Οι δαπάνες για έρευνα σε Έλληνες πανεπιστημιακούς πιάνουν τόπο καλύτερα από οποιασδήποτε χώρας!

Αθανάσιος Παπαϊωάννου

ΥΠΕΡΑΠΟΔΙΔΟΥΝ ή υποαποδίδουν οι Έλληνες επιστήμονες σε σχέση με την επένδυση της χώρας στην έρευνα; Η απάντηση στο ερώτημα είναι κρίσιμη ώστε ο λαός να γνωρίζει πού χρειάζεται να εστιασθούν οι μεταρυθμίσεις για την αύξηση της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας της χώρας: Στα πανεπιστήμια που παράγουν επιστήμονες και τεχνογνωσία, ή στις επιχειρήσεις που δεν αξιοποιούν σωστά τους επιστήμονες επειδή δεν έχουν ως προτεραιότητα την καινοτομία και την διεθνή ανταγωνιστικότητα; Ή μήπως και στα δύο;  Μετά την χρεωκοπία της χώρας το 2010, το κάθε Ευρώ επένδυσης της χώρας κουβαλά πολύ αίμα και ιδρώτα των Ελλήνων.  Κυρίως, το κάθε Ευρώ επένδυσης είναι κρίσιμο για το μέλλον των επόμενων γενιών και της χώρας στην 4η βιομηχανική εποχή που ήδη μπήκαμε, η οποία χαρακτηρίζεται όσο ποτέ άλλοτε από την προτεραιότητα στην πολύ προηγμένη γνώση και επιστήμη.   
 
Παρακάτω ακολουθεί σύγκριση του αριθμού των Ελλήνων επιστημόνων με την μεγαλύτερη επιστημονική επιρροή στον κλάδο τους παγκοσμίως, με αντίστοιχους αριθμούς άλλων χωρών. Για τις συγκρίσεις λαμβάνονται υπόψη ο πληθυσμός και το ΑΕΠ των χωρών, καθώς και το % του ΑΕΠ που επενδύεται σε έρευνα και ανάπτυξη της κάθε χώρας.  Παρόμοια δεδομένα δεν έχουν παρουσιασθεί στο Ελληνικό κοινό αλλά και στην μεγάλη πλειοψηφία των επιστημόνων της χώρας.  

Το σημερινό άρθρο αποτελεί συνέχεια προηγούμενου όπου παρουσιάσθηκαν δεδομένα με 648 Έλληνες πανεπιστημιακούς και ερευνητές της χώρας1  που συμπεριλαμβάνονται σε λίστα με το 2% των επιστημόνων παγκοσμίως με τη μεγαλύτερη επιρροή στον επιστημονικό τομέα τους.  Ο λόγος που επιλέχθηκε το κορυφαίο 2% των επιστημόνων είναι για να υπάρξει ισχυρή απόδειξη ότι οι ικανότητες αυτών των επιστημόνων αναγνωρίζονται παγκοσμίως ως κορυφαίου επιπέδου και άρα αποδεδειγμένα υπάρχει υψηλής ποιότητας επιστημονική επάρκεια στη χώρα για επενδύσεις σε τομείς αιχμής για την ανάπτυξη. Προφανώς είτε το κορυφαίο 2% είτε το κορυφαίο 5% των επιστημόνων να επιλεγόταν δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Περισσότερα για τη μεθοδολογία αναφέρονται στο τέλος του κειμένου.
 
Στον Πίνακα 1 παρουσιάζεται ανά χώρα ο αριθμός επιστημόνων που συμπεριλαμβάνεται στο κορυφαίο 2% επιστημόνων με την μεγαλύτερη επιρροή. Σχεδόν το σύνολο (99%) των 159.999 επιστημόνων της λίστας με αυτούς τους κορυφαίους επιστήμονες κατανέμονται σε 74 χώρες. Η κατάταξη των χωρών γίνεται με βάση την αναλογία αυτών των επιστημόνων σε κάθε ένα εκατομμύριο κατοίκων της κάθε χώρας. 
 
