Ο Μίκης Θεοδωράκης ή πώς οι ηττημένοι του Εμφυλίου μπορούσαν να έχουν την ηγεμονία

Παναγιώτης Σωτήρης

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ένα γέννημα του Εμφυλίου. Τον έζησε στο πετσί του σε όλες τις φάσεις, από τα Δεκεμβριανά όπου υπάρχει μια φωτογραφία του να τρέχει με μια σημαία μόλις έχουν πέσει οι δολοφονικές σφαίρες ενάντια στην άοπλη διαδήλωση του ΕΑΜ, στις διώξεις, στη Μακρόνησο.

Γνώριζε πολύ καλά τι σήμαινε εκείνη η ήττα. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ΕΠΟΝίτες όπως αυτός ήταν η γενιά της μεγάλης ελπίδας. Γνώρισε τα οράματα και τα όνειρα που χάθηκαν.

Όπως και γνώριζε ότι με έναν τρόπο όλο αυτό το τεράστιο κίνημα, η δυναμική δεν χάθηκε. Ότι οι ηττημένοι του Εμφυλίου, όλος αυτός ο εργατικός και λαϊκός κόσμος που ασφυκτιούσε στο «κράτος των εθνικοφρόνων», με τους πρώην συνεργάτες των κατακτητών και τους μαυραγορίτες να αναγνωρίζονται ως «εθνικός κορμός», δεν είχαν τσακιστεί. Ήταν εκεί: αγωνίζονταν, ήλπιζαν και οργίζονταν. Είναι τα βλέμματα που συναντά κανείς στη Μαγική Πόλη του Κούνδουρου ή λίγο αργότερα στη Συνοικία το Όνειρο του Αλεξανδράκη. Είναι ο κόσμος που έκανε τις εκλογικές εκπλήξεις της δεκαετίας του 1950.

Ο Θεοδωράκη σε αυτή την υπαρκτή δυναμική, που θα πάρει λίγο αργότερα τα χαρακτηριστικά μιας Άνοιξης που τελικά θα χαθεί, δίνει σχήμα μουσικό. Δεν είναι μόνο ότι παίρνει τα λαϊκά μοτίβα και τους δίνει νέες πιο τολμηρές μορφές. Ούτε καν μόνο ότι τολμά να στραφεί στους επώνυμους ποιητές, που και αυτοί είναι σε διάλογο με την ιστορία (ποιος μπορεί να παραβλέψει ότι ακόμη και το Άξιον Εστί είναι πέραν όλων των άλλων ο τρόπος που ο Ελύτης αποτυπώνει το δικό του μίσος για τους νικητές του Εμφυλίου). Είναι ότι αυτή η μουσική δημιουργία φαντάζει να προσφέρει ταυτόχρονα ένα αφήγημα για την ιστορία του τόπου και μια προοπτική που φάνταζε ταυτόχρονα ουτοπική και εφικτή.

Δεν έχει σημασία ότι όλο αυτό το όραμα, όπως έβγαινε ορμητικά στη δεκαετία του 1960 αλλά και ως ένα βαθμό στη μεταπολίτευση, ήταν σχηματικό, απλουστευτικό ή συχνά αντιφατικό.

Το θέμα ήταν ότι ήταν εκεί, ενέπνεε και με έναν τρόπο έδειχνε ότι οι ηττημένοι του Εμφυλίου μπορούσαν να είναι αυτοί που ενέπνεαν μια χώρα, που προσέφεραν τις δικές τους αγωνίες και ανάγκες ως αγωνίες και ανάγκες του τόπου, που μπορούσαν να υποδείξουν τι ήταν αυτό που έπρεπε να αλλάξει (αυτό το ασαφές και ταυτόχρονα περιεκτικό όραμα που προσέφεραν έννοιες όπως ανεξαρτησία, δημοκρατία, πρόοδος), που μπορούσαν να φτιάχνουν οράματα, να γράφουν τα τραγούδια που ακόμη και οι αντίπαλοι τραγουδούσαν.

Όταν ο Γκράμσι έλεγε ότι οι υποτελείς τάξεις μπορούν να διεκδικήσουν την ηγεμονία στην κοινωνία των πολιτών πριν να διεκδικήσουν να καταλάβουν την πολιτική εξουσία.

Είναι μια θέση πολυσυζητημένη και με πλήθος ερμηνείες. Όμως, ένα από τα πράγματα στα οποία παρέπεμπε ήταν ο τρόπος που τα δικά τους οράματα και αιτήματα, οι δικές τους πολιτικές και πολιτιστικές πρακτικές συσπειρώνουν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και επηρεάζουν τον «κοινό νου».

Ο Θεοδωράκης (όπως και μια σειρά άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες και δημιουργοί εκείνης της εποχής) σε αυτό ακριβώς έβαλε πλάτη. Και αυτό εξηγεί και το μεγαλείο του και την απήχησή του.

Ίσως γιατί οι ηττημένοι του Εμφυλίου, σαν πραγματική ιστορική δυναμική και διεργασία (ανεξάρτητα από τις αλλεπάλληλες εναλλαγές μεγαλείου και τραγωδίας της Αριστεράς), σαν πραγματική διεκδίκηση να εκπροσωπηθεί το έθνος των υποτελών, ήταν οι μόνοι που μπορούσαν πραγματικά να αρθρώσουν ένα όραμα για τη χώρα πέραν της «Ανοικοδόμησης», σε μια εποχή που ακόμη έδειχνε ότι μπορούσαν να παιχτούν μεγάλα στοιχήματα και άλλοι ιστορικοί δρόμοι, πολύ πιο πρωτότυποι από αυτούς που έμελλε να ανοίξει η Μεταπολίτευση. Και γι’ αυτό μπορούσαν να έχουν την ηγεμονία, έστω και για το σύντομο ιστορικό διάλειμμα της Χαμένης Άνοιξης.

Ούτε ο Μίκης μπόρεσε μετά να το εκπροσωπήσει αυτό (τι άλλο δείχνουν οι αλλεπάλληλες ταλαντεύσεις του;), ούτε πολύ περισσότερο οι διάφοροι πολιτικοί χώροι που διεκδίκησαν να εκπροσωπήσουν τους ηττημένους του Εμφυλίου.

Η χώρα άλλαζε και ολοένα και απομακρυνόταν από εκείνη τη συνθήκη όπου μπορούσε έστω και ουτοπικά να ονειρεύεται, σε ένα νήμα που από τη διάψευση της «Αλλαγής» οδήγησε στα «διακοποδάνεια», τον ναρκοθετημένο «ευρωπαϊκό δρόμο» και τη μνημονιακή δυστοπία.

Και γινόταν ολοένα και περισσότερο μια χώρα μειωμένων προσδοκιών, χωρίς περιθώριο για όνειρα.

Και με αυτή την έννοια όντως είμαστε φτωχότεροι. Ήδη καιρό πριν φύγει ο Μίκης.