Οι Ταλιμπάν, οι κινήσεις Ρωσίας και Κίνας και η αμηχανία της Ευρώπης

Παναγιώτης Σωτήρης

Η κατάσταση στο Αφγανιστάν δείχνει ενώ όλοι φοβόντουσαν το ενδεχόμενο μιας κατάρρευσης της κυβέρνησης της Καμπούλ, όταν θα πλησίαζε να γίνει πράξη η αμερικανική αποχώρηση, εντούτοις κανείς δεν περίμενε να γίνει τόσο γρήγορα.

Και αυτό περιλαμβάνει και τους ίδιους τους Ταλιμπάν που εκτιμούσαν ότι θα έφταναν στα όρια της Καμπούλ και εκεί θα ξεκινούσε ένα είδος έμπρακτης διαπραγμάτευσης για την επόμενη μέρα και το σχηματισμό κυβέρνησης. Όμως, τα γεγονότα εξελίχτηκαν διαφορετικά, η κυβέρνηση κατέρρευσε και οι Ταλιμπάν βρέθηκαν να έχουν πετύχει τον στόχο τους, δηλαδή να έχουν την εξουσία.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι απλή υπόθεση. Όχι μόνο γιατί εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη ή ακόμη και εχθρότητα από τμήμα της αφγανικής κοινωνίας αλλά και γιατί πρέπει κάπως να διαχειριστούν πλευρές της κρατικής λειτουργίας. Και εάν ήδη είχαν ξεκινήσει να το κάνουν αυτό στην πορεία τους προς την Καμπούλ, είτε στις περιοχές που περνούσαν στον έλεγχό τους, είτε στα συνοριακά περάσματα, τώρα έπρεπε να το κάνουν και στην πρωτεύουσα. Άλλωστε, άλλο ένας στρατός ανταρτών και άλλο μια κρατική μηχανή που πρέπει να λειτουργεί αλλά και να διαχειριστεί προβλήματα όπως π.χ. η κατάσταση γύρω από το αεροδρόμιο της Καμπούλ.

Αυτό αποτυπώνεται και στον τρόπο που κάλεσαν δημόσιους λειτουργούς να επιστρέψουν στα καθήκοντά τους αλλά και στο γεγονός ότι προσπαθούν να διαμορφώσουν μια κυβέρνηση που να περιλαμβάνει και εκπροσώπους άλλων πολιτικών ρευμάτων.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι ίδιοι οι Ταλιμπάν έδωσαν στη δημοσιότητα φωτογραφίες από την συνάντηση που είχε αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν στις 18 Αυγούστου με τον πρώην πρόεδρο του Αφγανιστάν Χαμίντ Καρζάι. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας ο Ανάς Χακάνι, μέλος της αντιπροσωπείας των Ταλιμπάν στις διαπραγματεύσεις στη Ντόχα. γιός του Τζαλαλουντίν Χακάνι και μικρότερος αδερφός του Σιρατζουντίν Χακάνι, του επικεφαλής του Δικτύου Χακάνι, μιας ισχυρής τάση εντός των Ταλιμπάν. Στη συνάντηση ήταν παρών και ο Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ, επικεφαλής του Ανώτατου Συμβουλίου για την Εθνική Συμφιλίωση, που συμμετέχει μαζί με τον Καρζάι και έναν εκ των ηγετών των Μουτζαχεντίν, τον Γκουλμπουντίν Χεκμαρτιάρ σε μια πρωτοβουλία συντονισμού. Το μήνυμα ήταν σαφές οι διαβουλεύσεις είναι για κυβέρνηση που δεν θα περιορίζεται απλώς και μόνο στους Ταλιμπάν. Μάλιστα, τις συνομιλίες χαιρέτησε και ο ίδιος ο Ασράφ Γάνι με δήλωσή του από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στα οποία έχει καταφύγει. Μάλιστα, έγινε και δεύτερη συνάντηση, στην οικία του Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ, με παρουσία του Καρζάι, με την αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν να έχει επικεφαλής τον Χαλίλ Αλ Ραχμάν Χακάνι, καταζητούμενο (και επικηρυγμένο για 5 εκατομμύρια δολάρια) από τις ΗΠΑ για τη δράση του για τη χρηματοδότηση των Ταλιμπάν.

Στο ίδιο πλαίσιο, εντάσσεται και η απόφαση τους να αναθέσουν στον Χουμαγιούν Χουμαγιούν, πρώην αντιπροέδρου του κοινοβουλίου και κάποτε συμμάχου του πρώην προέδρου Ασράφ Γάνι, τα καθήκοντα του αστυνομικού διευθυντή της Καμπούλ.