Στην κορυφή της λίστας βρίσκονται οι συνήθεις ύποπτοι: Ελβετία, Δανία, Σουηδία, Φιλανδία. Ακολουθούν 3-4 Αγγλοσαξονικές χώρες, οι επιστήμονες των οποίων όμως βοηθιούνται με μοναδικό τρόπο από έναν επιπλέον παράγοντα:  τη χρήση της Αγγλικής γλώσσας στις επιστημονικές δημοσιεύσεις που προσελκύουν τον συντριπτικά μεγαλύτερο όγκο των διεθνών αναφορών.  Η κυριαρχία της Αγγλικής γλώσσας στην επιστημονική βιβλιογραφία δεν βοηθά επιστήμονες σε μη Αγγλόφωνες χώρες κι ας είναι επιστημονικά αναπτυγμένες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιαπωνία (Πίνακας 1). Οι επιστήμονες σε μη αγγλόφωνες χώρες χρειάζεται ταυτόχρονα να παράγουν συγγράμματα, άρθρα και επιστημονικό υλικό και στη γλώσσα τους, όμως αυτό δεν αναγνωρίζεται διεθνώς.  Αντίθετα, επιστημονικά συγγράμματα επιστημόνων στις ΗΠΑ, Αγγλία, Καναδά, Αυστραλία τα οποία απευθύνονται σε φοιτητές και επιστήμονες των Αγγλοσαξωνικών χωρών προσελκύουν μεγάλο όγκο διεθνών αναφορών και αναγνώρισης, το οποίο όμως το στερούνται οι επιστήμονες σε μη Αγγλόφωνες χώρες.  Ένα χτυπητό παράδειγμα του αρνητικού ρόλου της Αγγλικής γλώσσας αφορά στη Ρωσία αφού είναι γνωστή η τεχνολογική δύναμη της χώρας αλλά οι επιστήμονές τους έχουν αναλογικά ελάχιστη διεθνή επιρροή.
 
Γι’ αυτό το λόγο, η διεθνής επιρροή των Ελλήνων επιστημόνων χρειάζεται να συγκρίνεται πρωτίστως με την αντίστοιχη επιστημόνων μη Αγγλόφωνων χωρών.  Όπως φαίνεται στον Πίνακα 1, η Ελλάδα κατατάσσεται στη θέση 22, πάνω από ανεπτυγμένες χώρες όπως Ιαπωνία και Ν. Κορέα και λίγο πάνω από το μέσο όρο των Ευρωπαϊκών χωρών, ενώ η εικόνα της είναι σχεδόν ίδια με της Ιταλίας και όχι πολύ διαφορετική από της Γαλλίας και Γερμανίας.  Όμως στον Πίνακα 1 δεν λαμβάνεται υπόψη η επίδραση των επενδύσεων της χώρας σε έρευνα και ανάπτυξη αλλά και στην εκπαίδευση, το οποίο αναλύεται ακολούθως.
 
 
Πίνακας 1  Αριθμός επιστημόνων που βρίσκονται στους κορυφαίους 2% με την μεγαλύτερη παγκόσμια επιρροή, ανά 1 εκατομμύριο κατοίκους κάθε χώρας

 

 
 

 

Απόδοση Ελλήνων Επιστημόνων και Επενδύσεις σε Ε&Α
 
Όπως φαίνεται στο Γράφημα 1 του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ/OECD)2, εδώ και δεκαετίες η Ελλάδα σταθερά επενδύει τραγικά χαμηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ σε Έρευνα και Ανάπτυξη (E&A) σε σχέση με όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Λιγότερο από την Ελλάδα επενδύει σε E&A  μόνο η Αργεντινή, η Λετονία, η Ρουμανία, το Μεξικό και η Κολομβία, χώρες με τραγικό χαμηλό ποσοστό επιστημόνων με παγκόσμια επιρροή.  Έως το 2010 η Ελλάδα σταθερά επένδυε περίπου το 0.5% του ΑΕΠ, ενώ άρχισε κάπως ν’ αυξάνει τις επενδύσεις σε Ε&Α μετά το 2012 και κυρίως μετά το 2015. Αντίθετα, η Ελβετία, η Σουηδία, η Φιλανδία και κυρίως το Ισραήλ επενδύουν το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ  σε Ε&Α παγκοσμίως, το οποίο είναι πολλαπλάσιο της Ελλάδος. Όμως το πόσο ακριβώς υπεραποδίδουν οι Έλληνες σε σχέση με τους διεθνείς επιστήμονες ακολουθεί αμέσως παρακάτω.

