Ακαδημαϊκή ελευθερία—όταν αρχίζουν τα δύσκολα
Μετά από πρόσθετες ακροαματικές διαδικασίες, ο Μάρκερτ, που υπηρετούσε τότε ως επίκουρος καθηγητής, αποκαταστάθηκε και τελικά συνέχισε την καριέρα του στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Ο Ντέιβις, όμως, που δεν ήταν -κατ’ αντιστοιχία με τα καθ’ ημάς- μέλος ΔΕΠ αλλά απλώς δίδασκε κάποια μαθήματα, απολύθηκε, και το ίδιο συνέβη και με τον Νίκερσον, ο οποίος μάλιστα ήταν μόνιμος αναπληρωτής καθηγητής εκείνον το καιρό. Ο Ντέιβις είχε έρθει και αυτοπροσώπως να παραστεί στην διάλεξη που έχει το όνομά του, πριν από μερικά χρόνια.
Η διάλεξη προς τιμήν των Ντέιβις, Μάρκερτ και Νίκερσον, η οποία έχει δώσει βήμα σε πολύ επιφανείς ακαδημαϊκούς και όχι μόνο, δεν είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο η ακαδημαΐκή ελευθερία συζητιέται πολύ έντονα αυτές τις μέρες στο Πανεπιστήμιο των πενήντα χιλιάδων φοιτητών και των περισσότερων από εφτάμιση χιλιάδων διδασκόντων και ερευνητών. Πριν λίγες εβδομάδες, στη Σχολή Μουσικών Σπουδών, ένας καθηγητής, από τους πιο διακεκριμένους σύγχρονους συνθέτες στην Αμερική και δυο φορές φιναλίστ των βραβείων Πούλιτζερ, ο Μπράιτ Σενγκ, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη διδασκαλία ενός σεμιναρίου που δίδασκε σε πρωτοετείς. Στα πλαίσια του μαθήματος, και με σκοπό, όπως είπε ο ίδιος, να μελετήσει η τάξη τη μεταφορά του Οθέλλου του Σαίξπηρ σε λιμπρέτο για την όπερα του Βέρντι, o Σενγκ πρόβαλλε το ομώνυμο φιλμ του 1965 με τον Λόρενς Ολίβιε στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Σύμφωνα με κάποιους φοιτητές, το φιλμ προκάλεσε σε πολλούς κατάπληξη, η τάξη πάγωσε, και οι ίδιοι παρακολουθούσαν αμίλητοι για ενενήντα λεπτά. Και αφού σχόλασε η τάξη, ξέσπασε η θύελλα.
Ο Λόρενς Ολίβιε υποδύεται τον Οθέλλο έχοντας κατσαρωμένα μαύρα μαλλιά και φορώντας μακιγιάζ που του σκουραίνει το πρόσωπο, το λαιμό, τα χέρια και όσο δέρμα αφήνεται ακάλυπτο από τα ρούχα, προκειμένου να πετύχει το χρώμα της επιδερμίδας του σαιξπηρικού ήρωα. Αυτό είναι το λεγόμενο “blackface”, όπως αποκαλείται στην Αμερική. Θεωρείται τρομερά μειωτικό και προσβλητικό, ιδίως όταν συνδυάζεται με μια σειρά στερεοτυπικές απεικονίσεις, όπως υπερβολικά μεγάλα χείλη, ογκώδη μαλλιά, υπερσεξουαλικοποίηση, κυρίως σε αναπαραστάσεις μαύρων γυναικών, και ενίοτε απόδοση βίαιου και επιθετικού χαρακτήρα, κυρίως σε ανδρικούς ρόλους. Και δικαίως αποδοκιμάζεται.