Η διαμόρφωση κυβέρνησης που να μπορεί να φαντάζει «συμπεριληπτική» είναι στοιχείο κλειδί για τους Ταλιμπάν για να μπορέσουν να αποκτήσουν και διεθνή αναγνώριση. Και αυτό γιατί αυτή τη στιγμή, χωρίς κυβέρνηση στο Αφγανιστάν όχι μόνο δεν υπάρχει διεθνής αναγνώριση, αλλά και οι ΗΠΑ «πάγωσαν» πόρους της Κεντρικής Τράπεζας του Αφγανιστάν και η χώρα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να αποκοπεί και από την όποια διεθνή βοήθεια προοριζόταν για αυτήν.

Σε αυτό το φόντο και οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις των Ταλιμπάν ότι δεν θα «εκδικηθούν» στο εσωτερικό της χώρας αλλά και ότι δεν θα αφήσουν το έδαφος του Αφγανιστάν να γίνει ορμητήριο για τρομοκρατικές επιθέσεις σε άλλες χώρες, όπως και οι επιταχυνόμενες διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης. 

 

Οι κινήσεις Κίνας και Ρωσίας

Σε αυτό το φόντο πρέπει να δούμε τις κινήσεις τις «διεθνούς κοινότητας». Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν εχθρικά τους Ταλιμπάν, όμως είναι σαφές ότι έχουν ως προτεραιότητα την απεμπλοκή από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, παρά τις επικρίσεις που δέχονται από δυτικούς συμμάχους.

Όμως, ούτως ή άλλως σε αυτή τη φάση οι ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να κάνουν πολλά για να επηρεάσουν τα πράγματα στο Αφγανιστάν. Και αυτό γιατί δεν έχουν κάποιο «αντίπαλο δέος» να αντιτάξουν στους Ταλιμπάν (ρόλο που κάποτε μπορούσε να παίζει η «Βόρεια Συμμαχία»). Ο πολιτικός υπολογισμός των ΗΠΑ ήταν ότι η κυβέρνηση με τις ένοπλες δυνάμεις δεν θα κατέρρεαν και άρα θα μπορούσε στη διαπραγμάτευση να υπάρχει ένα αντίβαρο στους Ταλιμπάν. Ο υπολογισμός ακυρώθηκε από την «κυκλωτική» τακτική των Ταλιμπάν και από το γεγονός ότι κατέρρευσε η ίδια η ιεραρχία των ενόπλων δυνάμεων του Αφγανιστάν. Και αυτό άφησε τις ΗΠΑ κυρίως να ενδιαφέρονται για την ολοκλήρωση της εξόδου από το Αφγανιστάν παρά για την επόμενη μέρα στη χώρα.

Από την άλλη Ρωσία και Κίνα δείχνουν να κάνουν βήματα να παίξουν ρόλο στην επόμενη μέρα. Ένα πρόσωπο κλειδί είναι ο ειδικός απεσταλμένος του Ρώσου Προέδρου για το Αφγανιστάν και Διευθυντής του Δεύτερου Τμήματος Ασίας του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών Ζαμίρ Καμπούλοφ. Οι δηλώσεις που έκανε σε ρωσικά ΜΜΕ ήταν πολύ χαρακτηριστικές, καθώς υπογράμμισε ότι δεν βλέπει κάποια «άμεση απειλή» για τους συμμάχους της Ρωσίας στην Κεντρική Ασία και ότι θεωρεί ότι οι Ταλιμπάν μέχρι στιγμής είναι πιο συνεννοήσιμοι από την προηγούμενη κυβέρνηση, όπως και ότι η Ρωσία εδώ και επτά χρόνια έχει επαφές με τους Ταλιμπάν που στηρίζονταν στην εκτίμηση ότι τελικά ήταν μια δύναμη που θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην κατάσταση στο Αφγανιστάν και προετοίμασαν το έδαφος για τη συζήτηση με την νέα κυβέρνηση και αυτό είναι ένα στοιχείο που εξυπηρετεί τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ως προς το πότε η Ρωσία θα σταματήσει να χαρακτηρίζει τους Ταλιμπάν «τρομοκρατική οργάνωση», υποστήριξε ότι θα πρέπει το Συμβούλιο Ασφαλείας να εξασφαλίσει ότι η  νέα κυβέρνηση στο Αφγανιστάν κινείται στη βάρη όρων και με έναν «πολιτισμένο τρόπο». Όταν αυτό αποτυπωθεί σε μια απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, τότε θα ξεκινήσει η διαδικασία για να εξαιρεθούν από τον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων.

