Το παντεσπάνι, ο μισθός και το γούστο των φτωχών
γράφει η Φραγκίσκα Μεγαλούδη
Περίπου πριν από 150 χρόνια, οι πιο φτωχοί ανάμεσα στο λαό της Γαλλίας, ξεκίνησαν για τις Βερσαλλίες όπου κατοικούσε ο Βασιλιάς και η γυναίκα του…Οι φτωχοί στάθηκαν μπροστά από το παλάτι και φώναζαν: δεν έχουμε ψωμί, δεν έχουμε ψωμί! Τόσο πολύ ήταν απελπισμένοι. Η Βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα τους κοίταξε από το παράθυρο και ρώτησε έναν αξιωματικό: -Τι θέλουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;- Μεγαλειοτάτη, απάντησε ο αξιωματούχος, θέλουν ψωμί…Η Βασίλισσα κούνησε το κεφάλι της με έκπληξη:- Δεν έχουν αρκετό ψωμί; Ρώτησε. Μα τότε, γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι;
Αυτή η φανταστική αφήγηση, γράφτηκε απο τον Erich Kastner το 1931 στο παιδικό βιβλίο Petit Point et ses amis, μεταφέροντας μια παλιότερη ιστορία του Jean Jacques Rousseau, για «μια μεγάλη πριγκίπισσα» που απαντούσε στους πεινασμένους χωρικούς «Ας φάνε παντεσπάνι». Η φράση αυτή συνδέθηκε με τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα και έμελλε να εδραιώσει τη φήμη της στά πέρατα του κόσμου. Το ότι δεν ειπώθηκε ποτέ, λίγη σημασία έχει.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα, θα συμβολίζει πάντοτε την απόσταση που χωρίζει την άρχουσα τάξη – εκείνη που είτε λόγω πολιτικής ή οικονομικής ισχύος βρίσκεται στα κέντρα των αποφάσεων- απο το λαό.
Στη συνείδηση των περισσοτέρων αυτή η απόσταση εκφράζεται κυρίως με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους. Δεν χρειάζεται να έχει κάποιος ειδικές γνώσεις για να αντιληφθεί τις αδικίες και την ανισότητα που βιώνουμε καθημερινά καθώς η ψαλίδα μεταξύ εχόντων και μη, διευρύνεται συνεχώς, ιδιαίτερα στις δύσκολες εποχές που διανύουμε.
Παρόλα αυτά, και όπως είναι αναμενόμενο, οι δυσκολίες αυτές αφήνουν ανέγγιχτη μια πολιτική και οικονομική ελιτ, που μοιάζει να αποφασίζει όχι μόνο τα νομικά και πρακτικά θέματα της ζωής μας, αλλά και την αισθητική μας.
Αποφάσεις που παίρνονται από μια μικρή ομάδα ανθρώπων και ιδρυμάτων, παρεμβάσεις που σχεδιάζονται επί χάρτου χωρίς επαφή με την πραγματικότητα και οι οποίες ενώ συχνά χρηματοδοτούνται με δημόσιο χρήμα και επηρεάζουν την καθημερινότητα του πολίτη, μοιάζουν να μην τον αφορούν. Αντιθέτως σε οποιαδήποτε διαμαρτυρία, ο πολίτης αντιμετωπίζεται με χλευασμό και περιφρόνηση. Η γραμμή που ακολουθείται είναι ότι δεν καταλαβαίνει τον συμβολισμό και δεν μπορεί να ακολουθήσει τις τολμηρές προτάσεις και το όραμα μιας ηγεσίας που φαίνεται ότι ξέρει καλύτερα απο εκείνον τι του αρέσει και τι όχι.
Όταν τα Χριστούγεννα του 2019, η Δημοτική Αρχή της Αθήνας αποφάσισε τον εορταστικό φωτισμό της πόλης με την συνδρομή του Ιδρύματος Ωνάση, μια μεγάλη μερίδα πολιτών διαφώνησε με την αισθητική τους. Οι αντιδράσεις φαίνεται να προκάλεσαν πραγματική έκπληξη στους ιθύνοντες που αδυνατούσαν να καταλάβουν για ποιό λόγο αρκετοί πολίτες δεν συγκινήθηκαν με τις επιλογές τους.
