Έχουμε δικαίωμα να λέμε «Δεν είναι αθώοι»;
Θανάσης Καμπαγιάννης
Έχουν δικαίωμα οι πολίτες να εκφέρουν άποψη για μια ποινική δίκη πριν την έκδοση της απόφασης; Το ερώτημα αυτό, που αποτελεί παραλλαγή της γνωστής συζήτησης για το αν οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται, απασχόλησε τις τελευταίες μέρες τον δημόσιο λόγο με αφορμή τις αναρτήσεις χιλιάδων ανθρώπων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την επικείμενη απόφαση στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Η φράση “Δεν είναι αθώοι” – ή ακόμα χειρότερα “Είναι ένοχοι” – στηλιτεύτηκε ως παρέμβαση στη δικαιοσύνη και ως καταπάτηση του τεκμηρίου της αθωότητας. “Αφήστε τη δικαιοσύνη να κάνει απερίσπαστη το έργο της”, είναι η επωδός όσων αντέδρασαν στο αυτοκόλλητο που ξεφύτρωσε σε χιλιάδες φωτογραφίες προφίλ, αλλά και στα ψηφίσματα και τις εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα μετά την ανακοίνωση της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης για την 7η ΟκτωβρίουacebookTwitterPinterestReddit
*του Θανάση Καμπαγιάννη, δικηγόρου πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής και μέλους του ΔΣ του ΔΣΑ
Αν η συγκεκριμένη τοποθέτηση αφορά αποκλειστικά την δικαιοδοτική αρμοδιότητα του δικαστηρίου να κρίνει την επίδικη υπόθεση, φοβάμαι ότι οι αντιδρώντες κρούουν ανοιχτές θύρες. Η απόφαση για την ενοχή ή μη και οι ποινές που θα συνοδεύσουν την τυχόν καταδίκη είναι έργο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που δικάζει την υπόθεση. Κανένας δεν μπορεί να υποκλέψει αυτή την αρμοδιότητα από τον φυσικό της δικαστή, την τριμελή σύνθεση του συγκεκριμένου δικαστηρίου. Όταν μάλιστα τέτοιες αυτονόητες νουθεσίες απευθύνονται στα θύματα και τις οικογένειές τους, αγγίζουν τα όρια του γκροτέσκου. Ποιός άραγε πηγαίνει επί πεντέμισυ χρόνια στις συνεδριάσεις αυτού του δικαστηρίου; Ποιός μόχθησε για να έχει αυτο το δικαστήριο πόρους και την απαραίτητη υποδομή για να φέρει σε πέρας το έργο του; Είναι ή δεν είναι τα θύματα της ναζιστικής βίας (εδώ, η οικογένεια του Παύλου Φύσσα, οι Αιγύπτιοι αλιεργάτες και οι κομμουνιστές συνδικαλιστές) αυτοί που εξαρχής επέλεξαν να στραφούν στη δικαιοσύνη, να δηλώσουν παράσταση πολιτικής αγωγής και να αξιώσουν απόφαση δικαστηρίου, αντί να στραφούν στον δρόμο της αυτοδικίας; Είναι τόσο προφανή όλα αυτά, που προϊδεάζουν για τα πραγματικά κίνητρα όσων ενοχλούνται από το “Δεν είναι αθώοι”.
Αλλά πριν πάμε σε αυτά, ας ξεκαθαρίσουμε κάποια στοιχειώδη πράγματα μέσα στο σύννεφο της άγνοιας που συνήθως επικρατεί για τα ζητήματα της απόδοσης δικαιοσύνης.