Από τη μεριά της η Κίνα είχε φροντίσει να στείλει το μήνυμα ότι συζητάει με τους Ταλιμπάν με τη συνάντηση στις 28 Ιουλίου ανάμεσα στον υπουργό Εξωτερικών της Κίνας Γουάνγκ Γι και αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν, που περιλάμβανε και τον ίδιο τον Μουλά Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ, στην κινεζική πόλη Τιαντζίν. Άλλωστε, η Κίνα δεν έχει κρύψει ότι επιθυμεί να κάνει επενδύσεις στο Αφγανιστάν, με δεδομένα και τα μεγάλα αποθέματα μετάλλων σπανίων γαιών που η χώρα αυτή διαθέτει. Χαρακτηριστικό και πρόσφατο άρθρο στην κινεζική ιστοσελίδα Global Times που ανέφερε ότι οι ΗΠΑ «δεν έχουν δικαίωμα να θέλουν να παρέμβουν σε μια δυνητική συνεργασία ανάμεσα στην Κίνα και το Αφγανιστάν για τις σπάνιες γαίες».

 

 

Η αποφυγή βιασύνης

Από τη μεριά του ο έμπειρος Σεργκέι Λαβρόφ φρόντισε να δώσει τον τόνο για τη ρωσική πολιτική μιλώντας στις 17 Αυγούστου: «Δεν βιαζόμαστε να τους αναγνωρίσουμε. Μόλις χτες μίλησα με τον υπουργό Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας Γουάνγκ Γι. Οι θέσεις μας ταυτίζονται». Οι δηλώσεις του Λαβροφ ήταν χαρακτηριστικές, μίλησε για «ενθαρρυντικά σημάδια» από τους Ταλιμπάν στο βαθμό που θέλουν χώρα με τη συμμετοχή και άλλων πολιτικών δυνάμεων και δήλωσε την υποστήριξη στη διαδικασία διαλόγου με τη συμμετοχή του Χαμίντ Καρζάι και του Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ αλλά και του Χεκματιάρ.

Αντίστοιχα και το Πεκίνο έκανε σαφές ότι και αυτό θέλει να δει απτά βήματα προς το σχηματισμό κυβέρνησης. Όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικώ Ζάο Λιτζάν, «θα είναι δυνατό να μιλήσουμε για το εάν η Κίνα θα αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με το Αφγανιστάν μόνο αφού μια ανεκτική και ανοιχτή κυβέρνηση σχηματιστεί που θα εκπροσωπεί επαρκώς τα συμφέροντα της χώρας», για να υπογραμμίσει: «Θα περιμένουμε και θα αναγνωρίσουμε τη νέα κυβέρνηση αφού έχει σχηματιστεί». 

 

Η ευρωπαϊκή αμηχανία

Απέναντι σε όλα αυτά η Ευρώπη παραμένει αμήχανη και σίγουρα οι επικριτικές δηλώσεις για τον τρόπο που χειρίστηκαν οι αμερικανοί την κατάσταση μπορεί να αποδίδουν ένα κλίμα, όμως δεν αποτελούν και χάραξη πολιτικής. Άλλωστε, η αδυναμία εκτίμησης της κατάστασης χαρακτήρισε και την Ευρώπη και αυτό αναδύεται και στην εσωτερική πολιτική συζήτηση χωρών όπως η Γερμάνια.

Ωστόσο, σταδιακά αρχίζει να αναδύεται και η επίγνωση ότι και η Ευρώπη θα πρέπει να συνομιλήσει και με τους Ταλιμπάν. Άλλωστε, υπάρχει η επίγνωση ότι όσο πιο γρήγορα εξομαλυνθεί η κατάσταση τόσο πιο πιθανό είναι να αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας ανθρωπιστικής κατάρρευσης και ενός ακόμη πιο μεγάλου κύματος προσφύγων. Αυτό φάνηκε και στις δηλώσεις του επικεφαλής της διπλωματίας της ΕΕ, Ζοσέπ Μπορέλ, που υπογράμμισε ότι η Ευρώπη θα πρέπει να έχει διάλογο με τους Ταλιμπάν, δίνοντας έμφαση στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ σε ανάλογο τόνο ήταν και οι δηλώσεις του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών Ζαν-Υβ Λε Ντριάν.

Ωστόσο, ακόμη αυτός ο πραγματισμός που διαφαίνεται στην αντιμετώπιση της κατάστασης από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, δεν έχει μέχρι στιγμής μεταφραστεί σε μια συνολική τοποθέτηση για το πώς θα μπορούσε να υπάρξει μια διαδικασία αναγνώρισης, δηλαδή κάτω από ποιους όρους και προϋποθέσεις σε αντίθεση με τη Ρωσία και την Κίνα που δείχνουν πιο προετοιμασμένες για αυτή τη διαπραγμάτευση αλλά και πιο ικανές να ασκήσουν μια πίεση προς τους Ταλιμπάν να κινηθούν σε μια τέτοια κατεύθυνση.