Είναι σε κίνδυνο οι κλασικές σπουδές;
Ένα από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής δημόσιας σφαίρας είναι ο τρόπος που επανέρχεται το θέμα των απειλών σε βάρος των κλασικών σπουδών και της αρχαιογνωσίας. Από τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε, σε προηγούμενες δεκαετίες, η «Μαύρη Αθηνά», όταν είχαμε το παράδοξο να μεταφράζονται οι πολεμικές αλλά όχι το ίδιο το επίμαχο βιβλίο, έως την τρέχουσα διάχυτη αίσθηση ότι η «πολιτική ορθότητα» απειλεί τις κλασικές σπουδές, με αποκορύφωμα το θόρυβο που προκλήθηκε από την απόφαση του Πρίνστον να μην ζητά προηγούμενη γνώση αρχαίων ελληνικών και λατινικών ως προϋπόθεση για την εγγραφή στο πρόγραμμα Κλασικών Σπουδών, τα παραδείγματα είναι αρκετά.
Σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με τον τρόπο που στη χώρα μας αντιμετωπίζουμε τις κλασικές σπουδές. Ήδη από την εποχή του Ελληνικού Διαφωτισμού και των στοχαστών του και τη συγκρότηση του Νεοελληνικού Κράτους, η ελληνική αρχαιότητα όχι μόνο ενσωματώθηκε στο ιστορικό συνεχές του Έθνους αλλά και αποτέλεσε τη βασική πηγή άντλησης νομιμοποίησης του νεοσύστατου κράτους. Αυτό, όμως, είχε τη σημαντική επίπτωση να θεωρηθεί μια ορισμένη εκδοχή αρχαιογνωσίας ως συστατικό στοιχείο της εκπαίδευσης και τμήμα της «εθνικής διαπαιδαγώγησης», κάτι που αποτυπώθηκε, εκτός των άλλων, και στο γλωσσικό ζήτημα.
Όμως, αυτό σήμαινε ότι υιοθετούσαμε πλήρως μια αντίληψη για την αρχαιογνωσία που προερχόταν κυρίως από τη Δύση και παρουσίαζε μια συνέχεια του «Δυτικού Πολιτισμού» από την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα στην Αναγέννηση, στις αστικές επαναστάσεις και τελικά τη βιομηχανική επανάσταση και την αποικιοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν μια αναδρομική και εξιδανικευτική συγκρότηση της κλασικής αρχαιότητας, με έντονα τα στοιχεία της έμφασης στη «λευκότητα», ιδίως από τη στιγμή που οι αναδυόμενες φιλελεύθερες δημοκρατίες επικαλέστηκαν την Αθήνα, τη Σπάρτη και τη Ρώμη ως πρότυπα.
Το πρόβλημα με αυτή την πολιτιστική γενεαλογία είναι ότι εντάσσει την ελληνική αρχαιότητα σε έναν «Δυτικό κανόνα», συνδέοντάς την με τις ιστορίες, τα πολιτικά σχέδια και τις μορφές βαναυσότητας που σφραγίζουν την νεωτερικότητα. Αντίστοιχα, αυτή η ένταξη της ελληνικής αρχαιότητας στον «Δυτικό κανόνα» σήμαινε ότι δεν μπορούσε να προσεγγιστεί η ίδια η αναπόφευκτη ιστορικότητα, αντιφατικότητα και συγκρουσιακότητά της, την ώρα που στη χώρα μας όλα αυτά μεταφράζονταν σε μια ιδιαίτερα συντηρητική αντιμετώπιση της αρχαιογνωσίας, συμπεριλαμβανομένης της ιδιαίτερης φόρτισης που αποκτούσαν τα ζητήματα της ένταξής της στην βασική εκπαίδευση.
