Σημείωση για το άρθρο του Ν. Πουλαντζά ‘Η κρίση των πολιτικών κομμάτων’

To άρθρο του Ν. Πουλαντζά με τίτλο «Η κρίση των κομμάτων» που δημοσιεύτηκε στο τεύχος του Σεπτεμβρίου του 1979 του Monde Diplomatique αποτελεί μια προσπάθεια συμπύκνωσης ορισμένων προβληματισμών του για τη θεωρία του Κράτους και το μέλλον της Αριστεράς ,απευθυνόμενος σε ένα ευρύτερο κοινό. Αποτελεί ένα από τελευταία κείμενά του, ίσως και το τελευταίο, και είναι εμφανής η επιρροή του τελευταίου του βιβλίου Το Κράτος, η Εξουσία, Ο Σοσιαλισμός που είχε εκδοθεί ένα χρόνο πριν.

Στο συγκεκριμένο άρθρο ο Πουλαντζάς κάνει αναφορά στην μορφή Κράτους που ονομάζει Αυταρχικό Κρατισμό η οποία συμβάλει στην υποβάθμιση του ρόλου των πολιτικών κομμάτων, περιορίζει τις πολιτικές ελευθερίες, αυξάνει την κατασταλτική βία με ποικίλες μορφές, και ευνοεί μια πιο βαθιά μεταλλαγή του Κράτους σε πιο συντηρητική- αυταρχική κατεύθυνση. Για τον Πουλαντζά ο Αυταρχικός Κρατισμός είναι η απάντηση του Κράτους στην ίδια του την κρίση. Η μεταλλαγή αυτή συνδέεται και με μία νέα κρατική ιδεολογία που στηρίζεται στην τεχνοκρατική λογική, στον αντι- κρατισμό που οδηγεί στον περιορισμό των δραστηριοτήτων του Κράτους- Πρόνοιας, στην αντίληψη περί «κατάχρησης» των πολιτικών ελευθεριών  καθώς και σε μια νέα μορφή ρατσισμού.

Στο εσωτερικό του Κράτους ιδιαίτερη σημασία αποκτά η νομιμοποίηση των θεσμικών διαδικασιών όχι τόσο μέσα από τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων αλλά κυρίως από τις δράσεις της Εκτελεστικής εξουσίες και όπως αυτές εξειδικεύονται από τη γραφειοκρατία της δημόσιας διοίκησης. Η τελευταία έχει μετατραπεί σε βασικό πολιτικό οργανωτή, ένα πραγματικό κόμμα των κυρίαρχων τάξεων, παρακάμπτοντας τα παραδοσιακά κόμματα και απευθυνόμενη απευθείας στις διάφορες κοινωνικο-επαγγελματικές ομάδες ευνοώντας έτσι  ένα θεσμικό νέο-κορπορατισμό και μια νέα μορφή κάθετων πελατειακών σχέσεων.

Τα κόμματα της κυβερνώσας σοσιαλδημοκρατίας είναι από τα πρώτα που επηρεάζονται από τις παραπάνω αλλαγές. Ασπαζόμενα τα παραπάνω ιδεολογήματα τείνουν όλο και περισσότερο να χάσουν τις διαφορές τους με τα δεξιά κόμματα με συνέπεια την ουσιαστική εξάλειψη του διαχωρισμού μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Προβλήματα όμως παρουσιάζουν τα σοσιαλιστικά κόμματα που δεν συμμετέχουν σε κυβερνητικούς σχηματισμούς αλλά και τα κομμουνιστικά κόμματα. Τα κομμουνιστικά κόμματα υποφέρουν αφενός από τα ίχνη που έχει αφήσει πάνω τους η Τρίτη Διεθνής και το σταλινικό μοντέλο καθώς και από την αμηχανία πρότασης ενός εναλλακτικού κοινωνικού μοντέλου. Τα δε αριστερά σοσιαλιστικά κόμματα έχουν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της υποχώρησης των κευνσιανών πολιτικών αλλά και τον περιορισμό των δυνατοτήτων σύναψης συμφωνιών μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων τάξεων.

