Καπιτώλιο : Ο «λαός του Τραμπ», μια Αμερική χωρίς πυξίδα και τα ερωτήματα της επόμενης μέρας
Τον Ιανουάριο του 2020 έγινε μια έρευνα ανάμεσα σε δηλωμένους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους (ή δηλωμένους ανεξάρτητους με συμπάθεια στους Ρεπουμπλικάνου) για τις πολιτικές τους απόψεις.
Το 50.7% των ερωτηθέντων συμφώνησε ότι «ο παραδοσιακός αμερικανικός τρόπος ζωής χάνεται τόσο γρήγορα που μπορεί να χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε βία για να τον σώσουμε». Το 41,3% συμφώνησε ότι «θα έρθει ο καιρός που οι πατριώτες Aμερικανοί θα χρειαστεί να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους». Το 47,3% συμφώνησε ότι «οι ισχυροί ηγέτες κάποιες φορές πρέπει να παρακάμπτουν τους κανόνες για να μπορέσουν να καταφέρουν κάτι». Και σχεδόν τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων (73,9%) συμφώνησε ότι «είναι δύσκολο να εμπιστευτείς τα αποτελέσματα των εκλογών όταν τόσο πολλοί άνθρωποι θα ψηφίσουν για όποιον τους προσφέρει μια ελεημοσύνη».
Οι περισσότεροι που δεν έδωσαν καταφατική απάντηση δεν έδωσαν και σαφώς αρνητική. Τα ποσοστά αυτών που σαφώς διαφωνούσαν κινήθηκαν ανάμεσα στο 10% και το 24%. Πολλοί είπαν απλώς ότι δεν είναι σίγουροι…
Οι απαντήσεις αυτές ήρθαν σε συνέχεια άλλων ερευνών την περασμένη δεκαετία που έδειξαν ότι ένα σημαντικό ποσοστό των Aμερικανών είναι έτοιμο να υποστηρίξει αυταρχικές λύσεις. Για παράδειγμα μια σειρά ερευνών ανάμεσα στο 2010 και το 2017 έδειξαν ότι το 23-36% των ερωτωμένων συμφωνούσε ότι ένα πραξικόπημα είναι δικαιολογημένο «εάν υπάρχει μεγάλη εγκληματικότητα» ή «εάν υπάρχει μεγάλη διαφθορά». Έρευνες το 2017-2018 έδειξαν ότι μόνο το 73% θεωρεί ότι είναι «σημαντικό» ή «ουσιώδες» η κυβέρνηση να μην παρεμβαίνει σε δημοσιογράφους ή μέσα ενημέρωσης.
Όλα αυτά βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα το ιδιαίτερο τοπίο στο οποίο μπόρεσε να αναπτυχθεί η υποστήριξη για τον Τραμπ, με αποκορύφωμα τα όσα έκαναν, ύστερα ουσιαστικά από δική του πρόσκληση ουσιαστικά, οι διαδηλωτές στο Καπιτώλιο.
Ποιος είναι τελικά ο «λαός του Τραμπ»
Σε όλη την τετραετία που κυβέρνησε, ο Ντόναλντ είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ως προς την απήχησή του. Δεν μπόρεσε ποτέ να είναι έχει μια πλειοψηφικά θετική αποτίμηση της πολιτικής και ταυτόχρονα η θετική απήχησή του στις δημοσκοπήσεις δεν έπεσε κάτω από το 40%, κάτι που αποδεικνύει ότι διατήρησε έναν σκληρό πυρήνα πολιτικής και εκλογικής υποστήριξης στη βάση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος κυρίως.
Σε πείσμα μιας αντίληψης που θέλει τον Τραμπ να κινητοποιεί ένα εκλογικό ακροατήριο που είναι εκτός του παραδοσιακού αμερικανικού δικομματισμού, στην πραγματικότητα ο απερχόμενος πρόεδρος στηρίχτηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στον τρόπο που διαμορφώθηκε το ρεπουμπλικανικό εκλογικό ρεύμα τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο συνδυασμός ανάμεσα σε κοινωνικές και δημογραφικές αλλαγές – ενδεικτική η μετακίνηση μεγάλου αριθμού Aμερικανών σε ημιαστικές περιοχές τα λεγόμενα exurbia σε αντιδιαστολή με τα προάστια / suburbia –, τη σταθερή απήχηση μιας πολύ συντηρητικής εκδοχής χριστιανισμού, κυρίως ευαγγελικής κατεύθυνσης, τη διάλυση από δεκαετίες παραδοσιακών βιομηχανικών κέντρων με συνδικαλιστική παράδοση (και προσκόλληση στο Δημοκρατικό Κόμμα), τη συστηματική επένδυση στους ισπανόφωνους ψηφοφόρους αλλά και το γεγονός ότι ένας μεγάλος επιχειρηματιών με δεξιές και συντηρητικές απόψεις έχει χρηματοδοτήσει ένα ολόκληρο σύμπαν όχι απλώς εκλογικών εκστρατειών αλλά και συντηρητικών μέσων ενημέρωσης που σφυρηλατούν μια συγκεκριμένη ρεπουμπλικανική ταυτότητα (δεξιά, συντηρητική, χριστιανική, ξενόφοβη, δύσπιστη απέναντι στις κρατικές παρεμβάσεις) την οποία διεκδίκησε και προσπάθησε να εκπροσωπήσει ο Τραμπ ήδη το 2016.