Οι αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων εκδίδονται και εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού. Οι φορείς της δικαστικής εξουσίας απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, που αποσκοπεί στην προστασία τους από τυχόν πιέσεις, όχι βέβαια της κοινωνίας, αλλά της πολιτικής εξουσίας. Ανεξαρτησία δεν σημαίνει ότι η δικαστική εξουσία δεν υπόκειται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας που συμβολοποιείται από την επιλογή της ανώτατης ηγεσίας της από την εκάστοτε εκλεγμένη κυβέρνηση με τη διαδικασία που ο νόμος ορίζει. Η διαδικασία έκδοσης της απόφασης, ιδιαίτερα στην ποινική δίκη, είναι δημόσια, όχι μόνο για τους διαδίκους αλλά και για κάθε ενήλικο πολίτη που τυχόν περνάει έξω από το δικαστικό μέγαρο και έχοντας χρόνο επιθυμεί να μπει σε μια δικαστική αίθουσα και να παρακολουθήσει μια δίκη. Την οποιαδήποτε! Αν ο συντακτικός νομοθέτης ήθελε τη δικαιοσύνη in vitro, “απερίσπαστη”, δεν θα έθετε ως κανόνα τη δημοσιότητα και μάλιστα κατ’ αυτόν τον τρόπο (άρθρο 93 του Συντάγματος και άρθρο 329 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Οι αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας θα πρέπει, τέλος, να νομιμοποιούνται όχι μόνο από τον ορθό τύπο έκδοσής τους, αλλά και από την πεποίθηση της κοινωνίας ότι η διατάραξη της κοινωνικής γαλήνης που προκλήθηκε από μια εγκληματική πράξη απαντήθηκε δίκαια από την οργανωμένη πολιτεία. Μπορεί λοιπόν το κοινό περί δικαίου αίσθημα να μην δικάζει – και σωστά! – μια υπόθεση, αλλά σε τελική ανάλυση οι αποφάσεις των δικαστηρίων και η συλλογική πεποίθηση αυτών που συγκροτούν μια πολιτεία για το τι είναι δίκαιο πρέπει να συγκλίνουν. Ειδάλλως μιλάμε για συστημικού τύπου πρόβλημα.
Αυτά ισχύουν γενικά. Είναι ωστόσο γνωστό ότι υπάρχουν περιπτώσεις δικών που παρουσιάζουν έντονο κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον. Είναι αυτό που αποκαλούμε “πολύκροτες δίκες”, στη γαλλική θεωρία “causes célèbres”: είναι σ’ αυτές τις περιπτώσεις που η δημοσιότητα δεν αφορά μόνο τους διαδίκους ή το ακροατήριο της αίθουσας, αλλά συνολικότερα την κοινωνία, που εξαιτίας της φύσης της υπόθεσης έχει στραμμένα τα μάτια της στην εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας. Εδώ, η θεωρία όχι μόνο δεν αποδοκιμάζει το δημόσιο ενδιαφέρον, αλλά το υποδέχεται και το περιφρουρεί, πάντα βέβαια μέσα στα όρια της νομιμότητας: εκτός δηλαδή της άμεσης δημοσιότητας (αυτής του ακροατηρίου), υπάρχει εδώ η έμμεση ή πολιτική δημοσιότητα που εκφράζεται από την παρουσία του τύπου και των δημοσιογράφων. Ο Ανδρουλάκης στις “Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης” ισχυρίζεται ότι η άρνηση πρόσβασης στο ακροατήριο ενός δημοσιογράφου που καλύπτει συστηματικά μια πολύκροτη δίκη, ακόμα και αν η αίθουσα είναι γεμάτη από κόσμο, μπορεί να θεμελιώσει λόγο ακυρότητας της διαδικασίας ελλείψει δημοσιότητας! Γιατί σε μια τέτοια δίκη, δεν αρκεί το οποιοδήποτε ακροατήριο: η ακροαματική διαδικασία πρέπει να τίθεται υπό τη δημόσια βάσανο στην πιο πλατιά της εκδοχή, από τους “επαγγελματίες του είδους” και τους έχοντες τη δυνατότητα να πολλαπλασιάσουν τον δημόσιο αντίκτυπο της δίκης. Ξέρω πόσο δύσκολα ακούγονται όλα αυτά στους “απερίσπαστους” φίλους μας και – φυσικά – στην κάθε κρατική εξουσία. Αλλά αυτά είναι τα εχέγγυα της απόδοσης δικαιοσύνης σε μια πραγματικά λειτουργούσα δημοκρατία.
Όμως, ξανά, τα όσα είπαμε είναι γενικά. Για τη δίκη της Χρυσής Αυγής, τα πράγματα είναι ακόμα πιο συγκεκριμένα.
Στην περίπτωσή μας, αυτό που καθιστά τη συγκεκριμένη δίκη πολύκροτη είναι η ποινικά παράδοξη σύζευξη μιας οργάνωσης που κατηγορείται ως εγκληματική, την ίδια στιγμή που διαθέτει τη μορφή του πολιτικού κόμματος, αναγνωρισμένου και από τον Άρειο Πάγο. Σύμφωνα μάλιστα με το παραπεμπτικό βούλευμα αλλά και την πολιτική αγωγή, η σύζευξη αυτή αποτελεί εξαρχής κομμάτι οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου. Ο Μιχαλολιάκος, δηλαδή, ήξερε από την πρώτη στιγμή, ιδρύοντας τη Χρυσή Αυγή, ότι η λειτουργία μιας εθνικοσοσιαλιστικής οργάνωσης δεν είναι εφικτή χωρίς την τρομοκράτηση και την εξόντωση (όχι μόνο συλλογική αλλά και φυσική) των αντιφρονούντων και των όσων η οργάνωση θεωρεί “υπάνθρωπους”. Γι’ αυτό και ακολούθησε εξαρχής το χιτλερικό μοντέλο της οικοδόμησης ομάδων κρούσης, ενδύοντάς τες με την πολιτική νομιμοποίηση που πρόσφερε, ιδιαίτερα στη Μεταπολίτευση, η μορφή του πολιτικού κόμματος. Από τη στιγμή που στην ελληνική έννομη τάξη δεν προβλέπεται απαγόρευση πολιτικού κόμματος και ο Άρειος Πάγος προβαίνει σε τυπικό μόνο έλεγχο των προϋποθέσεων εκλογικής καθόδου, ο Μιχαλολιάκος θωράκισε ένα σχέδιο που εξαρχής προϋπέθετε την τέλεση πλήθους κακουργηματικών πράξεων με την ασπίδα που το Σύνταγμα προσφέρει στα πολιτικά κόμματα.
Πρόκειται για ένα ευφυές στρατήγημα, που αναμφίβολα μας δυσκόλεψε. Για να φέρω ένα τελείως προσωπικό βίωμα: ήταν όντως αφόρητο για τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής να επιχειρηματολογούν επί πεντέμισυ χρόνια στο δικαστήριο ότι η Χρυσή Αυγή είναι μια εγκληματική οργάνωση, αλλά να οφείλουν ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια της δίκης, στις εκλογές του 2015 και του 2019, να δίνουν το ψηφοδέλτιο της Χρυσής Αυγής στους ψηφοφόρους, εργαζόμενοι ως δικαστικοί αντιπρόσωποι. Σας βεβαιώνω ότι το έκαναν.
