Κρίση των δημοκρατιών;
Η συζήτηση για την κρίση της δημοκρατίας είναι μακρόχρονη. Στο μακρινό 1975 η περίφημη Τριμερής Επιτροπή, μια πρωτοβουλία του Ντέιβιντ Ροκφέλερ με αντικείμενο τη συνεννόηση ανάμεσα στους τρεις πόλους της Δύσης (Βόρεια Αμερική, Ευρώπη, Ιαπωνία) θα δημοσιεύσει την περίφημη έκθεσή της για την κρίση της δημοκρατίας. Εκπροσωπώντας επιχειρηματικές ελίτ που ανησυχούσαν για την κρίση νομιμοποίησης των μεταπολεμικών πολιτικών ισορροπιών στις δυτικές δημοκρατίες στο ξεκίνημα μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης, η έκθεση δεν θα παραλείψει να υπογραμμίσει την ανησυχία για τον αυξημένο κοινωνικό διεκδικητισμό και ριζοσπαστισμό.
Σήμερα η συζήτηση για την κρίση των δημοκρατιών επανέρχεται κυρίως ως άγχος για το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερο οι ψηφοφόροι δεν βολεύονται στην εναλλαγή ανάμεσα σε κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς σχηματισμούς ή συνασπισμούς (με τον όποιο τρόπο με τον οποίο αυτές οι έννοιες ανασημασιοδοτούνται μέσα στις διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις και ιστορίες) και επιλέγουν υποψηφίους ή πολιτικούς σχηματισμούς που μοιάζουν να είναι έξω από αυτό το πλαίσιο και τις πολιτικές και ιδεολογικές ορίζουσές τους.
Λαϊκισμός
Τμήμα της αναμέτρησης με τέτοια φαινόμενα και ο τρόπος με τον οποίο έχει γενικευτεί η χρήση της έννοιας του λαϊκισμού για να περιγραφεί ένα ετερόμορφο και πολυποίκιλο σύνολο από πολιτικά φαινόμενα στα οποία υποτίθεται ότι αναγνωρίζουμε το κοινό στοιχείο μορφών πολιτικής πρακτικής και απεύθυνσης που δεν εντάσσονται σε μια συστημική κανονικότητα και χρησιμοποιούν πολιτικές εγκλήσεις που αρθρώνονται γύρω από το δίπολο λαός – σύστημα.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή η κατάχρηση αυτού του αναλυτικού σχήματος δείχνει και τα όριά του. Γιατί εάν με έναν γενικευτικό τρόπο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως λαϊκιστές ένα σύνολο από πολιτικούς που συχνά έχουν αντιθετικές μεταξύ τους τοποθετήσεις, που έχουν διαφορετικούς βαθμούς σχέσεων με τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ (πόσο «λαϊκιστικό» μπορεί να θεωρηθεί ένα κόμμα με τους οργανικούς δεσμούς με τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ που έχουν π.χ. οι βρετανοί Συντηρητικοί;), τότε στο τέλος δεν καταλήγουμε σε ένα αναλυτικό εργαλείο για την κατανόηση της πραγματικότητας αλλά σε μια εύκολη γενίκευση που απλώς τσουβαλιάζει οτιδήποτε δεν εντάσσεται σε μια υποτιθέμενη πολιτική κανονικότητα.
Ουσιαστικά, από ένα σημείο και μετά έχουμε μια παραλλαγή μαγικής σκέψης, μια εμπιστοσύνη στην αποτροπαϊκή επιτέλεση του χαρακτηρισμού «λαϊκιστής» με την ελπίδα ότι αυτό θα διαμορφώσει το έδαφος ώστε να βγει ξανά στο προσκήνιο μια «εύρυθμη» φιλελεύθερη δημοκρατία. Βέβαια, αυτό συνδυάζεται με μια πραγματική απροθυμία να προσδιοριστούν οι παράμετροι που θα επέτρεπαν έναν τέτοιο ιδεότυπο δημοκρατίας, οι κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές ή οι θεσμικές μορφές. Στην πραγματικότητα, η «μαγική σκέψη» οδηγεί σε μια «μαγική εικόνα», ένα μείγμα εξιδανίκευσης και νοσταλγίας για κάτι που μάλλον δεν υπήρξε.