Οι εν λόγω φοιτητές, καμιά δεκαριά, προσέφυγαν στον Πρόεδρο του Τμήματος, ο οποίος τους προέτρεψε να μιλήσουν με τον Σενγκ, να του ζητήσουν εξηγήσεις, να ακούσουν τι έχει να πει και να συζητήσουν. Οι φοιτητές όμως, μη μένοντας ικανοποιημένοι από τη στάση του Προέδρου και χωρίς να απευθυνθούν στον ίδιο το Σενγκ, διαμαρτυρήθηκαν απευθείας στον Κοσμήτορα. Εκείνος εξέδωσε ενα δημόσιο email στο οποίο αποδοκίμαζε αυστηρά τον Σενγκ, ο οποίος αντέδρασε άμεσα και μέσα σε λίγες ώρες δημοσίευσε τη συγγνώμη του. Υποσχόταν στους φοιτητές ότι θα συζητούσαν το ζήτημα στο επόμενο μάθημα και θα άκουγε αυτά που είχαν να του πουν. Σχεδόν ταυτόχρονα, κάποιοι συνάδελφοί του έγραψαν μια ανοιχτή επιστολή με την οποία χαρακτήριζαν την πράξη του ως «ξεκάθαρα ρατσιστική», επειδή, μεταξύ άλλων, δεν προειδοποίησε για το περιεχόμενο του φίλμ πριν την προβολή του. Τα πνεύματα παρέμεναν οξυμένα. Ο Σενγκ επανήλθε με δεύτερο κατεβατό δημόσιας συγγνώμης, στο οποίο προσπαθούσε να πείσει ότι δεν κάνει διακρίσεις, απαριθμώντας μαύρους ανθρώπους και γενικά μη λευκούς, τους οποίους έχει βοηθήσει στη μακρόχρονη καριέρα του. Οι αντιδράσεις ήταν θυελλώδεις. Κατηγορήθηκε ότι υποννοεί πως η επιτυχία αυτών των ανθρώπων οφείλεται στον ίδιο και όχι στις ικανότητές τους. Με τα πολλά, ο Σενγκ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη διδασκαλία του συγκεκριμένου σεμιναριακού μαθήματος, το οποίο ανέλαβε να διδάξει ένας από του επικριτές του. Ορισμένοι φοιτητές επέμεναν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι αυτή η παραίτηση είναι «το απόλυτο ελάχιστο» (bare minimum) των συνεπειών που πρέπει να υποστεί ο Σενγκ, και παραπονούνταν ότι το Πανεπιστήμιο δεν έιναι πια για αυτούς «ασφαλές μέρος», ότι ένιωσαν «πληγωμένοι» και «προσβεβλημένοι». Η ιστορία απασχόλησε τους New York Times, το Fox News, το Chronicle of Higher Education (πολύ έγκριτο μέσο για τα συμβάντα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση), και υπήρχε ρεπορτάζ σε πολλά άλλα σάιτ, τοπικές και εθνικής εμβέλειας εφημερίδες.
Το πράγμα πήρε στη συνέχεια μια ενδιαφέρουσα τροπή. Με πρωτοβουλία κάποιων μελών ΔΕΠ, συντάχθηκε και κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στο Πανεπιστήμιο μια ανοιχτή επιστολή, στην οποία οι υπογράφοντες διαμαρτύρονται για παραβίαση της αρχής της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Τεκμηριώνουν με επιχειρήματα πως η παρέμβαση στο τι θα διδάξει ο Σενγκ, και ο κάθε διδάσκων, είναι ευθεία παραβίαση της αρχής αυτής και εκθέτουν τις ανησυχίες τους. Ζητούν να επανατοποθετηθεί ο Σενγκ ως διδάσκων του σεμιναριακού μαθήματος και να μη δοθεί καμιά συνέχεια από πλευράς διοίκησης. Προς το παρόν έχουν μαζευτεί σχεδόν 700 υπογραφές, και η συλλογή συνεχίζεται. Αξίζει να σημειωθεί ότι την επιστολή υπογράφουν άνθρωποι από όλα τα Τμήματα και τις Σχολές του τεράστιου ιδρύματος, μεταξύ των οποίων πολλοί μαύροι και αφροαμερικανοί, και άλλοι μη λευκοί καθηγητές και ερευνητές.