Οι προβληματισμοί αυτοί των αριστερών κομμάτων θέτουν το ζήτημα της ιχνηλάτησης ενός δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό που θα διαφέρει από εκείνο του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Σε αυτή την αναζήτηση σημαντική παράμετρος αποτελεί η ανάδυση των νέων κοινωνικών κινημάτων: φοιτητικό, γυναικείο, οικολογικό. Πρόκειται για κινήματα που δεν κινούνται έξω από την πάλη των τάξεων αλλά αποτελούν παράγωγα των σύγχρονων συνθηκών αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Φυσικά , σε αυτά συμμετέχουν άτομα διαφορετικής ταξικής προέλευσης: δημόσιοι υπάλληλοι, τεχνικοί, εξειδικευμένοι εργάτες, επιχειρησιακά στελέχη αλλά και εργατικά και υπαλληλικά στρώματα. Η δημιουργία των κινημάτων αντανακλά την έλλειψη ενδιαφέροντος για την κομματική ένταξη και δράση προς μια πιο εξατομικευμένη επιλογή πολιτικής συμμετοχής ανάλογα με τα ειδικά ενδιαφέροντα του κάθε συμμετέχοντα. Αυτό σχετίζεται και με το γεγονός των αλλαγών στο χώρο της παραγωγής, τον κατακερματισμό της παραδοσιακής εργατικής τάξης αλλά και το προβαλλόμενο αίτημα της κοινωνικής ανόδου.

Ο Πουλαντζάς βασιζόμενος σε αυτές τις αλλαγές υποστηρίζει το δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό θεωρώντας πως θα αποτελεί τη συνάρθρωση μορφών αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με εστίες αυτοδιαχείρισης που θα στηρίζονται στην άμεση δημοκρατία. Τα κόμματα της Αριστεράς μπορούν να αποτελέσουν ένα σημαντικό μέσο για την πραγματοποίηση αυτής της συνάρθρωσης. Φυσικά κάτι τέτοιο οδηγεί στο ερώτημα τού κατά πόσο θα μπορέσουν να παίξουν ένα τέτοιο ρόλο χωρίς να μετατραπούν σε πολυσυλλεκτικά κόμματα. Το πιο πιθανό για τον Πουλαντζά είναι σε αυτή διαδικασία να προκύψουν εντάσεις δεδομένου ό,τι τα πολιτικά κόμματα είναι συνηθισμένα να επιτελούν ένα συνολικό ρόλο ενώ για τα νεοσύστατα κοινωνικά κινήματα θα υπάρχει ο φόβος της απώλειας της αυθεντικότητάς τους- πόσο μάλλον που δεν έχουν αποκτήσει ακόμα κάποιου είδους δικές τους οργανωτικές δομές.    

 

            Με αυτό του το κείμενο ο Πουλαντζάς επιχειρεί αφενός να εκλαϊκεύσει ορισμένα από τα βασικά του συμπεράσματα από το Κράτος, η Εξουσία. ο Σοσιαλισμός, και από την άλλη να εξειδικεύσει λίγο περισσότερο τις πολιτικές κατευθύνεις που αναδύονται από αυτό το βιβλίο.

            Οι κεντρικές θέσεις του Πουλαντζά είναι δύο: α)  έχουν σημειωθεί αρκετά σημαντικοί μετασχηματισμοί στη λειτουργία του καπιταλιστικού κράτους με την ανάδειξη του αυταρχικού κρατισμού β)  η Αριστερά  πρέπει να αναδιαμορφώσει τη στρατηγική της στην προσπάθεια πραγματοποίησης του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

