Σχετικά με την «απολογία» του ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου Χαράλαμπου Βατυλιώτη (Βάτη) στην Κομιντέρν γύρω από τη στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου στην εξέγερση του 1931
- Εισαγωγή
Η Κύπρος από το 1571 μέχρι το 1878 ήταν στην κατοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το 1878 παραχωρήθηκε στην κυριαρχία της Βρετανίας ενώ το 1925 ανακηρύχτηκε σε αποικία του Βρετανικού Στέμματος. Το γεγονός πως οι έλληνες ορθόδοξοι κάτοικοι της Κύπρου αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους το 1830 και τη σταδιακή προσάρτηση σε αυτό νέων εδαφών (Ιόνια νησιά, Θεσσαλία, Νότιος Ήπειρος, ελληνική Μακεδονία, Δ. Θράκη) είχαν ως αποτέλεσμα να ξεκινήσουν, από το 1878 και ύστερα, διεκδικήσεις από το ελληνικό στοιχείο για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε πολλές φορές από τους Bρετανούς που θεωρούσαν το νησί μεγάλης στρατηγικής σημασίας για τους σχεδιασμούς τους αλλά συνάντησε και τη σφοδρή αντίδραση των τουρκοκύπριων. Τελικά μετά από μισό αιώνα ανακίνησης του θέματος χωρίς κάποιο αποτέλεσμα το αίτημα αυτό θα έρθει το 1931 να συνδυαστεί με την είσοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην Κύπρο οδηγώντας στην συσσώρευση παραγόντων για την εκδήλωση της εξέγερσης εκείνης της χρονιάς.
Η παρούσα εργασία ασχολείται με την εξέταση της στάσης του ΚΚΚ σε αυτή την εξέγερση αλλά και με την κριτική που του ασκήθηκε από το Βαλκανικό γραφείο της Γ’ Διεθνούς, όπως αυτά παρουσιάζονται μέσα από έγγραφα της Κομιντέρν που δεν είχαν δει μέχρι τώρα το φως της δημοσιότητας. Η σημασία της μελέτης έγκειται στο γεγονός πως στη βιβλιογραφία της κυπριακής ιστορίας υπήρχε ένα κενό σχετικά με το τι ακριβώς διαμείφθηκε μεταξύ Βάτη, ηγέτη του ΚΚΚ, και Κομινφόρμ μετά την άφιξη του τελευταίου στη Μόσχα στις αρχές του 1932 και αφού η κυπριακή εξέγερση είχε συντριβεί μερικούς μήνες πριν[1].
- Τα αίτια της κυπριακής εξέγερσης του 1931
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όπως προαναφέραμε όλη η περίοδος της βρετανικής κυριαρχίας είχε σφραγιστεί αφενός από τη διατύπωση του αιτήματος της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και αφετέρου από τη μη εκπλήρωσή του. Η δυσαρέσκεια που είχε δημιουργηθεί από αυτή την εξέλιξη εντεινόταν από το καθεστώς της διαιώνισης της οικονομικής εκμετάλλευσης του νησιού από τους Βρετανούς αλλά και από τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929
Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης στο επίπεδο των λαϊκών τάξεων οι αγρότες είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται ραγδαία:
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση .ο προϋπολογισμός του 1931 που θα φέρει η Κυβέρνηση προς συζήτηση το Νοέμβριο του 1930 έδειχνε έσοδα 739000 λίρες και έξοδα 801000 λίρες, δηλαδή έλλειμμα της τάξης των 62000 λιρών. Η διαφορά αυτή υπολογιζόταν να καλυφθεί από 21000 λίρες που ήταν τα περισσεύματα του 1930 καθώς και από 41000 λίρες που θα προέρχονταν από το αποθεματικό του νησιού
H αντίδραση των ε/κ θα είναι ιδιαίτερα έντονη δεδομένου πως θεωρούσαν ότι τα χρήματα του αποθεματικού έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Θα καταψηφίσουν τον προϋπολογισμό ο οποίος θα εγκριθεί από τις ψήφους των βρετανών και των τ/κ αντιπροσώπων και τη νικώσα ψήφου του κυβερνήτη[5]. Ωστόσο στα τέλη του Απριλίου του 1931 ήρθε στο Νομοθετικό νομοσχέδιο το οποίο προέβλεπε την επέκταση της φορολογίας και την εισαγωγή νέων τελωνειακών δασμών σε είδη πρώτης ανάγκης. Τότε υπήρξαν αντιδράσεις και από την πλευρά των τ/κ με αποτέλεσμα την ώρα της ψηφοφορίας οι τ/κ βουλευτές να απέχουν και το νομοσχέδιο να απορριφθεί με ψήφους 11 (απουσίαζε και ένας ε/κ) έναντι 9. Τελικά, οι αλλαγές στο τελωνειακό δασμολόγιο θα υιοθετηθούν παρά την καταψήφισή τους από το Νομοθετικό στις 11/8/31 ύστερα από την έκδοση σχετικού αυτοκρατορικού «διατάγματος εν συμβουλίω»[6]. Σε όλα αυτά θα έρθει να προστεθεί το γεγονός πως στα τέλη Σεπτεμβρίου οι κύπριοι θα πληροφορηθούν πως είχε κατασχεθεί από τη βρετανική διοίκηση το κυπριακό πλεόνασμα που βρισκόταν σε αγγλικές τράπεζες και το οποίο μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία μιας αγροτικής τράπεζας στο νησί[7].
Θα πρέπει να παρατηρηθεί πως παρά τις αντιδράσεις, τις διαμαρτυρίες κλπ, η θέση των ε/κ (και των τ/κ βεβαίως αλλά δεν είναι αυτό το θέμα που εστιάζει το συγκεκριμένο άρθρο) το Φθινόπωρο του 1931 είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Στο ζήτημα της Ένωσης όλες οι προσπάθειες έχουν αποβεί άκαρπες. Η τελευταία φορά ήταν όταν τον Οκτώβριο του 1930 ο υφυπουργός Αποικιών Ντράμοντ Σηλς σε επίσκεψή του στην Κύπρο απόκλεισε αυτό το ενδεχόμενο. Ωστόσο τον Αύγουστο του 1931 μερίδα του ελληνοκυπριακού τύπου θα υποστηρίξει πως γίνονται μυστικές διαβουλεύσεις μεταξύ Βρετανίας και Ελλάδας με σκοπό την Ένωση. Όταν θα αποδειχθεί πως όλα αυτά αποτελούσαν αποκυήματα φαντασίας η απογοήτευση στους ελληνοκύπριους θα μεγαλώσει[8]. Από την άλλη η κακή οικονομική κατάσταση συνεχιζόταν, όλα τα αρνητικά οικονομικά μέτρα είχαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θεσπιστεί και το μέλλον εμφανιζόταν ιδιαίτερα δυσοίωνο.
Όλα αυτά θα έχουν αντανάκλαση και στο πολιτικό επίπεδο δημιουργώντας μετασχηματισμούς και στις πολιτικές πρακτικές αλλά και στις σχέσεις αντιπροσώπευσης. Ήδη είχαν σημειωθεί οι πρώτες πολύ μαζικές διαδηλώσεις με αίτημα την ένωση: Στις 25 Μαρτίου περίπου 15000 ελληνοκύπριοι κατευθύνθηκαν στο Στάδιο της Λευκωσίαςόπου εκφωνήθηκαν πατριωτικοί λόγοι, ενώ στις 24 Απριλίου 3000 άτομα πορεύτηκαν προς την έδρα του Νομοθετικού ζητώντας την ένωση[9]. για κάτι πρωτοφανές για την κυπριακή κοινωνία που δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους δυναμικές αντιδράσεις. Από την άλλη η Εθνική Οργάνωση Κύπρου (ΕΟΚ) η οποία συντόνιζε τις ενέργειες για την ένωση δεν ήταν σε καλή κατάσταση δεδομένης της αδυναμίας της να φέρει κάποια απτά αποτελέσματα. Αυτό δημιούργησε τάσεις αποσυσπείρωσης με αποτέλεσμα την παράλληλη δράση της ΕΡΕΚ[10] που ζητούσε πιο δυναμικούς τρόπους αντίδρασης για την επίλυση του εθνικού θέματος μεταξύ των οποίων ήταν και η παραίτηση των ε/κ βουλευτών από το Νομοθετικό Συμβούλιο αλλά και η άρνηση πληρωμής των φόρων ενώ δε δεχόταν κανένα μεταβατικό στάδιο αυτονομίας του νησιού παρά μόνο την ένωση με την Ελλάδα. Η ΕΡΕΚ επηρέαζε ένα τμήμα της ηγεσίας της ΕΟΚ ενώ τμήμα του ελληνοκυπριακού τύπου απηχούσε τις απόψεις της. Σε όλο το διάστημα Μαΐου – Οκτωβρίου 1931 η ΕΟΚ εμφανιζόταν αναποφάσιστη στο να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Μπροστά στο αδιέξοδο και στο ορατό ενδεχόμενο να κάνει ανοικτήδημόσια εμφάνιση η ΕΡΕΚ[11] κερδίζοντας σε δημοτικότητα την ΕΟΚ, το πιο δημοφιλές μέλος της ΕΟΚ, ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος αποφάσισε να κινηθεί σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση σε σχέση με αυτή που είχε μέχρι τότε ακολουθήσει που χαρακτηριζόταν από αποφυγή υιοθέτησης πρακτικών που θα οδηγούσαν σε όξυνση των σχέσεων των ε/κ με τους Βρετανούς.
- Τα γεγονότα της εξέγερσης
Πράγματι στις 17 Οκτωβρίου ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος υπέβαλε την παραίτησή του από βουλευτής του Νομοθετικού Συμβουλίου δηλώνοντας πως «Πενήντα τρία χρόνια Αγγλικής Κατοχής έπεισαν όλους ότι (α) οι δούλοι δεν ελευθερώνονται με τις ικεσίες, παρακλήσεις και εκκλήσεις προς τα συμφέροντα των τυράννων (β) η απάντηση των τελευταίων είναι η περιφρόνηση προς τους ικετεύοντες ευτελείς δούλους, και (γ) η μόνη σωτηρία μας από κάθε άποψη είναι η εθνική απολύτρωση…[12]. Τρεις άλλοι βουλευτές (Λανίτης, Κυριακίδης, Αραπιδιώτης) ακολούθησαν το παράδειγμα του Νικοδήμου ενώ οι άλλοι οκτώ (Σταυρινάκης, Θεοδότου, Χατζηπαύλου, Σιακαλής, Σεβέρης, Ρωσσίδης, Γαλατόπουλος, Νικολαίδης) αποφάσισαν να παραμείνουν βουλευτές εκτιμώντας πως δεν είχε να προσφέρει κάτι η παραίτησή τους.
Ο Κιτίου αμέσως μετά την παραίτησή του ξεκινά μια σειρά από ομιλίες προς τον ε/κ λαό: Στις 18 Οκτωβρίου εκφωνεί λόγο στη Λάρνακα όπου τάσσεται υπέρ της Ένωσης και στις 20 Οκτωβρίου μιλά στη Λεμεσό όπου διακηρύττει πως «στο όνομα του Θεού και του λαού, κηρύττω την ένωσιν με την μητέρα Ελλάδα και την ανυπακοήν και την μη υποταγήν εις τους παρανόμους νόμους του ανηθίκου, φαύλου και αξιοκατακρίτου καθεστώτος της Κύπρου[13]». Το απόγευμα της επόμενης μέρας παραιτούνται και τα υπόλοιπα 8 ε/κ μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου.
Η ανάρτηση του τηλεγραφήματος της παραίτησης των 8 βουλευτών στην οδό Λήδρας κοντά στην εκκλησία της Φανερωμένης είχε ως αποτέλεσμα τη συρροή του πλήθους που ερχόταν να πληροφορηθεί τις εξελίξεις ενώ κάποιοι άρχισαν να χτυπούν τις καμπάνες με συνέπεια να αυξάνεται ακόμα περισσότερο ο συγκεντρωμένος κόσμος[14]. Η αυθόρμητη αυτή συγκέντρωση γρήγορα μεταβλήθηκε σε συλλαλητήριο και ζητήθηκε να από τους συγκεντρωμένους να πραγματοποιηθούν και ομιλίες όπως και έγινε. Μίλησαν οι βουλευτές Χατζηπαύλου, Θεοδότου, Σταυρινάκης, Σιακκαλής, εκ μέρους της ΕΡΕΚ ο Κλυτίδης και ο οικονόμος της Εκκλησίας της Φανερωμένης Κυκκώτης. Μετά τις ομιλίες ακούστηκε το σύνθημα «στο Κυβερνείο» και, παρά τις αντιρρήσεις των βουλευτών, ξεκίνησε πορεία προς το κυβερνείο με επικεφαλής την ελληνική σημαία που κρατούσε ο Κυκκώτης και τους ελληνοκύπριους βουλευτές.[15] Όσο προχωρούσε η πορεία τόσο περισσότερος κόσμος προσερχόταν. Όταν το πλήθος έφτασε στο Κυβερνείο προσπάθησε να σπάσει τον αστυνομικό κλοιό και να εισέλθει μέσα με αποτέλεσμα να αρχίσουν συγκρούσεις με την αστυνομία οι οποίες σύντομα θα πάρουν τη μορφή λιθοβολισμών και υποστολής της αγγλικής σημαίας με ταυτόχρονη ανάρτηση της ελληνικής. Η βρετανική διοίκηση θα στείλει στρατιωτικό απόσπασμα και θα αρχίσουν οι πρώτοι πυροβολισμοί και τότε θα ξεκινήσει η έφοδος κατά του Kυβερνείου με αποτέλεσμα το τελευταίο να τυλιχθεί στις φλόγες. Ο Κυβερνήτης Στορς θα αποχωρήσει και οι στρατιωτικές δυνάμεις θα πυροβολούν αδιακρίτως με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ένας άνθρωπος και να τραυματιστούν άλλοι δεκατέσσερις. Αργά το βράδυ η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί αλλά για κάθε ενδεχόμενο ο Στορς θα ζητήσει, και θα λάβει, αεροπορικώς λόγο της επείγουσας κατάστασης, στρατιωτικές ενισχύσεις από την Αίγυπτο. Η εξέλιξη αυτή δεν εμπόδισε, όμως, το να διοργανωθούν κι άλλες διαμαρτυρίες στην πρωτεύουσα τις αμέσως επόμενες μέρες.
Η είδηση των γεγονότων της Λευκωσίας θα πυροδοτήσει αναβρασμό και στην Αμμόχωστο. Θα διεξαχθούν συλλαλητήρια και στις 23 και στις 24 Οκτωβρίου ενώ στις 25 Οκτωβρίου πραγματοποιούνται επιθέσεις διαδηλωτών ενάντια σε αστυνομικούς σταθμούς με αποτέλεσμα να υπάρξει ένας νεκρός διαδηλωτής και αρκετοί τραυματίες. Η κατάσταση αναταραχής θα διατηρηθεί μέχρι και τις 29 Οκτωβρίου.
Η Λάρνακα, όπου έχει εκφωνήσει ο Νικόδημος την επαναστατική του ομιλία, βρισκόταν σε αναβρασμό ήδη από τις 18 Οκτωβρίου. Στις 22 Οκτωβρίου θα πραγματοποιηθεί συλλαλητήριο και τις επόμενες μέρες θα γίνουν συγκρούσεις. Η πόλη θα βρίσκεται σε αναταραχή μέχρι την 1η Νοεμβρίου.
