Ανάλυση : Γιατί κατεβαίνουν τόσοι άνθρωποι στο δρόμο;
- Δημοσιεύθηκε: στις 18-03-2021
Το Σαββατοκύριακο 13 και 14 Μαρτίου έγιναν δεκάδες συγκεντρώσεις και πορείες σε όλη την Ελλάδα. Είχαν δύο βασικά χαρακτηριστικά: ήταν πολύ μαζικές και δεν έγιναν στο κέντρο της Αθήνας, αλλά σε γειτονιές της Αθήνας και δήμους της Αττικής και σε επαρχιακές πόλεις. Το θέμα τους ήταν η καταγγελία της αστυνομικής αυθαιρεσίας και αφορμή είχαν τα όσα έγιναν στην Πλατεία της Νέας Σμύρνης την Κυριακή 7 Μαρτίου.
Αυτές οι διαδηλώσεις ήρθαν μετά από μαζικές διαδηλώσεις την περασμένη εβδομάδα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Νέα Σμύρνη, και ύστερα από αρκετές κινητοποιήσεις όλο το προηγούμενο διάστημα, είτε σε σχέση με το συνεχιζόμενο φοιτητικό κίνημα που πυροδοτήθηκε από τον πρόσφατο νόμο του υπουργείου Παιδείας, είτε από την κίνημα αλληλεγγύης στο αίτημα του Δημήτρη Κουφοντίνα.
Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτές οι διαδηλώσεις ήρθαν μετά από μια σχετικά μακριά περίοδο όπου με την εξαίρεση των φοιτητικών κινητοποιήσεων και πιο πριν των κινητοποιήσεων γύρω από την ολοκλήρωση της δίκης της Χρυσής Αυγής, δεν είχαμε μεγάλες διαδηλώσεις.
Μάλιστα, έχουμε αυτό το κύμα των διαδηλώσεων σε μια περίοδο όπου τα περιοριστικά μέτρα για τις μετακινήσεις είναι σε ισχύ, η πανδημία είναι σε μια σημαντική έξαρση και οι περισσότεροι άνθρωποι που συμμετέχουν σε αυτές τις κινητοποιήσεις δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως «αρνητές». Μάλλον, το ακριβώς αντίθετο.
Πέραν της υποκίνησης
Οι κινητοποιήσεις αυτές έγινε προσπάθεια να ερμηνευθούν ως μια πολιτική απόπειρα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να πυροδοτήσει ένα κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας με τη μορφή ενός νέου «Κινήματος των Πλατειών».
Μάλιστα, αυτή ήταν και ως ένα βαθμό και η επίσημη κυβερνητική θέση, εάν κρίνουμε από τη δήλωση της κυβερνητικής εκπροσώπου κ. Αριστοτελίας Πελώνη που υποστήριξε ότι «ύστερα από μια δύσκολη εβδομάδα και ενώ το τριήμερο αυτό ήταν ευκαιρία να χαμηλώσουν οι τόνοι και να χαλαρώσουν οι πολίτες με τις οικογένειές τους, ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί σε 31 συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα», κατηγορώντας μάλιστα την αξιωματική αντιπολίτευση για υπονόμευση της προσπάθειας εξόδου από την πρωτοφανή υγειονομική κρίση.
Ωστόσο, μια προσεκτική ματιά στις ομάδες και συλλογικότητες που πήραν την πρωτοβουλία για τις κινητοποιήσεις θα δείξει ότι η όποια υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον δεν ήταν η πιο καθοριστική παράμετρος.
Τα καλέσματα γι’ αυτές τις κινητοποιήσεις ήρθαν από τοπικές κινήσεις, ομάδες πολιτικών, αυτόνομες συλλογικότητες που δύσκολα μπορούν να ενταχθούν στον ευρύτερο αστερισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ίδιο ισχύει και για τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, όπου οι κομματικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν χαμηλές ή τις άλλες κινητοποιήσεις που έχουν λάβει χώρα τις τελευταίες εβδομάδες.
Προφανώς και ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτικά έχει στηρίξει αυτές τις κινητοποιήσεις, στις οποίες συμμετέχουν και αρκετοί ψηφοφόροι ή και μέλη του, όπως αναμενόμενη είναι και η πολιτική επένδυση σε αυτές ως στοιχείο φθοράς της κυβέρνησης, αλλά αυτό απέχει πολύ από το να αποδεικνύει κάποιου είδους ενορχήστρωση ή μεθόδευση.
Οι διαδρομές της δυσαρέσκειας, υπόγειες και μη
Πιο κοντά στην πραγματικότητα θα ήταν να μιλήσουμε για κινητοποιήσεις που αποτυπώνουν πραγματικά στοιχεία δυσαρέσκειας για πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και της όλης συνθήκης, και μια προσπάθεια ανάκτησης του δημόσιου χώρου ως κατεξοχήν τόπου πολιτικής έκφρασης και διαμαρτυρίας. Κοντολογίς μια επιστροφή «στον δρόμο», έστω και μέσα σε συνθήκες πανδημίας.