            Τα βασικά χαρακτηριστικά του αυταρχικού κρατισμού είναι η μεταφορά εξουσίας από το νομοθετικό στο εκτελεστικό, η ανάδειξη της διοίκησης ως βασικού κέντρου λήψης αποφάσεων, η δημιουργία ενός παράλληλου δικτύου λήψης αποφάσεων στο οποίο συμμετέχουν οι τρεις εξουσίες, η διοίκηση και οι εκπρόσωποι του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η δημιουργία συνθηκών αστυνόμευσης πέραν των «παραβατικών» πράξεων και των «παραβατικών» αντιλήψεων σε προληπτικό επίπεδο, υποβάθμιση του ρόλου των κομμάτων από εκφραστές των κοινωνικών αιτημάτων σε φορείς μετάδοσης των επιλογών της πολιτικής εξουσίας, αναβάθμιση των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας ως τον κατ’ εξοχήν Ιδεολογικό Μηχανισμό του Κράτους (ΙΜΚ), παραγκώνιση εννοιών όπως η γενική βούληση και η δημοκρατία προς όφελος της ορθολογικότητας και της τεχνοκρατικής λογικής (Μπουκάλας 2012: 219; Jessop 2008: 175-176). Ακόμα και οι νόμοι που ψηφίζονται από τη Βουλή υφίστανται, σε δεύτερο χρόνο, τέτοιου είδους επεξεργασία και εξειδίκευση που στην ουσία το πραγματικό τους περιεχόμενο διαμορφώνεται από τη διοίκηση και τους τεχνοκράτες που πλαισιώνουν την κυβέρνηση (Πουλαντζάς 1984: 314- 315).  

             Με αυτή τη θέση ο Πουλαντζάς θεωρεί πως το καπιταλιστικό κράτος έχει περάσει σε μια νέα φάση όπου κυριαρχεί η περιορισμένη συμμετοχή των μαζών στη λήψη των αποφάσεων μέσω του εντατικοποιημένου κρατικού ελέγχου σε κάθε σφαίρα της κοινωνικο-οικονομικής ζωής. Τα αίτια αυτού του μετασχηματισμού εντοπίζονται στις απαιτήσεις που φέρνει στην επιφάνεια η οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’70. Ουσιαστικά το κράτος για να υπερβεί τις επιπτώσεις της κρίσης πρέπει να διαχειριστεί αφενός τις αντιφάσεις που προκύπτουν μεταξύ μονοπωλιακού και μη μονοπωλιακού κεφαλαίου και αφετέρου τη μεθόδευση μετάθεσης του βάρους της κρίσης στα λαϊκά στρώματα. Οι δύο αυτές  βασικές δραστηριότητες του Κράτους δημιουργούν και μια σειρά από άλλες, ιδιαίτερα σοβαρές, επιπτώσεις: την τάση πόλωσης της νέας μικροαστικής τάξης προς την εργατική τάξη λόγω των τεχνολογικών αλλαγών, τη διάλυση της παραδοσιακής συμμαχίας μεταξύ αστικής και (νέας και παραδοσιακής) μικροαστικής τάξης, την ανάπτυξη των νέων κοινωνικών κινημάτων που αναπτυσσόμενα εκτός του κλασικού χώρου του εργοστασίου  τα οποία χρειάζονται ιδιαίτερους τρόπους αντιμετώπισης από τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα  (Jessop 2011: 49).

Σε επίπεδο θεωρίας του Κράτους ο Πουλαντζάς εντάσσει τις επιμέρους αυτές αλλαγές στο θεωρητικό του σχήμα σύμφωνα με το οποίο το Κράτος συμπυκνώνει από τη μία το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των  μερίδων των κυρίαρχων τάξεων και από την άλλη το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των κυρίαρχων και των κυριαρχούμενων τάξεων.  Ταυτόχρονα το Κράτος «κολυμπά μέσα στους αγώνες που το κατακλύζουν διαρκώς» οι οποίοι συμβάλουν στη δημιουργία αντιφάσεων και εσωτερικών διχασμών στο εσωτερικό του (Πουλαντζάς 1984: 202- 204). 