Στην Κερύνεια δεν υπήρξαν διαδηλώσεις μέχρι τις 25 Οκτωβρίου. Τη μέρα εκείνη απαγορεύτηκε στον Μητροπολίτη Μακάριο να μεταβεί στη Λευκωσία. Επιστρέφοντας έβγαλε λόγο προς το πλήθος που είχε ήδη συγκεντρωθεί στην εκκλησία του Αρχαγγέλου και κατήγγειλε τη βρετανική τυραννία. Στη συνέχεια ακολούθησε πορεία προς το σπίτι του Άγγλου διοικητή όπου και υψώθηκε η ελληνική σημαία. Το βράδυ της ίδιας μέρας πραγματοποιήθηκε συλλαλητήριο με τη συμμετοχή και κατοίκων των γύρω χωριών, όπου σημειώθηκαν συγκρούσεις με τραυματισμούς και ένα νεκρό. Τελικά ο Στρατός κατέλαβε το κτίριο της Επισκοπής και συνέλαβε τον Μακάριο.
Στην Πάφο στις 22 Οκτωβρίου και στις 24 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκαν μεγάλα συλλαλητήρια με αποτέλεσμα στις 25 Οκτωβρίου να κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος. Στις 25 Οκτωβρίου σημειώθηκαν επεισόδια και έγιναν συλλήψεις και η αναταραχή συνεχίστηκε μέχρι το Σάββατο 31 Οκτωβρίου.
Στη Λεμεσό η λαϊκή συγκέντρωση που έγινε στις 22 Οκτωβρίου οδήγησε σε πολιορκία, κατάληψη και πυρπόληση του σπιτιού του βρετανού διοικητή. Μετά από δύο μέρες οι βρετανοί κατόρθωσαν να συλλάβουν τον Επίσκοπο Νικόδημο Μυλωνά αλλά όταν οι ε/κ το πληροφορήθηκαν, την επόμενη πια μέρα, ξεκίνησαν συγκρούσεις με αποτέλεσμα ένα νεκρό και αρκετούς τραυματίες. Στους κατοίκους της πόλης επεβλήθη κατ’ οίκον περιορισμός και άρχισαν συλλήψεις που συνεχίστηκαν μέχρι την 1η Νοεμβρίου. Η σύλληψη του Μυλωνά θα συνοδευτεί από συλλήψεις άλλων πέντε ελληνοκύπριων που θεωρούνταν οι υπαίτιοι των ταραχών οι οποίοι λίγες μέρες αργότερα, μαζί με άλλους πέντε, εκ των οποίων οι δύο θα είναι τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΚ Χ. Βατυλιώτης και Κ. Σκελέας, θα εξοριστούν από την Κύπρο.
Σοβαρά γεγονότα διαδραματίστηκαν και στην ύπαιθρο όπου καταλείφθηκαν, λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν αστυνομικοί σταθμοί, έγιναν επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών εγκαταστάσεων (αποκοπή τηλεγραφικών και τηλεφωνικών επικοινωνιών), καταστράφηκαν γεφύρια, εδάρησαν και εδιώχθησαν φοροεισπράκτορες και κυβερνητικοί υπάλληλοι, αφοπλίστηκαν αστυνομικοί, πυρπολήθηκαν δάση, καταστράφηκαν κρατικές περιουσίες (δημόσιες αλυκές, φυτώρια)[16].
- Ο ρόλος του ΚΚΚ
Για να μπορέσει να γίνει κατανοητός ο ρόλος του ΚΚΚ στη διάρκεια της εξέγερσης είναι αναγκαίο να γίνει μια αναφορά στην προηγούμενη δράση του.
To εργατικό κίνημα στην Κύπρο αναπτύχθηκε βραδύτερα λόγω της οικονομικής καθυστέρησης: ιδιαίτερα διογκωμένη αγροτική οικονομία, μικρές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, μεγάλη πολιτική και ιδεολογική επίδραση των μεγαλογαιοκτημόνων μεταξύ των οποίων ήταν και η Εκκλησία. Ταυτόχρονα το ζήτημα της Ένωσης έθετε ορισμένα όρια για την κοινή δράση ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων εργατών. Η ρώσικη επανάσταση και η αργή, αλλά υπαρκτή, καπιταλιστικοποίηση της οικονομίας θα δώσουν το έναυσμα για τη συγκρότηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου. Θα έχει προηγηθεί η δημιουργία μαρξιστικών ομίλων μέσα στους οποίους δρουν τα πρώτα κομμουνιστικά στοιχεία: κυρίως εμποροϋπάλληλοι και εργατοτεχνίτες. Ιδιαίτερη δύναμη εμφάνιζε στην εργατική τάξη της Λεμεσού και ως ένα βαθμό της Αμμοχώστου και πιο περιορισμένη στα υπόλοιπα αστικά κέντρα αλλά όχι στους αγρότες[17]. Επιρροή επίσης διέθετε και σε κύκλους διανοουμένων Τα μέλη του ήταν περίπου 35 το 1923 για να φτάσουν τα 180 στα τέλη του 1930 και τα 365 στη διάρκεια της εξέγερσης. Το ιδρυτικό του συνέδριο θα πραγματοποιηθεί τον Αύγουστο του 1926 και κεντρικό ρόλο θα διαδραματίσει ο Χ. Βατυλιώτης που θα έλθει στην Κύπρο ως απεσταλμένος του ΚΚΕ με αποστολή την προετοιμασία των θέσεων και τη διοργάνωση του Συνεδρίου. Το πρόγραμμα του ΚΚΚ επιχειρούσε να συσπειρώσει τους εργάτες και τους αγρότες (και των δύο εθνοτήτων) ενάντια στους καπιταλιστές, τους γαιοκτήμονες και την Ορθόδοξη Εκκλησία ενώ δήλωνε την αντίθεσή του στην προοπτική της Ένωσης με την Ελλάδα. Αντίθετα υποστήριζε την ανεξαρτησία από τα αποικιακά δεσμά στο πλαίσιο της συγκρότησης μιας σοβιετικής εργατικής δημοκρατίας που θα εντασσόταν στη σοσιαλιστική βαλκανική ομοσπονδία. Ως όχημα προέκρινε το ενιαίο μέτωπο ενάντια στους Άγγλους στο οποίο από το 1928 περιέλαβε, πέραν των ε/κ και τ/κ εργατών και αγροτών, και τους αστούς βουλευτές και μικροαστούς πολιτευτές. Ωστόσο αυτό προσέκρουε αφενός στην αντίρρηση της ε/κ δεξιάς να συμμαχήσει με τους κομμουνιστές και αφετέρου στις σοβαρότατες διαφωνίες δεξιών και αριστερών γύρω από το θέμα της Ένωσης[18].
Θα είναι το εθνικό ζήτημα που θα επικαθορίσει την αρχική στάση του ΚΚΚ απέναντι στη εξέγερση όπου μόνο μετά από το κάψιμο της κατοικίας του Κυβερνήτη οδηγήθηκε στο να συμμετέχει επίσημα στα γεγονότα ενώ μέχρι τότε η όποια συμμετοχή μελών του οφειλόταν σε προσωπικές πρωτοβουλίες. Κι αυτό γιατί θεωρήθηκε πως οι κινητοποιήσεις γίνονταν μέσα σε ένα αντιδραστικό πλαίσιο υπό την ηγεμονία της Εκκλησίας και της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης. Είναι χαρακτηριστικό πως μόλις ξεκίνησε το κίνημα το ΚΚΚ το κατήγγειλε με προκήρυξη ως «εθνικιστική, σωβινιστική προβοκάτσια της Κυπριακής μεγαλοαστικής τάξης»[19].
Θα χρειαστεί να εξελιχθούν τα πράγματα ώστε η Κεντρική του Επιτροπή να εκδώσει ανακοίνωση στις 23 Οκτωβρίου αναφέροντας πως οι διαφορές μεταξύ των εθνικιστών που επιθυμούσαν Ένωση με την Ελλάδα και των κομμουνιστών που αγωνίζονταν για μια σοβιετική δημοκρατία στην Κύπρο, δεν έπρεπε να αποτελούν εμπόδιο για το σχηματισμό ενός ενιαίου αντι- ιμπεριαλιστικού μετώπου. Οι υπάρχουσες διαφωνίες θα μπορούσαν να επιλυθούν μετά από την αποχώρηση των Ιμπεριαλιστών από την κυπριακή πολιτική σκηνή. Η ανακοίνωση προχωρούσε σε επανεκτίμηση της προηγούμενης πολιτικής της αποχής η οποία εφαρμόστηκε από τους τοπικούς κομματικούς πυρήνες κατά τη διάρκεια των λαϊκών διαμαρτυριών. Κάνοντας μια μορφή αυτοκριτικής η Κεντρική Επιτροπή κατέληγε πως η γραμμή της μη ανάμειξης θα έπρεπε να καταδικαστεί. Η ουδετερότητα αποδείχτηκε επιζήμια για τον αντι- ιμπεριαλιστικό αγώνα. Τα κομματικά μέλη θα έπρεπε να διορθώσουν το λάθος τους θέτοντας τους εαυτούς τους στην πρωτοπορία των αντι- ιμπεριαλιστικών αγώνων των εργατικών μαζών[20]. Μετά από αυτή την απόφαση στις 24 Οκτωβρίου ο ηγέτης του ΚΚΚ Χαράλαμπος Βατυλιώτης συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο όπου συζητήθηκε το θέμα συγκρότησης ενιαίου αντιαποικιακού μετώπου χωρίς όμως τελικά να υπάρξει συμφωνία.
Μετά την καταστολή των γεγονότων ο Βατυλιώτης εξορίστηκε στην Αγγλία όπου με τη βοήθεια του ΚΚ Μ. Βρετανίας κατόρθωσε να διαφύγει στην ΕΣΣΔ.
- Ποιος ήταν ο Χαράλαμπος Βατυλιώτης (Βάτης)
Ο Χαράλαμπος Βατυλιώτης γεννήθηκε το 1898 στη Βατυλή της Κύπρου. Σπούδασε στη Γεωργική σχολή γεωπόνος και για ένα διάστημα εργάστηκε με αυτή την ιδιότητα το γεωργικό τμήμα της κυπριακής διοίκησης. Σύντομα παραιτήθηκε και μετανάστευσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου εργάστηκε ως υπάλληλος το 1920.Εκεί σύναψε σχέσεις με το Εργατικό κίνημα Αλεξανδρείας με αποτέλεσμα να απελαθεί και να πάει στην Ελλάδα το 1922[21] όπου έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ) που λίγο καιρό αργότερα μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Ως αντιπρόσωπος του ΣΕΚΕ συμμετείχε στο 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1922 ενώ στη συνέχεια πέρασε για λίγο στη Βουλγαρία απ’ όπου απελάθηκε λόγω της πολιτικής του δράσης. Για ένα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή κομματικών στελεχών της Μόσχας (KUTV) ενώ από το 1923 μέχρι τον Ιούνιο του 1926 ζούσε στην Ελλάδα δραστηριοποιούμενος στο ΣΕΚΕ- ΚΚΕ[22]. Τον Ιούνιο του 1926 πήγε στην Κύπρο που συνέβαλε στη συγγραφή των θέσεων του 1ου συνεδρίου του ΚΚΚ στο οποίο και προήδρευσε ως εκπρόσωπος της Κομιντέρν. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα όπου έμεινε μέχρι τις αρχές του Αυγούστου του 1927 οπότε και πήγε στην ΕΣΣΔ[23]. Γύρισε στην Κύπρο, μάλλον από την ΕΣΣΔ με ενδιάμεσο σταθμό στην Ιταλία, στις 16 Δεκεμβρίου του 1930[24] όπου και ανέλαβε την καθοδήγηση του ΚΚΚ. Στη διάρκεια της κυπριακής εξέγερσης συνελήφθη και εξορίστηκε στο Λονδίνο. Εκεί με τη βοήθεια του βρετανικού στα τέλη του 1931 κατόρθωσε να διαφύγει στην ΕΣΣΔ όπου κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για τη στάση του ΚΚΚ κατά τη διάρκεια της κυπριακής εξέγερσης[25]. Σύμφωνα με όσα έγραψε ο ίδιος από τη Μόσχα στις 7 Μαΐου 1932 στο φίλο του «Γιάννη» που βρισκόταν στη Βρετανία, είχε περάσει δύο μήνες σε σανατόριο λόγω νευρικού κλονισμού. Σε επόμενο γράμμα του από το Ροστόφ την 1η Ιουλίου 1932 προς τον Π. Κατσαρώνα στο Λονδίνο ανέφερε πως ήταν καλά και δούλευε στην καθημερινή εφημερίδα Οι κομμουνιστές[26] όργανο της Περιφερειακής Επιτροπής του Β. Καυκάσου. Στη συνέχεια επιστρέφει στη Μόσχα όπου με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ στέλνεται ως γεωπόνος στη Δ. Σιβηρία όπου διορίζεται διευθυντής του Κολχόζ δημητριακών Τσερεπανόβσκι και παράλληλα συνεργάζεται με την εφημερίδα Σοβιετική Σιβηρία που αποτελεί το όργανο της Π.Ε του Κόμματος δημοσιεύοντας άρθρα με το όνομα Χ.Δ. Βασίλιεφ. Το Φθινόπωρο του 1933 διορίζεται υπεύθυνος καθοδηγητής των επιστημονικών ιδρυμάτων της Διεύθυνσης Γης, Δυτικής Σιβηρίας. Ξεκινά να γράφει βιβλίο με τίτλο Τι πρέπει να γίνει για τους Κολχόζνικους για να ευδαιμονίσουν και για να συλλέξει το σχετικό εμπειρικό υλικό επισκέπτεται αγροτικά κέντρα, κολχόζ και ινστιτούτα επιστημονικών ερευνών της περιοχής[27]. Στη διάρκεια των επισκέψεων αυτών αρρωσταίνει από τύφο και επιστρέφει στο Νοβοσιμπίρσκ, όπου πεθαίνει στις 2 Ιανουαρίου 1934. Η κυπριακή εφημερίδα Πρωία της 10ης/8/34 ανακοίνωσε στους Κύπριους το θάνατό του[28].
