Είναι υπό κατάρρευση η Τουρκία; Η λίρα δείχνει ότι η οικονομία βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που σχολίασαν ότι η επιλογή του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να κλιμακώσει τη φραστική και διπλωματική αντιπαράθεση με τον γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, δεν αφορούσε απλώς την πάγια προσπάθεια του Ερντογάν να εμφανιστεί ως ο σημαντικότερος υπερασπιστής του Ισλάμ Παγκοσμίως, ούτε μόνο ως μια ακόμη πτυχή του γεωπολιτικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε Γαλλία και Τουρκία στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Αφρική. Αποτελούσε και μια προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή από την κακή εικόνα της τουρκικής οικονομίας. Εικόνα που τη συμπύκνωσε το γεγονός ότι η λίρα υποχώρησε σε νέο ιστορικό χαμηλό φτάνοντας τις 8 λίρες ανά δολάριο στις 26/10.

Η διολίσθηση της τουρκικής λίρας από το τέλος του 2019 έχει ξεπεράσει το 25%. Αυτό είναι το αποτέλεσμα τόσο των γεωπολιτικών εξελίξεων και ανοιχτών μετώπων της Τουρκίας, από τη συνεχιζόμενη εμπλοκή στη Συρία και την ανάμειξη στον λιβυκό εμφύλιο πόλεμο, μέχρι τον νέο γύρο έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όσο όμως και της ανησυχίας των επενδυτών για τον τρόπο που ο Ερντογάν και η κυβέρνηση διαχειρίζεται την οικονομική πολιτική.

Γιατί μπορεί να αποτέλεσε καταλύτη η πρόσφατη ανάκληση του πρεσβευτή της Γαλλίας στην Άγκυρα, ως αντίδραση στη δήλωση Ερντογάν ότι ο Γάλλος πρόεδρος χρήζει ψυχιατρικής θεραπείας με αφορμή τα όσα είπε για το Ισλάμ, δήλωση που καταδικάστηκε και από άλλους ευρωπαίους αξιωματούχους όπως ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ που μίλησε για προκλήσεις, μονομερείς ενέργειες και τώρα προσβολές» της Τουρκίας, όμως η ανησυχία αφορά και τα ίδια τα χαρακτηριστικά της τουρκικής οικονομίας, που οδηγούν στη διαρκή διολίσθηση της λίρας αλλά και τις επιπτώσεις που αυτή μπορεί να έχει.

 

Τι σημαίνει η υποχώρηση της λίρας

Η υποχώρηση της λίρας δεν θα πρέπει να ιδωθεί μόνο υπό το πρίσμα του πλήγματος στην εικόνα της Τουρκίας ως μιας ισχυρής χώρας. Άλλωστε, η υποτίμηση είναι ένα εργαλείο που συχνά οι χώρες χρησιμοποιούν.

Όμως, στην περίπτωση της Τουρκίας οι επιπτώσεις είναι σημαντικές. Παρότι το συνολικό εξωτερικό χρέος της Τουρκίας δείχνει να παραμένει σε χειρίσιμα επίπεδα και η χώρα δεν είναι «υπερχρεωμένη», εντούτοις έχει σημασία η δομή του. Η Τουρκία είναι μια χώρα που τα προηγούμενα χρόνια είχε μεγάλο ιδιωτικό δανεισμό σε ξένο νόμισμα, μια που αυτό διευκολυνόταν από τα χαμηλά επιτόκια, αντιμετωπίζει τώρα αυξημένο κόστος αποπληρωμής του λόγω της υποχώρησης της ισοτιμίας της λίρας.

Αντίστοιχα, η υποχώρηση της τιμής της λίρας έχει επιπτώσεις και στο ενεργειακό κόστος, σε μια χώρα με μεγάλες ενεργειακές εισαγωγές. Παρότι οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν εξαιτίας της παγκόσμιας ύφεσης και των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία, ένα μέρος της μείωσης του ενεργειακού κόστους έχει ήδη εξαλειφθεί εξαιτίας της υποχώρησης της ισοτιμίας.

