Σημειώσεις για τη σημερινή φάση του Κυπριακού ζητήματος
Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
Το Κυπριακό ζήτημα είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα κι αυτό για δύο λόγους: Αφενός γιατί εμπλέκονται πολλοί παράγοντες (ε/κ κοινότητα, τ/κ κοινότητα, Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία, ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΟΗΕ). Αφετέρου γιατί το γεγονός πως δεν έχει, εδώ και δεκαετίες, καταληχθεί μια λύση που να βρίσκει σύμφωνους, καταρχάς, τους κατοίκους του νησιού αποδεικνύει από μόνο του τη δυσκολία του ζητήματος.
Κατά συνέπεια έχοντας ένα διαχρονικά δισεπίλυτο πρόβλημα ερχόμαστε στη σημερινή συγκυρία να εξετάσουμε το τι ακριβώς γίνεται. Ωστόσο θα πρέπει πρώτα να δούμε τι μεσολάβησε από το 2004 και μετά αφότου απορρίφθηκε η προηγούμενη «λύση», αυτή του Σχεδίου Ανάν. Σε αυτό το διάστημα λοιπόν η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ΟΝΕ αντιμετωπίζοντας, όμως σοβαρά προβλήματα με τον τραπεζικό της τομέα που οδήγησαν στην εφαρμογή μνημονίου για τρία χρόνια (2013- 2016). Ταυτόχρονα ανακαλύφθηκαν τα ενεργειακά κοιτάσματα εντός του υδάτινου χώρου της και ξεκίνησαν προσπάθειες συμμαχίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Η Ελλάδα βρέθηκε οικονομικά αποδυναμωμένη λόγω της χρόνιας οικονομικής κρίσης, ωστόσο σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής δεν μπορεί να υποστηριχθεί πως έχουν συμβεί σημαντικές αλλαγές προσανατολισμού, με την εξαίρεση την προσπάθεια συμμαχίας με το Ισραήλ. Σε ό,τι αφορά την αυτοαποκαλούμενη «ΤΔΒΚ» η κατάσταση δεν έχει αλλάξει ριζικά με μόνη εξαιρέσεις την εκλογή Ακιντζί που έγινε σε αντίθεση με τις επιθυμίες της Άγκυρας. Αντίθετα για την Τουρκία έχουν συμβεί αρκετές αλλαγές: Η προοπτική της ένταξής της στην ΕΕ δε φαίνεται να προχωρά, έχει βρεθεί ηττημένη τόσο στο μέτωπο του Ιράκ όσο και σε αυτό της Συρίας. Ταυτόχρονα στο εσωτερικό της, μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, επικρατεί μεγάλη αναταραχή και επιβολή ενός οριακά ημι- κοινοβουλευτικού καθεστώτος.
Σε αυτό το πλαίσιο η τουρκική πλευρά χρησιμοποιεί το Κυπριακό, αλλά και τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, και για εσωτερική κατανάλωση. Έτσι διατυπώνονται απόψεις περί αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης, προσάρτησης των κατεχομένων, αμφισβήτησης πολλών ελληνικών νησιών κλπ. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται ο εκφοβισμός της ε/κ και ελλαδικής πλευράς υπονοώντας πως αν δεν υπάρξει λύση αυτή τη φορά τότε είναι πιθανό να εκτυλιχθούν πάσης φύσης στρατιωτικές ενέργειες από την πλευρά της Άγκυρας.
Ωστόσο, η γνώμη μας είναι πως είναι πολύ δύσκολο για την Τουρκία να προχωρήσει σε στρατιωτικού τύπου ενέργειες απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο γιατί αυτό θα πολλαπλασίαζε τα μέτωπα που έχει ανοιχτά αλλά και θα συντελούσε σε απομόνωσή της από το δυτικό κόσμο.
Από πολλές πλευρές αναφέρεται πως το κεντρικό πρόβλημα του Κυπριακού αφορά την παραμονή της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας και το θέμα της εναλλαγής ενός ε/κ και ενός τ/κ στην προεδρία της δημοκρατίας.
Κατά τη γνώμη μας αυτό όπως και άλλα προβλήματα, όπως πχ η ελεύθερη οικονομική δραστηριοποίηση στο σύνολο του νησιού- πάγιος φόβος της τ/κ πλευράς λόγω της οικονομικής δυναμικής της ε/κ αστικής τάξης, αποτελούν παρεπόμενα δομικών προβλημάτων του κυπριακού κοινωνικού σχηματισμού που έχουν παγιωθεί μέσα από το πέρασμα του χρόνου.
Το γενικό πλαίσιο συγκροτείται από την αντιπαράθεση δύο αιώνων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ταυτόχρονα η Κύπρος είναι πολύ κοντά στην Τουρκία και όταν τέθηκε, πάνω στην κρίση της αποικιοκρατίας, το θέμα της ένωσης με την Ελλάδα, το τουρκικό κράτος, έχοντας ξεπεράσει την κρίση που διάνυσε με τη μορφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μπόρεσε να αντιπαρατεθεί στην προοπτική της ένωσης και να οδηγήσει τα πράγματα στη δημιουργία του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους το 1960.