            Η θέση ότι οι ταξικοί αγώνες «εισρέουν» στο εσωτερικό του Κράτους οδηγεί τον Πουλαντζά στο να θεωρήσει πως οι μετασχηματισμοί που γεννά ο αυταρχικός κρατισμός δημιουργούν επιπτώσεις στην πολιτική μιας μερίδας σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων τα οποία μη βλέποντας τη δυνατότητα συνέχισης του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου οδηγούνται, υπό προϋποθέσεις σε μια διαρκέστερη συμμαχία με τα κομμουνιστικά κόμματα (Πουλαντζάς 1982: 17). Αυτό σε συνδυασμό με την άνοδο των λαϊκών αγώνων δίνει τη δυνατότητα, ιδιαίτερα στη Γαλλία, αλλά πιαθανά και στην Ελλάδα και στην Ιταλία, για την «εφαρμογή μιας στρατηγικής ουσιαστικών κοινωνικών αλλαγών»  (Πουλαντζάς χχ: 9). H θέση του αυτή συναρθρώνεται με τη βαθιά του πεποίθηση πως ο σοσιαλισμός για να υπάρξει θα πρέπει να είναι δημοκρατικός. Σε αυτό συντελεί και η αρνητική αντίληψη που έχει όχι μόνο για το χαρακτήρα των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά και από τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο υλοποιήθηκε η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ ακόμα και στα πρώτα χρόνια. Υπό αυτό το πρίσμα είναι πιο κοντά στην άποψη της Λούξεμπουργκ  η οποία είχε επικρίνει τους Λένιν και Τρότσκι για την απόφαση των Μπολσεβίκων να διαλύσουν τη Συντακτική Συνέλευση (Lowy 2001: 496). 

            Η κρίση του Κράτους και η αριστερή μεταστροφή ορισμένων σοσιαλιστικών κομμάτων  δημιουργούν το έδαφος για τη δημιουργία μιας νέας στρατηγικής για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας που ο Πουλαντζάς την ονομάζει δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό. Αυτή η στρατηγική διαφέρει από εκείνη της δυαδικής εξουσίας και εστιάζεται στην ανάπτυξη μαζικών αγώνων τέτοιων που να μπορούν να αλλάξουν τους συσχετισμούς δύναμης μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς. Αυτό για να έχει επιτυχία απαιτεί το συντονισμό και την καθοδήγηση των διασκορπισμένων κέντρων αντίστασης που βρίσκονται μέσα στα κρατικά δίκτυα  καθώς και τη δημιουργία νέων. Ωστόσο, η αλλαγή συσχετισμών στο εσωτερικό του Κράτους δε σημαίνει μια γραμμική αλυσίδα μεταρρυθμίσεων που θα οδηγήσει στο σοσιαλισμό αλλά μια πορεία ουσιαστικών ρήξεων στις οποίες θα υπάρξει κορύφωση που θα συνοδεύεται με την ανατροπή του συσχετισμού δύναμης υπέρ των λαϊκών τάξεων εντός του κρατικού μηχανισμού. Αυτή η αλλαγή συσχετισμού δεν αφορά μόνο το Κοινοβούλιο ή τους ΙΜΚ αλλά το σύνολο των κρατικών μηχανισμών περιλαμβανομένων και των κατασταλτικών μηχανισμών   (Πουλαντζάς 1984: 367- 369).  Ο Πουλαντζάς παρότι αρνείται τη διαδικασία της δυαδικής εξουσίας έχει επίγνωση της σφοδρότητας των ταξικών αντιπαραθέσεων που θα προηγηθούν του δημοκρατικού σοσιαλισμού αναφέροντας πως «Ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό δεν θα είναι ασφαλώς ένα απλό ειρηνικό πέρασμα» (Πουλαντζάς 1984: 375).  

            Κάνοντας μια αποτίμηση των παραπάνω θέσεων του Πουλαντζά, θεωρώ πως αυτές δεν μπορούν ιδωθούν αποκομμένα από το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διατυπώνονται. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 όπου συνυπάρχουν τέσσερις σημαντικές εξελίξεις: α) η παγκόσμια οικονομική κρίση, β) η υποχώρηση της δυναμικής του «παγκόσμιου 68», γ) το τέλος των δικτατοριών σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, δ) η δυνατότητα συγκρότησης μια κυβέρνησης της Αριστεράς, τουλάχιστον, στη Γαλλία (συμμαχία σοσιαλιστών και κομμουνιστών) αλλά και ενδεχομένως σε Ιταλία και Ελλάδα. Θεωρώ τα α) και το β) ως κεντρικής σημασίας παράγοντες ενώ το γ) και το δ) αποτελούν ειδικά παραδείγματα.

