Εξ αποστάσεως Εκπαίδευση και Τηλεργασία: Μόνιμο lockdown στα πανεπιστήμια;
των Μιχάλη Ψημίτη και Νίκου Τζ. Σέργη*
Η απειλητική προοπτική μονιμοποίησης του lockdown στα πανεπιστημιακά ιδρύματα εγείρει δύο ουσιώδη ζητήματα: την ποιότητα της προσφερόμενης γνώσης σε συνθήκες τηλεκπαίδευσης και την ποιότητα της ακαδημαϊκής εργασίας σε συνθήκες τηλεργασίας. Ας τα δούμε διαδοχικά.
Οι φοιτητές ζητούν απονομή βαθμού χωρίς εξετάσεις, αφού το εξάμηνο ήταν ελλιπέστατο, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές ζητούν μείωση διδάκτρων, για τους ίδιους λόγους. Εν τω μεταξύ, οι πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες ανά την Ελλάδα είναι εδώ και μήνες ερμητικά κλειστές, αναστέλλοντας σε μεγάλο βαθμό την έρευνα (τουλάχιστον όσον αφορά στις επιστήμες του ανθρώπου και στις κοινωνικές επιστήμες). Γιατί άνοιξε ξαφνικά ο ασκός του Αιόλου στα πανεπιστήμια; Η σωστή ερώτηση είναι: εν μέσω σχεδόν ολοκληρωτικής άρσης των κοινωνικών περιορισμών, τα πανεπιστήμια γιατί δεν λειτουργούν;
Φαίνεται πως το lockdown στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα δεν έχει ημερομηνία λήξεως, μολονότι ο υγειονομικός συναγερμός είναι πλέον τόσο ανύπαρκτος ή έστω χαμηλός ώστε η χώρα να δέχεται τουρίστες. Πώς και γιατί όμως φτάσαμε ώς εδώ;
Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι – τυχαία; – κανείς μέχρι σήμερα δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει τους άμεσα ενδιαφερόμενους, καθηγητές και φοιτητές, εάν είναι ευχαριστημένοι με το εξ αποστάσεως εξάμηνο. Συνάδελφος στο Πανεπιστήμιο Πατρών έκανε μια πρώτη δημοσκόπηση στους 200 και πλέον φοιτητές του, ρωτώντας εάν είναι ευχαριστημένοι με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά: η συντριπτική πλειοψηφία θεωρεί τις συνθήκες μάθησης κακές και δεν θα ήθελε να επαναληφθούν. Τούτο αποτελεί μια πρώτη ένδειξη ότι οι φοιτητές νοσταλγούν την πανεπιστημιακή “κοινότητα” και τη ζωντανή φοιτητική εμπειρία. Αλλά, τι είναι αυτή η “κοινότητα” που, σε κάποιους τουλάχιστον από μας, έχει τόσο πολύ λείψει;
Το Πανεπιστήμιο είναι ζωντανός οργανισμός και όχι chat στον καναπέ. Η πανεπιστημιακή ζωή δεν είναι μια μηχανιστική διαδικασία μετάδοσης γνώσης σε εργαστήρια, σεμινάρια και παραδόσεις, αλλά είναι πολύ περισσότερο η κοινωνική επαφή και συνεργασία, η ανταλλαγή υλικού και ιδεών, η παραγωγή πολιτισμού και (γιατί όχι;) η συνύπαρξη των παρεών εκτός του Ιδρύματος. Η φυσική επαφή στην εκπαιδευτική διαδικασία προϋποθέτει την κοινωνικοποίηση μέσω της γνωστικής ζύμωσης και του συλλογικού κλίματος επικοινωνίας, δια του οποίου η γνώση παράγεται καθημερινά στις διαδράσεις μεταξύ των προσώπων και δεν “μεταβιβάζεται” απλώς από ένα ‘μύστη’ σε απομονωμένους ‘αμύητους’. Όπως γράψαμε και με άλλη αφορμή, η εξιδανίκευση της ιδέας της εξ αποστάσεως διδασκαλίας ανήκει σε μια μεταφυσική θεοκρατική αντίληψη που οριοθετεί τη γνώση ως μεταβιβάσιμη διανοητική ουσία και όχι ως δυνατότητα μοιράσματος κινήτρων, ανακάλυψης κοινών αναγκών και κατασκευής κοινοτήτων της γνώσης. Η φυσική παρουσία του φοιτητή στον πανεπιστημιακό χώρο είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στη διαδικασία κατασκευής μιας κοινότητας γνώσης που θεμελιώνει τόσο τη συνεργασία όσο και την εξατομίκευση.