Η συνεισφορά του Τραμπ ήταν ουσιαστικά ο τρόπος που στην προεκλογική εκστρατεία του 2016 προσέθεσε σε αυτά τόσο μια ακόμη πιο επιθετική αντιμεταναστευτική ατζέντα, την ρητορική αμφισβήτηση μιας εκδοχής παγκοσμιοποίησης προς όφελος όμως των αμερικανικών επιχειρήσεων (που γενικά ωφελήθηκαν στη θητεία του ποικιλοτρόπως) και την επίσης ρητορική ενσωμάτωση μιας αμφισβήτησης του «πολιτικού κατεστημένου» (του «Βάλτου της Ουάσιγκτον» που υποτίθεται ότι θα αποξήρανε) που ήταν δύσκολο να εκπροσωπήσουν οι άλλοι υποψήφιοι.
Σε αυτό το τοπίο ήταν που απέκτησαν νέα απήχηση και δυναμική διάφορες παραλλαγές της αμερικανικής ακροδεξιάς, που απηχούν μια παράδοση ρατσισμού, «λευκής ανωτερότητας», συνωμοσιολογίας για τους ομοσπονδιακούς θεσμούς, και εξιδανίκευσης του «οπλοφόρου υπερασπιστή της περιουσίας και των αξιών» και που στην Αμερική έχουν βαθιές ρίζες, από την εποχή της Συνομοσπονδίας, στην Κου Κλουξ Κλαν και τα μαζικά λιντσαρίσματα (τα «παράξενα φρούτα» στα δέντρα για τα οποία τραγουδούσε συγκλονιστικά η Μπίλι Χόλιντεϊ),.
Ο Τραμπ έχασε τις εκλογές καθαρά το 2020. Η μεγάλη αύξηση της συμμετοχής σε μια ιδιαίτερα πολωμένη εκλογική μάχη και σε μια συνθήκη κρίσης την οποία επέτεινε η πανδημία, επέτρεψε στους Δημοκρατικούς να έχουν την κρίσιμη δυναμική που χρειάζονταν όχι μόνο στη συνολική ψήφο αλλά και σε κρίσιμες Πολιτείες. Και παρότι η Αμερική έχει παράδοση σε εκλογικές παρατυπίες, εντούτοις έγινε σαφές ότι η εκλογική μάχη κρίθηκε σε καθαρές εκλογικές μετατοπίσεις.
Όμως, την ίδια στιγμή ο Τραμπ κατάφερε να αυξήσει σημαντικά τις ψήφους που πήρε (πάνω από 10 εκατομμύρια περισσότερους ψήφους σε σχέση με το 2016) και το ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα τα πήγε σχετικά καλά στις εκλογές, βελτιώνοντας τις επιδόσεις του στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ακόμη και η απώλεια της πλειοψηφίας στη Γερουσία ήρθε μέσα από τον τρόπο που έγιναν οι εκλογές για τη Γερουσία στη Τζόρτζια, μια Πολιτεία όπου οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να κινητοποιήσουν κρίσιμα δημογραφικά κομμάτια και όπου ο Τραμπ δεν μπόρεσε να προσφέρει την αναγκαία υποστήριξη στους Ρεπουμπλικάνους υποψηφίους.
Άλλωστε, η βασική δουλειά που ήταν να κάνει η Γερουσία τα προηγούμενα χρόνια για τους Ρεπουμπλικάνους έχει ήδη ολοκληρωθεί: ο Μιτς ΜακΚόνελ, κατά πολλούς ο πιο αδίστακτος και αποτελεσματικός επικεφαλής της Γερουσίας από την εποχή του Λίντον Τζόνσον, κατάφερε να καλύψει όσο το δυνατόν περισσότερες θέσεις στο ομοσπονδιακό δικαστικό σύστημα, από τα περιφερειακά δικαστήρια μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο, με συντηρητικούς δικαστές, διαμορφώνοντας αρνητικό συσχετισμό για τους Δημοκρατικούς σε βάθος πολλών ετών.