Για την πολιτική δράση του Βάτη εντός του ΚΚΕ δεν υπάρχουν συγκεκριμένες μαρτυρίες ή τεκμήρια. Σίγουρα δεν διετέλεσε μέλος της ΚΕ του όπως λανθασμένα αναφέρει ο Κουδουνάρης[29] αλλά όλα δείχνουν πως αποτελούσε σημαντικό στέλεχος. Κι αυτό φαίνεται από το γεγονός πως αντιπροσώπευσε το ΣΕΚΕ στο 4ο συνέδριο της Γ’ Διεθνούς, ότι αποτελούσε τον εκπρόσωπό της στο 1ο Συνέδριο του ΚΚΚ, πως είχε γράψει σειρά άρθρων στο Ριζοσπάστη, όργανο του ΚΚΕ, για το Κυπριακό, τα εθνικά ζητήματα, την εσωτερική κατάσταση στο ΚΚΕ, και σημαντικότερο πως στάλθηκε να αναλάβει την καθοδήγηση του ΚΚΚ
- Η τοποθέτηση του Βάτη στην Κομιντέρν
Ο Βάτης μετά τα Οκτωβριανά εξορίστηκε, όπως ήδη αναφέραμε, στο Λονδίνο όπου παρέμεινε για ένα μικρό διάστημα μέχρι που κατόρθωσε να μεταβεί στην ΕΣΣΔ. Όταν έφτασε στη Μόσχα του ζητήθηκε να συντάξει μια αναφορά την οποία και υπέβαλε με ημερομηνία 1/2/32. Σε αυτή αρχικά παρουσιάζει εν συντομία τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που ζούσαν οι κύπριοι και οι οποίες είχαν συμβάλει στην αύξησης της δυσαρέσκειας ακόμα και μεσαίων στρωμάτων[30] και μετά αναδεικνύει τις διαφωνίες που είχαν σημειωθεί εντός της παράταξης των «ενωτικών»[31].Στη συνέχεια ακολουθεί μια περιγραφή των γεγονότων που δε διαφέρει από τις αντίστοιχες μαρτυρίες άλλων πηγών, υπογραμμίζοντας το αυθόρμητο του χαρακτήρα του κινήματος. Έτσι για την πρώτη συγκέντρωση που έγινε στις 21 Οκτωβρίου ο Βάτης αναφέρει:
«…στη διάρκεια της συγκέντρωσης, στους λόγους τους, μίλησαν για την ανάγκη ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και καλούσαν το πλήθος να τους υποστηρίξει στις επερχόμενες εκλογές κλπ. Δεν υπήρχε κανένα κάλεσμα για εξέγερση από τη μεριά τους[32]. Ωστόσο, το λόγο τους διέκοπταν οι φωνές του πλήθους ‘φτάνουν τα λόγια, θέλουμε πράξεις!’. Από το πλήθος επίσης ακούστηκε πρόταση για διαδήλωση μπροστά από το μέγαρο του κυβερνήτη. Για να ηρεμήσουν τους συγκεντρωμένους οι εθνικιστές ηγέτες πρότειναν να συναντήσουν τον κυβερνήτη ως αντιπροσωπεία του λαού για να απαιτήσουν ‘άμεση’ απάντηση για το ζήτημα της ‘ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα’. Έτσι, υπό την πίεση των μαζών, οι εθνικιστές ηγέτες προχώρησαν προς το μέγαρο… Στη διάρκεια της πορείας συνάντησαν κυβερνητικές ξυλαποθήκες τις οποίες λεηλάτησαν για να ‘εξοπλιστούν’. Μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις οι εθνικιστές ηγέτες (δεξιοί και ‘αριστεροί’[33]) δείλιασαν και ΕΞΕΦΡΑΣΑΝ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΓΥΡΙΣΟΥΝ ΠΙΣΩ. Τότε, οι διαδηλωτές τους περικύκλωσαν και εκβιαστικά τους ωθούσαν προς τα μπρός. Σύμφωνα με ομολογία (εκείνων που εξορίστηκαν στο Λονδίνο) οι διαδηλωτές τους κτυπούσαν ακόμα και στα κεφάλια τους… Έτσι, Η[34] ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΑΥΘΟΡΜΗΤΑ, ΠΑΡΑΚΑΜΠΤΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΤΟΥΣ ΝΑ ΗΡΕΜΗΣΟΥΝ ΤΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΜΑΖΕΣ.»[35]
Για τη στάση του ΚΚΚ θα παραδεχθεί πως στα γεγονότα της πρώτης μέρας με την πυρπόληση του Κυβερνείου
«Τα μέλη του κόμματός μας (με ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ, επειδή η οργάνωση δεν κατάφερε να τους καθοδηγήσει) συμμετείχαν στο κάψιμο του μεγάρου»[36].
Στην συνέχεια παραθέτει τις εξελίξεις των δύο επόμενων ημερών υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τη δυναμική του κινήματος:
«Στις 22 Οκτωβρίου το πρωί, αν και κηρύχτηκε κατάσταση πολιορκίας, η αστυνομία περιορίστηκε στην προστασία των αστυνομικών τμημάτων και των κρατικών κτιρίων επειδή στην πραγματικότητα η πόλη ήταν στα χέρια των λαϊκών μαζών. Την ίδια μέρα είχε οριστεί δίκη για την ‘παράνομη διαδήλωση’ αλλά δεν πραγματοποιήθηκε επειδή οι δικαστές τράπηκαν σε φυγή»[37].
Για τις 24/10 αναφέρει πως
«το πρωί, στην πλατεία μπροστά στο γυμνάσιο και στην αρχιεπισκοπή συγκεντρώθηκε αυθόρμητα μεγάλο πλήθος αναμένοντας οδηγίες για τις επόμενες κινήσεις του. Εκ μέρους των ‘αριστερών’ εθνικιστών που είχαν συνέλευση μέσα στην αρχιεπισκοπή, τους δόθηκε οδηγία να ΔΙΑΛΥΘΟΥΝ. Τότε, κάποιοι εργάτες που καθοδηγούνταν από τους κομμουνιστές και ήταν αναμεμιγμένοι στο πλήθος, άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα του κόμματος, και σύντομα, εγώ μαζί με μια ομάδα εργατών φθάσαμε στο σημείο της συγκέντρωσης. Εμείς προτείναμε στους εθνικιστές που είχαν συνέλευση να οργανώσουν μαζί με το ΚΚ επιτροπή δράσης για την καθοδήγηση της εξέγερσης. Εκείνοι βέβαια αρνήθηκαν, και εμείς αξιοποιήσαμε με τον καλύτερο τρόπο την άρνησή τους για να οργανώσουμε το ενιαίο μέτωπο ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ. Αυτή τη μέρα καταφέραμε να γίνουμε επικεφαλής των οπλισμένων με πέτρες, ξύλα και διάφορα εργαλεία διαδηλωτών και να τους οδηγήσουμε προς την εργατική λέσχη…»[38].
Στις 26 Οκτωβρίου
«ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο με πολυβόλα και συνοδευόμενο από στρατιωτικές ομάδες επιτέθηκε στην εργατική λέσχη, με συνέλαβαν και με έστειλαν στην κεντρική φυλακή. Έπειτα, στην πλατεία μπροστά στην εργατική λέσχη οργανώθηκε μεγάλη συγκέντρωση εργατικής αντίστασης στην οποία πήραν μέρος και τούρκοι εργάτες, συγκέντρωση που διαλύθηκε από τους πυροβολισμούς των όπλων των στρατιωτικών τμημάτων τραυματίζοντας μάλιστα πάνω από 30 εργάτες. Το βράδυ οργανώθηκε νέα διαδήλωση των εργατών στην οποία πήραν μέρος απλοί εθνικιστές (που απογοητεύτηκαν από τη στάση των ηγετών τους). Η εργατική λέσχη στη Λευκωσία κλείστηκε και σφραγίστηκε. Αυτές ήταν οι τελευταίες διαδηλώσεις στη Λευκωσία. Μετά από αυτά τα γεγονότα λήφθηκαν αυστηρά μέτρα από την πλευρά των στρατιωτικών αρχών και ξεκίνησαν μαζικές συλλήψεις στην πόλη. Τα γεγονότα της 21ης στη Λευκωσία, έδωσαν το έναυσμα για γενικευμένη εξέγερση σε όλο το νησί. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μαθεύτηκαν αργότερα η εξέγερση ήταν γενικευμένη και πήραν μέρος κυρίως εργάτες, μικροαστοί της πόλης και τα φτωχότερα αγροτικά τμήματα (περιλαμβανόμενων και τούρκων)»[39].
Στη συνέχεια ο Βάτης περιγράφει με συντομία το κίνημα στις υπόλοιπες πόλεις αλλά και στα χωριά της Κύπρου, τις πρακτικές που υιοθετήθηκαν[40] και καταλήγει με την καταστολή που ακολούθησε[41].
Το τελικό του συμπέρασμα είναι πως
«δεν μπορεί κανείς να εκτιμήσει την κυπριακή εξέγερση (όπως το κάνει ο ελληνικός τύπος αναλόγως των πολιτικών τοποθετήσεων), ως καθαρά εθνικιστική εξέγερση που αποβλέπει στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η προδοσία των εθνικιστών ηγετών συμπεριλαμβανομένων και των ‘αριστερών’, η ευρεία συμμετοχή εργαζομένων και φτωχών αγροτικών μαζών (ακόμα και τούρκων) στην εξέγερση, ο πρωταγωνιστικός ρόλος του ΚΚ σε κάποιες περιοχές (Αμμόχωστος και Λευκωσία) συνέβαλαν έτσι ώστε το σύνθημα για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα να παραμείνει δευτερεύον και αντιθέτως να γίνουν πρωτεύοντα οικονομικά αιτήματα (απελευθέρωση από τους φόρους και τα χρέη) και πολιτικά αιτήματα που προώθησε το κόμμα μας (εκδίωξη στρατιωτικών δυνάμεων του ιμπεριαλισμού, συγκρότηση εργατικού και αγροτικού σοβιέτ). Επίσης, θα ήταν λάθος να ισχυριστεί κανείς ότι η εξέλιξη της εξέγερσης υπάκουε ολοκληρωτικά στα συνθήματα του ΚΚ, αλλά, αναμφισβήτητα, ώθησε στο περάσει ο έλεγχος της εξέγερσης από τους εθνικιστές στο ΚΚ.»[42]
Σε σχέση με την τακτική του ΚΚΚ στη διάρκεια της εξέγερσηςο Βάτης παραδέχεται πως
«ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΚΟΜΜΑ… δεν ανέμενε το ξέσπασμα της εξέγερσης…τα γεγονότα της 21ης Οκτωβρίου αιφνιδίασαν το ΚΚ. Στα μέλη του κόμματος και στους εργάτες δεν δόθηκαν οδηγίες για το πώς να αντιδράσουν στη διάρκεια των λαϊκών κινητοποιήσεων στη Λευκωσία. Κάποιοι από τους συντρόφους μας με δική τους πρωτοβουλία τήρησαν επαναστατική στάση… ενώ κάποιοι άλλοι μη έχοντας λάβει οδηγίες τήρησαν ουδέτερη στάση…. Την επόμενη μέρα μετά από την πυρπόληση του κυβερνητικού μεγάρου…στην ΚΕ εκφράστηκαν τρείς τάσεις: α) να υποτιμηθούν τα γεγονότα θεωρώντας τα τυχαία ξεσπάσματα χωρίς συνέχεια … β) να θεωρηθούν τα γεγονότα καθαρά εθνικιστικές δράσεις…γ) να θεωρηθούν τα γεγονότα ως εξέγερση με προοπτική συνέχειας… Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΨΗ ΕΓΚΡΙΘΗΚΕ ΟΜΟΦΩΝΑ. Ύστερα συζητήσαμε το θέμα του ενιαίου μετώπου και αποφασίσαμε να προωθήσουμε το σύνθημα για ενιαίο αντι-ιμπεριαλιστικό μέτωπο μαζί με τις λαϊκές μάζες των εθνικιστών διακρίνοντάς τες από τους ηγέτες εθνικιστές και από τις ελίτ (αυτή ήταν σημαντική διόρθωση της προηγούμενης μας στάσης απέναντι στους εθνικιστές).»[43]
Σε ό,τι αφορά τις επαφές με τους εθνικιστές ο Βάτης υποστηρίζει πως στις 24 Οκτωβρίου
«προτείναμε στους εθνικιστές που έκαναν διαπραγματεύσεις στην αρχιεπισκοπή να οργανώσουμε κοινή επιτροπή αγώνα, αλλά μετά από την άρνησή τους, εμείς επιτόπου αποκαλύψαμε τον προδοτικό τους ρόλο.Οι κινητοποιήσεις της 26ης Οκτωβρίου πραγματοποιούνταν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΚ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΩΝ ΑΠΛΩΝ ΕΘΝΙΚΙΣΤΩΝ.»[44]
Μετά ο Βάτης αναφέρεται στα γεγονότα στην Αμμόχωστο όπουεκεί οργάνωση του ΚΚΚ «διαδραμάτισε σημαντικό ηγετικό ρόλο»[45]ενώ αντίθετα «τη χειρότερη στάση κράτησε η οργάνωση της Λεμεσού … τηρώντας ουδετερότητα μέχρι τις 25 Οκτωβρίου, μέχρι να φτάσει εκεί ο εκπρόσωπος της ΚΕ σ. Σκελέας».[46]
Το τελικό του συμπέρασμα είναι πως
«ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΜΑΣ ΕΚΑΝΕ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΛΕΓΞΕΙ ΤΙΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ. ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΤΕΔΕΙΞΑΝ ΟΤΙ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΣΑΝ ΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΚΕ ΥΠΗΡΞΑΝ ΑΡΚΕΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ»[47]
Στη συνέχειαο Βάτης αναφέρεται στα πλήγματα που δέχτηκε το ΚΚΚ λόγω της καταστολής της εξέγερσης αλλά εκφράζει την πεποίθηση πως συνεχίζεται η λειτουργία του.
Στο τελευταίο μέρος του υπομνήματος ο Βάτης καταπιάνεται με το να κάνει ένα απολογισμό της δράσης του ΚΚΚ από τη στιγμή που επέστρεψε εκείνος στην Κύπρο. Μεταξύ άλλων επισημαίνει την οργανωτική ανάπτυξη του κόμματος, τη συγκρότηση εργατικών λεσχών σε όλες τις πόλεις, τη δημιουργίατης ΜΟΠΡ (Международная Организация Помощи Революционерам - Διεθνής Οργάνωση Στήριξης των Αγωνιστών της Επανάστασης), το μοίρασμα 60000 κομματικών φυλλαδίων[48].
Μετά ακολουθεί μια απαρίθμηση αδυναμιών του κόμματος όπως ήταν: α) η παρέμβαση μελών του ΚΚΚ στον εορτασμό της ελληνικής επανάστασης του 1821 στη Λεμεσό, τον οποίο διέκοψαν βγάζοντας λόγους ενάντια στην ένωση με την Ελλάδα, η οποία είχε γίνει χωρίς κομματική έγκριση β) η υποστήριξη του εθνικιστή βουλευτή Γαλατόπουλου στις τελευταίες εκλογές γ) Η κακή μεθοδολογία στη συγκρότηση του ενιαίου μετώπου πριν την εξέγερση. Συγκεκριμένα «δεν προωθήσαμε το σύνθημα για ενιαίο αντι-ιμπεριαλιστικό μέτωπο μαζί με τους απλούς εθνικιστές ενάντια στους προδότες ηγέτες τους, δεν διακρίναμε τους απλούς εθνικιστές από τις ελίτ τους γεγονός που εμπόδισε το κόμμα μας να αποκόψει τις εργατικές μάζες από την επιρροή των εθνικιστών. Αυτό το λάθος διορθώθηκε στη διάρκεια της Οκτωβριανής εξέγερσης»[49].
Το υπόμνημα τελειώνει με την απαρίθμηση ορισμένων οργανωτικών αδυναμιών του ΚΚΚ όπως είναι η απουσία εμπειρίας, η έλλειψη ηγετικών στελεχών,οι χαλαροί δεσμοί κομματικής ένταξης, η ελλειμματική παρέμβαση στη νεολαία, στους αγρότες και στους τ/κ , η εμφάνιση συντεχνιακών τάσεων στην παρέμβαση στα συνδικάτα, τα οικονομικά προβλήματα του κόμματος.
