Στην εποχή της ευελιξίας στην εργασία

Παναγιώτης Σωτήρης

Δεκαετίες τώρα η ευελιξία αντιμετωπίζεται ως αυτονόητη παράμετρος των εργασιακών σχέσεων και της απασχόλησης. Πρώτα, διαμορφώθηκε μια ολόκληρη φιλολογία για το πώς το μεγαλύτερο πρόβλημα της οικονομίας ήταν η υποτιθέμενη ακαμψία των εργασιακών μορφών, που δέσμευε τις επιχειρήσεις και δεν τους επέτρεπε να κάνουν τις επενδύσεις που θα ήθελαν ή να προσλάβουν τους ανθρώπους που προτιμούσαν. Στη συνέχεια άρχισε να φτιάχνεται ένα θεωρητικό σχήμα που προσπαθούσε να πείσει ότι μόνο μέσα από την αυξημένη εργασιακή ευελιξία θα μπορούσε να υπάρξει αύξηση της παραγωγικότητας και της απασχόλησης. Τέλος, η ευελιξία αναγορεύτηκε σε ένα είδος κατηγορικής προσταγής για τη διαρκή προσαρμογή σε μεταβαλλόμενες συνθήκες.

Πλέον, θεωρείται αυτονόητο ότι η διαρρύθμιση του εργασιακού χρόνου δεν θα πρέπει να ακολουθεί την παραδοσιακή έννοια του ωραρίου. Ότι οι όροι της εργασίας θα πρέπει να διαμορφώνονται μέσα από ατομική διαπραγμάτευση και όχι στη βάση συλλογικών ρυθμίσεων και συνδικαλιστικών εγγυήσεων. Ότι οι απολύσεις πρέπει να διευκολύνονται για να δημιουργούνται θέσεις εργασίας. Ότι όλα αυτά ενισχύουν την καινοτομία, χωρίς βέβαια κάποια παραπέρα εξήγηση για το πώς οι απολύσεις φέρνουν νέες ιδέες.

Αυτά συνδέονται με μια αντίληψη της οικονομίας όπου η κεντρική παράμετρος δεν είναι η ευημερία, ούτε η βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, αλλά απλώς και μόνο η ανάπτυξη, εννοούμενη ως συνδυασμός ανάμεσα στην ποσοτική μεγέθυνση και την επιχειρηματική κερδοφορία, που υποτίθεται ότι διαμορφώνουν το όποιο περιθώριο ώστε κάτι να καταλήγει στους εργαζομένους είτε ως δημιουργία θέσεων εργασίας, είτε ως μισθολογική βελτίωση. Η έννοια των δικαιωμάτων, ή πολύ περισσότερο των κατακτήσεων, που αναλογούν στους εργαζομένους απωθείται προς όφελος της απλής αποφυγής της παράβασης ενός ισχνού καταλόγου υποχρεώσεων του εργοδότη. Το δικαίωμα στην απεργία υπονομεύεται από ειδικές ρήτρες πλειοψηφίας και «προσωπικού ασφαλείας» και απαξιώνεται ως εγγενώς αντικοινωνική πρακτική.

 

Η  αντίληψη των εργαζομένων ως ατομικών επιχειρηματιών

Καθώς η φιγούρα του ατόμου-επιχειρηματία ανάγεται σε μια ιδιότυπη ανθρωπολογική – και συνάμα κανονιστική– σταθερά, έπεται ότι το σύνολο των εμπλεκόμενων στην παραγωγή και την οικονομία αποτελούν δυνάμει ατομικούς επιχειρηματίες. Σε αυτή την οπτική η θέση ενός εργαζομένου εντός μιας εργασιακής και διοικητικής ιεραρχία αποτυπώνει σε τελική ανάλυση το εάν ο εργαζόμενος επένδυσε όσο έπρεπε στις ατομικές του δεξιότητες και γνώσεις. Μόνο που  έτσι δεν συσκοτίζεται μόνο η ιδιαίτερη συνθήκη την οποία εκπροσωπεί η μισθωτή εργασία αλλά και ξεπερνιέται χωρίς απάντηση το σε ερώτημα ποιο ιδεώδες δικαίου δικαιολογεί ότι τόσο πολλοί άνθρωποι πρέπει να υφίστανται συνθήκη μισθολογικής υποβάθμισης και κοινωνικής επισφάλειας.

