Τι σημαίνει η επιμονή του πληθωρισμού;

Παναγιώτης Σωτήρης

Η ανακοίνωση των στοιχείων που δείχνουν ότι στις ΗΠΑ ο δείκτης τιμών καταναλωτή βρίσκεται τρέχει με ετήσιο ρυθμό 6,2%, τον υψηλότερο από το 1990, επανέφερε τη μεγάλη συζήτηση γύρω από το εάν ο πληθωρισμός –ή ακόμη περισσότερο μια εκδοχή στασιμοπληθωρισμού– πρόκειται να γίνουν ένα μόνιμο στοιχείο του οικονομικού τοπίου.

Και το πρόβλημα γίνεται πιο έντονο, εάν αναλογιστούμε ότι για ένα μεγάλο διάστημα ο πληθωρισμός έδειχνε να μην αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα στην παγκόσμια οικονομία, με την εξαίρεση μεμονωμένων χωρών. Αντίθετα, φαινόταν ως εάν ένας εφιάλτης προηγούμενων γενεών να έχει φύγει από το προσκήνιο.

Μάλιστα, ως αποτέλεσμα αυτής της υποχώρησης του πληθωρισμού ήταν να υποχωρήσει η απήχηση των θεωριών που υποστηρίζουν ότι ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα της αύξησης του όγκου του κυκλοφορούντος χρήματος.

Αυτό επέτρεψε να μπορέσουν να ενεργοποιηθούν πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης και πολύ χαμηλών επιτοκίων για την τόνωση των οικονομιών στην επαύριον της μεγάλης κρίσης του 2008, χωρίς αυτές να ενεργοποιήσουν πληθωριστικές τάσεις.

Ακόμη περισσότερο, για ένα σημαντικό διάστημα είχε αρχίσει να θεωρείται σοβαρό οικονομικό πρόβλημα όχι πια ο πληθωρισμός αλλά ο αποπληθωρισμός, με μια ήπια αύξηση του πληθωρισμού να θεωρείται κάτι που πρέπει να αποτελεί στόχο της νομισματικής πολιτικής, ιδίως στην Ευρώπη. 

Γιατί έχουμε αύξηση του πληθωρισμού;

Εάν κανείς κοιτάξει την τρέχουσα συζήτηση για τον πληθωρισμό θα δει να παρατίθενται μια σειρά από παράγοντες ως καθοριστικοί για αυτό το φαινόμενο.

Αυτοί περιλαμβάνουν την αύξηση της ζήτησης για καταναλωτικά προϊόντα στο πλαίσιο του «ανοίγματος» των κοινωνιών μετά τα περιοριστικά μέτρα και της αυξημένης ανάγκης των νοικοκυριών για αγορές, σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής μετά τη βίαιη ύφεση της πρώτης φάσης της πανδημίας που σημαίνουν μεγάλη αύξηση της ζήτησης για ενέργεια, για πρώτες ύλες αλλά και για ενδιάμεσα προϊόντα, όπως π.χ. τους ημιαγωγούς για το πλήθος ηλεκτρονικών συσκευών που χρησιμοποιούμε.

Αυτό συνδυάστηκε με παραμέτρους όπως η αύξηση της ζήτησης για προσωπικό από τις επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της επανεκκίνησης της οικονομίας, στοιχείο που μεταφράζεται και σε μια σχετική αύξηση του κόστους εργασίας

Η αύξηση της ζήτησης για ενέργεια οδήγησε σε μια μεγάλη ανοδική πορεία των τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, που με τη σειρά της μετακυλύεται στις τιμές των προϊόντων.

Η απότομη επανεκκίνηση της παγκόσμιας οικονομίας σήμαινε ότι οι εφοδιαστικές αλυσίδες δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν, είτε μιλάμε για την παραγωγή ημιαγωγών για τις  ηλεκτρονικές συσκευές είτε για τις μεγάλες ουρές στις εισόδους των λιμανιών, ενώ κατέστησαν και πιο ευάλωτες σε συγκυριακές διαταράξεις όπως ήταν οι τοπικές εξάρσεις κρουσμάτων Covid-19 σε συγκεκριμένες περιοχές της Κίνας.

Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά θα δείξει ότι σε γενικές γραμμές δεν είναι τόσο η υπερβάλλουσα ζήτηση που προκαλεί το πρόβλημα, όσο τα προβλήματα στην προσφορά που αδυνατεί να ανταποκριθεί σε μια δεδομένη ζήτηση. Σε μια τέτοια περίπτωση το ζητούμενο δεν είναι μια νέα συνθήκη ισορροπίας αλλά μια συνολικότερη αναδιάρθρωση.

Συγκυριακό ή δομικό πρόβλημα προσφοράς;

Η αισιόδοξη ανάγνωση θεωρεί ότι τα προβλήματα που εμφανίζονται από τη μεριά της προσφοράς είναι περισσότερο συγκυριακά. Αφορούν ειδικά και τοπικά προβλήματα και από ένα σημείο και μετά θα αντιμετωπιστούν, επαναφέροντας την οικονομία σε ένα σημείο ισορροπίας.

Σε μια τέτοια ανάγνωση κατά βάση έχουν δυσκολίες προσαρμογής που θα ξεπεραστούν μέσα από επενδύσεις που θα αυξήσουν την προσφορά και θα αναδιοργανώσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες ανοίγοντας τον δρόμο για έναν «ενάρετο κύκλο» υψηλής επένδυσης και σημαντικής ανάπτυξης.

Όμως, δεν είναι δεδομένο ότι τα πράγματα θα πάνε σε αυτή την κατεύθυνση. Το γεγονός ότι η ενεργειακή βιομηχανία δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ταυτόχρονη αυξημένη ζήτηση για ενέργεια και για «Πράσινη Μετάβαση», τα προβλήματα στη βιομηχανία ημιαγωγών, ή η δυσκολία να οργανωθεί και να στελεχωθεί καλύτερα η βιομηχανία των μεταφορών δεν είναι συγκυριακά.

Αποτυπώνουν πραγματικά όρια στις αναδιαρθρώσεις των προηγούμενων δεκαετιών και τον τρόπο που στην πραγματικότητα δεν έφεραν μεγάλες τομές στην παραγωγικότητα ούτε μεγάλη αύξηση της μέσης κερδοφορίας των επιχειρήσεων (ότι έχει μεγαλώσει ο όγκος της κερδοφορίας μεγάλων επιχειρήσεων δεν σημαίνει ότι έχει αυξηθεί στον ίδιο βαθμό η ικανότητά τους να είναι κερδοφόρες).

Ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις είναι πιο δύσκολο να απορροφήσουν την αύξηση του κόστους παραγωγής, ούτε μπορούν π.χ. τόσο εύκολα να επιλέξουν μια στρατηγική διεκδίκησης μεγαλύτερου μεριδίου της αγοράς. Αντίθετα, προτιμούν πιο «εύκολα» να προχωρήσουν σε αυξήσεις των τιμών, κάτι που βέβαια ενέχει και τον κίνδυνο ενός ανοδικού πληθωριστικού σπιράλ.

Μόνο που στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με ένα δομικό πρόβλημα, τότε είναι σαφές ότι η τρέχουσα πληθωριστική πίεση δεν θα είναι τόσο συγκυριακή. 

Οι κεντρικοί τραπεζίτες παραμένουν διαιρεμένοι ως προς το τι θα κάνουν

Η «οικονομική ορθοδοξία» αντιμετωπίζει τον πληθωρισμό ως ένα φαινόμενο υπερθέρμανσης της οικονομίας που μπορεί να αντιμετωπιστεί κατά βάση μέσα από την αύξηση των επιτοκίων.

Σύμφωνα με αυτή τη «συνταγή», που προέρχεται κατά βάση από μια «ποσοτική θεωρία του χρήματος» και τον κλασικό μονεταρισμό, η αύξηση των επιτοκίων θα αποσύρει υπερβάλλουσα ρευστότητα από την αγορά (εφόσον θα γίνουν θελκτικότερες οι χρηματοοικονομικές τοποθετήσεις) και άρα θα περιορίσει την αύξηση των τιμών, ενώ θα συγκρατήσει συγκυριακά την οικονομική δραστηριότητα ώστε να βρεθεί νέο σημείο ισορροπίας, εφόσον και οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις θα έρθουν αντιμέτωποι με αυξημένο κόστος δανεισμού.