            Η παγκόσμια κρίση που ξεκινά το 1973 είναι μια κρίση που οφείλεται στη μείωση του μέσου ποσοστού του κέρδους, πρόβλημα το οποίο δεν μπόρεσαν να επιλύσουν οι  κευνσιανές πολιτικές που ακολουθήθηκαν τα αμέσως επόμενα χρόνια. Τότε άρχισε να αναδύεται το ρεύμα του νεοφιλελευθερισμού η έναρξη της κυβερνητικής πορείας του οποίου θα σφραγιστεί από την άνοδο της Μ. Θάτσερ στην Πρωθυπουργία το Μάιο του 1979, λίγο πριν γραφτεί αυτό το άρθρο του Πουλαντζά. Το ενδιαφέρον είναι πως λίγο μετά τη νίκη της Θάτσερ, οι Σαντινίστας θα ανέβουν στην εξουσία στην Νικαράγουα (Ιούλιος 1979). Στην πραγματικότητα η άνοδος της Θάτσερ θα αποτελέσει την αρχή μιας νέας εποχής για τη Δεξιά και η νίκη των Σαντινίστας την τελευταία απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας.

            Ο Πουλαντζάς έχει επίγνωση της αλλαγής των συσχετισμών, τασσόμενος ταυτόχρονα κατά των ανατολικών καθεστώτων, τα οποία άλλωστε βρίσκονταν σε κρίση όπως φανερώνουν τα γεγονότα σε Τσεχοσλοβακία, Κίνα, Καμπότζη, Πολωνία, Αφγανιστάν. Η επιλογή που θα κάνει είναι η απόρριψη και της στρατηγικής της δυαδικής εξουσίας που εγκαθίδρυσε τη σοβιετική εξουσία υπερασπιζόμενος αυτό που περιγράφει ως δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό. Αντιτίθεται στη λενινιστική αντίληψη της αναγκαίας καταστροφής του  κρατικού μηχανισμού θεωρώντας πως η εφαρμογή της καταλήγει αναγκαστικά στην κατάργηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (Πουλαντζάς 1984: 372) ενώ ως βασικό του επιχείρημα είναι πως οι ταξικοί αγώνες διεισδύουν στο κράτος, το οποίο δεν είναι κάτι εξωτερικό προς αυτούς (θέση που περιλαμβάνει και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς) αφού αποτελεί μια σχέση, μια συμπύκνωση των κοινωνικών συσχετισμών δύναμης. Ωστόσο η άποψη πως το κράτος κολυμπά μέσα στους ταξικούς αγώνες δεν εντοπίζει ιεραρχίες στις κρατικές δομές αναφέροντας με ένα γενικό τρόπο πως «όλα είναι ταξική πάλη» χωρίς να λαμβάνει υπόψη πως η ταξική πάλη δεν αρχίζει εκ του μηδενός αλλά διεξάγεται πάνω σε ήδη διαμορφωμένα αποτελέσματα της ταξικής πάλης, δηλαδή σε ιεραρχημένες κρατικές δομές που αποκρυσταλλώνουν ταξικούς συσχετισμούς.    