 

 

Η επιστημονική επιρροή επιστημόνων είναι αποτέλεσμα πολλών χρόνων επιστημονικής εργασίας, άρα τα όποια αίτια για υπεραπόδοση ή υποαπόδοσή τους πρέπει ν’ αναζητηθούν σε όλη τη διάρκεια των προηγούμενων ετών.  Στον Πίνακα 3 επιλέχθηκε ως έτος αναφοράς το 2005, επειδή είναι στο μέσο των τελευταίων 30 ετών που είναι η διάρκεια καριέρας ενός επιστήμονα, ενώ και όπως φαίνεται και στο Γράφημα 1 αντιπροσωπεύει σωστά το επίπεδο επένδυσης σε Ε&Α της χώρας καθώς και το ΑΕΠ της στα χρόνια της αφθονίας της δεκαετίας 2000-2009. 
 
Στον Πίνακα 2, για το 2005, δίνεται το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) κάθε χώρας με βάση τη μεθοδολογία ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (PPP) (στήλη Γ) καθώς και το ποσοστό επένδυσης του ΑΕΠ σε Ε&Α (Στήλη Δ) και το γινόμενο των δύο προηγούμενων (Γ x Δ) που διαιρείται με εκατό (στήλη Ε).  Στην τελευταία στήλη (ΣΤ), ο αριθμός κορυφαίων επιστημόνων ανά 1 εκ. κατοίκους (στήλη Β)  διαιρείται με το E και πολλαπλασιάζεται με το 10. Η στήλη ΣΤ αποτυπώνει τον αριθμό κορυφαίων επιστημόνων στη χώρα όταν επενδύονται για Έρευνα και Ανάπτυξη 10$ από 1 εκ. κατοίκους. Με άλλα λόγια δείχνει την αξία της επένδυσης σε Ε&Α μιας χώρας ως προς τους κορυφαίους επιστήμονες ώστε αυτοί να βρεθούν στην κορυφή του κλάδου τους, ή αλλιώς πόσο πολύ τα λεφτά της χώρας πιάνουν τόπο ως προς την παγκόσμια αναγνώριση της έρευνας.
 

Τα αποτελέσματα στον Πίνακα 2 είναι εντυπωσιακά, αφού η Ελλάδα μαζί με δύο Αγγλόφωνες χώρες, Ν. Ζηλανδία και Η.Β. είναι στην κορυφή των χωρών όπου τα χρήματά τους που επενδύονται σε Ε&Α αποδίδουν περισσότερους επιστήμονες με παγκόσμια επιστημονική επιρροή στον κλάδο τους.  Ακολουθεί πολύ πιο πίσω μια επίσης Αγγλόφωνη χώρα, η Αυστραλία και στη συνέχεια ακολουθούν Ολλανδία, Δανία, Καναδάς και Ελβετία.  Όμως όπως έχει ήδη εξηγηθεί, οι κορυφαίοι επιστήμονες στις Αγγλόφωνες χώρες είναι σε πλεονεκτικότερη θέση για παραγωγή επιστημονικού έργου στην Αγγλόφωνη βιβλιογραφία σε σχέση με τους Έλληνες. Συγκρίνοντας την Ελλάδα με τις μη Αγγλόφωνες χώρες, προκύπτει ότι οι Έλληνες επιστήμονες όχι απλά υπεραποδίδουν σε ερευνητικό έργο παγκόσμιας αποδοχής στον κλάδο τους, αλλά βρίσκονται κυριολεκτικά στην κορυφή παγκοσμίως και μάλιστα με απόσταση από τις άλλες χώρες!!  Όπως εξηγείται παρακάτω, ενώ αυτό δεν αποτελεί έκπληξη για τον υποφαινόμενο, είναι απορίας άξιο πώς δεν συζητιέται καθόλου δημοσίως ο αρνητικός ρόλος των Ελλήνων επιχειρηματιών με τις μηδενικές επενδύσεις τους σε Ε&Α που είχε ως αποτέλεσμα την καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας τόσο των επιχειρήσεών τους όσο και της χώρας.
 
Πίνακας 2   Αξία της επένδυσης σε Ε&Α μιας χώρας ως προς τους κορυφαίους επιστήμονες ώστε αυτοί να βρεθούν στην κορυφή του κλάδου τους (Στήλη ΣΤ)

 

 

