι οι εκλογές συμφέρουν το ΚΙΝΑΛ, εκτός από τις αμφισβητήσιμες και με πολύ μικρό δείγμα δημοσκοπήσεις.
Αυτή η φούσκα επίσης, δεν αφορά μόνο τα κόμματα που εμφανίζονται στις θέσεις 1-2-3. Ίσως μάλιστα να είναι πιο επικίνδυνη για τα μικρότερα, τα οποία (πάλι σε συνδυασμό με τα ΜΜΕ) εξαφανίζονται, ερχόμενα αντιμέτωπα με τη λογική της «χαμένης ψήφου». Της ψήφου δηλαδή που αν το κόμμα δεν περάσει το όριο του 3%, δεν θα μετρήσει στο αποτέλεσμα, ή ακόμη χειρότερα (λόγω των εμπνευσμένων εκλογικών νόμων που δίνουν μπόνους στο πρώτο κόμμα) θα πάει στον νικητή. Εδώ και πάλι το ιστορικό των εν Ελλάδι προβλέψεων είναι γεμάτο λάθη. Οι δημοσκόποι απέτυχαν να δουν την είσοδο των ΑΝΕΛ στη Βουλή σε σειρά εκλογικών αναμετρήσεων, την ξαφνική εμφάνιση της Ένωσης Κεντρώων, αλλά και την είσοδό της στη Βουλή 9 μήνες μετά, ενώ παρουσίαζαν ως ανύπαρκτο το ΜέΡΑ25 το 2019. Μιλάμε για περιπτώσεις όπου τα κόμματά αυτά εμφανίζονταν τόσο μακριά από τη Βουλή, που έμπαιναν στην κατηγορία της «χαμένης ψήφου». Το ΜέΡΑ25 ουσιαστικά μετρήθηκε πρώτη φορά με το 2,9% στις Ευρωεκλογές και τελικά μπήκε στη Βουλή έναν μήνα αργότερα.
Από την άλλη πλευρά, το Ποτάμι είχε την ευτυχία να μετριέται με πρωτοφανή για ένα τέτοιο κόμμα ποσοστά, ελάχιστες μέρες μετά την ανακοίνωσή του. Πριν καν ο Σταύρος Θεοδωράκης παρουσιάσει το καταστατικό του κόμματός του, δημοσκόπηση της ALCO το εμφάνιζε στο 5,7%. Μία εβδομάδα μετά, δύο δημοσκοπήσεις το έδωσαν τρίτο κόμμα.
Τελικά στις ευρωεκλογές του 2014 το Ποτάμι πήρε 6,6%. Έπεσαν έξω οι δημοσκοπήσεις στο Ποτάμι; Κι αν ναι, πόσο; Πόσο μέτρησαν στην εμφάνιση του Ποταμιού οι ίδιες οι θέσεις του Ποταμιού και πόσο η υπερπροβολή του από τα ΜΜΕ και η καταγραφή του στις δημοσκοπήσεις, κατευθείαν με μετρήσιμα ποσοστά που του έδιναν ρόλο στο πολιτικό σκηνικό. Το Ποτάμι απόλαυσε μία αυτοεκπληρούμενη συστημική προφητεία.
Επηρεάζουν τελικά οι δημοσκοπήσεις την ψήφο; Οι σχετικές έρευνες διεθνώς λένε ότι παίζουν κάποιον ρόλο , αλλά επικρατεί διχογνωμία σχετικά με το πώς, το πόσο και το αν τελικά η επιρροή τους είναι ουσιαστική και μετρήσιμη. Υπάρχουν εξάλλου πάρα πολλοί παράγοντες και γεγονότα που επηρεάζουν μία εκλογική αναμέτρηση, αλλά και πολλές διαφορετικές κατηγορίες ψηφοφόρων. Υπάρχει π.χ το «bandwagon effect», η τάση να πηγαίνει κάποιος με τον εμφανιζόμενο ως νικητή, αλλά απέναντί του υπάρχει το «underdog effect», η ψήφος συμπάθειας στον χαμένο. Υπάρχει η συσπείρωση και η αποσυσπείρωση των ψηφοφόρων, η χαλαρή ψήφος, η «στρατηγική» ψήφος, η αποχή αν κανείς πιστεύει ότι το αποτέλεσμα έχει κριθεί κ.α. Ένα άλλο πρόβλημα για να επικαλεστούμε κάποια επιστημονική συναίνεση είναι πως οι έρευνες αφορούν συχνά χώρες με διαφορετικά εκλογικά συστήματα (π.χ. το ουσιαστικά δικομματικό των ΗΠΑ), άλλες παραδόσεις, άλλο επίπεδο δεοντολογίας σε ΜΜΕ και ινστιτούτα ερευνών κλπ.
Επηρεάζουν τελικά οι δημοσκοπήσεις την ψήφο στην Ελλάδα; Ναι, γιατί εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο συνεχιζόμενης απόπειρας χειραγώγησης της κοινής γνώμης, στο οποίο πρωτοστατούν τα ΜΜΕ, με τα οποία φαίνεται να λειτουργούν συμπληρωματικά. Και οι δύο πυλώνες αυτοί λειτουργούν υπό σχεδόν μηδενικό έλεγχο, την ώρα που κατασκευάζουν μία νέα πραγματικότητα. Την πραγματικότητα που λέει ότι το ΚΙΝΑΛ έχει εκτοξευθεί στις συνειδήσεις των πολιτών, με συνέπεια να είναι πολύ πιο σημαντικό το τι θα πει ο Νίκος Ανδρουλάκης, με συνέπεια να προβάλλεται περισσότερο το ΚΙΝΑΛ, με συνέπεια περισσότερος κόσμος να ακούει το ΚΙΝΑΛ και ένα ποσοστό από αυτόν τον κόσμο να βλέπει θετικά το ΚΙΝΑΛ, με συνέπεια να αυξηθούν τα πραγματικά ποσοστά του ΚΙΝΑΛ, φέρνοντας το πιο κοντά στο όριο που τέθηκε a priori από ΜΜΕ και δημοσκοπήσεις.
Μεταφέροντας το μοντέλο προπαγάνδας των Τσόμσκι και Χέρμαν στην ελληνική πραγματικότητα, ερχόμαστε συχνά αντιμέτωποι με την προσπάθεια να κατασκευαστεί η συναίνεση. Ο Μητσοτάκης είναι πρώτος και αδιαφιλονίκητος, ο Ανδρουλάκης είναι «το νέο που έρχεται με φόρα», οι εκλογές και η δημοκρατία έχουν πολλές επιλογές, αλλά «λίγες μετράνε». Και η πραγματικότητα γίνεται Μάτριξ.