Ένα “αυτοπραξικόπημα” στο Καζακστάν

Κώστας Ράπτης

Το πραξικόπημα εναντίον του Ταγίπ Ερντογάν στις 15 Ιουλίου 2016 υπήρξε αποτυχημένο. Όμως το πραξικόπημα (όπως θα πρέπει να το αποκαλέσουμε) που με αυτή την ευκαιρία εξαπέλυσε από την επομένη ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος, με μαζικές συλλήψεις, εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και απάλειψη κάθε θεσμικού αντίβαρου στην εξουσία του υπήρξε επιτυχημένο.

Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις έπλασε η Λατινική Αμερική τον όρο auto-golpe (“αυτοπραξικόπημα”), όταν η πραγματική εκτροπή προέρχεται από όσους κατέχουν ήδη με νόμιμα μέσα την εξουσία.

Και ίσως, τηρουμένων των αναλογιών, να πρέπει με αυτόν τον τρόπο να διαβάσουμε τις εξελίξεις στο Καζακστάν.

Τα όσα εκτυλίχθηκαν από τις 5 Ιανουαρίου και μετά δύσκολα ερμηνεύονται με βάση την αυθόρμητη κίνηση εξεγερμένων μαζών. Οι διαδηλώσεις που είχαν ξεσπάσει τρεις μέρες νωρίτερα με πυροδότη την αύξηση των τιμών των καυσίμων δεν αποτελούσαν καθαυτές πρωτοφανές φαινόμενο, αν σκεφτούμε ότι αντίστοιχα κύματα διαμαρτυρίας είχαν επίσης εκδηλωθεί, για απολύτως κατανοητούς λόγους, το 2011, το 2016 σε μεγάλη έκταση και το 2019, οπότε και υποχρέωσαν τον Νουρσουλτάν Ναζαρμάγιεφ να μεθοδεύσει την διαδοχή του στην προεδρία.

Όμως η εμφάνιση, σε στιγμή που ο πρόεδρος Τοκάγεφ έχει ήδη υποχωρήσει ως προς τις τιμές των καυσίμων και έχει αποπέμψει την κυβέρνηση, χιλιάδων ενόπλων οι οποίοι με μεγάλη ταχύτητα, εξαιρετική βιαιότητα, εμφανή συντονισμό και ασαφή πολιτική αιτηματολογία και ηγεσία, κινήθηκαν στρατηγικά σε διαφορετικές πλευρές της αχανούς χώρους, πλήττοντας στόχους όπως το αεροδρόμιο του Αλμάτι και οι τηλεοπτικοί σταθμοί, παραπέμπει σε σχέδιο ανατροπής ή διασποράς του χάους.

Ένα σχέδιο το οποίο πιθανότατα έχει να κάνει με συγκρούσεις στην κορυφή της εξουσίας στο Καζακστάν (όπως καταδεικνύει η απόφαση του Τοκάγεφ να αποπέμψει τον Ναζαρμπάγεφ από την ηγεσία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και να συλλάβει με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών), αλλά και νομιμοποιεί ποικίλες υποθέσεις για έξωθεν ανάμιξη, δεδομένης και της τεράστιας σημασίας της χώρας για τις ισορροπίες στην Κεντρική Ασία και διεθνώς.

Ωστόσο, προεργασία υπήρχε και από μίαν άλλη πλευρά – και, ως φαίνεται, καλύτερη πληροφόρηση. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι σε ώρα βραδινή και μάλιστα παραμονή των Χριστουγέννων (με το παλαιό ημερολόγιο) ανακοινώθηκε από τον προεδρεύοντα για φέτος Αρμένιο πρωθυπουργό Νικόλ Πασινιάν η απόφαση του Οργανισμού του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO) να επέμβει, πρώτη φορά στην ιστορία του, για την σταθεροποίηση του Καζακστάν; Και ότι αυτό το εξαιρετικά απαιτητικό εγχείρημα υλοποιήθηκε μέσα σε λίγες ώρες;

Βεβαίως, οι ηγέτες των έξι μετασοβιετικών χωρών του Συμφώνου, με πρώτο τον Βλαντίμιρ Πούτιν, έχουν κάθε λόγο να προβάλλουν, όπως το έπραξαν στην χθεσινή τηλεδιάσκεψή τους, και την αποτελεσματικότητα των δυνάμεών τους και τον ρόλο που αποδίδουν στον “ξένο δάκτυλο” και την “τρομοκρατική απειλή”, χωρίς την επίκληση του οποίου δεν υπάρχει άλλωστε καταστατική νομιμοποίηση για επέμβαση στο εσωτερικό του Καζακστάν.

Το ότι η ένταση είχε ξεπεράσει κατά πολύ το επίπεδο των απλών διαδηλώσεων αποδείχθηκε έτσι ένα μεγάλο “δώρο” προς τη Ρωσία, ώστε ο Τοκάγεφ να μην έχει πού να στραφεί παρά στη “χείρα βοηθείας” που του πρόσφερε ο CSTO, του οποίου άλλωστε η χώρα του ήταν συνιδρυτής. Την ίδια ώρα, οι εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό του Καζακστάν συνεχίζονται.

Το απτό αποτέλεσμα είναι να τίθεται τέλος στην “πολυδιάστατη” εξωτερική πολιτική του Ναζαρμπάγιεφ και να προσδένεται χωρίς αμφισημίες η χώρα στην Μόσχα, όπως συνέβη και με τη Λευκορωσία μετά την προσπάθεια απονομιμοποίησης του προέδρου Λουκασένκο.

Όμως στην Κεντρική Ασία το όλο θέμα έχει και μιαν αφανέστερη διάσταση: δεν αφορά μόνο την αντιπαράθεση Ρωσίας-Δύσης αλλά και τον πιθανό ανταγωνισμό Ρωσίας-Κίνας. Το Καζακστάν έχει όλες τις προϋποθέσεις να τεθεί στην τροχιά του Πεκίνου. Η επέμβαση του CSTO ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται για χώρο “μετασοβιετικό” – και η κινεζική ηγεσία δεν έχει άλλη επιλογή από το να στηρίζει το αφήγημα και τις επιλογές του.