Ο υποφαινόμενος έχει ξαναγράψει εδώ, ότι το 2015 οι μη Έλληνες Pastor, Serrano & Zaera 3 στη σελίδα 1869 του έγκυρου περιοδικό Scientometrics, συμπέραναν ότι «οι Έλληνες καθηγητές ΑΕΙ δημοσιεύουν πολύ περισσότερο αναλογικά με τη χρηματοδότηση που παίρνουν σε σχέση με ΟΛΟΥΣ τους άλλους Ευρωπαίους καθηγητές ΑΕΙ. Για την ακρίβεια η αναλογία επιστημονικών  εργασιών/χρηματοδότηση στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσια σε σχέση με το μέσο όρο των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών.» Άρα αυτά ήταν γνωστά σ’ αυτούς που διαβάζουν.  Η διαφορά είναι, ότι τότε οι Pastor και συνεργάτες στηριζόταν σε στοιχεία από άλλη βάση δεδομένων, αφού αναφερόταν στο ΣΥΝΟΛΟ των επιστημονικών δημοσιεύσεων και ανεξαρτήτως κλάδου, και όχι στους επιστήμονες που βρίσκονται στην κορυφή 2% με την μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως στον κλάδο τους. Όπως προκύπτει εδώ, είτε τους κορυφαίους είτε το σύνολο των επιστημόνων επιλέξει κανείς, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει: οι Έλληνες επιστήμονες υπεραποδίδουν στην έρευνα ανάλογα με τις χρηματοδοτήσεις και μάλιστα με κορυφαίο τρόπο παγκοσμίως!4
 
Ίσως κάποιοι αναρωτηθούν, “μήπως η Ελλάδα έχει αναλογικά περισσότερους Έλληνες πανεπιστημιακούς σε σχέση με τον πληθυσμό της σε σχέση με άλλες χώρες;”  Τα στοιχεία της Eurostat στο Γράφημα 2 δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι προτελευταία ως προς την επένδυση του ΑΕΠ στην ανώτατη εκπαίδευση (Tertiary), δραματικά χαμηλότερα από τις περισσότερες χώρες στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια όλα τα στοιχεία  συνηγορούν ότι τα ελάχιστα λεφτά της χώρας για έρευνα από τους καθηγητές ΑΕΙ πιάνουν τόπο πολλές φορές περισσότερο απ΄ ότι οποιασδήποτε άλλης χώρας στην Ευρώπη και στον κόσμο!  Όπως εξηγείται ακολούθως, είναι η κουλτούρα των επιχειρήσεων που πρέπει ν’ αλλάξει για να γίνει η χώρα ανταγωνιστική και να προοδεύσει.
 
 
Γράφημα 2. Δαπάνες για εκπαίδευση Ευρωπαϊκών χωρών (ως % του ΑΕΠ). Πηγή Eurostat

 

 

Επενδύσεις Ελλήνων Επιχειρηματιών σε Ε&Α
 
Όπως προκύπτει από στοιχεία του ΟΟΣΑ (Γράφημα 3), στις δεκαετίες 1990-1999 και 2000-2009 οι Ελληνικές επιχειρήσεις επένδυαν το 0.1% του ΑΕΠ σε Έρευνα & Ανάπτυξη (Ε&Α) όταν η μέση τιμή για τις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν 1.5% του ΑΕΠ, ενώ οι επιχειρήσεις στις πιο ανταγωνιστικές χώρες επένδυαν μεταξύ 2-3% του ΑΕΠ 5. Δηλαδή, οι Έλληνες επιχειρηματίες επένδυαν σε Ε&Α 20 έως 30 φορές λιγότερο σε σχέση με τους ξένους επιχειρηματίες αναπτυγμένων χωρών.  Κι ενώ ο στόχος που τέθηκε το 2002 στη Βαρκελώνη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ήταν ως το 2010 οι επενδύσεις σε Ε&Α ν’ αυξηθούν σε κάθε χώρα τουλάχιστο στο 3% του ΑΕΠ 6, από τα οποία τα δύο τρίτα (2%) να προέρχεται από επιχειρήσεις, όπως φαίνεται από τα γραφήματα 1, 3 και 4, πολιτικοί και επιχειρήσεις δεν έκαναν απολύτως τίποτε, διατηρώντας τις Ελληνικές επιχειρήσεις ως τις λιγότερο καινοτόμες και καθόλου ανταγωνιστικές ως το 2010 που κατέρρευσε η Ελλάδα μας.  Όπως αναφέρεται παρακάτω, λίγο άλλαξαν από τότε, παρά τα 10 χρόνια μεταρρυθμίσεων και μνημονίων.
 