Παρότι ο κύριος όγκος της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών μετά το 2008 μάλλον απέχει από το σχήμα της «ποσοτικής θεωρίας», με ποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την υιοθέτηση των πολιτικών «ποσοτικής χαλάρωσης», εντούτοις η αντίληψη ότι τα επιτόκια είναι ένα χρήσιμο «φρένο» απέναντι στην υπερθέρμανση της οικονομίας και τον πληθωρισμό παραμένει ισχυρή.

Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί και στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία οι κεντρικές τράπεζες δείχνουν περισσότερο έτοιμες να προχωρήσουν σε αυξήσεις επιτοκίων.

Αντιθέτως, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρότι παραδοσιακά πολύ πιο προσηλωμένη στην αντιπληθωριστική πολιτική από όσο η FED ή άλλες κεντρικές τράπεζες, η Κριστίν Λαγκάρντ προς το παρόν δεν δείχνει να θέλει να προχωρήσει σε αυξήσεις επιτοκίων.

Και ο λόγος είναι ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είχε και πριν από την πανδημία και τώρα μικρότερο αναπτυξιακό δυναμισμό σε σχέση με άλλες χώρες, ενώ η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να μεταφραστεί μια αύξηση του κόστους δανεισμού που σε μια περιοχή όπου υπάρχουν υψηλά ποσοστά χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, το κόστος αποπληρωμής του οποίου θα αυξανόταν, με όλους τους κινδύνους που αυτό θα είχε για την οικονομία.

Κατά συνέπεια και από τη στιγμή που η Ευρώπη είχε πολύ πιο χαμηλή πληθωριστική δυναμική πριν (ιδίως από τη στιγμή που υπήρχαν και τάσεις αποπληθωρισμού), η ΕΚΤ προκρίνει προς το παρόν να επενδύσει σε μια «αναπτυξιακή» στρατηγική, ελπίζοντας ότι στη διαδρομή θα τιθασευτούν και οι όποιες πληθωριστικές πιέσεις και θα υποχωρήσουν μέσα στο 2022. 

Η ώρα του πληθωρισμού και για την Ελλάδα

Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑ για ετήσιο πληθωρισμό στην Ελλάδα στο 3,4% ήρθε να θυμίσει ένα πρόβλημα που είχαμε καιρό να το συμπεριλάβουμε στα οικονομικά προβλήματα. Βέβαια, ο λόγος ήταν ότι στην Ελλάδα οι αποπληθωριστικές δυναμικές ήταν αποτέλεσμα και της βαθιάς ύφεσης της προηγούμενης δεκαετίας.

Την ίδια στιγμή η ανάλυση των στοιχείων της αύξησης του πληθωρισμού στην ελληνική περίπτωση δείχνει το διαχρονικό πρόβλημα της ειδικής βαρύτητας που έχει το κόστος των καυσίμων  και συνολικά της ενέργειας, εάν σκεφτούμε τη συνεισφορά των μεγάλων αυξήσεων στο φυσικό αέριο, στα καύσιμα, στο πετρέλαιο θέρμανσης και το ηλεκτρικό ρεύμα, παράλληλα με τις αυξήσεις στα τρόφιμα και τις μεταφορές.

Τα στοιχεία αυτά καις την ελληνική περίπτωση αποτυπώνουν τη δυσκολία να απορροφηθεί εύκολα  η αύξηση μιας παραμέτρου κόστους (και την αδυναμία των επιχειρήσεων είτε εξαιτίας μικρού μεγέθους είτε εξαιτίας οργάνωσης και επιχειρηματικής νοοτροπίας να προκρίνουν τον περιορισμό του περιθωρίου κέρδους και την απορρόφηση του κόστους), σε μια οικονομία κατά τα άλλα που απέχει από το να δείχνει στοιχεία «υπερθέρμανσης».

Την ίδια στιγμή, πάλι στην ελληνική περίπτωση, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε και την κοινωνική διάσταση που έχει μια τέτοια αύξηση του πληθωρισμού, από τη στιγμή που ειδικά για τα νοικοκυριά – και δη αυτά σχετικά χαμηλών εισοδημάτων – αυτό διαμορφώνει μια ιδιαίτερα μεγάλη πίεση σε κοινωνικές κατηγορίες που έχουν δεχτεί σωρευμένα αρνητικά πλήγματα.