Η βασική αποτυχία του Τραμπ ήταν ότι προσανατολισμένος να πάρει τις εκλογές με βάση την οικονομία δεν μπόρεσε να έχει μια ανάλογα «συσπειρωτική» ρητορική με αυτή του 2016 (όταν επένδυσε ιδιαίτερα στο συνδυασμό ανάμεσα στον οικονομικό εθνικισμό του America First, την ξενοφοβία με τις υποσχέσεις για μαζική επέκταση του «Τείχους» και την καταγγελία των «φιλελεύθερων ελίτ), ιδίως σε μια Αμερική που αντιμετώπισε μια «τριπλή κρίση»: οικονομική, υγειονομική και ταυτοτική εάν αναλογιστούμε και την κλίμακα των κινητοποιήσεων γύρω από το Black Lives Matter.
Γιατί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Τραμπ
Όλα αυτά εξηγούν γιατί υπήρχαν τόσο πολλοί άνθρωποι που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Τραμπ. Γιατί μπορεί ο αριθμός αυτών που έκαναν όντως την εισβολή στο Καπιτώλιο να μην ήταν πολύ μεγάλος, όμως η συγκέντρωση στην Ουάσιγκτον ήταν εντυπωσιακά μαζική.
Ας μην ξεχνάμε ότι σε μια χώρα τόσο μεγάλη, σύνθετη και αντιφατική όπως οι ΗΠΑ και με τόσο μεγάλες πολιτικές και πολιτιστικές πολώσεις, ουσιαστικά διαμορφώνονται σε κάποιες περιπτώσεις «παράλληλα σύμπαντα» ως προς το πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα.
Σε αυτό το φόντο μπορούμε να καταλάβουμε ένας σημαντικός αριθμός οπαδών του Τραμπ όχι μόνο τον ψήφισε αλλά και ενστερνίστηκε την αντίληψη του ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ήρθε ύστερα από εκτεταμένη νοθεία και άρα ήταν μια «κλεμμένη εκλογή».
Άνθρωποι θυμωμένοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία λευκοί, με αντιμεταναστευτικές απόψεις, αποδοχή θεωριών συνωμοσίας και έναν πατριωτισμό που κυρίως βλέπει εχθρούς ήταν έτοιμοι να κάνουν το ταξίδι μέχρι την Ουάσιγκτον για να διαδηλώσουν. Μια ματιά στο προφίλ στο twitter της Ashli Babbit, που τραυματίστηκε θανάσιμα από πυροβολισμό μέσα στο Καπιτώλιο, δείχνει τα χαρακτηριστικά αυτού του σύμπαντος.
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι παρότι είχε γίνει σαφές από την αρχή ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση το Κογκρέσο να μην επικυρώσει τα αποτελέσματα, υπήρξε ένα σημαντικός αριθμός Ρεπουμπλικάνων, κυρίως στη Βουλή των Αντιπροσώπων και λιγότερο στη Γερουσία, που επέμειναν μέχρι τέλος να υποστηρίζουν το να μην γίνουν δεκτά τα αποτελέσματα ορισμένων Πολιτειών, δηλαδή στήριξαν την εκλογική αμφισβήτηση του αποτελέσματος από τον Τραμπ.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στη δημοσκόπηση που έκανε η YouGov ένα εντυπωσιακό 68% των Ρεπουμπλικάνων απάντησε ότι δεν θεωρεί ότι αυτά που έγιναν στην Ουάσιγκτον συνιστούσαν κάποια απειλή για τη Δημοκρατία.
Και βέβαια έχει ενδιαφέρον η διαπίστωση ότι μια τεχνική πολιτικής διαμαρτυρίας την οποία οι ίδιες οι ΗΠΑ προώθησαν συχνά στην προσπάθειά τους να πετύχουν «αλλαγές καθεστώτος» στο πλαίσιο των «έγχρωμων επαναστάσεων», δηλαδή οι μαζικές δυναμικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίες που προσπαθούν να παρακωλύσουν και μπλοκάρουν την νομοθετική και κρατική λειτουργία των εκάστοτε στοχοποιημένων κυβερνήσεων ή και κοινοβουλίων, τώρα για πρώτη φορά δοκιμάζεται στο εσωτερικό των ΗΠΑ και μάλιστα από τον απερχόμενο πρόεδρο που αμφισβητεί το αποτέλεσμα των εκλογών.
Η επόμενη δύσκολη μέρα για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα
Είναι σαφές ότι ο Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε αυτή την τακτική όχι τόσο γιατί ήλπιζε ότι θα μπορούσε να αλλάξει το αποτέλεσμα των εκλογών, αλλά γιατί με αυτό τον τρόπο κατοχύρωνε ακόμη περισσότερο το δικό του στίγμα στην εκλογική βάση των Ρεπουμπλικάνων.