Γράφημα 3. Επένδυση του ΑΕΠ σε Ε&Α από κυβέρνηση και επιχειρήσεις

 

 

Από το Γράφημα 4 που αναφέρεται και στην έκθεση Πισσαρίδη, προκύπτει ότι ακόμη και σήμερα οι επιχειρήσεις επενδύουν μόλις το 0.55% του ΑΕΠ, δηλαδή χρήματα που αντιστοιχούν στο 0.4% του ΑΕΠ του 2010, παρά τα πολύ σημαντικά οικονομικά κίνητρα που τους έχουν δοθεί τα τελευταία χρόνια, όπως αναγνωρίζεται και στην έκθεση Πισσαρίδη.
 
 
Γράφημα 4   Επένδυση σε έρευνα και ανάπτυξη το 2019

 

Το κράτος χρειάζεται ν’ αυξήσει τις επενδύσεις σε Ε&Α αλλά μπορεί να πάει μέχρι ένα σημείο, διότι υπάρχουν ανάγκες παντού.  Όμως οι Ελληνικές επιχειρήσεις χρειάζεται από το 0.1% της δεκαετίας 2000-2010 και από το σημερινό 0.5% του ΑΕΠ να ξεπεράσουν το 2% του ΑΕΠ.  Κι ενώ αυτό έχει τονισθεί από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και το European Council ήδη από το 2003 6, ενώ τα στοιχεία είναι διαθέσιμα σε όλους στο διαδίκτυο, το θέμα δεν συζητιέται στο δημόσιο διάλογο. 
 
Συμπεράσματα - προτάσεις
 
Γιατί ο ΣΥΝΕΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ Ε&Α ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΣΙΜΟΣ; Διότι αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι άμεση και δραματική αλλαγή κουλτούρας των επιχειρηματιών και των πολιτικών μας οι οποίοι καθορίζουν το μέλλον της χώρας.   Ένα κρίσιμο λάθος που κάνουν οι συντάκτες της έκθεσης Πισσαρίδη είναι ότι για την κινητροδότηση των επιχειρηματιών για επενδύσεις σε Ε&Α παραμένουν μόνο σε «τεχνοκρατικές» λύσεις όπως ξανά αλλαγή του ρυθμιστικού πλαισίου, του Ν. 4172 που ψηφίστηκε μόλις το 2013 από το σημερινό κόμμα που κυβερνά (Σελ. 167-168), για αύξηση των άμεσων κερδών από επενδύσεις σε Ε&Α, ενώ ένα σημαντικό πρόβλημα πολλών Ελλήνων επιχειρηματιών είναι ο φόβος ανάληψης ρίσκου για καινοτομία και ίσως για κάποιους επιχειρηματίες η έλλειψη αγάπης για έρευνα και καινοτομία!  Διότι αν οι Έλληνες επιχειρηματίες αγαπούσαν την έρευνα και την καινοτομία θα έπαιρναν ρίσκα μειώνοντας το περιθώριο κέρδους και θα επένδυαν στην ΕΡΕΥΝΑ-ΕΡΕΥΝΑ-ΕΡΕΥΝΑ, επιδιώκοντας ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ-ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ-ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ, ΜΕ ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟ εδώ και πολλά χρόνια!  Π.χ., αναπτύσσοντας συνεργασίες με διεθνείς επιχειρήσεις ώστε να διευκολύνουν την προαγωγή καινοτόμων προϊόντων τους στο εξωτερικό, υπερβαίνοντας έτσι κάποιες αγκυλώσεις του Ελληνικού κράτους, και όχι ξεπουλώντας επιχειρήσεις μόλις αυτές πάρουν κάποια αξία από διεθνείς συνεργασίες, όπως συνέβη στις προηγούμενες δεκαετίες.  
 
Όσα ρυθμιστικά πλαίσια και ν’ αλλάξεις, όσες φοροαπαλλαγές και ότι εξωτερικά κίνητρα και να δώσεις σε επιχειρηματίες, αν κάποιος δεν αγαπά την έρευνα και την καινοτομία, αν δεν αγαπά την θετική αλλαγή που θέλει να κάνει με αυτό που παράγει και πουλά, αλλά πρωταρχικά νοιάζεται για μεγιστοποίηση του γρήγορου κέρδους και απεχθάνεται το ρίσκο μείωσης μεσοπρόθεσμων κερδών λόγω επένδυσης κεφαλαίων σε Ε&Α, ποτέ δεν θα αναζητήσει την συνεχή ουσιαστική βελτίωση προϊόντων και υπηρεσιών.  Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τις πλέον σύγχρονες θεωρίες κινήτρων της διεθνούς ερευνητικής βιβλιογραφίας των τελευταίων 30 ετών7,  που δυστυχώς δεν λαμβάνουν υπόψη οι συντάκτες της έκθεσης.  
 