Στο μεταξύ, ανακοίνωση έχει εκδώσει ο Σύνδεσμος για την Ακαδημαϊκή Ελευθερία (Academic Freedom Alliance), αλλά και ενώσεις φοιτητών που πρόσκεινται στην Αριστερά. (Προσοχή, αυτό δεν είναι τόσο κοινό όσο στην Ελλάδα: δεν υπάρχουν παρατάξεις και πολιτικά σχήματα στα πανεπιστήμια, και οι εν λόγω ενώσεις δεν δραστηριοποιούνται ανοιχτά μέσα στο Πανεπιστήμιο.) Όλοι τους καταφέρονται κατά του Κοσμήτορα και της διοίκησης για παραβίαση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ελευθερίας του λόγου. Πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν, όπως ο Σύνδεσμος για την Ακαδημαϊκή Ελευθερία, ότι ο Σενγκ δεν ήταν καν υποχρεωμένος να προειδοποιήσει τους φοιτητές του ότι μπορεί να βρουν «προσβλητικό» (offending) το περιεχόμενο. Στη φλογερή επιστολή τους υπενθυμίζουν πως στον κανονισμό του ίδιου του Πανεπιστημίου τονίζεται ότι «η έκφραση διαφορετικών απόψεων είναι ύψιστης σημασίας» και ότι «η πεποίθηση ότι μια άποψη είναι βλαβερή, ψευδής ή κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο απεχθής δεν μπορεί να δικαιολογήσει την καταστολή της»! Η Γενική Συνέλευση των διδασκόντων και ερευνητών έχει ταχθεί υπέρ της «ακαδημαϊκή[ς] ελευθερία[ς], συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να εκφράζει κανείς μη δημοφιλείς απόψεις». Άλλοι υπογραμμίζουν ότι η συζήτηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην ελευθερία του λόγου, δηλαδή στο τι μπορεί κανείς να πει δημόσια γενικά, αλλά πρέπει να εστιαστεί στην ακαδημαϊκή ελευθερία, που έχει να κάνει με την προστασία του διδάσκοντα να λέει πράγματα που μπορεί να ενοχλούν κάποιους. Φέρνουν ως υποθετικό παράδειγμα κάποιον διδάσκοντα που μπορεί να εκθέτει μια εταιρεία, η δράση της οποίας απειλεί το περιβάλλον ή πληθυσμούς ιθαγενών αμερικανών. Ποια θα είναι η στάση της διοικησης αν η εταιρεία είναι σημαντικός δωρητής του Πανεπιστημίου; Και αν η εταιρεία ενοχληθεί; Αυτά υπάρχουν στην Αμερική και το υποθετικό παράδειγμα δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα.
Θα πρέπει επίσης να θυμηθούμε, κατά την άποψη της γράφουσας, ότι ο Σενγκ δεν κατηγορείται για ρατσιστικές πράξεις ή έμπρακτες διακρίσεις εις βάρος κάποιων ομάδων ή ακόμα και για ρατσιστικό λόγο (με την εξαίρεση του συναδέλφου του που δήλωσε ότι η προβολή και μόνο του φιλμ ειναι «πράξη ρατσιστική, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του καθηγητή [Σενγκ]»). Ο Σενγκ κατηγορείται ουσιαστικά ότι δεν σκέφτηκε πως μπορεί να προσβάλλει κάποιον ακόμα και άθελά του. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από το να κατηγορείται κάποιος για ρατσισμό και η διάκριση δεν θα πρέπει να είναι και τόσο δυσδιάκριτη. Η στάση της διοίκησης σχετίζεται και με την τάση του Πανεπιστημίου να χαϊδεύει τους φοιτητές του-μην ξεχνάμε ότι στην Αμερική, ακόμα και στο δημόσιο Πανεπιστήμιο, ο φοιτητής είναι πελάτης, αφού πληρώνει του κόσμου τα λεφτά για να σπουδάσει. Η στάση της διοίκησης και των επικριτών του Σενγκ δηλώνει ότι δεν γίνεται ανεκτός όχι μόνο ο ρατσιστικός λόγος ή οι πράξεις, αλλά δεν γίνεται ανεκτή καμιά συμπεριφορά που μπορεί από αβλεψία να προκαλέσει δυσαρέσκεια. Εδώ το πράγμα γίνεται προβληματικό. Από τη στιγμή μάλιστα που ο Σενγκ ζήτησε δημοσίως συγγνώμη και μάλιστα δύο φορές, η επιμονή στον εξοβελισμό του γίνεται επικίνδυνη. Και εξηγούμαι.