Στο φαντασιακό της δικής τους σφαίρας, ο λαός δεν ήταν παρά μια μάζα απο αμόρφωτο όχλο που αδυνατούσε να κατανοήσει τον συμβολισμό «από τα χιλιάδες σενάρια που έκρυβε μέσα του ο φωτισμός» και για τον οποίο η «Ελευθερία Ντεκώ, η εθνική μας φωτίστρια, είπε μπράβο που επιτέλους τολμήσαμε να λειτουργήσουμε με ένα πνεύμα καινοτομίας και στο θέμα του φωτισμού».
Όπως έγραφε ο Jean Jacques Rousseau στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, όπως ένας ποιμένας είναι ανώτερης φύσης από το κοπάδι του, οι ποιμένες ανθρώπων, οι ηγέτες τους δηλαδή, θεωρούν τους εαυτούς τους επίσης ανώτερης φύσης από τους λαούς τους.
Η ιεραρχία γούστου ταυτίζεται με την ιεραρχία του status. Βλέπουμε δηλαδή την ιδέα ενός ανώτερου προτύπου κατανάλωσης και αισθητικής το οποίο κάποιος αντιλαμβάνεται και συμμετέχει μόνο όσο ανέρχεται στην κοινωνική ιεραρχία.
Η ίδια αισθητική που εκφράστηκε και με τον περίφημο Μεγάλο Περιπατο της Αθήνας. Μια παρέμβαση που εκπληρούσε το φαντασιακό φετίχ της μητροπολιτικής ζωής, όπως την αντιλαμβανόταν μια μικρή ομάδα «ειδικών» και χορηγών, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες της καθημερινότητας.
Το έργο που θα άλλαζε την Αθήνα δεν είχε τελικά παρά μόνο λίγους μήνες ζωής. Οι απαντήσεις που δόθηκαν στην κριτική που ακολούθησε έδειξαν για άλλη μια φορά την απόσταση που χωρίζει την ηγεσία απο όλους τους υπόλοιπους. Μέσα στην αυτοαναφορικότητα του ο Δήμαρχος Αθηναίων, γόνος μιας μεγάλης πολιτικής οικογένειας, απέφυγε να σχολιάσει το κόστος των παρεμβάσεων του και έκανε λόγο για νέα οράματα και περιπάτους. Για άλλη μια φορά ο κόσμος δεν είχε καταλάβει την σημασία της παρέμβασης.
Η πολιτική και οικονομική ηγεσία φαίνεται να αδυνατεί να καταλάβει όχι μόνο τις ανάγκες της κοινωνίας αλλά κυρίως τις υποχρεώσεις της απέναντι σε αυτήν. Χωρίς πλέον κανένα πρόσχημα, χωρίς καμιά προσπάθεια να εξηγήσουν αυτά που σχεδιάζουν και υλοποιούν με δημόσιο χρήμα ή με τους πολυδιαφημιζόμενους χορηγούς, προχωρούν σε αποφάσεις που εκφράζουν μόνο τη φαντασίωση που έχουν στο μυαλό τους για το τι είναι αισθητικά αποδεκτό και πως πρεπει να είναι ο δημόσιος χώρος. Ασχετα αν οι ίδοι έχουν ελάχιστη επαφή με αυτόν.
Οταν η ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού αποφασίζει να κάνει παρέμβαση με προσθήκες τσιμέντου στην Ακρόπολη και προτιμά να ειρωνευτεί οποιαδήποτε αντίδραση, το κάνει γιατί θεωρεί ότι δεν έχει να δώσει λόγο σε κανέναν και κυρίως στις μάζες, απέναντι στις οποίες δεν νιώθει καμία υποχρέωση.
Όταν η σύζυγος του Πρωθυπουργού φωτογραφίζεται στους Financial Times επιδεικνύοντας τα ακριβά της ρούχα και κοσμήματα και κάνοντας παράλληλα διαφήμιση προϊόντων σε μια περίοδο που ο πολίτης δοκιμάζεται, το κάνει γιατί στη δική της θεώρηση του κόσμου είναι μια κανονικότητα.
Και έτσι όταν ο Πρωθυπουργός ανακαλύπτει ότι κάποιοι πολίτες εξαρτώνται από το μισθό τους για να ζήσουν, μάλλον δεν πρέπει να κάνει εντύπωση σε κανέναν.