Ταυτόχρονα η υποχώρηση της λίρας γεννά ξανά το άγχος του υψηλού πληθωρισμού στην Τουρκία, στοιχείο που ήδη εντείνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία έως και 17 χρόνια πριν, δηλαδή στην αρχή της «εποχής Ερντογάν», είχε σοβαρό πρόβλημα πληθωρισμού και κάθε ενδεχόμενο επιστροφής σε τέτοια συνθήκη γεννά μεγάλη ανησυχία σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.

 

Τα διλήμματα για τα επιτόκια

Η τουρκική Κεντρική Τράπεζα έχει χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο για τη στήριξη της ισοτιμίας, ιδίως από τη στιγμή που ως προς την αναζήτηση swap lines βρήκε ανταπόκριση μόνο από το Κατάρ, αντιμετωπίζοντας την εξάντληση των συναλλαγματικών διαθέσιμών της με την αξιοποίηση του συναλλάγματος των ιδιωτικών τραπεζών (που σημαίνει ότι χρωστάει στις ιδιωτικές τράπεζες περισσότερο ξένο συνάλλαγμα από όσο διαθέτει). Όμως, η μαζική έξοδος επενδυτών από την τουρκική αγορά δεν ανακόπηκε, ακολουθώντας μια συνολικότερη διεθνή τάση μετακίνησης από τις αναδυόμενες αγορές.

Τα πράγματα κάνει ακόμη πιο σύνθετα – και δύσκολα –η πάγια θέση της κυβέρνησης Ε Ερντογάν ότι η κεντρική τράπεζα δεν πρέπει να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων –ένα κλασικό εργαλείο ώστε να τονωθεί μια ισοτιμία και να προσελκυστούν επενδυτές– γιατί αυτό θα είχε «περιοριστικά» αποτελέσματα στη εσωτερική αγορά, την οποία ο Ερντογάν θέλει να τονώσει και γι’ αυτό απαιτεί διαρκώς χαμηλότερα επιτόκια.

Αυτό φαίνεται από το ότι ακόμη και όταν η κεντρική τράπεζα αναγκάστηκε στα τέλη Σεπτέμβρη να προχωρήσει σε μια αύξηση των επιτοκίων για να σταθεροποιήσει την ισοτιμία (ανεβάζοντας το βασικό της επιτόκιο στο 10,25% από 8,25%), εν τέλει το μέσο επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας παρέμεινε κάτω από τον πληθωρισμό (έφτασε το 10.65%, με τον πληθωρισμό τον Αύγουστο να είναι στο 11,8%).

Βέβαια η πίεση του Ερντογάν για χαμηλά επιτόκια τα τελευταία χρόνια, με τη σειρά της ασκεί πίεση στην ισοτιμία της λίρας. Ο φτηνός δανεισμός σήμαινε μεγάλες αγορές εισαγόμενων προϊόντων αλλά και χρυσού, ακόμη και εν μέσω της πανδημίας, την ώρα που λόγω της παγκόσμιας ύφεσης υποχωρούσαν οι τουρκικές εξαγωγές, κάτι που σήμαινε επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και ανάλογη πίεση προς το εθνικό νόμισμα.

 

Η κρίση της τουρκικής οικονομίας

Η υποχώρηση της λίρας είναι μια πτυχή μιας συνολικότερης κρίσης του ίδιου του αναπτυξιακού μοντέλου της Τουρκίας που ο Ερντογάν επιμένει να προσπερνά: το φαύλο κύκλο του φτηνού δανεισμού, το ιδιωτικό χρέος, την αντιφατική κλαδική διάρθρωση, τα προβλήματα στην ένταξη στην παγκόσμια αγορά, την αυξανόμενη ανισότητα και πίεση προς τα λαϊκά στρώματα. Ο Ερντογάν επιχειρεί να τα ξεπεράσει μέσα από τη γεωπολιτική φυγή προς τα εμπρός, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα αντιμετωπίζει κιόλας.