Το τελευταίο ζήτημα που θέτει αφορά τη σχέση του ΚΚΚ με την Κομιντέρνκαι από μια άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κριτική προς την Κομιντέρν ότι ολιγώρησε στο να ανταποκριθεί στα καθήκονταπου η ίδια είχε θέσει προς το ΚΚΚ. Συγκεκριμένα ο Βάτης αναφέρει:
«ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΚ ΚΥΠΡΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΜΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Της ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ (МККИ) ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΣΑΝ ΤΟ ΚΚ ΚΥΠΡΟΥ»[50]
Στις πρακτικές προτάσεις για την επίλυση των παραπάνω ζητημάτων ο Βάτης αναφέρει: α) την άμεση αποστολή στην Κύπρο δυο - τριών φοιτητών της Σχολής του Λένιν με σκοπό την ανασυγκρότηση του κόμματος β) τη λήψη μέτρων για τη διάσωση του κομματικού τυπογραφείου γ) την άφιξη στην ΕΣΣΔ για σπουδέςτουλάχιστον 5 κύπριων εργατών και τη διάθεση στο ΚΚΚ δύο- τριών κύπριων που ζουν στο εξωτερικό και είναι μέλη του ΚΚ Μ. Βρετανίας και του ΚΚ ΗΠΑ δ) τη διασφάλιση κυκλοφορίας εβδομαδιαίας κυπριακής εφημερίδας στο Λονδίνο που θα εκδίδεται στα ελληνικά και στα τουρκικάε) Τη βελτίωση της επικοινωνίας της Κομιντέρν με την ΚΕ του ΚΚ Κύπρου[51].
Λίγες μέρες μετά την κατάθεση της γραπτής αναφοράς του Βάτη θα του ζητηθεί να δώσει προφορικά μια σειρά από συμπληρώσεις και επεξηγήσεις σε σχέση με το υπόμνημά του. Η διαδικασία αυτή θα λάβει χώρα στις 10 Φεβρουαρίου 1932 και παρόντες θα είναι οι Βαλέτσκι, Πανώφ και Πέτροβα. Στο πρώτο μέρος ο Βάτης θα δώσει πρόσθετες πληροφορίες για τη δράση του ΚΚΚ από τις αρχές του 1931, όπου ανέλαβε την καθοδήγήσή του, μέχρι τη εξέγερση του 1931[52].
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όσα διηγείται για τη δράση του ΚΚΚ αλλά και του ίδιου τις μέρες εξέγερσης:
«Στις 21 Οκτωβρίου το βράδυ βρισκόμουν στην εργατική λέσχη όπου παρευρίσκονταν όπως συνήθως περίπου 60 εργάτες. Γύρω στις 7-8 το βράδυ ακούσαμε κωδωνοκρουσίες από όλες τις εκκλησίες που σήμαναν συναγερμό. Έστειλα τρείς συντρόφους για να μάθουν τι γίνεται. Την ίδια ώρα στη λέσχη ήρθαν κάποιοι άλλοι σύντροφοι και ενημέρωσαν ότι ο λαός συγκεντρώνεται μπροστά από την εμπορική λέσχη και ότι θα εκφωνήσουν λόγο οι βουλευτές που είχαν παραιτηθεί. Έδωσα οδηγίες στους συντρόφους που ήσαν παρόντες στη λέσχη να μη διασκορπιστούν αλλά οι οδηγίες μου δεν εκτελέστηκαν αφού αρκετοί έφυγαν σιγά σιγά για τη συγκέντρωση. Εγώ ανέμενα τους δικούς μου ανθρώπους τους οποίους έστειλα για να μου μεταφέρουν πληροφορίες ώστε να ξέρω πως θα ενεργήσω στη συνέχεια. Αυτοί με ενημέρωσαν ότι στη συγκέντρωση οι ομιλητές δεν καλούν σε εξέγερση. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα από τη λέσχη έφυγαν όλοι. Εγώ με τον σ. Σ. εκτιμήσαμε ότι η συγκέντρωση τελείωσε ήρεμα, άφησα δυο συντρόφους και πήγα σπίτι μου. Αυτό έγινε γύρω στις 9. Δεν πέρασα κοντά από τη συγκέντρωση, ενώ οι δρόμοι προς το σπίτι ήταν άδειοι. Γύρω στις 11 άκουσα κάποιους κρότους και από το παράθυρο παρατήρησα ότι από τη γωνία απέσυραν έναν φρουρό. Εγώ κατάλαβα πως κάτι συμβαίνει. Είπα στον Σκελέα ότι πρέπει να πάμε να μάθουμε τι συμβαίνει.Φτάσαμε στην πλατεία όπου μας ενημέρωσαν ότι πραγματοποιείται διαδήλωση έξω από την πόλη. Κατάλαβα ότι αργήσαμε. Ξαναγυρίσαμε στη λέσχη αλλά δεν υπήρχε σχεδόν κανείς. Γύρω στις 11 βγήκαμε στους δρόμους. Οι διαδηλώσεις γινόντουσαν έξω από την πόλη και για να πάμε προς τα εκεί για εμάς ήταν επικίνδυνο. Πυροβολισμοί επαναλήφθηκαν. Ακριβώς τότε έφθασε μια ομάδα συντρόφων που ενημέρωσαν ότι έκαψαν το μέγαρο του κυβερνήτη και ότι υπάρχουν τραυματίες. Το πλήθος που διαδήλωνε διασκορπίστηκε μέσα στην πόλη σχηματίζοντας μικρές ομάδες. Ύστερα εμείς πήγαμε σπίτι όπου ήρθαν και άλλοι σύντροφοι με τους οποίους αποφασίσαμε να συζητήσουμε για το ποιες θα ήταν οι επόμενες κινήσεις μας. Οι σύντροφοι μας διηγήθηκαν λεπτομερώς τα γεγονότα και μετά πήγαμε για ύπνο….Στις 22 Οκτωβρίου… στις 2 το μεσημέρι καλέσαμε σε συνεδρίαση την ΚΕ με την τοπική επιτροπή. Υπήρχαν 12-13 άτομα… αποδέχτηκαν τη δική μου άποψη ότι πρέπει νασυμμετέχουμε δυναμικά στην εξέγερση, να εκδώσουμε προκηρύξεις με τα συνθήματα: έξω ο ιμπεριαλισμός, απόσυρση του στρατού, υπέρ της αγροτο-εργατικής δημοκρατίας, εναντίωση στους εθνικιστές, 8ωρη εργασία κλπ. Να διαχωρίσουμε τη θέση μας από τους εθνικιστές. Η συνεδρίαση διήρκησεαπό τις 2 μέχρι τις 6. Το βράδυ οι δικοί μας δεν ήταν ακόμα αρκετά κινητοποιημένοι, ένα μέρος τους είχε βγει στους δρόμους. Εμείς δεν παίρναμε πρωτοβουλία να καλέσουμε σε συγκέντρωση.
23 Οκτωβρίου. Κηδευόταν ένας από τους νεκρούς. Εμείς δεν είχαμε δώσει οδηγίες για συμμετοχή στην κηδεία θεωρώντας ότι επειδή πρόκειται για θρησκευτική κηδεία δεν θα μας άφηναν να εκφωνήσουμε λόγο και για αυτό αποφασίσαμε να μη μιλήσουμε. Στις 23 του μήνα για μια άλλη μια φορά οργανώσαμε συνεδρίαση όπου αποφασίσαμε ότι πρέπει πια να δράσουμε πιο δυναμικά. …Στις 24 Οκτωβρίου το πρωί μάθαμε ότι έχουν συλληφθεί 5 ηγέτες των εθνικιστών. Στις 8 το πρωί στην πλατεία συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος λαού. …Αποφασίσαμε να πάμε μαζί με τους εργάτες στο σημείο όπου συγκεντρώθηκε ο λαός με σκοπό να εκφωνήσουμε ομιλία,... Ενημερωθήκαμε ότι οι εθνικιστές μας καλούν για διαπραγματεύσεις[53]. Όταν φθάσαμε μπροστά από το κτήριο όπου είχαν συγκεντρωθεί οι εθνικιστές, εγώ με τον σύντροφο Θήβα [Фивас][54] μπήκαμε στη συνέλευση των εθνικιστών αφήνοντας τους εργάτες που μας συνόδευαν έξω. Τους ρωτήσαμε τι ζητάνε από εμάς ενώ εκείνοι μας πρότειναν να τους αποσαφηνίσουμε τη στάση μας. Στη διάρκεια του 15λεπτού λόγου μου τους εξήγησα ό,τι γράφαμε στην προκήρυξή μας, ενώ ένας από τους εθνικιστές μου είπε ότι δεν εκπροσωπούν κανέναν και ό,τι δεν πρόκειται να δραστηριοποιηθούν. Βγαίνοντας είπα στους εργάτες που με προσέγγισαν ότι οι εθνικιστές ήδη είναι παραδομένοι και καμιά πρωτοβουλία δεν θέλουν να αναλάβουν και ότι το μοναδικό κόμμα που μπορεί να καθοδηγήσει είναι το ΚΚ. Ήταν γύρω στις 11:00. Πήγαμε στη λέσχη συνοδευόμενοι από τους εργάτες και εκεί εκφώνησα λόγο».[55]
Οι απαντήσεις του Βάτη ολοκληρώνονται με αναφορά στις συνθήκες συλλήψεις του.
- Σχολιασμός των λεγομένων του Βάτη
Αν θέλει κανείς να συμπυκνώσει όσα υποστήριξε ο Βάτης τόσο με το γραπτό του υπόμνημα όσο και με την κατάθεση της μαρτυρίας του θα μπορούσε να ειπωθεί πως υπήρξε μια αυθόρμητη εξέγερση που αιφνιδίασε όλους. Σε αυτή κυριαρχούσαν τα κοινωνικο- οικονομικά αιτήματα ενώ το σύνθημα της Ένωσης είχε δευτερεύουσα παρουσία, το ΚΚΚ καθυστέρησε να εμπλακεί αλλά από τη στιγμή που το αποφάσισε είχε πρωτοπόρο ρόλο σε αντίθεση με τους ενωτικούςπου τηνεγκατέλειψαν τόσο λόγω της δυναμικής τηςόσο και εξαιτίας του φόβου τους προςτους Άγγλους. Σε κάθε περίπτωση το ΚΚ πρότεινε συγκρότηση αντιαποικιακού μετώπου στους ενωτικούς αλλά δε βρήκε ευήκοα ώτα. Τέλος υπαρκτή ήταν και η παρουσία του τουρκικού στοιχείου δεδομένου πως στις κινητοποιήσεις δε δέσποζε το αίτημα της ένωσης.
Σε αυτές τις βασικές εκτιμήσεις του Βάτη υπάρχει ένα σημείο το οποίο είναι ακριβές: Αφορά τον αυθόρμητο χαρακτήρα της εξέγερσης και τις προσπάθειες που έκαναν οι ηγέτες των ενωτικών για να εκτονωθεί η κατάσταση.
- ο αυθόρμητο της εξέγερσης και η ανασταλτική στάση των ηγετών της ένωσης τεκμαίρεται από πολλές πηγές που καταγράφονται στη διεξοδική μελέτη του Στυλιανού. Πράγματι μετά τις ομιλίες τους το απόγευμα της 21ης Οκτωβρίου «οι βουλευτές κατέβαλαν προσπάθειες να πείσουν το λαό να διαλυθεί…Ο λαός, πάντως, παρά τις δραματικές εκκλήσεις των βουλευτών να διαλυθεί ήσυχα…δε δέχθηκε να πειθαρχήσει[56]». Στη συνέχεια και αφού είχε φτάσει το πλήθος στο Κυβερνείο «Μερικοί από τους βουλευτές προσπάθησαν να αποτρέψουν το πλήθος να μπει στο κυβερνείο. Ο λαός όμως αγνόησε τις δραματικές εκκλήσεις»[57]. Όταν στις 24 Οκτωβρίου έγινε γνωστό στη Λευκωσία πως είχαν γίνει οι πρώτες συλλήψεις έγινε μεγάλη συνάθροιση στην Αρχιεπισκοπή. Εκεί κάποιοι πρότειναν τη λήψη δυναμικών μέτρων. Τελικά όμως ύστερα από την παρέμβαση του δήμαρχου Λευκωσίας και του γιατρού Καλαβρού η συγκέντρωση διαλύθηκε[58]. Στην Αμμόχωστο στις 24/10 σε συνάντηση στην οποία κάλεσε ο αναπληρωτής διοικητής της πόλης Wilson τους ελληνοκύπριους πολιτικούς ηγέτες της πόλης αναφέρεται πως εκείνοι του υποσχέθηκαν να ασκήσουν όλη τους την επιρροή για τη διασφάλιση της ειρήνης. Το ίδιο συνέβη και σε συνάντηση που είχε αμέσως μετά τους βουλευτές Σιακαλλή και Ρωσσίδη. Όταν λίγο αργότερα στο συλλαλητήριο που πραγματοποιήθηκε αναρτήθηκαν μερικές ελληνικές σημαίες, ο δήμαρχος Εμφιετζής διαβεβαίωσε τον Wilson πως μετά το συλλαλητήριο θα κατέβαιναν[59]. Οι Ρωσσίδης και Σιακκαλής πράγματι με το πέρας των ομιλιών τους ζήτησαν από το πλήθος να διαλυθεί ήσυχα. Ωστόσο, το απόγευμα ξεκίνησαν νέες κινητοποιήσεις και τότε ο Εμφιετζής παραδέχτηκε στον Wilson πως δεν κατέφερε να τους αποτρέψει από το να συνεχίσουν την πορεία τους[60]. Στη Λάρνακα στις 25 Οκτωβρίου οι διαδηλωτές δέχτηκαν τις υποδείξεις των ομιλητών να επιδείξουν ψυχραιμία και χρειάστηκαν οι εκκλήσεις του Μητροπολίτη και του αρχιμανδρίτη για να διαλυθούν ήσυχα[61].
Από εκεί και πέραόλα τα υπόλοιπα σημεία των τοποθετήσεων Βάτη είναι αρκετά προβληματικά. Ας ξεκινήσουμε από το θέμα του κοινού μετώπου. Πράγματιυπήρξε η έκδοση της σχετικής προκήρυξης του κόμματος όπου τονιζόταν η ανάγκη συγκρότησης αυτού του μετώπου. Μετά τη διακίνηση της προκήρυξης ακολούθησε μια άλλη ενέργεια που αποσκοπούσε, υποτίθεται στην υλοποίηση αυτής της απόφασης.Πρόκειται για τη συνάντηση που είχε ο Βάτης στις 24 Οκτωβρίου με εκπροσώπους των ενωτικών. Ο Βάτης αναφέρει πως τους πρότειναν κοινή επιτροπή αγώνα αλλά οι ενωτικοί δε δέχτηκαν. Ωστόσο το εμπιστευτικό έγγραφο που, μόλις μια μέρα μετά, κατέθεσε στη βρετανική διοίκηση ο τοπικός διοικητής της αστυνομίας δείχνει μια εντελώς άλλη εκδοχή των πραγμάτων:
«Ο Βάτης συμμετείχε χθες σε συνάντηση στην Αρχιεπισκοπή η οποία διοργανώθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο και άλλους. Σε αυτή τη συνάντηση οι εθνικιστές πρότειναν στους κομμουνιστές να ενωθούν μαζί τους και να διακηρύξουν την επανάσταση προκειμένου να ανατραπεί η κυβέρνηση. Ο Βάτης και οι εθνικιστές συμφώνησαν στο ζήτημα της ανατροπής της κυβέρνησης υπό τον όρο ότι οι κομμουνιστές θα κρατούσαν κόκκινες σημαίες. Οι εθνικιστές πρότειναν ότι η κόκκινη σημαία μπορούσαν να κρατούνται με ελληνικές σημαίες, αλλά ο Βάτης αρνήθηκε να πιστεύοντας ότι οι Τούρκοι και οι Αρμένιοι θα ενώνονταν μαζί τους όταν εκείνοι θα φώναζαν υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα. Ως εκ τούτου, ο Βάτης πρότεινε να φωνάζουν το ακόλουθο σύνθημα: ‘Κάτω η ιμπεριαλιστική αγγλική κυβέρνηση και ζήτω η εργατική δημοκρατία’ επιμένοντας σε αυτό το σημείο. Δεν συμφώνησαν και ο Βάτης έφυγε λέγονταςότι θα συνεχίσει να δραστηριοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματός του και η συνάντηση έληξε»[62].