Αυτή η μονοδιάστατη αντίληψη ως προς την γενεαλογία των πολιτισμών, επικαθορισμένη από μια αποικιοκρατική οπτική, συχνά υποτιμούσε άλλους πολιτισμούς, τοποθετώντας τους εκτός του «κανόνα», από τους πολιτισμούς Κίνας και της Ινδικής υποηπείρου έως τον αραβικό πολιτισμό ή τους πολιτισμούς της Αφρικής, αναπαράγοντας την εσφαλμένη αντίληψη ότι ο πολιτισμός υπήρξε πρωτίστως «λευκός» και κατ’ επέκταση «δυτικός». Κάτι που με τη σειρά του εξηγεί τον πραγματικά επιτακτικό χαρακτήρα που έχει η ανάγκη προσέγγισης όλων εκείνων των πολιτισμών που δεν περιλαμβάνονται στον «κανόνα».
Η συνεχιζόμενη αξία της αρχαιογνωσίας
Σημαίνουν όλα αυτά ότι δεν έχει σημασία η αρχαιογνωσία; Κάθε άλλο! Καταρχάς η ίδια η βαρύτητα που κατέχουν η ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα στη διαμόρφωση της «δυτικής κουλτούρας», σημαίνει ότι οποιαδήποτε κριτική προσέγγιση (ή ακόμη και αποδόμηση) της τελευταίας προϋποθέτει ακριβώς μια ουσιαστική μελέτη αυτού που συνήθως περιγράφουμε ως «κλασικές σπουδές». Έπειτα, η ίδια η ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, απαλλαγμένες από το βάρος της λειτουργίας ως «προτύπων», αποτελούν πάντα ένα συναρπαστικό πεδίο μελέτης, ανοιχτό σε διαρκείς επανερμηνείες. Άλλωστε, αυτός είναι ο λόγος που γυρνάμε και ξαναγυρνάμε σε αυτά τα κείμενα και αυτές τις στιγμές της ιστορίας του πολιτισμού: γιατί μπορούμε πάντα να ανακαλύψουμε νέες πτυχές και νέες αναγνώσεις. Αυτό εξηγεί και τη διαρκή σημασία που εξακολουθεί να έχει η αρχαιογνωσία ως προϋπόθεση για αυτές τις νέες αναγνώσεις.
Γι’ αυτόν το λόγο και δεν έχουμε ανάγκη τον ιδιότυπο «ηθικό πανικό» για την υποτιθέμενη απειλή για τις κλασικές σπουδές από την «πολιτική ορθότητα» ή οποιαδήποτε άλλη μετωνυμία προσφέρεται για την απαξίωση κριτικών ή αποαποικιακών προσεγγίσεων. Άλλωστε, είναι αυτές οι προσεγγίσεις που μπορούν να οδηγήσουν στην ουσιαστική ανανέωση όχι μόνο της ερευνητικής εργασίας πάνω στις κλασικές σπουδές, αλλά και στη νέα ένταξή τους στην αναγκαία «γενική παιδεία» και το βασικό αλφαβητισμό μας. Αν μη τι άλλο, μια τέτοια προσέγγιση δείχνει να είναι πολύ προτιμότερη για την προώθηση της κριτικής και ουσιαστικής αρχαιογνωσίας από μια διαρκή και επιφανειακή και ρητορική επίκληση του «αρχαίου κλέους» που την ίδια ώρα δεν έχει πρόβλημα να θεωρεί την «αρχαιολογία» εμπόδιο για την ανάπτυξη, ή να εξακολουθεί να προσεγγίζει τα μνημεία της αρχαιότητας υπό το πρίσμα του τουρισμού ως «βαριάς βιομηχανίας».
Ο πραγματικός κίνδυνος
Εάν όντως από κάτι κινδυνεύουν οι κλασικές σπουδές, είναι το συνολικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ανθρωπιστικές σπουδές όπως και οι κοινωνικές επιστήμες μέσα σε μια ανώτατη εκπαίδευση που γίνεται ολοένα και πιο τεχνοκρατική και επιχειρηματική. Είναι μια συνθήκη που έχει οδηγήσει στην ολοένα και μεγαλύτερη υποχρηματοδότηση και υποβάθμιση των τομέων που θεωρούνται ότι δεν έχουν την αναγκαία αγοραία απήχηση, με αποτέλεσμα τα αλλεπάλληλα κλεισίματα σχετικών τμημάτων και εδρών διεθνώς