            Το πρόβλημα με την άποψη τού Πουλαντζά είναι πως ο συνδυασμός της σχεσιακής προσέγγισης με την αποδοχή της ύπαρξης των λαϊκών αγώνων εντός του Κράτους ουσιαστικά καταλήγει στο συμπέρασμα πως το κράτος έχει ουδέτερη φύση. Η δική μου προσέγγιση είναι πως το Κράτος συνιστά ένα υλικό αποτέλεσμα ενός συσχετισμού δύναμης στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, που λειτουργώντας δυναμικά στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού αποτελεί παραγωγό της κοινωνικής πράξης (Bihr 1989: 96). Το Κράτος παρεμβαίνει ενεργά στην κοινωνία και δέχεται την αντανάκλαση της παρέμβασής του, τροποποιώντας, μετασχηματίζοντας ή και αναθεωρώντας την πολιτική του (Σακελλαρόπουλος 2001: 256). Υπάρχει, εν τούτοις, ένα όριο στις μετατροπές που μπορεί να πραγματοποιηθούν μέσα στο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που σχετίζεται με την αναπαραγωγή των σχέσεων ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και απόσπασης υπεραξίας.  Με άλλα λόγια, το γεγονός πως η ταξική πάλη εγγράφεται στο εσωτερικό του Κράτους, σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι το Κράτος παύει να οργανώνει την αναπαραγωγή της αστικής εξουσίας. Στην περίπτωση που οι επιμέρους δυναμικές αμφισβητήσεις αποκτήσουν μία ομοιογένεια αιτημάτων που κατευθύνονται ενάντια στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα τότε υιοθετείται η ανοικτή χρήση βίας, η απροκάλυπτη καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων. Αυτό συμβαίνει γιατί στο εσωτερικό του Κράτους εδράζεται ο λεγόμενος "σκληρός πυρήνας", ο οποίος αποτελείται  κυρίως από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, τους μηχανισμούς άσκησης οικονομικής πολιτικής, τη δικαστική εξουσία, καθώς και τα ανώτερα επίπεδα άσκησης της κρατικής-εθνικής πολιτικής (στελέχη υπουργείων, τεχνοκράτες της δημόσιας διοίκησης κ.α) (Μηλιός 1990: 66- 67). Η ύπαρξη του σκληρού πυρήνα αποδεικνύει την παρουσία ενός δομικού ορίου στο εσωτερικό του κράτους που με σαφήνεια οριοθετεί τον «απαγορευμένο χώρο» στον οποίο δεν επιτρέπεται να εισχωρεί η ταξική πάλη. Το όριο αυτό, λόγω της ταξικής πάλης, μετατοπίζεται εντός του Κράτους (πχ από τη Δικαιοσύνη στο Στρατό) χαράζοντας μια επικράτεια αποστειρωμένη από την επίδραση των λαϊκών αγώνων (Τζαρέλλας 2016: 147).

Συμπερασματικά και οι αγώνες εγγράφονται στο εσωτερικό του κράτους, και το κράτος έχει ταξικό πρόσημο. Η βασική αδυναμία του Πουλαντζά είναι πως εμφανίζεται να επηρεάζεται ιδιαίτερα από τα δύο ειδικά παραδείγματα που έχει υπόψη του: το τέλος των δικτατοριών στη Ν. Ευρώπη και την πιθανή είσοδο ενός ή περισσότερων κομμουνιστικών κομμάτων σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με τους σοσιαλιστές. Σε ό,τι αφορά την κρίση των δικτατοριών ο Πουλαντζάς προβληματίζεται από το γεγονός πως στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα η ανατροπή τους ξεκινά μέσα από κινήσεις του ίδιου του στρατεύματος το οποίο «κανονικά» αποτελεί το φρουρό του καθεστώτος. Ωστόσο στην περίπτωση της Ελλάδας δεν πρόκειται για παρά για τη μετάβαση σε ένα τυπικά αστικό κοινοβουλευτικό καθεστώς μπροστά στο ενδεχόμενο πολέμου με την Τουρκία και ταπεινωτικής ελληνικής ήττας.   Στη δε περίπτωση της Πορτογαλίας μπορεί η πλειοψηφία των Πορτογάλων αξιωματικών να εξεγέρθηκε με στόχο την ανατροπή της δικτατορίας αλλά σύντομα υποστηρίζει επίσης την ομαλή μετάβαση στην κοινοβουλευτική δημοκρατία ενώ εκείνοι που επιθυμούσαν τη συνέχιση της επανάστασης, όπως ο Καρβάλιο, βρέθηκαν στη φυλακή (Lowy 2001: 499). Από εκεί και πέρα οι τρεις περιπτώσεις που έχει στο νου του για το σχηματισμό μιας αριστερής κυβέρνησης θα οδηγήσουν, από διαφορετικές διαδρομές σε ισάριθμες αποτυχίες: Στην Ιταλία ο ιστορικός συμβιβασμός του ΙΚΚ με τη Χριστιανοδημοκρατία θα οδηγήσει στη συναίνεση σε πολιτικές λιτότητας και στην υποχώρηση του ΙΚΚ στις εκλογές του 1979 κατά 4%. Στην Ελλάδα το ΚΚΕ (εσ), του οποίου ήταν μέλος ο Πουλαντζάς, δεν μπόρεσε ποτέ να διαδραματίσει έναν αξιόλογο ρόλο, ενώ όταν η κομμουνιστική αριστερά με τη μορφή του Συνασπισμού αποφάσισε να κάνει συμμαχίες το έκανε με τη Νέα Δημοκρατία με αποτέλεσμα τη δραστική συρρίκνωση της επιρροής της. Στη Γαλλία, τέλος, όπου θεωρούσε πιο εφικτό ο Πουλαντζάς το ξεκίνημα ενός δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό, η συμμαχία σοσιαλιστών- κομμουνιστών το 1981 θα διαλυθεί το 1983, το σοσιαλιστικό κόμμα σταδιακά θα μετατραπεί σε ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα ενώ και η επιρροή του ΚΚΓ θα μειωθεί δραστικά. Οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν (πτώση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, εξαφάνιση του κινήματος των Αδεσμεύτων, ήττα των διαφόρων κομμουνιστικών αντάρτικων σε όλο τον κόσμο, ενσωμάτωση των νέων κοινωνικών κινημάτων στις στρατηγικές του Κράτους και των Διεθνών Οργανισμών, απουσία οποιασδήποτε φερέγγυας εναλλακτικής κοινωνικής προοπτικής στο σημερινό κόσμο) δείχνουν πως το πρόβλημα ήταν κάτι βαθύτερο από την υποστήριξη του σχηματισμού μιας κυβέρνησης της αριστεράς σε συνδυασμό με μια ειδικού τύπου συμμαχία με τα κοινωνικά κινήματα.

