Το εμβόλιο δεν είναι πανάκεια, ούτε το τέλος των μέτρων

Γράφει ο Αναστάσης Περράκης*

Στον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα έχει εγκαθιδρυθεί μια κυρίαρχη αντίληψη όπου τα σκληρά μέτρα αντιστοιχούν μονοσήμαντα με την προφύλαξη της υγείας των πολιτών. Η λογική είναι ότι όσο πιο σκληρά μέτρα επιβάλλονται, τόσο πιο εύκολα θα σταματήσει η πανδημία.

Επίσης, ειδικά τις τελευταίες μέρες, καλλιεργήθηκε η αντίληψη πως «το εμβόλιο είναι εδώ». Πολλά πρωτοσέλιδα είναι ασαφή και το μήνυμα της επιτυχούς ενδιάμεσης εκτίμησης της αποτελεσματικότητας του εμβολίου εύκολα εκλαμβάνεται και ως «το τέλος της πανδημίας». Είναι αυτό δικαιολογημένο;

Ακόμα και αν η κάλυψη των πρώτων εμβολίων πλησιάζει το εντυπωσιακό 90% της ανακοίνωσης των Pfizer/BioNtech, η διαθεσιμότητα θα είναι ένα θέμα. Οι 1,3 δισ. δόσεις, δηλαδή εμβόλια για 650 εκατ. άτομα μέσα στο 2021, είναι απίθανο να πλησιάσουν τη ζήτηση, ακόμα και εάν πράγματι το 30%-40% του πληθυσμού δεν έχει καν τη διάθεση να κάνει κάποιο εμβόλιο (όπως μας λένε κάποιες δημοσκοπήσεις). Επίσης θα πρέπει να λυθούν τα μεγάλα προβλήματα φύλαξης στους -80 βαθμούς, σε ειδικά ψυγεία, και η μεταφορά σε ξηρό πάγο. Στην καλύτερη περίπτωση, ο εμβολιασμός θα φτάσει σε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού στο τέλος του 2021.

Επίσης, δεν υπάρχουν ακόμη πληροφορίες εάν το εμβόλιο αποτρέπει και τις σοβαρές περιπτώσεις COVID-19, τον τύπο που μπορεί να προκαλέσει νοσηλεία και θάνατο· δεν υπάρχουν ακόμη πληροφορίες σχετικά με το εάν εμποδίζει τα άτομα να μεταφέρουν τον κορωνοϊό χωρίς να έχουν συμπτώματα· είναι αδύνατο να πούμε για πόσο καιρό θα προστατεύει, διότι έχει μελετηθεί για λίγους μόνο μήνες· τα αποτελέσματα δεν έχουν ελεγχθεί εξωτερικά και δεν έχουν δημοσιευτεί σε ιατρικό περιοδικό· και δεν έχουν παραδοθεί ανεξάρτητες εκθέσεις στη Pfizer και στην BioNtech.

Το εμβόλιο δεν είναι πανάκεια, ούτε το τέλος των μέτρων για εφέτος τον χειμώνα.

Ποια μέτρα χρειαζόμαστε για να βγούμε από τον χειμώνα υγιείς και με την κοινωνία μας αμιγή και παραγωγική; Ας δούμε δύο παραδείγματα.

Η Γαλλία ακολούθησε μια σκληρή πολιτική. Στα μέσα Ιουλίου είχε περίπου 7-8 κρούσματα ανά εκατομμύριο (κ.α.ε. για συντομία). Στα μέσα Αυγούστου έφτασε τα 40 κ.α.ε. και μία εβδομάδα μετά επιβλήθηκε πέραν των μέτρων αποστασιοποίησης και η χρήση «μάσκας παντού» σε αρκετές περιοχές (και φυσικά στο Παρίσι). Στις αρχές Οκτωβρίου, με 150 κ.α.ε. έκλεισε η εστίαση και στο τέλος Οκτωβρίου με 600 κ.α.ε. έγινε lockdown αντίστοιχο της Ελλάδας (αν και με ανοιχτά Γυμνάσια και Λύκεια). Η άνοδος των κρουσμάτων για την ώρα συνεχίζεται και έφτασε τα 850 κ.α.ε.

Η Ολλανδία ακολούθησε μια πιο χαλαρή πολιτική. Η Ολλανδία στα μέσα Ιουλίου είχε περίπου 7-8 κ.α.ε., όπως και η Γαλλία. Στα μέσα Αυγούστου έφτασε και αυτή τα 40 κ.α.ε. και δεν έκανε τίποτε. Στις αρχές Οκτωβρίου έφτασε επίσης τα 150 κ.α.ε. και στα μέσα Οκτωβρίου τα 350 κ.α.ε., ξεπερνώντας τη Γαλλία που ήταν στα 250 κ.α.ε. Τότε μόνο έκλεισε η εστίαση και η σύσταση για εργασία από το σπίτι έγινε πιο ισχυρή, ενώ για πρώτη φορά έγινε σύσταση για χρήση μάσκας σε δημόσιους εσωτερικούς χώρους. Τα κρούσματα έφτασαν τα 600 κ.α.ε. στο τέλος Οκτωβρίου, όπως και στη Γαλλία. Και τις επόμενες δέκα μέρες έπεσαν κάτω από τα μισά, σε λιγότερα από 300 κ.α.ε.!

