Ποιος ηττήθηκε στο Αφγανιστάν;
«Οι Αμερικάνοι δεν μπορούν και δεν πρέπει να πεθαίνουν σε έναν πόλεμο που οι Αφγανοί δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν για τον εαυτό τους…». Αυτή στάθηκε η κατακλείδα του διαγγέλματος Μπάιντεν. «Σκοπός μας άλλωστε» συνέχισε «ποτέ δεν υπήρξε η οικοδόμηση ενός νέου έθνους εκεί. Το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν να μην καταντήσει πάλι το Αφγανιστάν σφηκοφωλιά τρομοκρατών». Λογικό ακούγεται. Ιδίως εάν ξεχάσει κανείς το Σύνταγμα του 2004, που υπαγορεύτηκε από τους δυτικούς επικυρίαρχους, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει το Αφγανιστάν δημοκρατική συγκρότηση. Οταν οι μεγαλόπνοες προθέσεις σου πέφτουν στο κενό, τι τις κάνεις; Γαργάρα. Κι ελπίζεις η κοινή γνώμη να σε μιμηθεί.
Οπως και να ‘χει, το μήνυμα πέρασε. Παντρειά με το ζόρι δεν γίνεται. Ούτε δημοκρατία. Το επαναλαμβάνουν οι εμβριθείς αναλυτές. Τονίζουν την ιδιότροπη φύση της αφγανικής κοινωνίας, την αρχαϊκή, φυλετική συγκρότησή της που την εμποδίζει να εξελιχθεί σε σύγχρονο κράτος. Χρεώνουν στους Αμερικάνους δύο μείζονα αμαρτήματα. Πρώτον, πως δεν κατάλαβαν το μάταιο τού εικοσαετούς τους εγχειρήματος. Οτι εθελοτυφλούσαν και έχτιζαν στην άμμο, θυσιάζοντας ψυχές, ξοδεύοντας πακτωλούς χρημάτων. Δεύτερον, ότι αποχωρώντας (όχι και τόσο) αιφνιδιαστικά, εγκατέλειψαν τους «καλούς» Αφγανούς στο έλεος των Ταλιμπάν.
Ξεκοκκαλίζω τις ασθμαίνουσες ανταποκρίσεις. Κοιτάζω τις φωτογραφίες. Τους εισβολείς να εισέρχονται στην Καμπούλ – «εν χορδαίς και οργάνοις» θα έγραφα, άμα η θρησκοληψία τους δεν καταδίκαζε τη μουσική. Τους νεοπρόσφυγες να παστώνονται στα αεροπλάνα, κι απ’ τα φτερά τους να γραπώνονται, κι από τις ρόδες τους ακόμα, κάλλιο να γκρεμιστούν από τους αιθέρες παρά να μείνουν στο έλεος των Ταλιμπάν…
Ενα ερώτημα με βασανίζει. Πώς μπόρεσαν οι Ταλιμπάν να προελάσουν τόσο γρήγορα χωρίς να πέσει ντουφεκιά, δίχως σχεδόν να ανοίξει μύτη; Να πεις ότι διέθεταν κάποιο υπερόπλο; Τους βλέπεις. Κάτι ρακένδυτοι είναι, με καραμπίνες και με σαγιονάρες. Κάτι παιδιά με γενειάδες, που – πριν μπουκάρουν στα κυβερνητικά κτίρια – έσπευσαν στο λούνα παρκ να παίξουν συγκρουόμενα, στο παγωτατζίδικο να γλείψουν γρανίτες. Κι όμως, ο αφγανικός λαός παραμέρισε για να περάσουν. Στωικά, μοιρολατρικά σχεδόν, υποτάχθηκε. «Περιμένω απλώς να με σκοτώσουν…» δήλωσε η μία και μοναδική γυναίκα δήμαρχος.
Διακινδυνεύω μία ανορθόδοξη εικασία. Μήπως για τη μεγάλη πλειονότητα των Αφγανών οι τελευταίες δεκαετίες δεν σήμαιναν κυρίως εκσυγχρονισμό, κοινωνική πρόοδο, απελευθέρωση από τα δεσμά του φανατικού Ισλάμ; Μήπως κυριαρχούσε μέσα τους το αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης;
Από την ξένη κατοχή. Από τα προνόμια όσων συνεργάστηκαν, καλόπιστα έστω, με τους Δυτικούς. Από τους θεσμούς -καθολική ψήφος, πρόσβαση των γυναικών στην εκπαίδευση -, που ίσως με βδελυγμία να τους απέρριπταν όχι τόσο από αρσενική, πατριαρχική βαρβαρότητα όσο επειδή ήταν φυτευτοί, εκδηλώσεις του αμερικάνικου ιμπέριουμ. Διαβάζω ότι ο πρόεδρος του Αφγανιστάν το έσκασε με ένα κομβόι αυτοκινήτων που ξεχείλιζαν από δολάρια. Κι έπειτα την άγαρμπη, κωμικοτραγική, διάψευσή του. «Κατέφυγα» ψέλλισε «στα Εμιράτα για να ανασυνταχθώ. Θα επιστρέψω και θα αναλάβω δράση…» – ωραίος καπετάνιος μα την αλήθεια! Μαθαίνω για τους αφγανούς στρατιώτες που τους άφηναν επί μήνες απλήρωτους, ενίοτε και ασίτιστους. Η ντόπια ελίτ, η οποία κατοικούσε στην Καμπούλ σε σπίτια με πισίνες, που σύχναζε σε μπαρ ξενοδοχείων, λογικό δεν ήταν να θεωρείται δωσίλογη; Υπάρχει συμπαθής δωσίλογος;
Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Η άνωθεν, απ’ έξω, επιβολή έχει ημερομηνία λήξης. Οι άνθρωποι πάντοτε θα προτιμούν τις δικές τους αλυσίδες από τα ξένα ροδοπέταλα. Αυτό διδάσκει η Ιστορία χιλιετίες τώρα. Κάθε γενιά ωστόσο πρέπει να το μαθαίνει στο πετσί της.
Στο Αφγανιστάν ηττήθηκε η κομπορρημοσύνη, το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» κάποιων που – ύστερα από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου – ένιωσαν πως κρατούσαν τα κλειδιά του πλανήτη. Περνιόντουσαν για παντοδύναμοι και για πανάγαθοι θεοί. Οσα δεινά θα επακολουθήσουν, όσα βάσανα, για εκείνους που έμειναν στην πολύπαθη πατρίδα τους, για εκείνους που έντρομοι την εγκατέλειψαν, θα αποτελούν παράπλευρες συνέπειες της αρχικής αστοχίας. Του αφελούς πείσματος που κατέληξε ύβρις.