Άνθρωποι που ποτέ δεν επένδυσαν σε Ε&Α είναι απίθανο να την αγαπήσουν ξαφνικά. Η βοήθεια του κράτους χρειάζεται να δοθεί σε επιχειρηματίες που έχουν αποδείξει ότι πιστεύουν και επενδύουν μακροπρόθεσμα σε Ε&Α αναλαμβάνοντας και ρίσκο γι’ αυτό.
 
Ένα δεύτερο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι Έλληνες επιχειρηματίες δεν εμπιστεύονται τους Έλληνες επιστήμονες που παρ’ όλα αυτά επιμένουν να διαφημίζουν τα Ελληνικά πανεπιστημιακά εργαστήρια διεθνώς!  Όπως ετησίως αναφέρουν στις απαντήσεις τους για τα Ελληνικά ΑΕΙ στις έρευνες ανταγωνιστικότητας της χώρας, οι Έλληνες επιχειρηματίες αξιολογούν τους ντόπιους επιστήμονες και εκπαιδευτικούς χειρότερα και απ’ τις αντίστοιχες αξιολογήσεις συναδέλφων τους στην Ρουάντα  και σε άλλες εξίσου αγαπητές χώρες, αλλά ερευνητικά ανύπαρκτες. Με αυτά τα απίθανα στερεότυπα και τις λάθος αντιλήψεις, εκτός του ότι αδίκως χαλούν την εικόνα των Ελληνικών ΑΕΙ διεθνώς, με ότι αυτό συνεπάγεται για την προσέλκυση επενδύσεων διεθνών επιχειρήσεων στη χώραπώς θα εμπιστευτούν τους Έλληνες ερευνητές για να χαράξουν μαζί μακροπρόθεσμους στόχους και στρατηγικές για κοινή έρευνα και ανάπτυξη καινοτομίας;  
 
Πιθανά επηρεασμένοι από τις σπουδές τους στο εξωτερικό και τον μεγάλο αριθμό άρθρων κυρίως Αμερικάνων και Άγγλων επιστημόνων, οι επιχειρηματίες να μη διακρίνουν τον μικρό αριθμό Ελληνικών άρθρων το οποίο οφείλεται στο μικρό μέγεθος της χώρας.  Μακάρι τα δεδομένα αυτού του άρθρου να τους προβληματίσουν.
 
Δυστυχώς αυτά τα στερεότυπα και οι λανθασμένες αντιλήψεις συντηρούνται και από την έκθεση Πισσαρίδη, όπου επανειλημμένα παρουσιάζονται λάθος πληροφορίες, όπως:
«Υπάρχουν αξιόλογες μονάδες αριστείας στα ελληνικά πανεπιστήμια, όχι όμως σε θέσεις που αντιστοιχούν στο επίπεδο ευρύτερης ανάπτυξης της χώρας… ενώ όχι σπάνια υστερούν και σε σύγκριση με ιδρύματα μικρότερων ή λιγότερο οικονομικά αναπτυγμένων χωρών.» (Σελ.  73). …  «Ένα «οικοσύστημα» έρευνας και καινοτομίας περιλαμβάνει πέντε μεγάλες κατηγορίες παικτών που αλληλοεπιδρούν:  (1) Πανεπιστήμια και άλλους ερευνητικούς φορείς, για βασική και εφαρμοσμένη έρευνα («οργανισμοί έρευνας»)….(5) Ανθρώπους με γνώσεις και δεξιότητες που στελεχώνουν ή παρέχουν υπηρεσίες στα παραπάνω.  Στην Ελλάδα καμία από τις πέντε κατηγορίες παικτών δεν βρίσκεται στο επίπεδο που απαιτείται για να έχουμε ένα διεθνώς ανταγωνιστικό οικοσύστημα.» (Σελ. 159)
 