 Σε κάθε περίπτωση  η κριτική που προηγήθηκε σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ακυρώσει τη συνεισφορά του Ν. Πουλαντζά στην πρόοδο της μελέτης της θεωρίας του Κράτους. Η εμβάθυνση των επεξεργασιών του Γκράμσι, η ανάδειξη της σχετικής αυτονομίας του Κράτους, η απόρριψη του οικονομισμού και του ιστορικισμού, η υπογράμμιση της πρωτοκαθεδρίας της ταξικής πάλης αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία μια μαχόμενης μαρξιστικής κληρονομιάς.             

 

Βιβλιογραφία

Bihr A., 1989, Entre Bourgeoisie et Prolétariat, Paris: L' Harmattan.

Jessop B., 2008, Κρατική Εξουσία: Μια στρατηγική- σχεσιακή προσέγγιση, Αθήνα: Εκδόσεις του 21ου.

Jessop B., 2011, “Poulantzas State, Power, Socialism as a modern classic” in A. Gallas, L. Bretthauer, J. Kannankulam and I. Stutzle (eds), Reading Poulantzas, Pontypool: Merlin Press, σελ. 41- 55.

Lowy M., 2001, “Δημοκρατία και Σοσιαλισμός. Σκέψεις εμπνευσμένες από ένα δοκίμιο του Ν. Πουλαντζά” στο Α. Ρήγος και Κ. Τσουκαλάς (επιμ.), Η Πολιτική σήμερα. Ο Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του, Αθήνα: Θεμέλιο, σελ. 495- 503.

Μηλιός Γ., 1990, «Από τη συντριβή της κρατικής μηχανής’ στην κρίση και μετεξέλιξη του Κράτους», Θέσεις 30: 59- 78.

Μπουκάλας Χ., 2012, «Αντιτρομοκρατία και αυταρχικός κρατισμός» στο Ο Πουλαντζάς σήμερα (επιμ. Χ. Γολέμης- Η. Οικονόμου), Αθήνα: Νήσος/ Ινστιτούτο Πουλαντζάς, σελ. 215- 231.

Πουλαντζάς Ν., 1982, Για τον Γκράμσι. Μεταξύ Σάρτρ και Αλτουσέρ. Παρεμβάσεις, Αθήνα: Πολύτυπο. 

Πουλαντζάς Ν., 1984, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, Αθήνα: Θεμέλιο.

Πουλαντζάς Ν.,χχ, «Πρόλογος» στο Ν. Πουλαντζάς (επιμ.) Η Κρίση του Κράτους, Αθήνα: Παπαζήσης, σελ. 9- 13.

Σακελλαρόπουλος Σ., 2001, Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση. Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974- 1988, Αθήνα: Λιβάνης.

Τζαρέλλας Δ., 2016, Η σχέση οικονομίας και πολιτικής στη μαρξιστική θεωρία: αστικό κράτος και καπιταλιστική κρίση, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο.