Δόγμα του Ερντογάν η “αναστάτωση”
Τα “ελληνοτουρκικά” δεν είναι πια αυτό που ξέραμε – και ασφαλώς δεν είναι μόνο “ελληνοτουρκικά”. Εξού και αποτυγχάνουν τα παραδοσιακά εργαλεία όχι αντιμετώπισης, αλλά ακόμη και κατευνασμού του Ταγίπ Ερντογάν – όπως διαπιστώνουν μετά τη νέα έξοδο του ερευνητικού σκάφους “Ορούτς Ρέις” όσοι, με πρώτη την καγκελάριο Μέρκελ, είχαν το προηγούμενο διάστημα μεσολαβήσει για έναν διάλογο που φαινόταν στέρεα δρομολογημένος.
Διάλογος α λα τούρκα
Με τον τρόπο αυτόν, η Άγκυρα αποδεικνύει ότι δεν εννοεί τον διάλογο παρά ως επικύρωση ανατροπών που έχουν ήδη επέλθει “επί του πεδίου“, με την ελληνική πλευρά να έχει εγκαταλείψει τις διαπραγματευτικές της αφετηρίες προτού καν αυτός ξεκινήσει. Είναι από αυτή την άποψη χαρακτηριστικό ότι εντός τριών μηνών η συζήτηση έχει μετατοπισθεί από τη μη διεξαγωγή ερευνών εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο ερώτημα αν αυτές είναι ανεκτές στην περιοχή μεταξύ 6 και 12 μιλίων, για την οποία το δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων “συναντά” την απειλή κήρυξης πολέμου που υιοθέτησε τη δεκαετία του ’90 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση.
Όμως το κρισιμότερο στοιχείο είναι άλλο: η Τουρκία δείχνει να απεμπολεί τα άμεσα κέρδη που θα μπορούσε να αποσπάσει από μία διαπραγμάτευση (στην οποία, με δεδομένη και τη νομολογία των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, οι ελληνικές αφετηριακές θέσεις δεν ήταν και οι τελικές), επιλέγοντας την αντιπαράθεση ακόμη και με τον διεθνή παράγοντα που δεν επιθυμεί εντάσεις στην περιοχή.
Πρόκειται φαινομενικά για παράδοξο – που όμως βρίσκεται στην καρδιά της στρατηγικής του Ερντογάν.
Έναντι όλων
Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που η Τουρκία κινήθηκε με αυτό τον τρόπο, και μάλιστα σε μεγαλύτερη κλίμακα. Οι προηγούμενες στρατιωτικές εμπλοκές της στη Συρία και τη Λιβύη την έφεραν απέναντι σε δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία και οι αραβικές μοναρχίες. Η τωρινή της παρεμβολή στον Καύκασο, όπου μόνη αυτή από όλους τους διεθνείς παίκτες ενθαρρύνει και στηρίζει τη συνέχιση των συγκρούσεων μεταξύ Αζέρων και Αρμενίων, προκάλεσε την ασυνήθιστη κοινή δήλωση των προέδρων των τριών μελών της “ομάδας του Μινσκ” (Γαλλία, Ρωσία, ΗΠΑ). Το πρόσφατο άνοιγμα του παραλιακού μετώπου της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου υπονομεύει προκαταβολικά τη νέα πρωτοβουλία για το Κυπριακό που αναμένεται να αναλάβει τον επόμενο μήνα ο Γ.Γ. Του ΟΗΕ. Και ούτω καθεξής.
Ευρύτερα τα αίτια
Μια πρώτη ερμηνεία αυτής της στάσης μπορεί να αναζητηθεί στις εσωτερικές δυναμικές της τουρκικής κοινωνίας και πολιτικής. Η τακτική της διαρκούς “φυγής προς τα εμπρός” (της αντιμετώπισης δηλ. κάθε κρίσης με τη δημιουργία μίας νέας) έχει μετατραπεί από “μυστικό” της εγχώριας κυριαρχίας του Ερντογάν σε οδηγό της διεθνούς συμπεριφοράς του. Από το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και μετά, έχει εγκαθιδρυθεί ένα οιονεί “επαναστατικό καθεστώς” που κατεδαφίζει τις προηγούμενες θεσμικές ισορροπίες και δίνει ρόλο ρυθμιστή στο κόμμα των εθνικιστών και τη φράξια των “ευρασιατιστών” στον στρατό. Η Τουρκία του Ερντογάν δεν αντέχει πια να επιστρέψει σε συνθήκες “κανονικότητας“, διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε μεταξύ άλλων και την αναμέτρηση με μια οικονομία υπό αργή κατάρρευση.
Όμως το πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο – εξού και το απλό σχήμα της “εξαγωγής εσωτερικών αδιεξόδων” δεν αρκεί για να το περιγράψει. Το καθεστώς Ερντογάν επιδιώκει ρητά να δημιουργήσει (με σημείο αναφοράς τη συμπλήρωση το 2023 εκατό ετών από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας) μια “νέα Τουρκία“, η οποία θα κλείσει τις εκκρεμότητες ενός ολόκληρου αιώνα, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τον “από τα πάνω” εκδυτικισμό της κοινωνίας της, αλλά και τον παραγκωνισμό της από την περιφερειακή τάξη πραγμάτων που δημιούργησαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Και με αυτή την έννοια, οι φιλοδοξίες της απηχούν κάτι πέρα από τις ανάγκες πολιτικής επιβίωσης των νυν κυβερνώντων.
Στη γραμμή του Οζάλ
Είναι ακριβώς η μεταψυχροπολεμική ρηγμάτωση αυτής της περιφερειακής τάξης πραγμάτων που οδήγησε στην πρώτη διατύπωση από τον Τουργκούτ Οζάλ (πρόδρομο, από αρκετές απόψεις, του Ερντογάν) του δόγματος της “διπλωματίας της αναστάτωσης“. Και είναι ακριβώς η Τουρκία ως φορέας “αναστάτωσης” (disruption) που κατεξοχήν ανησυχεί τις μεγάλες δυνάμεις, ακόμη και όταν η δράση της συγκυριακά ευνοεί και δικές τους επιδιώξεις (π.χ. των ΗΠΑ, με την πίεση που δοκιμάζει αυτές τις μέρες η Ρωσία στον Καύκασο).
Η ρευστοποίηση προηγούμενων ισορροπιών δημιουργεί κατά τόπους “κενά” – και η Τουρκία του Ερντογάν παρεμβάλλεται στο καθένα από αυτά, δηλώνοντας “παρούσα” και μάλιστα με στρατιωτικά μέσα, έχοντας εκτιμήσει (όχι άστοχα) ότι οι αντιδράσεις του διεθνούς παράγοντα έχουν όρια και δεν πρόκειται να αποβούν απαγορευτικές. Το ζήτημα δεν είναι η αξιοποίηση προς όφελός της των κανόνων του παιχνιδιού, αλλά το ξαναγράψιμο των ίδιων των κανόνων, όπως αντιστοιχεί, κατά τη θεώρησή της, σε μία “αδικημένη” δύναμη, έτοιμη πλέον για την ιστορική της ρεβάνς.
Πρόκειται για ένα σύνδρομο αναθεωρητισμού που αντικειμενικά καθιστά τη γείτονα τον πλέον αποσταθεροποιητικό παίκτη στη διεθνή σκηνή. Όμως τα (εξωτερικά) όριά του δεν πρόκειται να του τα υπενθυμίσουν παράγοντες, όπως η σημερινή Γερμανία, αποκλειστικά προσηλωμένη στις εμπορικές της σχέσεις και μονίμως εκβιαζόμενη από τον φόβο νέων προσφυγικών κυμάτων ή της συντονισμένης έκφρασης της τουρκογερμανικής ψήφου.