Όμως το μαχαίρι αυτό είναι δίκοπο! Και όσοι το χρησιμοποίησαν δεν μπορούν να διαμαρτύρονται γιατί κόβει και απ’ τις δυο πλευρές. Από τη στιγμή που η Χρυσή Αυγή αποφάσισε να συγκαλύψει τα μαχαιρώματα και τις δολοφονίες πίσω από το παραβάν της δημοκρατικής διαδικασίας που τόσο σιχαίνεται, κατέστησε την ποινική της τύχη, τώρα που δικάζεται για τα εγκλήματά της, αντικείμενο του πολιτικού ενδιαφέροντος. Κάθε πολίτης που αναγκάστηκε να πάρει το ψηφοδέλτιο της Χρυσής Αυγής και που οι φόροι του χρηματοδότησαν την οργάνωση όταν αυτή εισήλθε στη Βουλή, όχι μόνο μπορεί αλλά και οφείλει να τοποθετηθεί για την ποινική κατάληξη της δίκης της. Ο συνταγματικός έλεγχος του στρατηγήματος “τάγματα εφόδου υπό τον μανδύα κόμματος”, δεν προβλέπεται από κανένα Συνταγματικό Δικαστήριο (που εξάλλου δεν υπάρχει) στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά αναγκαστικά διαχέεται σε κάθε Έλληνα πολίτη – και παραπέρα, μιας και πάντοτε πρέπει να έχουμε στο νου μας τους μετανάστες που ξυλοκοπήθηκαν, μαχαιρώθηκαν ή δολοφονήθηκαν από τη ναζιστική οργάνωση. Ο ανοιχτός και φιλελεύθερος χαρακτήρας της ελληνικής πολιτείας, όσον αφορά την ίδρυση κομμάτων, προϋποθέτει και επιτάσσει την ευαισθητοποίηση και την κινητοποίηση όσων τη συγκροτούν.
Είναι γνωστό ότι επί πολλά χρόνια η Χρυσή Αυγή απολάμβανε μια θεσμική ασυλία, ιδίως από τις διωκτικές αρχές με τις οποίες φαίνεται να τη συνδέουν πολλά νήματα – τόσα πολλά ώστε ο Ρουπακιάς να απευθυνθεί στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν με τη φράση: “Είμαι δικός σας, είμαι της Χρυσής Αυγής”. Οι χιλιάδες πολίτες, αλλά και οι φορείς και οι συλλογικότητες κάθε είδους, που ζητάνε την καταδίκη της Χρυσής Αυγής έχουν επίγνωση της άνισης θέσης των θυμάτων και των οικογενειών τους και της αδυναμίας τους να “παίξουν” σ’ αυτό το επίπεδο. Όπως το είπαμε και στο δικαστήριο, η πλευρά της πολιτικής αγωγής εκπροσωπεί όντα της ημέρας, σε αντίθεση με τους κατηγορούμενους που παινεύονται ότι “οι καλύτερες δουλειές γίνονται τη νύχτα”.
Αυτοί που αντιδρούν στη μαζική απαίτηση της κοινωνίας για απόδοση δικαιοσύνης δεν θέλουν τελικά να εκτεθούν στη δοκιμασία της απόφασης. Περιμένουν ως “επιτήδειοι ουδέτεροι” τη δικαστική κρίση. Αλλά τον ναζισμό, τόσο στην ιστορική του εκδοχή τις δεκαετίες του 1930 και 1940, όσο και στη σύγχρονη ελληνική εκδοχή της Χρυσής Αυγής, δεν τον σταμάτησαν αυτοί που τον παρακολουθούσαν (ή ακόμα και τον απεχθάνονταν!) από το περιθώριο. Χρειάστηκε εκατομμύρια άνθρωποι να σταθούν μπροστά του και ενεργητικά να του φράξουν τον δρόμο. Όπως και τις μέρες μας, χρειάστηκε ο Παύλος Φύσσας, μια μέρα σαν και σήμερα, να σταθεί όρθιος μπροστά στην αγέλη των δολοφόνων του.
Ενώνοντας τις φωνές μας μαζί με τα θύματα και τις οικογένειές τους που ζητάνε δικαιοσύνη, εκπληρώνουμε τα πολιτικά μας καθήκοντα. Θέτουμε τη δικαιοσύνη προ των ιστορικών ευθυνών της. Η απόφαση που θα λάβει και θα ανακοινώσει το δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου θα είναι μια απόφαση που δεν θα αφορά τίποτα λιγότερο από το περιεχόμενο και τα όρια της ελληνικής δημοκρατίας. Θα ζήσουμε με τις συνέπειές της τα επόμενα χρόνια. Μας αφορά όλες και όλους. Γι’ αυτό και έχουμε όχι δικαίωμα, αλλά υποχρέωση να τοποθετηθούμε.