Ποιο το νόημα της επίπληξης κάποιου, όταν παραβαίνει κανόνες, γραπτούς ή άγραφτους, αν όχι το να καταλάβει το λάθος ή την αστοχία του, να ζητήσει συγγνώμη και να θελήσει να επανορθώσει, συμμεριζόμενος/η τη ζημιά που προκάλεσε; Γιατί λοιπόν η συγγνώμη του Σενγκ δεν ήταν αρκετή; Ποια τιμωρία θα ήταν, σύμφωνα με τους επίμονους επικριτές του, αναλογικά πρέπουσα; Ποιο είναι το μήνυμα που εκπέμπεται με τη στάση αυτή των αντιπάλων του Σενγκ;
Σημειώνεται εδώ ότι ακούστηκε από πολλές πλευρές το επιχείρημα ότι ο συγκεκριμένος Οθέλλος είχε προκαλέσει σάλο όταν προβλήθηκε, το 1965, ακριβώς λόγω του blackface, με τους New York Times να τον επικρίνουν σκληρά. Το αποτέλεσμα ήταν το φιλμ να αποσυρθεί από τις αίθουσες μετά από μόλις δυο μέρες (αυτό βέβαια δεν το εμπόδισε από το να κερδίσει δυο Όσκαρ την ίδια χρονιά, αν αυτό λέει κάτι για την ηθοποιΐα του Ολίβιε και την κινηματογραφιή αξία της ταινίας). Μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή το κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων ήταν σε τρομερή άνοδο. Παράλληλα όμως, ο Ολίβιε είχε γράψει, όπως αναφέρει και η Διεθνής Νέων και Φοιτητών γαι την Κοινωνική Ισότητα, ότι ο ίδιος είχε μακιγιαριστεί σε τόσο σκούρο χρώμα επίτηδες, για να στηλιτεύσει το γεγονός ότι ως τότε ο Οθέλλος παιζόταν με μακιγιάζ σχεδόν ανεπαίσθητο, αντανακλώντας την άρνηση της συντηρητικής κοινωνίας να αποδεχθεί ότι η ωραία λευκή Δυσδαιμόνα θα μπορούσε ποτέ να ερωτευτεί έναν αληθινά μαύρο άντρα. Αυτή η διάσταση είνα πολύ ενδιαφέρουσα, και είναι απορίας άξιο γιατί ο Σενγκ δεν επικαλείται τίποτα τέτοιο για να δικαιολογήσει την επιλογή του. Ο Σενγκ δεν παραθέτει κανένα απολύτως επιχείρημα ούτε σχετικά με το ρόλο και την ελευθερία της Τέχνης, το τι σημαίνει να υπάρχουν διαφορετικά στάνταρ σε κάθε κοινωνία, και άλλα παρόμοια. Πράγμα που σημαίνει ότι το πιο πιθανό είναι πως δεν σκόπευε να δημιουργήσει καμιά αίσθηση με την προβολή του φίλμ, ότι απλά δεν σκέφτηκε καν τι αντιδράσεις θα μπορούσε να προκαλέσει, και στην τελική, ότι μάλλον ήταν αφελής, για να μην πει κανείς κοινωνικά αδιάφορος. Αυτό ήταν μάλλον και το μεγαλύτερό του ατόπημα. Και ίσως σοβαρό και κατακριτέο τη σήμερον ημέρα, μετά από τόσα κινήματα και τόσες ανατροπές.
Ωστόσο, η άγνοιά του αυτή μάλλον κουρελιάστηκε, καθώς, όπως και ο ίδιος έγραψε, κατάλαβε πλέον πολύ καλά τον αντίκτυπο που είχε αυτή του η πράξη, συνειδητοποίησε πόσο έχει αλλάξει η κοινωνία και πόσο κανείς πρέπει να έιναι ευαίσθητος και προσεχτικός. Άρα κάτι έμαθε, μάλλον. Γιατί αυτό δεν είναι αρκετό;
Παρεμπιμπτόντως, ένας από τους φοιτητές που βγήκαν λάβροι κατά του Σενγκ, μιλά για την αυθεντία του διακεκριμένου καθηγητή και για τη δυσκολία που είχε ο ίδιος ο φοιτητής να του ζητήσει εξηγήσεις, φοβούμενος αντίποινα. Είναι να απορεί κανείς, αφού η πραγματική εξουσία (Κοσμήτορας και Πρυτανεία) όχι μόνο άκουσαν το φοιτητή, αλλά τιμώρησαν τον καθηγητή πάραυτα. Η επίκληση στην ιεραρχία και η δικαίωση που έλαβε άμεσα ο φοιτητής ακυρώνουν τον ίδιο τον ισχυρισμό του για ιεραρχίες που λύνουν και δένουν, αφού ο ίδιος χρησιμοποιεί τις δομές εξουσίες όποτε τον βολεύει. Δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ τους φοιτητές στην Ελλάδα και αλλού, που όταν ζητάνε κάτι πρέπει να τα βάλουν με ολόκληρο το μηχανισμό, το κατεστημένο και τις ιεραρχίες, και δεν υπάρχει για αυτούς κανένας προστατευτικός πατερούλης να τραβήξει τα αυτιά όποιου δυσαρεστεί τους φοιτητές-πελάτες.