Εδώ βρίσκεται η ουσία της περιφρούρησης της ακαδημαϊκότητας. Προς τούτο, άλλωστε, υιοθετήθηκε και στην Ελλάδα η λογική τού campus, επί τη βάσει της καθημερινής διάδρασης καθηγητών και φοιτητών. Ιδίως στα περιφερειακά πανεπιστήμια, ζωτικής σημασίας είναι και η αμοιβαία επιρροή της πανεπιστημιακής κοινότητας με την τοπική κοινωνία. Τίποτε από τα παραπάνω δεν επιβιώνει σε συνθήκες ‘κοινωνικής αποστασιοποίησης’.
Σήμερα, η πλειοψηφία των ελληνικών πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων – πλην τριών, εάν δεν κάνουμε λάθος – ανέστειλε την ουσιαστική λειτουργία τους, εκχωρώντας ακόμη και σημαντικό μέρος των εργαστηρίων στην ηλεκτρονική εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης της εξεταστικής που διεξάγεται ήδη εξ αποστάσεως με πλειάδα προβλημάτων που σχετίζονται με ζητήματα αξιοπιστίας της διαδικασίας. Να αναφέρουμε εδώ χαρακτηριστικά ότι συχνά υποστηρίξεις διατριβών και μεταπτυχιακών εργασιών πραγματοποιούνται ηλεκτρονικά, με αποτέλεσμα ο ‘δημόσιος’ χαρακτήρας να εξοβελίζεται, κάτι που σημαίνει πως και η στοιχειώδης ακαδημαϊκότητα δεν τηρείται. Τούτων δοθέντων, οι φοιτητές που ζητάνε «βαθμούς στο σπίτι» είναι σίγουρα υπερβολικοί, αλλά δεν ευθύνονται για τον ευτελισμό του εξαμήνου. Εάν τα πανεπιστήμια άνοιγαν μαζί με τα σχολεία, η ακαδημαϊκή δραστηριότητα θα είχε διασωθεί εν μέρει, ωστόσο η παράταση του lockdown οδηγεί ξεκάθαρα στην υποβάθμιση των σπουδών. Το ουσιώδες, βέβαια, είναι να διερευνήσουμε ποιος ωφελείται μακροπρόθεσμα από το ‘λουκέτο’. Εδώ η απάντηση είναι εύκολη: τα οφέλη προσδοκά να εισπράξει στο μέλλον η νεοφιλελεύθερη τάση για συρρίκνωση της γνώσης (ιδίως όσον αφορά στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές) και για μετατροπή των πτυχίων σε χαρτιά – διαβατήρια εργασίας. Ένα πανεπιστήμιο ‘πτυχιοκοπείο’ με ευτελείς – άρα και ‘ακίνδυνες’ – σπουδές (έχοντας μάλιστα απαλείψει από το λύκειο ‘επικίνδυνες’ επιστήμες, όπως η κοινωνιολογία) είναι το όνειρο κάθε νεοφιλελεύθερου. Θυμόμαστε ακόμα και ίσως να γίνει πάλι επίκαιρη εκείνη η παλιά αλλά χρήσιμη παρότρυνση: «η γνώση είναι δύναμη». Στους αντίποδες, η εγκαθίδρυση της καθ’ ολοκληρίαν εξ αποστάσεως εκπαίδευσης αποτελεί χρυσή ευκαιρία για τη νεοφιλελεύθερη απαξίωση της γνώσης και της κριτικής.
Ενώ η επαναλειτουργία των σχολείων έγινε αντικείμενο αντιπαραθέσεων μεταξύ της εκπαιδευτικής κοινότητας και του Υπουργείου Παιδείας, σε συνδυασμό με την κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου, παραδόξως η επί της ουσίας μη λειτουργία των πανεπιστημίων έμεινε στη σκιά της δημοσιότητας. Δεν μας φαίνεται τυχαίο το γεγονός. Στον κοντόθωρο ορίζοντα του ‘σήμερα’, σίγουρα κάποιοι βολεύτηκαν με την παράταση του lockdown. Εν τούτοις, οι προοπτικές που ανοίγει αυτή η πρακτική δεν είναι καθόλου ευοίωνες, ιδίως για τα περιφερειακά πανεπιστήμια. Το Υπουργείο κρύφτηκε πίσω από τις αποφάσεις των Συγκλήτων για παράταση του κλεισίματος, χωρίς να δώσει άμεσα ανάλογες οδηγίες, αλλά η κατάσταση βολεύει όσους ονειρεύονται τη έκπτωση των σπουδών σύμφωνα με συναφή πρότυπα ευτελούς εκπαίδευσης του εξωτερικού. Παρά ταύτα, μέχρις ότου αφυπνιστεί η πανεπιστημιακή κοινότητα για να διεκδικήσει τα αυτονόητα, οι κίνδυνοι για απώλεια της ακαδημαϊκότητας είναι μεγάλοι.