Με άλλα λόγια, το δόγμα «μέτρα με μέτρο» για να αποφεύγεται η κόπωση των πολιτών και η εκτίμηση της επίδρασής τους στην πορεία της πανδημίας – μια και χρειάζονται τουλάχιστον δύο εβδομάδες για να φανούν τα αποτελέσματά τους πριν από τα επόμενα βήματα – φαίνεται να λειτουργούν. Αντίθετα, το «παν «μέτρον» άριστον» και η επακόλουθη υπερβολική πίεση και κόπωση των πολιτών δεν φαίνεται να έχουν καλύτερα αποτελέσματα, τουλάχιστον στο παράδειγμα των δύο αυτών γειτονικών χωρών.

Μας διδάσκει αυτό κάτι για την Ελλάδα, που έλαβε την απόφαση σκληρού lockdown στα 200 κ.α.ε., δηλαδή πολύ πιο νωρίς, και πιο σκληρών μέτρων από τη Γαλλία; Αυτό ας το απαντήσουν οι σοφότεροι και περισσότερο αρμόδιοι από την ταπεινότητά μου. Εξάλλου, θα αναρωτηθεί καλόπιστα ο αναγνώστης, δεν είναι καλύτερα να παίρνουμε τα σκληρότερα δυνατά μέτρα για να μη ρισκάρουμε την υγεία των πολιτών;

Πέρα από τις ζημιές στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία, είναι πλέον σαφές πως τα σκληρά μέτρα έχουν ένα κρυφό υγειονομικό κόστος: χαμένες χημειοθεραπείες και ακτινοθεραπείες για καρκινοπαθείς, αναβεβλημένα χειρουργεία για καρδιαγγειακά προβλήματα, καθυστερημένες διαγνώσεις για καρκίνους και καρδιαγγειακά (που αποτελούν τα 2/3 των θανάτων κάθε χρόνο, πάνω από 50.000 εφέτος στην Ελλάδα, ή αν προτιμάτε 100 περίπου καθημερινά) και βεβαίως αλόγιστη επιβάρυνση ψυχολογικών και ψυχιατρικών προβλημάτων που οδηγούν στην κοινωνική αλλά και εργασιακή απομόνωση πολλών συμπολιτών μας και ιδιαίτερα των νέων, αλλά ακόμα και σε αυτοκτονίες.

Με δεδομένο λοιπόν το ότι η λογική «βαστάτε, πατριώτες, βγαίνει το εμβόλιο» είναι έωλη, τι πρέπει να γίνει; Είναι απόλυτα απαραίτητο λοιπόν να υπάρξει μια πολιτική επικοινωνία και μια πολιτική η οποία θα ξεφύγει από το «lockdown γιατί γέμισαν οι ΜΕΘ», «οι μάσκες είναι το εμβόλιο μέχρι να βγει το εμβόλιο» και «εμβόλιο μέχρι την άνοιξη» και θα προτείνει και θα επιβάλλει μέτρα (διότι το «παν «μέτρον άχρηστον»» είναι εξίσου λάθος με τον «παν μέτρον άριστον») με βάση προκαθορισμένους και δημόσια προσβάσιμους αντικειμενικούς δείκτες που δεν είναι βασισμένοι μόνο στα τεστ, αλλά και στις αντοχές του συστήματος Υγείας, και θα δέχεται τα μέτρα ως μέρος μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής (και δεν θα αλλάζουν τα μέτρα κάθε δυο-τρεις μέρες, ή και από το βράδυ ως το επόμενο πρωί, όπως με τους θεατές στο ποδόσφαιρο).

Η ίδια καμπάνια οφείλει να εξηγήσει πως οι απώλειες ζωής από μολυσματικές ασθένειες (~5.000 τον χρόνο στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία) είναι αναπόφευκτες και όχι μια πρόσκαιρη ιδιοτροπία την πανδημίας του κορωνοϊού.

Διά ταύτα; Η κυβέρνηση οφείλει να πείσει πως αφήνει πίσω της το δόγμα της προσωπικής ευθύνης και οφείλει να μεταβεί στο δόγμα της κοινωνικής ευθύνης, προς την οποία συμβάλλουν και ο πολίτης αλλά και το κράτος. Οι συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς πρέπει να συμβάλει το κράτος, με κόστος υποπολλαπλάσιο του κόστους του lockdown, υπάρχουν. Λίγες από αυτές ακολουθούν:

  • Δωρεάν τεστ σε όλους σε δειγματοληπτικά κέντρα εκτός νοσοκομείων για αποφυγή επιμολύνσεων και φόρτωσης της τριτοβάθμιας, με σκοπό την έγκαιρη απομόνωση της πλειοψηφίας των κρουσμάτων.
  • Ενίσχυση πρωτοβάθμιας φροντίδας για ελαφρά περιστατικά – για πολλά αρκεί το οξυγόνο στο σπίτι για λίγες μέρες με ελάχιστο κόστος.
  • Κυλιόμενα ωράρια στο Δημόσιο για αποφυγή συνωστισμού σε υπηρεσίες και μέσα μαζικής μεταφοράς.
  • Ενίσχυση και επιχορήγηση του Διαδικτύου για «δουλειά στο σπίτι» και για την τριτοβάθμια τηλεκπαίδευση.
  • Απομόνωση των ευπαθών ομάδων με ενίσχυση ειδικών δομών αλλά και ενθάρρυνση της ιδέας «ο παππούς και η γιαγιά πίσω στο χωριό» με κίνητρα και κοινωνική βοήθεια.
  • Σαφής εθνική στρατηγική για τη χρήση των εμβολίων κατά προτεραιότητα τώρα με διαφάνεια και ενημέρωση και ανάπτυξη υποδομών διανομής, φύλαξης και χορήγησης.

*Ο κ. Αναστάσης Περράκης είναι βιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης και διευθυντής ερευνών στο Ολλανδικό Ινστιτούτο για τον Καρκίνο και στο Ινστιτούτο Oncode.