Άλλωστε, τα γεγονότα του Καπιτωλίου συνιστούν και τη μεγαλύτερη ρήξη του με την ηγεσία του κόμματός του, ξεκινώντας από την ανοιχτή διαφοροποίηση του ίδιου του αντιπροέδρου Μάικ Πενς, κάτι που μάλλον το επεδίωξε ο Τραμπ στην προσπάθειά του να επανακατοχυρώσει το ρόλο του πολιτικού που είναι διαφορετικός από το κατεστημένο και που θέλει να ορίσει μια νέα διαχωριστική γραμμή στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα που δεν θα είναι αυτή ανάμεσα στα δύο κόμματα, αλλά ανάμεσα σε όσους ήταν έξω από το Καπιτώλιο και όσους ήταν μέσα.
Φυσικά, στο βαθμό που μιλάμε για τον Ντόναλντ Τραμπ είναι πάντα ένα ερώτημα για το πόσο σαφές είναι το όποιο σχέδιό του σε σχέση με το πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα που δημιούργησε. Και με υπαρκτό κίνδυνο να δει μόνιμα φιμωμένο το λογαριασμό του στο twitter κινδυνεύει να δυσκολευτεί και στην απεύθυνση στον ίδιο του το «λαό».
Η όλη κατάσταση μάλλον συνεπάγεται πονοκεφάλους για τους Ρεπουμπλικάνους. Και αυτό γιατί η προσπάθεια να δείξουν ότι σέβονται τους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας και άρα διαφοροποιούνται από τον Τραμπ και τις πρακτικές των οπαδών του, ενέχει τον κίνδυνο της αποξένωσης από σημαντικά τμήματα της ίδιας τους της εκλογικής βάσης, που κατά βάση ενστερνίζεται τις απόψεις του απερχόμενους προέδρου. Και έχοντας μπροστά τους όχι μόνο τη μάχη των εκλογών του 2024 αλλά και την πολύ πιο άμεση μάχη των ενδιάμεσων εκλογών του 2022, τα ζητήματα πολιτικής ταυτότητας αλλά και «εγγύτητας» ή «απόστασης» από τον Τραμπ θα αποκτήσουν ιδιαίτερη σημασία.
Πάντως, ήδη ένας μεγάλος αριθμός υψηλόβαθμων στελεχών έχει διαφοροποιηθεί ανοιχτά από τον Τραμπ. Πολύ σημαντική και η ανακοίνωση της National Association of Manufacturers μιας από τις μεγαλύτερες εργοδοτικές ενώσεις, παραδοσιακά συνδεδεμένης με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, που ζήτησε από τον Μάικ Πένς να επικαλεστεί την 25η Τροπολογία. Ωστόσο, η διαφοροποίηση από τον Τραμπ δεν θα σημάνει και αλλαγή κατεύθυνσης ως προς το συνδυασμό οικονομικού συντηρητισμού και συμμαχίας με την χριστιανική δεξιά. Από την άλλη, η πλευρά του Τραμπ είναι πιθανό να εκμεταλλευτεί την παρουσία υποστηρικτών του στη Βουλή των Αντιπροσώπων και θα προσπαθεί να επηρεάζει πράγματα σε επίπεδο προκριματικών εκλογών και Πολιτειακών νομοθετικών σωμάτων.
Οι Δημοκρατικοί ξεκινούν τη διακυβέρνησή τους έχοντας απέναντι τους ένα Ρεπουμπλικανικό κόμμα ισχυρό αλλά σε αναζήτηση ταυτότητας. Ωστόσο, την ίδια στιγμή οι προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν είναι πολύ μεγάλες. Από την αντιμετώπιση της πανδημίας, μέχρι την τεράστια αγωνία για την οικονομική κρίση και από το μέλλον των θέσεων εργασίας μέχρι τα ζητήματα που αφορούν την κλιματική αλλαγή και προφανώς τα ζητήματα του ρατσισμού, η Αμερική είναι σήμερα μια χώρα σε πολλαπλά σταυροδρόμια.
Μια χώρα που επιμένει να θεωρεί εαυτόν ηγέτιδα δύναμη του κόσμου, αλλά αδυνατεί να διαχειριστεί τη δική της κρίση. Μια χώρα περισσότερο παρά ποτέ διαιρεμένη, συγκρουσιακή και χωρίς ένα συνεκτικό αφήγημα και στόχο που να μπορεί να κινητοποιήσει την κοινωνία, με τον τρόπο που το έκανε το New Deal για παράδειγμα. Μια χώρα που τώρα συνειδητοποιεί το μέγεθος της δικής ιστορικής αποτυχίας.