Θεωρώντας ότι δεν υπάρχει λόγος αυτή η εμπιστευτική αναφορά να μην αντανακλά την πραγματικότητα, η οποία είναι προφανές πως συντάχθηκε βάση πληροφοριών που προήλθαν από αυτόπτη μάρτυρα,καταλήγουμε πως αυτό που θεωρούσε ο Βάτης ως κοινό μέτωπο ήταν η πλήρης κυριαρχία του ΚΚΚ απέναντι στους συμμάχους του, πράγμα που φυσικά δεν μπορούσε να γίνει δεκτό από τους εθνικιστές. Τέλος το, πιθανό, αντεπιχείρημα πως το ΚΚΚ ενδιαφερόταν για συμμαχία με τη βάση των εθνικιστών δεν εξηγεί το λόγο συμμετοχής του Βάτη σε αυτή τη συνάντηση. Άλλωστε ακόμα κι αν η «βάση» διαχωριζόταν από την «ηγεσία» ποτέ δε θα δεχόταν τεθεί κάτω από την κόκκινη σημαία και να φωνάζει τα συνθήματα που πρότεινε ο Βάτης. Σε κάθε περίπτωση η όλη συμπεριφορά του Βάτη απείχε από το πνεύμα της απόφασης της ΚΕ αλλά και από το γενικότερο πλαίσιο κατευθύνσεων που είχε βγάλει η Τρίτη Διεθνής για το αποικιακό ζήτημα (βλ. παρακ).
Τώρα ας δούμε κατά πόσο ισχύει ο ισχυρισμός πως το αίτημα της ένωσης είχε δευτερεύουσα σημασία. Καταρχάς η όλη εξέγερση, όπως ήδη αναφέραμε, ξεκίνησε από την ομιλία του Μητροπολίτη Νικόδημου στη Λεμεσό ο οποίος διακήρυξε την ένωση με την Ελλάδα.Την επόμενη μέρα στη Λευκωσία ηελληνική σημαία ηγήθηκε πορείας προς το Κυβερνείο[63] ενώ είχαν προηγηθεί, από πλευράς των βουλευτών πύρινοι λόγοι υπέρ της ένωσης. Όπως ανaφέρει ο Κυβερνήτης Storrs στην έκθεσή του: «Επηκολούθησε θορυβώδης διαδήλωσις μετά ζητωκραυγών, χειροκροτημάτων και συνεχών φωνών υπέρ της ενώσεως». Λίγη ώρα αργότερα «ενεπήχθη Ελληνική επί της στέγης του οικήματος σημαία»[64] αφού είχε κατέβει η αντίστοιχη βρετανική. Σε λίγη ώρα κι άλλες ελληνικές σημαίες είχαν αναρτηθεί στη Β.Α πτέρυγα του Κυβερνείου καθώς και στα δέντρα του άλσους[65]. Στη κηδεία του πρώτου νεκρού Ονούφριου Κληρίδη που έγινε στη Λευκωσία στις 23/10 «Παρίστανται πρόσκοποι, εθελονταί, αντιπρόσωποι όλων των πολιτικών λεσχών, φέροντας λάβαρα και ελληνικάς σημαίας»[66]. Στις 22/10 το απόγευμα στη Λεμεσό πραγματοποιήθηκε πορεία όπου οι συμμετέχοντες φώναζαν «Ένωσις» ενώ στην ομιλία του δικηγόρου Γ. Μυλωνά που ακολούθησε ο ομιλητής υποστήριξε πως κυπριακός λαός δεν μπορεί να ζητήσει τίποτε άλλο παρά την ένωση με την Ελλάδα και στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και ο άλλος ομιλητής Μ. Χατζηδημητρίου Στη συνέχεια το πλήθος έψαλε τον ελληνικό εθνικό ύμνο[67]. Στην Αμμόχωστο στις 23/10 στην πορεία που έγινε δέσποζε το σύνθημα «Ζήτω η ένωσις»[68]. Στην Κερύνεια στις 25/10 έγινε πυρεία η οποία έφτασε στο διοικητήριο, κατέβασε την βρετανική σημαία και τοποθέτησε την ελληνική. Εκεί ο Μητροπολίτης Κερύνειας Μακάριος τόνισε πως ο λαός μαζεύτηκε «για να απαιτήσει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα γιατί η Κύπρος είναι ελληνική» και τότε το πλήθιος ξέσπασε σε κραυγές υπέρ της ένωσης[69]. Στα χωριά που συμμετείχαν στην εξέγερση «ηγείρετο η κραυγή: ‘Δεν υπάρχει Κυβέρνηση…αύτη είναι η ημέρα της επανάστασης και ζήτω η ένωσις»[70]. Φυσικά όλα αυτά δεν αναιρούν πως τέθηκαν κι άλλα θέματα εξ’ ου και οι επιθέσεις σε εφοριακούς[71] αλλά από αυτό σημείο μέχρι να παραγνωρίζεται ο καθοριστικός ρόλος του συνθήματος της Ένωσης υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Τέλος για την παρουσία του τουρκικού στοιχείου δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις για κάτι τέτοιο σε μαζικό επίπεδο, άσχετα αν μεμονωμένα μπορεί να υπήρξε κάποια συμμετοχή.Αντίθετα, υπάρχει η δήλωση του τ/κ βουλευτή Νετζάτι μεσούσης της εξέγερσης που καλεί τους συμπατριώτες του να υπακούσουν στις εντολές της κυβέρνησης[72] καθώς και το δημοσίευμα της τ/κ εφημερίδας Soz στις 29/10 που καταδικάζει τις «ελληνικές ακρότητες» και εκφράζει τη συμπάθειά της προς τη διοίκηση και τον Κυβερνήτη[73]. Το πιο όμως χαρακτηριστικό είναι πως μετά την αποτυχημένη συνάντηση στην Αρχιεπισκοπή ο Βάτης μαζί με τον Σκελέα έκαναν στη λέσχη του κόμματος μια συνάντηση με τον τ/κ Μουσταφά Μουλουσί όπου συζήτησαν τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να εκδοθεί μια κοινή ανακοίνωση με σκοπό να τους ωθήσει στο να συμμετέχουν στην εξέγερση και στις απεργίες. Ο Μουσταφά Μουλουσί είπε πως θα ήταν επικίνδυνο να δημοσιευτεί μια τέτοια ανακοίνωση πριν γνωστοποιηθεί στη βρετανική κυβέρνηση. Ο Βάτης απάντησε πως θα ήταν άχρηστο το να δημοσιεύσουν μια ανακοίνωση που θα έχει πρώτα λογοκριθεί από τους Βρετανούς. Ο Μουλουσί αποκρίθηκε ότι θα συνεργαζόταν μαζί τους εάν συμφωνούσαν στην πρότασή του και τελικά ο Βάτης δέχτηκε[74]. Τελικά δε υπάρχει καμία μαρτυρία πως μοιράστηκε κάποια ελληνοτουρκική προκήρυξη. Η απουσία του τουρκικού στοιχείο αναφέρεται και στο επίσημο δελτίο της Κομμουνιστικής Διεθνούς Imprecor όπου στο φύλο της 24/12/31 υπάρχει άρθρο με τίτλο Against Colonial Oppression. The situation in Cyprus (Ενάντια στην αποικιοκρατική καταπίεση- Η κατάσταση στην Κύπρο- υπογράφεται με τα αρχικά R. B) και μεταξύ άλλων αναφέρεται: « Σε σχέση με τον τουρκικό πληθυσμό της Κύπρου οι πλούσιοι τούρκοι διακήρυξαν την συμπάθειά τους στην Κυβέρνηση ενώ οι εργάτες και οι αγρότες παρέμειναν ουδέτεροι με εξαίρεση ενός μικρού αριθμού στη Λευκωσία που τέθηκαν υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικό Κόμματος». Πέραν του γεγονότος πως δεν προκύπτει κάποιου είδους παρουσίας μερίδας τ/κ στην εξέγερση προκαλεί εντύπωση η στάση του Βάτη που δέχεται να βγει έστω και λογοκριμένο κείμενο φτάνει να υπάρχει τ/κ συμμετοχή, δίνοντας την προτεραιότητα σε αυτό πράγμα που στην ουσία αποτελούσε παρέκκλιση από τη γραμμή του αντιαποικιακού μετώπου.
Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως στα περισσότερα ζητήματα η πραγματικότητα είναι διαφορετική από αυτή που περιέγραψε ο Βάτης. Ουσιαστικά επιχείρησε να δικαιολογήσειμια σειρά από καθυστερημένες αντιδράσεις του ίδιου και συνολικά της ηγεσίας του ΚΚΚ. Διότι από τη στιγμή που βρίσκονται στη λέσχη του κόμματος και τους έρχονται οι πληροφορίες για την πορεία προς το κυβερνείο δεν γίνεται κατανοητό γιατί δεν πήγαν και εκείνοι εκεί, πόσο μάλλον που πολλά μέλη του ΚΚΚ που βρίσκονταν αρχικά στη λέσχη πήγαν και δε ξαναγύρισαν. Προκαλεί εντύπωση πως όχι μόνο δε δημιουργήθηκαν ερωτηματικά, αν όχι ανησυχίες, στον Βάτη και στους υπόλοιπους της ηγεσίας, σχετικά με το τι συνέβη σε αυτούς τους ανθρώπους αλλά η ηγεσία επέστρεψε στα σπίτια της. Κι ενώ λίγο αργότερα έγινε σαφές πως η εξέγερση συνεχιζόταν εκτός της πόλης εκείνοι δεν πήγαν γιατί το θεώρησαν επικίνδυνο. Την επόμενη μέρα ενώ ο ίδιος ο Βάτης υποστηρίζει πως «η πόλη ήταν στα χέρια των λαϊκών μαζών» το ΚΚΚ έκανε συνεδρίαση σε προχωρημένη ώρα (στις 2μμ) με μεγάλη διάρκεια (4ώρες) ενώ το μοίρασμα της προκήρυξης που αποφασίστηκε έγινε δύο μέρες μετά.Στις 23/10 δε συμμετείχαν στην κηδεία του νεκρού διαδηλωτή με τη δικαιολογία πως δε θα του δινόταν ο λόγος με αποτέλεσμα να μείνουν εκτός μιας πολύ σημαντικής, όπως ο ίδιος ο Βάτης παραδέχεται, κινητοποίησης. Στις 24/10 ενώ η πρόταση του Αρχιεπισκόπου είναι συνύπαρξη ελληνικών με κόκκινες σημαίες, πράγμα που θα είχε και συμβολικό χαρακτήρα για τη συγκρότηση του ενιαίου αντιαποικιακού μετώπου, ο Βάτης αντιπροτείνει μόνο την ύπαρξη κόκκινων σημαιών και εκφώνηση συνθημάτων που δεν εξέφραζαν παρά μονάχα το ΚΚΚ. Με αυτό τον τρόπο βάζει τέρμα στην όποια συζήτηση. Τέλος, δε φαίνεται να υπάρχει καμιά οργανική σύνδεση με τους τ/κ, γι’ αυτό αντί να βγάλει δίγλωσση προκήρυξη το κόμμα που θα μοιραζόταν από μέλη και των δύο κοινοτήτων βρίσκονται να διαπραγματεύονται με «εκπρόσωπο» των τ/κ.
- Η απόφαση της Κομιντέρν
Μετά το γραπτό υπόμνημα του Βάτη της 1/2/ 32 μια τις προφορικές εξηγησεις οπου θα δώσεις στις 10/2/32 συντάχθηκε στις 14/2/32, από την Κομιντέρν, σχέδιο απόφασης «σχετικά με το ρόλο του ΚΚ της Κύπρου στην εξέγερση του Οκτώβριου του 1931 και σχετικά με τις δραστηριότητές του κατά την προηγούμενη περίοδο»
Στο σχέδιο αυτό μεταξύ άλλων αναφερόταν:
«Καθήκον του ΚΚΚ που εκείνη τη χρονική περίοδο μετρούσε 450 μέλη και ιδιαίτερο καθήκον της ηγεσίας του, ήταν:
-άμεση εξαγγελία και οργάνωση γενικής επαναστατικής απεργίας,
-δημιουργία επιτροπών δράσης με εκλεγμένα από τις μάζες μέλη και άμεση προκήρυξη εκλογών στα σοβιέτ για την ανάδειξη βουλευτών των εργατών και των αγροτών από τις μάζες ελλήνων και τούρκων,
-οι βουλευτές πρέπει να ηγηθούν του αγώνα και να αναλάβουν την οργάνωση τοπικών εξουσιών,
-να δημιουργήσει δίκτυα επικοινωνίας με άλλες κινηματικές εστίες και με τα χωριά με στόχο την ένωση και τη συγκεντροποίησή τους,
-να οργανώσει επιθετικό αγώνα και αντίσταση κατά των βρετανικών αρχών όπως και τον εξοπλισμό των μαζών. Στο πλαίσιο αυτού του αγώνα τα συνθήματα πρέπει να αφορούν: τα άμεσα αιτήματα των εργατών (αύξηση μισθού, 8ωρη εργατική ημέρα, επιδόματα στους ανέργους), τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες (κατάργηση φόρων και χρεών, απαλλοτρίωση των μοναστηριακών κτημάτων και των κτημάτων μεγαλοϊδιοκτητών γης) … Άλλα συνθήματα πρέπει να είναι: η εκδίωξη της βρετανικής εξουσίας, η εγκαθίδρυση από τις εργατικές μάζες ελλήνων και τούρκων της αγροτο-εργατικής σοβιετικής δημοκρατίας της Κύπρου και της σοβιετικής εξουσίας σε τοπικό επίπεδο, συνθήματα κατά του βρετανικού ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, κατά των τραπεζών, των τοκογλύφων και των εκμεταλλευτών.