Το ζήτημα είναι πολιτικό: σε τι χρησιμεύει η ακαδημαϊκή ελευθερία αν όχι στο να προστατεύεται αυτός που λέει κάτι που μας ενοχλεί; Το Πανεπιστήμιο έχει αποφασίσει να μη σηκώνει μύγα στο σπαθί του για ζητήματα όπως ο ρατσισμός, και καλά κάνει, κατά τη γνώμη μου. Ωστόσο, είναι αντυπωσιακό ότι δεν έχει καθόλου την ίδια ευαισθησία αν κάποιος μιλήσει για τα τα οικονομικά εγκλήματα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού ή τα εγκλήματα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Μάλιστα, έχει την ακριβώς αντίστροφη ευαισθησία αν κάποιος μιλήσει για τα εγκλήματα του Ισραήλ απέναντι στους Παλαιστίνιους (όπως όταν έλαβε πειθαρχικά μέτρα εναντίον καθηγητή που αρνήθηκε να δώσει συστατική επιστολή σε φοιτήτρια προκειμένουν να συνεχίσει τις σπουδές της στο Ισραήλ, στα πλαίσια του BDS κινήματος-Boycott, Disinvest, Sanctions movement). Και τί θα γίνει αν αύριο κάποιος αμφισβητήσει, πχ, την κοινωνική αξία των εμβολίων; Θα διωχθεί; Τι θα γίνει αν αμφισβητήσει την κλιματική αλλαγή; Τη στροφή σε ηλεκτρικά οχήματα; Τις πολιτικές ταυτότητας; Αν υποστηρίξει τις πολιτικές Τραμπ; Τον έλεγχο στον αριθμό των μεταναστών; Το θέμα είναι πολύ σοβαρό και αναμένονται εξελίξεις, αφού πλήττεται η καρδιά της φιλελεύθερης—πραγματικά, όχι με στάνταρ ΝΔ – αμερικανικής κοινωνίας, και ένας από τους θεσμούς-πυλώνες της.
Το δεύτερο ζήτημα είναι επίσης πολιτικό, αλλά με άλλη έννοια: να τι συμβαίνει όταν το Πανεπιστήμιο έχει ενστερνιστεί, για να μην πω έχει καταπιεί αμάσητη, την ατζέντα της καθεστυκυίας ελίτ του Δημοκρατικού Κόμματος. Πρόκειται για μια σταθερή προσπάθεια αποπολιτικοποίησης των φλέγοντων κοινωνικών ζητημάτων όπως η ακραία φτώχεια, η καταστροφική έλλειψη κοινωνικής μέριμνας και δημόσιας υγείας διαθέσιμης σε όλους, οι απλησίαστες τιμές των κατοικιών, η εργασιακή επισφάλεια (ακόμα και στις ΗΠΑ της ανεργίας του 5%), η προκλητική δαπάνη δημοσίου χρήματος από το στρατό και όχι προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, το βαθιά ρατσιστικό σπρώξιμο των μαύρων και λατίνων στην φτώχεια και την εγκληματικότητα. Η αποπολιτικοποίηση (ή παραπολιτικοποίηση) του δημόσιου διαλόγου έχει σαν αποτέλεσμα την βεβιασμένη ανάδειξη κάποιων, σοβαρών κατά τα άλλα, ζητημάτων ως μοναδικά και κυρίαρχα, και τη φίμωση όλων των φωνών που ζητάνε πραγματική πολιτική και οικονομική ισότητα.