Ωστόσο το κρατικό μόρφωμα που συγκροτήθηκε παρουσίαζε σημαντικές αποκλίσεις από ενός είδους «κλασικό κοινοβουλευτικό καπιταλιστικό» κράτος: α) το Σύνταγμα του δεν είχε εγκριθεί από τους Κύπριους μέσω κάποιας μορφής αντιπροσωπευτικής διαδικασίας β) είχαν οριστεί τρεις προστάτιδες δυνάμεις (Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία) γ) ο τρόπος άσκησης των κρατικών λειτουργιών βρισκόταν υπό τη συνεχή απειλή άσκησης βέτο από την τ/κ μειονότητα (βέτο που προβλέπονταν από τις δοτές συνθήκες λειτουργίας του νέου κράτους).
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τον απόηχο των ενδοκυπριακών αντιπαραθέσεων των δεκαετιών ’40 και ‘50 συνέβαλαν αποφασιστικά στις ένοπλες συγκρούσεις του ΄63-64 και στον από τότε γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο εθνοτήτων. Η στρατιωτική παρέμβαση της ελληνικής χούντας το 1974 διευκόλυνε την τουρκική πλευρά να αυξήσει την έκταση του κυπριακού τμήματος που είχε στην κατοχή της συνδέοντας ταυτόχρονα τους διάφορους ήδη διαμορφωμένους τ/κ θύλακες.
Το σύνολο των παραπάνω αντιφάσεων αναπαράχθηκαν στις διάφορες απόπειρες επίλυσης του κυπριακού φανερώνοντας το βαθμό δυσκολίας στην «επίλυσή» του. Κατά συνέπεια το κυπριακό ζήτημα δεν πρόκειται για μια «παράλογη» κατάσταση που «ατυχώς» αναπαράγεται αλλά για την αποτύπωση χρόνιων αντιθέσεων που σταδιακά απομάκρυναν όλο και περισσότερη τη δυνατότητα συμφωνιών νομιμοποιημένων από τη βούληση του μεγαλύτερο μέρους του κυπριακού πληθυσμού.
Φυσικά, από τις δυνάμεις της αριστεράς, σε ένα εντελώς αφαιρετικό επίπεδο θα μπορούσε να τεθεί ένα ζήτημα πως δεν μας ενδιαφέρουν τα εθνικά πρόσημα, άρα ούτε και τα αντίστοιχα εθνικά και συνιστώντα κράτη, και το ζήτημα είναι μια πάση θυσία λύση που να δημιουργεί μια νέα κρατική οντότητα στο εσωτερικό της οποίας θα μπορέσει να αναπτυχθεί ο αγώνας της ενιαίας κυπριακής εργατικής τάξης ενάντια στην αντίστοιχη ενιαία κυπριακή αστική τάξη με απώτερο στόχο το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Με αυτό τον τρόπο όμως δε λαμβάνεται υπόψη η ιστορία του συγκεκριμένου εθνικού σχηματισμού ούτε οι μαρξιστικές παραδοχές πως δεν υπάρχει «καθαρή» ταξική πάλη μεταξύ μόνο δύο τάξεων, αλλά πάλη μεταξύ των δύο θεμελιωδών τάξεων σε συμμαχίες με άλλες ενδιάμεσες τάξεις που πραγματοποιείται στο εσωτερικό κάθε εθνικού σχηματισμού και διαμεσολαβείται από τις σχέσεις εκπροσώπησης.
Λαμβάνοντας όλα τα προηγούμενα υπόψη μας σε σχέση με την προτεινόμενη λύση, καταρχάς θα πρέπει να έχουμε μια πιο σαφή εικόνα του υπό διαμόρφωση σχεδίου αλλά είναι προφανές πως μια σειρά από βασικές παραμέτρους του σχεδίου Ανάν δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές: παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων, αδυναμία εγκατάστασης και μετακίνησης πολιτών στο εσωτερικό της ίδιας χώρας, δημιουργία θεσμικών οργάνων όπου τη νικώσα ψήφο θα την έχει διορισμένος μη κύπριος πολίτης κ.α Είναι επίσης προφανές πως μια λύση δε θα πρέπει να προνοεί για την ύπαρξη εγγυητριών δυνάμεων (έτσι οδηγηθήκαμε στα γεγονότα του ΄74) αλλά ούτε θα οικοδομείται βάση των συμφερόντων των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων: Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για τη νομή/ διανομή του υποθαλάσσιου ορυκτού πλούτου σε συνδυασμό με τη θωράκιση της Κύπρου από την επέκταση της ρώσικης επιρροής στην περιοχή, η Βρετανία μεριμνεί για τη συνέχιση ύπαρξης στρατιωτικών της βάσεων στο νησί, η ΕΕ αποσκοπεί στη δημιουργία μιας ενιαίας οικονομικής γέφυρας προς τον αραβικό κόσμο. Γι ‘ αυτούς τους λόγους και δεδομένων των ευρύτερων εξελίξεων (εκλογή Τραμπ, Brexit, πτώση κυβέρνησης Ρέντσι) αυτές οι δυνάμεις επείγονται για λύση σύμφωνη με τα δικά τους συμφέροντα. Τέλος θεωρούμε πως μια αποδεκτή λύση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τη δημοκρατική αρχή του «ένας άνθρωπος μία ψήφος» με τη συγκρότηση αντιπροσωπευτικών πολιτικών θεσμών. Ταυτόχρονα θα πρέπει να διασφαλίζονται πλήρως τα εργασιακά, πολιτιστικά, γλωσσικά και θρησκευτικά δικαιώματα όλων των εθνοτήτων που ζουν στο νησί, καθώς και των μεταναστών.