Και αυτά γράφονται ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ ΚΑΝΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟ στην έκθεση, παρά μόνο ότι κανένα Ελληνικό ΑΕΙ δεν είναι στα πρώτα 100 διεθνώς. Λες και εντόπισαν οι συντάκτες της έκθεσης κάποιο διεθνές ΑΕΙ εντός των πρώτων 1000 όπου βρίσκονται τα περισσότερα Ελληνικά ΑΕΙ, με τις τραγικές Ελληνικές επενδύσεις σε Ε&Α και εκπαίδευση;  Είναι αυτό επιστημονική προσέγγιση;  Κι ενώ όλοι στα Ελληνικά ΑΕΙ γνωρίζαμε ότι η εικόνα είναι κάπως διαφορετική απ’ αυτή που αναφέρεται στην έκθεση, τα ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΕΔΩ και στο προηγούμενο άρθρο με εκατοντάδες ελληνες κορυφαίους επιστήμονες σε τεχνολογίες αιχμής τους ΔΙΑΨΕΥΔΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΠΟΣΟ ΕΠΙΚΥΝΔΥΝΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΒΓΑΖΕΙΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΧΩΡΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ.
 
ΕΙΝΑΙ ΧΡΕΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΝ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ, ΟΧΙ ΜΙΑ ΦΟΡΑ, ΑΛΛΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ. Έτσι ώστε ν’ αλλάξουν οι πολιτικές Ε&Α με βάση τα αληθινά δεδομένα, για αυτό το κορυφαίο ζήτημα που είναι απόλυτα πολιτικό, εθνικό και μάλλον υπερκομματικό, αλλά και αφορά στο μέλλον και στην ύπαρξη της χώρας στην 4η βιομηχανική εποχή! 
 
Είναι χρέος των πρυτάνεων όχι απλά να διαφημίζουν την άριστη ποιότητα των Ελλήνων πανεπιστημιακών, αλλά να διεκδικούν θαρραλέα και σταθερά για τα Ελληνικά ΑΕΙ αυτό που πραγματικά αξίζουν, ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΥΨΗΛΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ. Διότι με τα ψίχουλα πόρων στα Γραφήματα 1-4, η προετοιμασία της χώρας για είσοδο στην 4η βιομηχανική εποχή, με την λογική του αυτόματου πιλότου και με μεταρρυθμίσεις που στηρίζονται σε ιδεολογήματα που οδηγούν σε λάθος κατευθύνσεις, θα οδηγήσουν τη χώρα όχι απλά σε υπανάπτυξη αλλά σε δραματική ανεργία και αφανισμό. Αν συνεχίσουμε έτσι, σε λίγα μόλις χρόνια δεν θα μιλάμε για brain drain αλλά για έρημο, κρανίου τόπο. Και θα είναι κρίμα για τους τραγικούς επιγόνους ενός από τους σπουδαιότερους πολιτισμούς, που αν μη τι άλλο ανέδειξε όσο κανείς άλλος στην εποχή του την αξία της αγάπης για έρευνα, καινοτομία και για συλλογική πρόοδο των Ελλήνων, καθώς και την αξία της επένδυσης σε εκπαίδευση, έρευνα και καινοτομία
 
 
Μεθοδολογία έρευνας.

Χρησιμοποιήθηκε η λίστα με τους 160.000 επιστήμονες διεθνώς που βρίσκονται στην κορυφή του 2% των επιστημόνων με την μεγαλύτερη επιστημονική επιρροή που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PLOSone από τον John Ioannidis και συνεργάτες του.9  Η λίστα δημιουργήθηκε όχι για να αναδείξει συγκεκριμένα ονόματα αλλά μια ευρύτερη εικόνα, όπως τον αριθμό επιστημόνων που διακρίνονται σε κάθε χώρα. Π.χ., αυτό που αναδείχθηκε στο προηγούμενο άρθρο του tvxs είναι ότι απ’ αυτούς τους 648 οι 523 είναι πανεπιστημιακοί σε 17 Ελληνικά ΑΕΙ και αποτελούν το 6% των 8707 μελών ΔΕΠ αυτών, δηλαδή ποσοστό τριπλάσιο απ’ αυτό που τυχαία θα βρισκόταν εντός του κορυφαίου 2%.  
 