Διάφορα στοιχεία συντελούν σε αυτό το κλίμα. Η κατάσταση με την πανδημία είναι δύσκολη και αποτυπώνει και πραγματικά ελλείμματα στο σχεδιασμό, τόσο σε επίπεδο «ειδικών» όσο και κυβερνητικών χειρισμών. Αυτό επεκτείνεται και στην αποτυχία της Ευρώπης να έχει συντονισμένη απάντηση. Υπάρχει, επίσης, πραγματική κόπωση από τα μέτρα. Παρότι μέτρα όπως οι αναστολές συμβάσεων βοήθησαν η οικονομική κρίση να μην μετατραπεί σε κοινωνική κρίση, εντούτοις όσο πλησιάζουμε στην έξοδο του τούνελ αυξάνεται και η ανασφάλεια για μια επόμενη μέρα που δεν θα χαρακτηρίζεται μόνο από την ανάκαμψη αλλά και από τις επιπτώσεις της παρατεταμένης ύφεσης. Χώροι όπως της παιδείας εξακολουθούν να βρίσκονται σε κρίση και τα μέτρα που έχουν ληφθεί, όπως π.χ. η «πανεπιστημιακή αστυνομία» δεν προλαμβάνονται ως κινήσεις που απαντούν σε αυτήν την κρίση.
Η αστυνομική αυθαιρεσία ως καταλύτης, θρυαλλίδα και μετωνυμία
Μέσα σε όλο αυτό το τοπίο, ζητήματα όπως αυτά του αυταρχισμού και της αστυνομικής αυθαιρεσίας λειτουργούν ταυτόχρονα ως καταλύτης, θρυαλλίδα και μετωνυμία.
Λειτουργούν ως καταλύτης γιατί επιτρέπουν να σχηματοποιηθούν διάχυτα και διάσπαρτα στοιχεία κοινωνικής δυσαρέσκειας σε πιο συγκροτημένες μορφές οργής και αγανάκτησης. Ως θρυαλλίδα γιατί αποτελούν την αφορμή και το έναυσμα για να κατέβουν οι άνθρωποι στο δρόμο. Και ως μετωνυμία γιατί είναι προφανές ότι το πραγματικό εύρος των αιτημάτων, των παραπόνων και των διεκδικήσεων πίσω από αυτές τις κινητοποιήσεις υπερβαίνει κατά πολύ το θέμα του αυταρχισμού.
Οι γενιές της οργής
Εάν κανείς διαβάσει προσεκτικά τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών και δεν μείνει μόνο στην πλειοψηφικά θετική αποτίμηση του κυβερνητικού έργου ή το σαφές δημοσκοπικό προβάδισμα της ΝΔ, θα διαπιστώσει ότι πέραν ενός ισχυρού πόλου δυσαρέσκειας, υπάρχει και μια «γενεαλογική» διαφορά: οι αντιδράσεις είναι πολύ διαφορετικές όσο πηγαίνουμε προς τις νεώτερες ηλικίες.
Αυτό διαμορφώνει μια ιδιαίτερη διαίρεση μέσα στο κοινωνικό σώμα, όπου οι ηλικίες κάτω των 40 έχουν διαφορετική –και πιο αρνητική– εκτίμηση για το πώς πάνε συνολικά τα πράγματα, είναι πιο δυσαρεστημένες και περισσότερο οργισμένες και με την κυβέρνηση και με το πολιτικό σύστημα γενικότερα.
Οι άνθρωποι αυτών των γενεών πλήρωσαν ακριβά τη δεκαετία της κρίσης, από το brain drain μέχρι την υψηλή ανεργία, είναι εξοικειωμένες και εξοικειωμένοι με τις συλλογικές διεκδικητικές πρακτικές (σε μια ακολουθία από τα μαθητικά κινήματα της δεκαετίας του 1990 στα φοιτητικά της δεκαετίας του 2000, το Δεκέμβρη του 2008, τις «Πλατείες»), έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το δημόσιο χώρο παράλληλα με τις αυξημένες δεξιότητες ως προς τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, και τώρα φαίνεται ότι κάνουν μια εντυπωσιακή επιστροφή «στο δρόμο» σε μια συγκυρία όπου φαινόταν ότι είχαμε μια συνολικότερη αμηχανία αυτών που συνηθίσαμε να περιγράφουμε ως κοινωνικά κινήματα.
Με αυτή την έννοια τόσο η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν αυτές οι κινητοποιήσεις συλλήβδην ως κομματικές εκδηλώσεις, όσο προφανώς και η αντιμετώπισή τους ως απλών κομματικών ακροατηρίων της αντιπολίτευσης, κινδυνεύει να μη δει τον πυρήνα μιας κοινωνικής δυναμικής που δεν χωράει στα όρια της κομματικής αντιπαράθεσης.
Αντίθετα, θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη μια προσπάθεια να γίνουν κατανοητές οι πολλαπλές διαδρομές μιας δυσαρέσκειας και μιας αγωνίας για το μέλλον που έχουν σημαντικό βάθος και που προς το παρόν εμφανώς δεν καλύπτονται από τις όποιες προτάσεις διατυπώνονται για την επόμενη μέρα.