Το τρίτο πολιτικό ζήτημα έχει να κάνει με τις σχέσεις των κινημάτων με την εξουσία. Η απαίτηση για ισότητα όλων είναι πρόταγμα που έρχεται από τα κάτω και που κατακτιέται, εξ ορισμού, με αγώνες ενάντια σε κάθε εξουσία και κάθε άρχουσα τάξη. Η ισότητα δεν είναι κάτι που επιβάλλεται από τη Διοίκηση και την κυβέρνηση. Το κίνημα Black Lives Matter και όλα τα κινήματα που παλεύουν για κοινωνική δικαιοσύνη είναι λαϊκά κινήματα πολιτών, αυτών που καταπιέζονται και όσων συμπαρατάσσονται σε αυτήν την πάλη. Η προνομιακή συμμαχία με την εξουσία όπως αυτή εκφράζεται σε κάθε χώρο (πανεπιστήμιο, εργασία, ευρύτερη κοινωνία) προκειμένου να επιβληθεί τιμωρητικά μια συγκεκριμένη ατζέντα, δεν είναι προοδευτισμός. Είναι εργαλειοποίηση του κινήματος από την εξουσία, η οποία προσπαθεί να εξαφανίσει κάθε άλλη διεκδίκηση που δεν της αρέσει και ταυτόχρονα να ενδυθεί το μανδύα της «προοδευτικής». Αν δεν ήταν οι φοιτητές στο Μπέρκλεϊ που ζητούσαν παύση των πολέμων τη δεκαετία του ’60 αλλά ήταν οι πρυτάνεις που προσπαθούσαν να επιβάλλουν το θέμα του πολιτικού διαλόγου τιμωρώντας φοιτητές και καθηγητές, τότε πόσο προοδευτικό θα ήταν αυτό; Αν ήταν η πρυτανεία της Σορβόννης αυτή που προσπαθούσε να επιβάλλει μια άνωθεν «φαντασία στην εξουσία» το 1968 πόσο ανατρεπτικό θα ήταν αυτό; Και αν τιμωρούσε όποιον μιλούσε εναντίον αυτης της ιδέας;
Το αμερικανικό πανεπιστήμιο, ως θεσμός, απέχει έτη φωτός από το ελληνικό. Και αυτό είναι μια πραγματικότητα, με τα θετικά και τα αρνητικά της. Ωστόσο, η τάση της ελληνικής καθεστυκυίας τάξης να μαϊμουδίζει ανόητα, αντιγράφοντας άκριτα ό,τι συμβαίνει πέρα από τον Ατλαντικό, κυρίως ό,τι αποτυχημένο, ξεπερασμένο ή ξέφρενα νεοφιλελεύθερο, μας κάνει να αναρωτιόμαστε πότε θα κακοαντιγραφτούν κι αυτές οι περιπτώσεις. Σε συνδυασμό με την επικράτηση της ψευδεπίγραφα «λογικής», «προοδευτικής», και «μεταρρυθμιστικής» ΤΙΝΑ σε όλα τα επίπεδα, όπου όταν δε συμφωνεί κανείς με την κυβέρνηση είναι γραφικός, χαζός ή εχθρός της κοινωνίας, το πράγμα γίνεται επικίνδυνο. Η Δημοκρατία, ναι, ακόμα και η προβληματική και καθόλου κοινωνικά δίκαιη αστική δημοκρατία που θέλουμε να αλλάξουμε, ακόμα κι αυτή, ακούει και δεν φιμώνει την αντίθετη άποψη ως «ενοχλητική». Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι ένα από τα λίγα πολύτιμα οχυρά που μας έχουν απομείνει, κι από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, και έχουμε πολιτικό χρέος να την υπερασπιστούμε ενάντια σε κάθε κυβέρνηση, κάθε καθεστώς, εκκλησία, εξουσία και ιεραρχία θέλει να μας στερήσει την αμφισβήτηση, τη διαφωνία, το επιχείρημα, την αναζήτηση. Γιατί η κάθε κυβέρνηση, εξουσία, καθεστώς, αυτά ακριβώς είναι που φοβάται.
Αναμένω την επόμενη διάλεξη προς τιμήν των Ντέιβις, Μάρκερτ και Νίκερσον την προσεχή άνοιξη. Για να δούμε τί έχει απομείνει από την αμφισβήτηση και τη διεκδίκηση για ελευθερία της εποχής που τη γέννησε.