Ελάχιστη σημασία έχει αν επιλεγόταν το κορυφαίο 2%, 3% ή 5% των επιστημόνων με την μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως. Η κατάταξη των επιστημόνων έγινε με βάση τις αναφορές στα άρθρα των επιστημόνων και με βάση πέντε κριτήρια που όρισαν οι Ioannidis και συνεργάτες, όπως αριθμό συγγραφέων στο άρθρο, πρώτη, τελευταία ή ενδιάμεση θέση συγγραφέων στο άρθρο κλπ.  Yπάρχουν πολλοί άλλοι Έλληνες επιστήμονες που έχουν εξαιρετικό έργο και ίσως βρισκόταν εντός των κορυφαίων 2% παίρνοντας τη θέση κάποιων από τους 648, αν διαφοροποιούνταν έστω και λίγο τα κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη από τους Ioannidis και συνεργάτες, για την κατάταξη 8 εκατομμυρίων επιστημόνων απ’ τους οποίους επιλέχθηκαν οι πρώτοι 160.000 (2%).  Αυτά τα 8 εκ. επιστήμονες έπρεπε να έχουν τουλάχιστον 5 άρθρα στη λίστα SCOPUS και επιλέχθηκαν από 30 περίπου επιστήμονες με τουλάχιστον ένα άρθρο.  Σε κάθε περίπτωση, αναφερόμενοι σε δείγμα χώρας αποτελούμενο από πολλές εκατοντάδες άτομα από ευρύτερο δείγμα χιλιάδων καθηγητών ΑΕΙ της χώρας και 160.000 επιστημόνων όλων των χωρών, το ποσοστό σφάλματος σε επίπεδο χώρας είναι ελάχιστο, που σημαίνει ότι το προαναφερόμενο 6% μελών ΔΕΠ των 17 ΑΕΙ ελάχιστα θα άλλαζε για τη χώρα μας και με κάπως διαφορετικά κριτήρια κατάταξης.  Το ίδιο ισχύει και για άλλες χώρες φυσικά.
 
Για τους παραπάνω λόγους καλής αντιπροσώπευσης της χώρας με εκατοντάδες επιστήμονες ώστε να μειωθεί δραστικά το στατιστικό σφάλμα δειγματοληψίας, επιλέχθηκε η λίστα των 160.000 ατόμων με τους κορυφαίους 2% παγκοσμίως από τη βάση SCOPUS, και όχι άλλες λίστες που έχουν αναφερθεί στα ΜΜΕ. Για παράδειγμα, η λίστα της Clarivate Analytics με 6400 επιστήμονες που είναι το 0,1% των κορυφαίων με μεγαλύτερη επιρροή, μεταξύ 9 εκ. επιστημόνων παγκοσμίως, περιλαμβάνει μόνο 11 Έλληνες επιστήμονες. Αυτό εμπεριέχει μεγάλο περιθώριο στατιστικού σφάλματος σε επίπεδο χώρας. Επίσης στη λίστα της Clarivate Analytics οι επιστήμες ταξινομούνται σε 21 μόνο πεδία, ενώ η βάση της λίστας Ioannidis και συνεργατών περιλαμβάνει πολλές δεκάδες επιστημονικά πεδία.

* Ο Αθανάσιος Παπαϊωάννου είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
 
Αναφορές - Σημειώσεις

1  Παπαϊωάννου, Α. (2020).  Στη λίστα με τους κορυφαίους στον κόσμο, 648 Έλληνες πανεπιστημιακοί

2  Organisation for Economic Co-operation and Development (2020). Gross domestic spending on R&D

3 Pastor, J. M., Serrano, L., & Zaera, I. (2015). The research output of European higher education institutions. Scientometrics, 102(3), 1867-1893.

4 Με περιγραφικά δεδομένα θα ήταν παρακινδυνευμένο να εξαχθούν συμπεράσματα για τα αίτια των κορυφαίων επιδόσεων των Ελλήνων πανεπιστημιακών και προς το παρών μόνο υποθέσεις μπορούν ν’ αναπτυχθούν. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, το μεγάλο μέγεθος του δείγματος εκμηδενίζει το στατιστικό λάθος, με άλλα λόγια η εικόνα είναι πραγματική, απλώς τα αίτια για την ερμηνεία της χρειάζονται περεταίρω διερεύνηση και μπορούν να συζητηθούν αλλού.

5 Sheehan, J., & Wyckoff, A. (2003). Targeting R&D: Economic and policy implications of increasing R&D spending. Organisation for Economic Co-operation and Development.  

6  European Commission (2002), “Presidency Conclusions: Barcelona European Council, 15 and 16 March 2002,” SN 100/02, Brussels

7  Ryan, R. M., & Deci, E. L. (2017). Self-determination theory: Basic psychological needs in motivation, development, and wellness. Guilford Publications.

8 Παπαϊωάννου, Α. (2017). Μα χειρότερη εκπαίδευση και από τη Ρουάντα; 

9 Ioannidis, J. P., Boyack, K. W., & Baas, J. (2020). Updated science-wide author databases of standardized citation indicators. PLoS Biology, 18(10), e3000918.