Η ηγεσία του ΚΚ της Κύπρου δεν εκπλήρωσε αυτό το καθήκον, αντιθέτως: σε μια εποχή που τα απλά μέλη του κόμματος και οι συμπαθούντες, μαζί με το σύνολο της μάζας των εργατών και του λαού πολέμησαν στην πρώτη γραμμή (νεκροί και τραυματίες), η ηγεσία του κόμματος, με επικεφαλής τον σ. Βάτη εμφάνισε εικόνα σύγχυσης, αδράνειας, δε βρέθηκε στην πρωτοπορία, συμβιβάστηκε με τους προδότες-εθνικιστές και λιποτάκτησε. Λιποτακτώντας εκείνη τη νύκτα της εξέγερσης στη Λευκωσία, στις 21 Οκτωβρίου, όταν τα μέλη του κόμματος μαζί με τις εξεγερμένες μάζες συμμετείχαν ενεργά στην επίθεση κατά του κυβερνείου, και μετά λιποτακτώντας τη μέρα της κηδείας (23 Οκτ) των νεκρών, η ηγεσία του κόμματος απομονώνεται από τα απλά μέλη και σπαταλά μισή μέρα (22 Οκτ) προκειμένου να συντάξει το κείμενο της προκήρυξης. Το περιεχόμενο της προκήρυξης ήταν οπορτουνιστικό, ανεπίκαιρο και φανέρωνε ότι βρίσκονταν σε σύγχυση. Το κείμενο περιείχε συνθήματα για ‘ενιαίο μέτωπο με τους εθνικιστές’ και για να οργανωθούν ‘επιτροπές δράσης’. Συνέπεια των παραπάνω ήταν ο Βάτης να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους ηγέτες των εθνικιστών ώστε να οργανώσουν μια ‘επιτροπή δράσης’ (24 Οκτ) ενώ αργότερα (26 Οκτ) την έκτη μέρα μετά την εξέγερση, ξεκίνησε να ‘προετοιμάζει απεργιακή δράση’. Και όλα αυτά, όταν στις 22 Οκτ η πλειοψηφία των εργατών είχε ήδη αυθόρμητα μπει σε απεργιακές διεργασίες. Εξαιτίας της παραπάνω στάσης καταπνίγηκε η πρωτοβουλία των δραστηριοποιημένων εργατών που επιχείρησαν να οργανώσουν ένοπλο αγώνα.
Αυτή η ανήκουστη συμπεριφορά αποτέλεσε πολιτική και ηθική χρεωκοπία της κομματικής ηγεσίας της οποίας επικεφαλής ήταν ο σ. Βάτης. …Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των δραστηριοτήτων της κομματικής ηγεσίας ήταν ότι στηριζόταν αποκλειστικά στην επιδερμική πολιτική αγκιτάτσια η οποία ήταν οπορτουνιστική και στόχευε στο να κερδίσει τις εντυπώσεις, χωρίς καμία σύνδεση με την καθημερινή πάλη των εργατών, των ανέργων και των εργαζόμενων αγροτών. Για ολόκληρο το 1931, παρόλο που οι μάζες επιδείκνυαν μαχητική αγωνιστική διάθεση δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια για να οργανωθεί απεργιακός αγώνας όλων των εργαζομένων των επιχειρήσεων … Ο αγώνας κατά των εθνικιστών επειδή στερούνταν κοινωνικής στήριξης ήταν ολότελα οπορτουνιστικός (απαγόρευση εκ μέρους της κομματικής ηγεσία των ομιλιών για την εθνική γιορτή της 21ης Μαρτίου, απόπειρα για ‘ενιαίο μέτωπο’ με τους εθνικιστές ηγέτες στη διάρκεια της εξέγερσης)»[75].
Το σχέδιο απόφασης συζητήθηκε στη συνεδρίαση του Βαλκανικού Τμήματος της Κομιντέρν, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 26 και 28 /2/32. Παρόντες ήταν οι: Κουν, Βαλέτσκι, Σακούν, Βούγιοβιτς, Γκρέγκορ, Στεπάνωφ, Κέρμπερ, Μακαριάνεν, Σορτόρι, Γκάεκ, Μαριμανώφ, Ισάκωφ, Πετρόφσκι, Φιλίπποβιτς, Σβάρτς, Λέσιτς, Μάρκιν, Μπιτς, Μπράουν, Σουντακώφ, Πανώφ, Στεφάνσκι, Μάρια, Ιβανιούκ, Πετρόβα, Μάρεκ, Βέϊς, Ισκρώφ, Κολάρωφ, Νακαβανόβιτς, Βέρνερ, Κούρτ, Μπλακόεβα,
Για το ζήτημα της στάσης του ΚΚΚ αποφασίστηκε:
«1. Το σχέδιο της απόφασης να αποτελέσει τη βάση για την τελική απόφαση.
2. Καθήκον του γραμματέα με βάση το παραπάνω σχέδιο να συγγράψει το τελικό κείμενο της απόφασης. Προθεσμία 10 ημερών»[76].
Στα υπάρχοντα αρχεία της Κομιντέρν που στεγάζονται στο Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας στη Μόσχα (Российский Государственный Архив Социально-Политической Истории - РГАСПИ), δεν περιλαμβάνεται (τουλάχιστον μέχρι την περίοδο ολοκλήρωσης της έρευνάς μας, τον Απρίλιο του 2017) η τελική απόφαση. Δεν έχουμε όμως λόγους να αμφιβάλουμε πως το περιεχόμενό της απείχε από το σχέδιο απόφασης. Τόσο λόγω της ίδιας της απόφασης που προέβλεπε πως το σχέδιο θα αποτελούσε τη βάση για την τελική απόφαση όσο και γιατί στο ίδιο πλαίσιο με το σχέδιο απόφαση της Κομιντέρν για τη στάση του ΚΚΚ στο Οκτωβριανά κινείται και κείμενο με ημερομηνία 10/3/32 που βρίσκεται στον ίδιο φάκελο και αφορά τα καθήκοντα του ΚΚΚ. Εκτιμούμε πως κι αυτό αποτελεί απόφαση της Κομιντερν. Στο κείμενο αυτό αναφέρονται τα καθήκοντα του Κόμματος σε σχέση με το οργανωτικό ζήτημα, τα συνδικάτα, τους ανέργους, το αγροτικό ζήτημα, την κομμουνιστική νεολαία, τη Διεθνή Οργάνωση Στήριξης των Αγωνιστών της Επανάστασης, την οργάνωση «Φίλοι της ΕΣΣΔ» και τους πολιτικούς αγώνες και καταλήγει:
«Για να πραγματοποιήσει το ΚΚΚ τα παραπάνω καθήκοντα πρέπει να δώσει μεγάλη μάχη κατά των οπορτουνιστικών λαθών τα οποία έγιναν στο παρελθόν, με διατύπωση αυτοκριτικής και μελέτη όλων των λαθών της τυχοδιωκτικής και λιποτακτικής γραμμής της Γραμματείας του Κόμματος στη διάρκεια της εξέγερσης, ώστε το κόμμα να διαμορφώσει σωστή γραμμή για τους μελλοντικούς αγώνες. Όλα τα μαθήματα της εξέγερσης, τα τεράστια λάθη και η προδοσία των ηγετών του κόμματος πρέπει να μελετηθούν και να αναλυθούν σε όλα τα κομματικά επίπεδα προκειμένου να εξαχθούν σωστά συμπεράσματα που θα βοηθήσουν τους μελλοντικούς αγώνες του κόμματος. Στο μέλλον, το κόμμα είναι υποχρεωμένο να δώσει τον αγώνα του με βάση τη σωστή γραμμή της ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, να παλέψει ενάντια στο δεξιό και αριστερό κίνδυνο, για να μπορέσει να γίνει πραγματικό μπολσεβίκικο κόμμα και να αγωνιστεί με όλα τα τμήματα της ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ για την επίτευξη του στόχου του»[77].
- Συζήτηση
Η απόφαση της Κομιντέρν εύστοχα θέτει το ζήτημα της ολιγωρίας του ΚΚΚ η οποία μόνο σε ένα βαθμό μπορεί να εξηγηθεί από την ταχύτητα με την οποία διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση από τη στιγμή που η ηγετική ομάδα του ΚΚΚ πληροφορήθηκε για τις εξελίξεις που σημειώθηκαν το βράδυ της 21 Οκτωβρίου θα μπορούσε να είχε συμμετάσχει ώστε να τις επηρεάσει.
Το πρόβλημα όμως με τη στάση της Κομιντέρν δεν είναι ότι εστιάζει σε αυτό το σημείο αλλά τ’ ότι εμπλέκει αρκετά διαφορετικά ζητήματα μ’ ένα αντιφατικό τρόπο. Το σχέδιο απόφασης μοιάζει να αγνοεί ή να παραγνωρίζει μια σειρά από πολύ σημαντικές παραμέτρους. Συγκεκριμένα θεωρεί πως ήταν εφικτή η οργάνωση γενικής απεργίας, η δημιουργία σοβιέτ, η συγκρότηση μορφών δυαδικής εξουσίας, η έναρξη ένοπλου αγώνα, η διατύπωση αιτημάτων που κυμαίνονται από προοδευτικού χαρακτήρα εντός αστικού πλαισίου (πχ θέσπιση 8ωρου) και φτάνουν μέχρι την εγκαθίδρυση εργατο-αγροτικής σοβιετικής εξουσίας. Σε ότι αφορά την προκήρυξη του ΚΚΚαυτή καταγγέλλεται με βαρείς χαρακτηρισμούς και αυτό που προκύπτει είναι πως κακώς ο Βάτης επιδίωξε συνεννόηση με τους εθνικιστές δεδομένου πως το επαναστατικό κίνημα εξελισσόταν και υπήρχε πρωτοβουλία εργατών για την οργάνωση ένοπλου αγώνα.
Στην πραγματικότητα όλο το κείμενο της Διεθνούς διαπερνάται από μία αντίληψη πως το 1931 λόγω της κρίσης υπήρχε εύφορο έδαφος στην Κύπρο για ανάπτυξη επαναστατικής δράσης ενώ η ηγεσία του ΚΚΚ αντί να ασχοληθεί με την οργάνωση των κοινωνικών αγώνων λειτούργησε γραφειοκρατικά και κλείστηκε στα γραφεία της. ¨Όταν, μάλιστα, ξέσπασε το κίνημα οι κομματικοί ηγέτες απέφυγαν να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούσαν και ήταν τα απλά μέλη που έδρασαν επαναστατικά.
Η τοποθέτηση αυτή παρουσιάζει δύο αδυναμίες που αφορούν την κυπριακή πραγματικότητα και μια πιο γενική που σχετίζεται με τη συνολικότερη πολιτική της διεθνούς. Η πρώτη αδυναμία πως παραγνωρίζει πλήρως την ιδιαίτερη πολιτική πραγματικότητα της Κύπρου του μεσοπολέμου. Πρόκειται για μια αγροτική κατά βάση κοινωνία, πολύ συντηρητικών ηθών, με καθοριστικό το ρόλο της Εκκλησίας, απουσία παράδοσης εργατικού κινήματος και ένα ΚΚΚ που είχε επιρροήη οποία περιοριζόταν σε εργατικά στρώματα των αστικών κέντρων. Το γεγονός πως για τους λόγους που εξηγήσαμε υπήρχε στα λαϊκά και στα μεσαία στρώματα μια συσσωρευμένη δυσαρέσκεια είναι αλήθεια αλλά από αυτό το σημείο μέχρι να διατυπώνεται η εκτίμηση πως ήταν δυνατό, στις συγκεκριμένες συνθήκες, να υπερνικηθεί ο βρετανικός ιμπεριαλισμός υπάρχει μεγάλη απόσταση. Για να θέσουμε διαφορετικά η ηγεσία της Γ’ Διεθνούς φαίνεται να χαρακτηρίζεται από μια στάση ευσεβών πόθων μη στηριζόμενη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης κοινωνίαςκαι φαντασιούμενη ενός τύπου επανάληψης της επανάστασης των μπολσεβίκων το 1917.
Και αυτή ακριβώς η αντίληψη είναι που συνδέεται με τη δεύτερη αδυναμία που αφορά την ειδική επίδραση των ιεραρχήσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην πολιτική του ΚΚΕ και του ΚΚΚ.Συγκεκριμένα η Κομιντέρν κάνοντας την εκτίμηση πως το επαναστατικό ρέμα στην Δ. και Κ. Ευρώπη είχε υποχωρήσει έριχνε βάρος στην πιθανότητα πραγματοποίησης επιτυχημένης επανάστασης στη Βουλγαρία.Για να γίνει όμως αυτό υπήρχε η γνώμη πως έπρεπε να υπάρξει μια συμμαχία με τα πιο «αριστερά» στοιχεία της VMRΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) που αγωνιζόταν για τη δημιουργία ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους, κι γι’ αυτό παρά τις αρχικές αμφιταλαντεύσεις υιοθετήθηκε από το Βαλκανικό γραφείο της Γ’ Διεθνούς η θέση περί Ανεξάρτητης Μακεδονίας.[78] Αυτό σήμαινε τη συγκρότηση ενός ενιαίου μακεδονικού κράτους στο οποίο θα εντάσσονταν τα εδάφη της ελληνικής, της βουλγαρικής και της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Ωστόσο αυτό δεν ήταν εύκολο να γίνει δεκτό από το ΚΚΕ δεδομένου πως στο ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας είχαν πια εγκατασταθεί έλληνες πρόσφυγες από τη Μ. Ασία. Τελικά μετά από μεγάλες πιέσεις της Κομιντερν[79] και αντικαταστάσεις στην ηγεσία του ΚΚΕ θα γίνει δεκτό το σύνθημα για ανεξάρτητη Μακεδονία. Για να μπορέσει αυτό να δικαιολογηθεί θα υιοθετηθεί από το ΚΚΕ η αντίληψη πως η Ελλάδα είναι μια ιμπεριαλιστική χώρα που έχει κατακτήσει ξένους πληθυσμούς[80] κατά συνέπεια αφενός θα πρέπει να υπάρξει ανεξαρτησία των προσφάτως προσαρτηθέντων περιοχών της Μακεδονίας και της Θράκης και αφετέρου θα πρέπει να εγκαταλειφθεί ο στόχος της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Έτσι το ΚΚΕ θα υιοθετήσει την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας για την Κύπρο την οποία θα αποδεχτεί και το νεοσύστατο Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου.