Ορια. Ομως, όλα αυτά απλώς συγκαλύπτουν την ουσία. Το πρόβλημα των σύγχρονων δημοκρατιών δεν είναι η εισβολή κάποιων βαρβάρων στο πολιτικό προσκήνιο, άλλωστε μια προσεκτική μελέτη της πολιτικής διαδρομής ορισμένων από αυτούς καταδεικνύει ότι σύντομα προσαρμόζονται στην πολιτική κανονικότητα ενός διπόλου Κεντροδεξιά – Κεντροαριστερά (ενδεικτική η πολιτική μετατόπιση και του Podemos και του Κινήματος των 5 Αστεριών). Το πρόβλημα είναι η ολοένα και μεγαλύτερη κρίση των ίδιων των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ακριβώς επειδή αυτή είχε πραγματικά όρια.
Εάν η δημοκρατία αποτυπώνει ακριβώς τη μεταγραφή σε πολιτική πρακτική μιας ενεργά συγκρουσιακής κοινωνικής πραγματικότητας (χνάρι που το συναντάμε ήδη στην Αθηναϊκή Δημοκρατία) και έχει πάντα στον πυρήνα της μια ισχυρή απαίτηση κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης, τότε η κρίση των δημοκρατιών σήμερα δεν αφορά κάποια πολιτισμική υστέρηση των κοινωνιών που αδυνατούν να κατανοήσουν τη δημοκρατική αποτελεσματικότητα θεσμών που κατά βάση λειτουργούν ως πολιτικές τελετουργίες αποσιώπησης και απώθησης των πραγματικών κοινωνικών προβλημάτων ή στην καλύτερη των περιπτώσεων μεταγραφής τους στο newspeak των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» και της «ανάπτυξης». Η κρίση των φιλελεύθερων δημοκρατιών οφείλεται στο ότι εδώ και δεκαετίες έχουν πάψει να λειτουργούν ως πεδία όπου μέσα από πρακτικές «κοινωνικών συμβολαίων» έστω και έμμεσα βρίσκουν δρόμους εκπροσώπησης τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων.
Ακόμη χειρότερα σε αρκετές περιπτώσεις ο τρόπος που διατυπώνονται επικρίσεις για τον τρόπο που συμπεριφέρονται εκλογικά σώματα, όταν απορρίπτουν κόμματα εξουσίας ή όταν αρνούνται να συμμορφωθούν στις υποδεικνυόμενες επιλογές σε δημοψηφίσματα, δεν παραπέμπει τόσο σε μια ειλικρινή αγωνία για τη λειτουργία των θεσμών, αλλά πολύ περισσότερο σε μια δυσανεξία για το πώς συμπεριφέρονται οι κοινωνίες, συχνά στα όρια αυτού που ο Ζακ Ρανσιέρ χαρακτήρισε εύστοχα ως το «μίσος για τη δημοκρατία».
Η δημοκρατική διαδικασία ως κενό γράμμα
Ο θρίαμβος μιας εκδοχής φιλελευθερισμού εξηγεί πολλά για την τρέχουσα κρίση των δημοκρατιών. Οι μεγάλες ήττες του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, η αποστείρωση του πολιτικού συστήματος από κάθε λογική αναδιανομής και παρέμβασης στην οικονομία, ο στιγματισμός των δικαιωμάτων των εργαζομένων, η απαξίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και η μετατροπή του νεοφιλελευθερισμού σε επίσημη κρατική ιδεολογία διαμόρφωσαν συνθήκη μη αντιστρεπτής αποξένωσης μεγάλου μέρους των κοινωνιών από το πολιτικό σύστημα, καθιστώντας τη δημοκρατική διαδικασία κενό γράμμα.