Όλα αυτή η εικόνα μιας συνεχούς ευελιξίας της εργασίας, με όρους διαρκούς ατομικής προσπάθειας και επένδυσης, μέσα σε μεταβαλλόμενες συνθήκες και με ρευστές ταυτότητες και έναν ολοένα και πιο διαβρωτικό καταναλωτισμό να λειτουργεί ως εξισωτικό υποκατάστατο, έχει πολλές φορές εξιδανικευτεί. Ωστόσο αυτό που αποσιωπάται είναι ότι η έννοια της ευελιξίας γίνεται πράξη όχι στη στιγμή της πρόσληψης, αλλά στη στιγμή της απόλυση, της βίαιης μεταβολής των εργασιακών όρων της μισθολογικής υποβάθμισης. Τότε αντί για την εικόνα της ατομικής ανέλιξης έχουμε την πραγματικότητα της αποπτώχευσης και όλες τις επιπτώσεις μιας συνθήκης αποστέρησης, μαζί φυσικά με το τραύμα της ανεργίας. Και αντί για τους «ατομικούς επιχειρηματίες» των διαφημιστών της ευελιξίας, βρίσκουμε όλο εκείνο το κομμάτι της εργασίας που διαπιστώνει ότι αντιμετωπίζεται ως ένας πλεονάζων πληθυσμός σε συνθήκη περιθωριοποίησης.

Όλα αυτά αποτυπώνουν δυο βασικά στοιχεία. Την υποταγή της εργασίας απλώς σε μια αντίληψη παραγωγικού συντελεστή που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο ως κόστος. Και δεύτερο – και σημαντικότερο – την παράβλεψη του ιδιαίτερου συλλογικού χαρακτήρα όχι μόνο της παραγωγική διαδικασίας αλλά και των αντιστάσεων που αναδύονται σε αυτή.

 

Οι αντιστάσεις επιμένουν

Η τελευταία παράμετρος είναι η πιο αποσιωπημένη και η πιο υποτιμημένη. Αφορά το γεγονός ότι παρά τις τάσεις κατακερματισμού, γεωγραφικής διασποράς και εξατομίκευσης της εργασίας, το στοιχείο των συλλογικών ταυτοτήτων, διεκδικήσεων, οραματισμών και αντιστάσεων της εργασίας παραμένει ενεργό, διαμορφώνοντας μια υπαρξιακή συνθήκη ανταγωνιστική σε αυτή της «επιχειρηματικότητας». Και μπορεί οι μορφές επισφάλειας όπως και οι συνειδητές επιθέσεις σε συνδικαλιστικά δικαιώματα και η παρακώλυση της δράσης των συνδικάτων να έχουν οδηγήσει στην επίφαση μιας απουσίας μεγάλων συγκρούσεων, εντούτοις είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τις περισσότερες πρόσφατες εκδοχές μαζικής διαμαρτυρίας χωρίς μια επίγνωση των πολλαπλών λόγων που η εργασία θέλει να εξεγερθεί. Αυτή η υποτίμηση του κοινωνικού ανταγωνισμού και των εντεινόμενων ταξικών διαιρέσεων ολοένα και περισσότερο αποτελεί το χνάρι μιας ύβρεως των κυρίαρχων δυνάμεων, ή μιας επικίνδυνης – για τις ίδιες – εθελοτυφλίας απέναντι στις επιπτώσεις των ίδιων τους των επιλογών.

 

Και όμως είναι μισθωτές/οί

Οι πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις που αναγνωρίζουν στους απασχολούμενους σε μεγάλες πλατφόρμες όπως η Uber την ιδιότητα του μισθωτού και όχι του επιχειρηματία / ελεύθερου επαγγελματία αποκτούν έτσι μια συνολικότερη σημασία. Και αυτό γιατί θέτουν έναν φραγμό σε μια από τις πιο συστηματικές προσπάθειες όχι απλώς να συγκαλυφθεί η πραγματικότητα της εκμετάλλευσης αλλά και ουσιαστικά να διαγραφεί προκαταβολικά η έννοια της μισθωτής εργασίας και τα όποια δικαιώματα αυτή εξακολουθεί να συνεπάγεται