Η γενική αδυναμία έχει να κάνει με τις κεντρικότερες αντιφάσεις που χαρακτήριζαν τη γραμμή της Γ’ Διεθνούς μέχρι το 1933. Αρχικά υπάρχει μια αντίληψη πως η εξέγερση του Οκτώβρη θα επαναληφθεί επιτυχημένα σε μια σειρά από χώρες. Οι εξελίξεις σε Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, έδειξαν πως δεν ήταν εφικτό κάτι τέτοιο. Έτσι υιοθετήθηκε η αντίληψη της σχετικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού και της ανάγκης δημιουργίας ενιαίου μετώπου.Ο σκοπός του ενιαίου μετώπου ήταν η συγκρότηση μιας συμμαχίας της μεγάλης πλειοψηφίας των εργατών ενάντια στην αστική τάξη, πράγμα που σήμαινε και συμμαχίες με τη σοσιαλδημοκρατία σε επίπεδη ηγεσιών αλλά και κοινή δράση του συνόλου των εργατών πάνω σε θεμελιώδη εργατικά αιτήματα[81]. Πρόκειται για συσπείρωση των εργατών που επιθυμούν να αγωνιστούν ενάντια στον καπιταλισμό με ταυτόχρονη αυτοτέλεια του κάθε κομμουνιστικού κόμματος στην ανάπτυξη των απόψεών του. Η κατεύθυνση αυτή, που θα υιοθετηθεί στο Τρίτο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1921, για να μην περιορίζεται σε ένα πλαίσιο αποκλειστικήw κοινής συνδικαλιστικής δράσης περιλαμβάνει και την προοπτικής της εργατικής κυβέρνησης όπως διατυπώθηκε στο τέταρτο συνέδριο το 1922. Η συγκρότηση μιας εργατικής κυβέρνησης, που στην ουσία θα ήταν μια συμμαχία κομμουνιστικών και υπόλοιπων αριστερών κομμάτων, με την προϋπόθεση πως κι αυτά θα αγωνίζονταν ενάντια στην εξουσία της αστικής τάξης, περιελάμβανε μια σειρά από προοδευτικά πολιτικά και οικονομικά μέτρα που θα άνοιγαν το δρόμο για τη μετάβαση στη σοσιαλιστική επανάσταση.[82] Ωστόσο η ανάδυση του φασιστικού φαινομένου θα ακυρώσει αυτή την κατεύθυνση αφού θα αφενός θα υιοθετηθεί η θεωρία του σοσιαλφασισμού, η ενιαία αντιμετώπιση του οποίου θα δώσει τις δυνατότητες για το απευθείας πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση. Έτσι η σοσιαλδημοκρατία από δυνάμει σύμμαχος των κομμουνιστών θα χαρακτηριστεί στο πέμπτο συνέδριο του 1924 πως λαμβάνει ένα λιγότερο ή περισσότερο φασιστικό χαρακτήρα αποτελώντας μαζί με το φασισμό τις δύο όψεις της καπιταλιστικής δικτατορίας. Κατά συνέπεια το ενιαίο μέτωπο θα έπρεπε να συγκροτηθεί αποκλειστικά από «τα κάτω» και οι συζητήσεις μεταξύ ηγεσιών να έχουν ως αποκλειστικό σκοπό το «ξεσκέπασμά» των σοσιαλδημοκρατών[83]. Ο μόνος τρόπος για την υπερνίκησή του «σοσιαλφασισμού» θα είναι η σοσιαλιστική επανάσταση που θα καθοδηγηθεί από τα κομμουνιστικά κόμματα. Η κατεύθυνση αυτή θα διατηρηθεί τα επόμενα χρόνια και τον Ιούλιο του 1929 η δέκατη ολομέλεια της εκτελεστικής γραμματείας της Γ’ Διεθνούς θα αποφανθεί πως οι σκοποί των φασιστών και των σοσιαλφασιστών είναι ίδιοι[84], η διαφορά βρίσκεται στα συνθήματα και εν μέρει στις μεθόδους[85]. Το σημαντικό για την περίπτωσή μας είναι πως η ανάπτυξη της θεωρίας περί σοσιαλφασισμού θα εκφραστεί περίπου ταυτόχρονα με την διατύπωση ενός ειδικού περιεχομένου για τα καθήκοντα κομμουνιστικών κομμάτων που δρουν υπό το καθεστώς της αποικιοκρατίας. Η σχετική συζήτηση είχε ξεκινήσει ήδη από το 4ο Συνέδριο όπου στηλιτευόταν και η άρνηση ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων να «συμμετέχουν στην πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική τυραννία» αλλά και η αποφυγή εκδήλωσης αγώνων για τα άμεσα προβλήματα της εργατικής τάξης στο «όνομα της εθνικής ενότητας». Η σωστή στάση θα έπρεπε να είναι η σύναψη προσωρινών συμφωνιών με εκείνα τα τμήμα της αστικής τάξης που αγωνίζονται απέναντι στον αποικιοκρατικό με ταυτόχρονη διαφύλαξη της πολιτικής αυτοτέλειας του εκάστοτε κομμουνιστικού κόμματος. Στη συνέχεια στο 6ο συνέδριο αποφασίστηκε πως στις αποικίες η δικτατορία του προλεταριάτου θα ήταν το αποτέλεσμα μιας ολόκληρης περιόδου μετεξέλιξης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης αφού είχε προηγηθεί μια διαδικασία συμβιβασμού με εκείνο το τμήμα της εγχώριας αστικής τάξης, κυρίως το βιομηχανικό κεφάλαιο, που ήταν πρόθυμο για συμβιβασμούς με εγχώριο κομμουνιστικό κόμμα. Τονιζόταν μάλιστα πως η υποτίμηση της παρουσίας αυτής της μερίδας της αστικής τάξης, η οποία επηρέαζε μικροαστικά και αγροτικά στρώματα θα είχε ως ενδεχόμενο την περιθωριοποίηση των κομμουνιστών[86]. Ταυτόχρονα όμως γινόταν αποδεκτό πως ορισμένες αποικίες θα μπορούσαν να περάσουν κατευθείαν στη σοσιαλιστική οικοδόμηση αν τους δοθεί βοήθεια από την πλευρά του διεθνούς προλεταριακού κινήματος[87].
Το αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι η αντίληψη περί σοσιαλφασισμού[88] σε συνδυασμό με την κατεύθυνση, με το αντιφατικό περιεχόμενο, του αντιαποικιοκρατικού μετώπου παρήγαγε αρκετές φορές συγχυτικά αποτελέσματα. Κι αυτό γιατί από τη στιγμή που αναγνωριζόταν ως βασικός εχθρός η σοσιαλδημοκρατία και αποκλειόταν κάθε συμμαχία μαζί της δημιουργούνταν ένα ερώτημα σχετικά με τη σύναψη συμμαχιών με μερίδες της αστικής τάξης στις αποικίες. Πολύ περισσότερο που προβαλλόταν κι ένα ενδεχόμενο αποφυγής αυτής της συμμαχίας αν βοηθούσε το διεθνές προλεταριάτο. Με ποια κριτήρια θα γινόταν αυτή η επιλογή στις ταχείες εξελίξεις που χαρακτηρίζουν μια επαναστατική κατάσταση μένει ακαθόριστο.
Ουσιαστικά όλα αυτά αποτελούν συμπύκνωση αντιφάσεων και προβλημάτων με τα οποία βρέθηκε αντιμέτωπο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα μετά το 1917. Ζητήματα όπως η μη εξάπλωση της επανάστασης, οι πολλαπλέςκοινωνικές πραγματικότητες που είχαν να αντιμετωπίσουν τα κομμουνιστικά κόμματα σε διάφορες χώρες, τα οποία έτσι κι αλλιώς δε βρίσκονταν στο ίδιο, πολιτικό και οργανωτικό, επίπεδο και η ανάδυση του φασισμού έκαναν πιο περίπλοκη τη συνολική κατάσταση, πράγμα που οδήγησε αρκετά συχνά σε λάθος κατευθύνσεις με κυριότερο παράδειγμα αυτό της ταύτισης σοσιαλδημοκρατίας και φασισμού.
Στην περίπτωση της Κύπρου το λάθος της ηγεσίας Βάτη τού να καθυστερήσει να συμμετάσχει στην εξέγερση διαπλέχθηκε με την υπερτίμηση από την πλευρά της Διεθνούς της σημασίας του αυθόρμητου χαρακτήρα της εξέγερσης οδηγώντας στην πεποίθηση πως ήταν δυνατό να εξελιχθεί σε εργατική επανάσταση. Τώρα το πώς όλα αυτά μπορούσαννα συμβούν σε μια κατά βάση αγροτική αποικία, χωρίς ιδιαίτερη παράδοση εργατικών αγώνων, με οριοθετημένη επιρροή του ΚΚΚμπορεί να εξηγηθεί μόνολόγω της ύπαρξης του γενικότερου αντιφατικού πλαισίου που καθοδηγούσε τη δράση της Γ’ διεθνούς.
Κατά συνέπεια η στάση της ηγεσίας Βάτη αν και μπορεί να ελεγχθεί για καθυστερήσεις, προχειρότητες, έλλειψη καθαρής σκέψης σε κρίσιμες στιγμές, δεν παύει να συνιστά συμπύκνωση των προηγουμένων αντιφάσεων της πολιτικής της Γ’ διεθνούς, με άλλα λόγια αποτελούσε ένα γνήσιο τέκνο του καιρού της.
.
[1] Οι υπάρχουσες πληροφορίες, χωρίς όμως, να επικαλούνται επίσημα ντοκουμέντα αλλά βασιζόμενες σε αναμνήσεις στελεχών του ΚΚΚ που ζούσαν τότε στη Μόσχα, συγκλίνουν πως στο Βάτη έγινε πάρα πολύ αυστηρή κριτική. Ωστόσο δε είναι σαφές από ποια αφετηρία γίνεται αυτό. Σύμφωνα με τον μετέπειτα πρώην γγ του ΚΚΚ Πλουτή Σέρβα η κριτική έγινε από τα «δεξιά» αφού ο Βάτης κατηγορήθηκε γιατί δεν έκανε συμμαχία με τον Αρχιεπίσκοπο. Αντίθετα ο παλαίμαχος κομμουνιστής Ο. Οικονομίδης με τετρασέλιδη επιστολή του προς την Κ.Ε του ΑΚΕΛ στις 9 Αυγούστου 1976 υποστήριξε όταν ήταν παρών στη σχετική διαδικασία του Βαλκανικού Γραφείου της Κομιντέρν όπου το ΚΚΚ κατηγορήθηκε πως μετατράπηκε σε ουραγό των εθνικιστών ακριβώς επειδή συμμάχησε μαζί τους: «…ο Βάτης επικρίθηκε γιατί έγινε ουραγός των εθνικιστών, συνθηκολόγησε μαζί τους και δεν τόλμησε να αναπτύξει ανεξάρτητη από αυτούς γραμμή, διαχωρίζοντας της θέση του Κόμματος και καθιστώντας το ΚΚΚ κύριο μοχλό της εξέγερσης του Κυπριακού λαού. Αντίθετα, το ΚΚΚ δεν εμφανίστηκε πουθενά και αφέθηκε έρμαιο για ν’ ακολουθήσει τη γραμμή των ‘δεσποτάδων’». Για τη μαρτυρία του Σέρβα βλ. Πλουτής Σέρβας. 1980, Κυπριακό. Ευθύνες, Α΄τόμος, Αθήνα: Γραμμή, σελ. 117- 118. Για τη μαρτυρία του Ορφανίδη βλ. τη σχετική επιστολή προς την ΚΕ του ΑΚΕλ (προσωπικό αρχείο Σ. Σακελλαρόπουλου). Την άποψη Οικονομίδη αποδέχεται και το αδημοσίευτο εσωτερικό κείμενο της Κ.Ε του ΑΚΕΛ Ιστορία του ΚΚΚ- ΑΚΕΛ. Από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1981, τ. Α’ 1926- 1941 όπου αφού αναπαράγει επακριβώς το σημείο της επιστολής Ορφανίδη στο οποίο αναφερθήκαμε και εμείς καταλήγει πως η στάση του ΚΚΚ «καταδικάστηκε σαν δεξιά παρέκκλιση με όλες τις συνέπειες για κάτι τέτοιο» (οπ. παρ. σελ. 178- 179).
[2] Βλ. Κώστας Γραικός, 1994, Τα Οκτωβριανά και το ΚΚΚ, Λευκωσία, σελ.6.
- G. S, Georghallides 1985, Cyprus and the Governorship of Sir Ronald Storrs: The causes of the 1931 Crisis, Nicosia: Cyprus Research Centre, σελ. 432.
[4] Βλ. Georghallides Cyprus and the… σελ. 293
[5] Σύμφωνα με το αποικιοκρατικό σύνταγμα η νομοθετική εξουσία ασκούνταν από ένα 24μελές Νομοθετικό συμβούλιο στο οποίο συμμετείχαν 12 ε/κ και 3 τ/κ εκπρόσωποι καθώς και 9 βρετανοί αξιωματούχοι. Στο ενδεχόμενο που υπήρχε ισοψηφία (πράγμα συνηθισμένο αφού σε πολλές περιπτώσεις οι τ/κ ψήφιζαν μαζί με τους βρετανούς) τότε μετρούσε η «νικώσα» ψήφος του κυβερνήτη.
[6] Πέτρος Στυλιανού, 1984, Το κίνημα του Οκτώβρη του 1931 στην Κύπρο, Διδακτορική Διατριβή, Λευκωσία, σελ. 41.
[7] Στυλιανού, 1984, Το κίνημα.. σελ. 45.
[8] Χαιντς Ρίχτερ, 2007, Ιστορία της Κύπρου, Τόμος Πρώτος (1878- 1949), Αθήνα: Εστία, σελ. 475.
[9] Ρίχτερ, 2007, Ιστορία της… σελ. 469- 477.
[10] H Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση Κύπρου (ΕΡΕΚ), που δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημόσια, αποτελούσε τη συλλογικότητα που αντιπροσώπευε τους πιο αδιάλλακτους από τους έλληνοκύπριους Βλ. Ρίχτερ 2007, Ιστορία της…. σελ. 125- 126.
[11] Τελικά η ΕΡΕΚ θα υποσκελιστεί από τη εξέλιξη των γεγονότων και το μόνο που θα κατορθώσει θα είναι να δημοσιοποιήσει την ιδρυτική της προκήρυξη, την οποία υπόγραφαν 21 άτομα, στις 18 Οκτωβρίου 1931 (Κατσουρίδης 2009: 344).
[12] Αναφέρεται σε Π. Στυλιανού, 1984, Το κίνημα… σελ. 54.
[13] Αναφέρεται σε Άντρος Παυλίδης, 1993, Ιστορία της Νήσου Κύπρου, τόμος τέταρτος: από το 1571 μέχρι το 1964, Λευκωσία: Φιλόκυπρος, σελ. 297..
[14] A. Rappas,2014, Cyprus in the 1930s. British Colonial Rule and the Roots of the Cyprus Conflict, London- New York: Tauris, pp. 1-2.
[15] G.S, Georghallides, 1985, Cyprus and the Governorship of Sir Roland Storrs: Τhe causes of the 1931 Crisis. Nicosia: Cyprus Research Centre, p. 697.
[16] Πέτρος Στυλιανού, 2013, «Η Εξέγερση του Οκτώβρη 1931 (Τα Οκτωβριανά)» στο συλλογικό Οι αγώνες πριν τον Αγώνα του 1955. Πτυχές από την προετοιμασία οργάνωσης του Αγώνα, Λευκωσία: Ακαδημία Ιστορικών Σπουδών, σελ. 101.
[17] Σ. Σακελλαρόπουλος, 2017, Ο Κυπριακός Κοινωνικός Σχηματισμός, Αθήνα: Τόπος, σελ. 186.
[18] Γ. Κατσουρίδης, 2009, Το Κομματικό… σελ. 395- 396.
[19]Αναφέρεται στο Φιφής Ιωάννου, 2004, «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου» στο Νίκος Περιστιανης (επιμ.), Ο Φιφής Ιωάννου, η Αριστερά και το Κυπριακό, Λευκωσία: Ινστιτούτο Μέσω Μαζικής Επικοινωνίας Intercollege, σελ. 6.
[20] Για το πλήρες κείμενο βλ. Ιστορία του ΚΚΚ- ΑΚΕΛ, τ. Α’ 1926- 1941, σελ. 171- 173.
[21] Αριστείδης Κουδουνάρης, 1995, Βιογραφικόν Λεξικόν Κυπρίων, Λευκωσία, σελ. 36.
[22] Για τις απόψεις του Βάτη σχετικά με ζητήματα πολιτικής του ΚΚΕ μπορεί να δει κανείς «Η κρίση του κόμματος, τα αίτια και τα συμπεράσματα» Ριζοσπάστης 12/2/27, «Το εθνικό Ζήτημα και το κόμμα μας» Ριζοσπάστης 24/3/27, 25/3/27 και 26/3/27. Επίσης για παρεμβάσεις του σχετικά με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Κύπρο βλ: Β [ατυλιώτης}, «Το πρώτο συνέδριο του Κομμουν. Κόμματος Κύπρου», Ριζοσπάστης 11/10/26, Χ [αράλαμπος] Β [Βατυλιώτης} «Η ταξική πάλη στην Κύπρο. Μαζικές συγκεντρώσεις ανέργων και χωρικών υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου», Ριζοσπάστης 15/3/31, Ch. V [atiliiotis], “The movement of the unemployment in Cyprus”, International Press Correspondence, Βερολίνο, 19 Μαρτίου 1931, Ch. V [atiliiotis], «Cypriot workers repudiate nationalists» International Press Correspondence, Βερολίνο, 23 Απριλίου 1931, καθώς και τη μπροσούρα του ΚΚΚ αρ. 1 με τίτλο Μια σημείωση που εκδόθηκε στις αρχές του 1931. Ακόμα είχε συμμετάσχει στο συλλογικό τόμο Χ. Καμπακτζήεφ, Μ. Μπόσκοβιτς, Χ, Βάτης, Κομμουνιστικά κόμματα χωρών της Βαλκανικής (στα ρώσικα), Μόσχα 1930 ενώ είχε μεταφράσει το Εισαγωγή στην ιστορία των Θρησκευμάτων του Α. Λουνατσάρσκι, Αθήνα 1934 (Η εισαγωγή δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη από 11/1/28 μέχρι 18/1/28). Τέλος στον Βάτη αποδίδεται η συγγραφή της μπροσούρας που την υπογράφει ο «Νίκος Κλεομένης» την οποία εξέδωσε το ΚΚΚ το 1931 με τίτλο ΚΚΚ, μερικά επίκαιρα ζητήματα. Για τις σχετικές αναφορές πάνω στην εργογραφία Βάτη βλ. Κάραμποτ Φίλιππος, 2008, «Η θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος απέναντι στο Κυπριακό της εποχής της βενιζελικής ‘μπουρζουαζίας’, 1925- 1931», στο Γ. Καζαμίας- Π. Παπαπολυβίου (επιμ.), Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Κύπρος, Αθήνα: Καστανιώτης, σελ. 170, Παναγιώτης Νούτσος, 1993, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τόμος 3 μέρος δεύτερο, Αθήνα: Γνώση, σελ. 671, Παναγιώτης Νούτσος, 1993-94, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τόμος 2 μέρος δεύτερο, Αθήνα: Γνώση, σελ. 280, Andreas Panayiotou, 1999, Island Radicals: The Emergence and consolidation of the Cypriot left, 1920- 1960, Ph’ d Thesis, University of California, Santa Cruz, σελ.115.
[23] Σε επιστολή του προς τον αδελφό του Ανδρέα με ημερομηνία 3/8/27 μεταξύ άλλων γράφει: «Σου γράφω για να ξέρεις μόνο εσύ και οι δικοί μας πως την ερχόμενη εβδομάδα για κει που ξέρεις. Δεν ξέρω για πόσο καιρό, αλλά το λιγότερο βέβαια για κανένα χρόνο, ίσως και περισσότερο…Σ’ όλους τους άλλους και τους συγγενείς και τους θείους μας ακόμα θα του λέτε πως εξακολουθώ να βρίσκομαι στην Αθήνα». Η επιστολή βρίσκεται στο Ψηφιακό αρχείο Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας- Ρολάνδος Κατσιαούνης που έχει δημιουργηθεί και στεγάζεται στο Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας στη Λευκωσία.
[24] Η συγκεκριμένη ημερομηνία προκύπτει από επιστολή που έστειλε προς τον πατέρα του από τη Λεμεσό στις 17 Δεκεμβρίου 1930 όπου αναφέρει: «Όπως βλέπετε από το γράμμα μου βρίσκομαι από τώρα στη Λεμεσό όπου έχω έρθει χθες με ιταλικό βαπόρι από την Ιταλία». Η επιστολή βρίσκεται στο Ψηφιακό αρχείο Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας- Ρολάνδος Κατσιαούνης
[25] Έχει ενδιαφέρον το γεγονός πως παρότι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο Βάτης το αργότερο στα τέλη Ιανουαρίου 1932 βρισκόταν στη Μόσχα, δεδομένου πως δύο φορές μέσα στο πρώτο 10ημερο του Φεβρουαρίου κλήθηκε να δώσει γραπτές και προφορικές εξηγήσεις για την στάση του ΚΚΚ στα Οκτωβριανά (βλ. παρακ), υπάρχει επιστολή του προς την οικογένειά του με ημερομηνία 25/2/32 που φέρεται να ταχυδρομήθηκε από το Λονδίνο στην οποία στέλνει χαιρετισμούς και από τη γυναίκα του Άννα και τη μητέρα της. Δεδομένου πως η γυναίκα του ήταν Ρωσίδα και ζούσε στη Μόσχα προκύπτει το συμπέρασμα πως με ένα κεκαλυμμένο τρόπο ο Βάτης ενημέρωνε τους δικούς του πως πια βρισκόταν στη Μόσχα. Μάλλον το γράμμα πήγε από τη Μόσχα στο Λονδίνο και από εκεί ταχυδρομήθηκε για την Κύπρο. Η επιστολή βρίσκεται στο Ψηφιακό αρχείο Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας- Ρολάνδος Κατσιαούνης. Σε κάθε περίπτωση η οικογένειά του από ένα σημείο και μετά πρέπει να αγνοούσε που βρισκόταν ο Βάτης γι’ αυτό και όταν η Πρωία της 10ης Αυγούστου 1934 ανήγγειλε το θάνατό του (βλ. παρακ), την επόμενη μέρα (11/8) ο αδελφός του Ανδρέας απέστειλε επιστολή στις βρετανικές αρχές ζητώντας διευκρινήσεις για το αν βρίσκεται ο Βάτης στην Αγγλία και ποια είναι η τύχη. Οι Βρετανοί θα επικαλεστούν άγνοια και θα παραπέμψουν την οικογένεια στην εφημερίδα για άντληση περισσότερων πληροφοριών. Βλ. Το Φάκελο Εξορίας του Βάτη που βρίσκεται στο Ψηφιακό αρχείο Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας- Ρολάνδος Κατσιαούνης.
[26] G.S Georghallides, 1993-1994, “The Cyprus revolt and the british deportation policy October 1931- December 1932”, Κυπριακαί Σπουδαί τ. 57-58, σελ. 98.
[27]Μηνάς Περδίος, 1966, «Χαράλαμπος Δημητρίου Βατυλιώτης (Βάτης)», Χαραυγή 27/11/1966.
[28] Η καθυστέρηση πιθανά οφείλεται στο γεγονός πως το επίσημο σοβιετικό πιστοποιητικό θανάτου βγαίνει στο όνομα Βασίλιεφ Χάρλαμ, δηλαδή στο όνομα που για λόγους συνωμοτικότητας (καθότι βρετανός υπήκοος) χρησιμοποιούσε ο Βάτης. Βλ. Το πιστοποιητικό θανάτου του Βάτη (στα ρώσικα) που βρίσκεται στο Ψηφιακό αρχείο Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας- Ρολάνδος Κατσιαούνης.
[29] Βλ. σχετικά Κουδουνάρης, Βιογραφικόν, σελ. 36
[30] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 33. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 33 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[31] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 34. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 34 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[32] Η φράση είναι υπογραμμισμένη στο πρωτότυπο.
[33] Με τον όρο «αριστεροί» εννοεί την πιο μετριοπαθή πτέρυγα που συσπειρώνονταν γύρω από την Εθνική Οργάνωση Κύπρου (ΕΟΚ) ενώ με τον όρο ‘δεξιοί’ εννοεί όσους γύρω από την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση Κύπρου (ΕΡΕΚ).
[34]Κεφαλαία στο πρωτότυπο
[35] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 35-37. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 35-37 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[36] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 37. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 37 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[37] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 37. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 37 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[38] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 38. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 38 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[39] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 38-39. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 38-39 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[40] «…οι ράγες του σιδηροδρόμου αποσυναρμολογήθηκαν σε πολλά σημεία, γέφυρες ανατινάχτηκαν, τηλεγραφικές και τηλεφωνικές γραμμές κόπηκαν, μερικοί αστυνομικοί σταθμοί κάηκαν, σχεδόν όλες οι αποθήκες με αλάτι και ξύλα λεηλατήθηκαν κλπ. Πληρωμές προς την εφορία και εξόφληση χρεών στα χωριά διακόπηκαν, και μάλιστα υπήρχαν περιπτώσεις «κατάσχεσης» χρημάτων από φοροεισπράκτορες. Κατά τη διάρκεια της καταστολής της εξέγερσης έγιναν μερικές συγκρούσεις αγροτών με στρατιωτικά τμήματα, υπήρχαν δε νεκροί και τραυματίες. Εξάλλου, στη διάρκεια της εξέγερσης σχεδόν όλες οι εργασίες είχαν διακοπεί εξαιτίας κάποιων απεργιών κυρίως στη Λευκωσία και στην Αμμόχωστο …» КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 39-40. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 39-40 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[41] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 40. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 40 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[42] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 40. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 40 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[43] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 41-42. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 41-42 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[44] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 42-43. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 42-43 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[45] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 43. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 43 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[46] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 43. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 43 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[47] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 43. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 43 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[48] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 44-45. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 44-45 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[49] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 46. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 46 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[50]КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 47. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 47 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[51] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 47. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 47 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[52] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 48-53. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 48-53 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[53] Για τη συνάντηση αυτή διαμεσολαβητικό ρόλο διαδραμάτισε ο δικηγόρος και γγ της Εθνικής Οργάνωσης Κύπρου Α. Αιμιλιανίδης, πράγμα που τεκμηριώνεται από την αναφορά της 25/10/31 του αστυνομικού Κ. Τσέστου προς το προς το παράρτημα ασφαλείας της Λευκωσίας. Η επιστολή βρίσκεται στο Ψηφιακό αρχείο Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας- Ρολάνδος Κατσιαούνης. Επίσης βλ. Ιστορία του ΚΚΚ- ΑΚΕΛ, Α’ τόμος 1926- 1949 σελ. 173.
[54] Μάλλον εδώ εννοείται το στέλεχος του ΚΚΚ και ποιητής Τεύκρος Ανθίας.
[55] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 53-56. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 53- 56 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[56] Πέτρος Στυλιανού, Το κίνημα σελ. 63- 64.
[57] Πέτρος Στυλιανού οπ. παρ, σελ. 67.
[58] Πέτρος Στυλιανού οπ. παρ, σελ. 82- 83.
[59] Πέτρος Στυλιανού οπ. παρ, σελ. 90.
[60] Πέτρος Στυλιανού οπ. παρ, σελ. 93.
[61] Πέτρος Στυλιανού οπ. παρ, σελ. 106.
[62] H αναφορά του αστυνομικού διοικητή παρατίθεται στο Πέτρος Στυλιανού οπ. παρ, σελ. 313- 315.
[63] Ταραχαί εν Κύπρω Κατ’ Οκτώβριον 1931. Λευκή Βίβλος κατατεθείσα υπό του επί των Αποικιών Υπουργού εις το Κοινοβούλιον κατά Διαταγήν της Αυτού Μεγαλειότητας κστά Μάρτιον 1932, Λευκωσία 1932, σελ. 11.
[64] Ταραχαί εν Κύπρω σελ. 12
[65] Στυλιανού, Το κίνημα…, σελ. 71
[66] Ταραχαί εν Κύπρω… σελ. 21
[67] Ρίχτερ, Ιστορία… σελ. 497
[68] Στυλιανού, Το κίνημα…, σελ. 88-89.
[69] Στυλιανού, Το κίνημα…, σελ. 115.
[70] Ταραχαί εν Κύπρω… σελ. 32.
[71]Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θ. Τσαγγαρίδη, συνεξόριστου του Βάτη, στη διάρκεια του ταξιδιού τους προς το Λονδίνο ο Λιζιίδης και ο Βάτης του διηγήθηκαν πως «οι επαναστάτες στην Πέγεια κατασχέσανε τις εισπράξεις του Κυβερνητικού εισπράκτορα και του δώσανε απόδειξη στο όνομα της Ελληνικής Δημοκρατίας» Βλ. Θ. Τσαγγαρίδης, 1948, Το ημερολόγιο ενός εξόριστου, Αθήνα, σελ. 39. Με αυτή την ενέργεια οι επαναστατημένοι Κύπριοι συνέδεαν το ταξικό με το εθνικό.
[72] Βλ. Altay Nevzat, 2005, Nationalism Amongst the Turks of Cyprus: The first Wave, University of ULU, σελ. 408.
[73] Βλ. Ελένη Μπουλετή, 2008, Η αγγλική πολιτική απέναντι στην τουρκοκυπριακή κοινότητα 1878- 1950. Η πορεία προς την εθνικοποίηση της μουσουλμανικής- κυπριακής κοινότητας, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο, σελ. 425.
[74] Πέτρος Στυλιανού, 1984, οπ. παρ, σελ. 313- 315.
[75] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 46 / Лист 22-24. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 46/σελίδα 22-24 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[76] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 46 / Лист 27. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 46/σελίδα 27 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[77] КОМИНТЕРН, Ф. 495, оп. 69, д. 151 / Лист 118-119. – РГАСПИ, Москва. ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, Ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151/σελίδα 118-119 - Κρατικό Ρωσικό Αρχείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, Μόσχα.
[78] Βλ. Σχετικά Αλέξανδρος Δάγκας - Γιώργος Λεοντιάδης, Κοµιντέρν και Μακεδονικό Ζήτημα: Το ελληνικό παρασκήνιο, 1924, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2008, σ. 31
[79]Βλ. Λεοντιάδης Γιώργος, χχ, Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα, https://www.scribd.com/document, προσπέλαση στις 10/3/2019.
[80] Βλ. Σ. Σακελλαρόπουλος, 2018, “Ελληνική Αριστερά και Κυπριακό 1918- 1931. Από το αίτημα της αυτοδιάθεσης στην αποσιώπηση και από εκεί στο στόχο της ανεξαρτησίας: ο καθοριστικός ρόλος του ‘Μακεδονικού’, Ιστορικά τ. 68, σ. 153.
[81] Βλ. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σελ. 151- 152.
[82] Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Ιστορία.. σελ. 175- 176.
[83] Φερνάντο Κλαουντίν, 1981, Η Κρίση του Παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, Β’ τόμος, Αθήνα: Γράμματα, σελ. 146- 147.
[84] C.L.R James, 2017, World Revolution 1917-1936, The Rise and the Fall of the Communist International, Durham and London: Duke University Press, p. 311
[85] Κλαουντίν όπ παρ. σελ. 150.
[86] Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Ιστορία.. σελ. 306
[87] Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Ιστορία.. σελ. 297- 298.
[88] H οποία συνεχίζει να έχει περίοπτη θέση στις αποφάσεις της Κομιντερν μέχρι τα τέλη του 1933. Βλ. K. Mc Dermont- J. Agnew, 1996, The Comintern. A History of International Communism from Lenin to Stalin, p. 112, London: Macmilan, p. 112