Εν τέλει, αφού οι νεοφιλελεύθερες εμμονές και τα συμφέροντα περί ‘μεγάλων επενδυτών’ αποδείχθηκαν κενό γράμμα, μήπως η ‘αποεπένδυση’ στη γνώση είναι δρόμος που οδηγεί με βεβαιότητα στην αφαίμαξη της χώρας; Εάν δεν επενδύσουμε στη γνώση – όπου, ευτυχώς, έχουμε ακόμα σημαντικά πανεπιστήμια και άξιο ανθρώπινο δυναμικό – τι ακριβώς θα μας σώσει από την οικονομική κρίση; Το συνταγματικό και νομικό οπλοστάσιο της Ελλάδας προστάτευσε σε κάποιο βαθμό την ανώτατη εκπαίδευση ως σήμερα. Όμως, δύο σοβαρά ζητήματα διαγράφονται για το άμεσο μέλλον: α) η οικονομική καταστροφή που επέφερε ο κοινωνικός εγκλεισμός, ένα φάσμα φτωχοποίησης που δεν μας εγκατέλειψε ποτέ ξεκινώντας από το 2010 και επιστρέφει δριμύτερο και β) η βίαιη απώθηση προς εξ αποστάσεως διαδικασίες στην εκπαίδευση και στην εργασία. Με την εκούσια ή ακούσια υποταγή στο δεύτερο, χάνουμε τις λιγοστές δυνατότητες που έχουμε να διασωθούμε από την κοινωνική και πνευματική πτώχευση. Από την αρχή του εγκλεισμού, τα πανεπιστήμια λειτούργησαν όχι με την προοπτική τού προσωρινού, δηλαδή ‘κλείνουμε’ τις αίθουσες διδασκαλίας και μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες θα επανέλθουμε τάχιστα, αλλά με την επιβολή της ηλεκτρονικής διδασκαλίας ακόμη και εκεί που δεν χωράει, παρά τα πολλά πρακτικά προβλήματα που προέκυψαν. Ενώ, λοιπόν, κάποιοι από εμάς ήθελαν να επιστρέψουν στα πανεπιστημιακά έδρανα, τα Ιδρύματα αποφάσισαν την παράταση μιας προβληματικής πρακτικής, προχωρώντας την κατάσταση στα άκρα. Χωρίς να δικαιολογείται επαρκώς, η εξεταστική μπλέχτηκε σε έναν ωκεανό προβλημάτων και διαβλητότητας, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί όπως – όπως το εξάμηνο εξ αποστάσεως.
Για τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση με τις γνωστές απόψεις περί Παιδείας, η κατάσταση αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία για να επικαλεστεί στο μέλλον το ‘δεδικασμένο’: Ορίστε, λοιπόν! Τι χρειάζεστε εκεί στην περιφέρεια εργαστήρια, καθηγητές, σίτιση, στέγαση κ.λπ., αφού όλα πλέον, μέσω της καθαγιασμένης τεχνολογίας, γίνονται άψογα από το σπίτι σας; Γιατί λοιπόν να τρέχει το παιδί σας στη Φλώρινα και στη Μυτιλήνη, αφού μπορεί κάλλιστα να πάρει το πτυχίο του από το σπίτι; Μάλιστα, όσοι πιθανώς απεργάζονται τέτοια σενάρια θα έχουν κι ένα επιπλέον επιχείρημα: όταν ένα ολόκληρο εξάμηνο θυσιάστηκε στο όνομα της επιδημίας, οι περισσότεροι ενέδωσαν.
Το δεύτερο ζήτημα που θίξαμε στην αρχή του άρθρου μας είναι η ποιότητα της εργασίας στην εποχή της τηλεργασίας και της τηλεκπαίδευσης, που, όπως φαίνεται, προετοιμάζουν τα συμφέροντα που ωφελούνται με το ‘λουκέτο’, όπως θίξαμε παραπάνω. Σε μια απλοϊκή εκδοχή των πραγμάτων, τηλεργασία σημαίνει απλώς να δουλεύεις από το σπίτι, να μεταφέρεις την εργασιακή δραστηριότητα στο σπίτι. Έτσι, υποτίθεται ότι ‘γλιτώνεις’ πολλές ταλαιπωρίες (την καθημερινή μετάβαση στο χώρο εργασίας και επιστροφή στο σπίτι, τη διαδικασία προετοιμασίας για τη μετάβαση, το πού θα βρεις να τσιμπήσεις κάτι και να πιείς ένα καφέ κοκ.), ενώ συγχρόνως απολαμβάνεις τα ‘πλεονεκτήματα’ του να χρησιμοποιείς τον οικείο χώρο σου για το σύνολο των δραστηριοτήτων που ασκείς. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Είναι η τηλεργασία μια βολική μετατόπιση της εργασίας στο σπίτι;
Η σχετική εμπειρία που αποκομίσαμε κατά το τελευταίο τετράμηνο περίπου δείχνει ότι η τηλεργασία είναι μια ‘βολική’ παγίδα. Σε εθίζει στην ιδέα ότι όλα μπορούν να γίνουν εξ αποστάσεως, πως υπάρχει μια σοβαρή εναλλακτική σε κάθε πρόβλημα επαφής και επικοινωνίας και πως η εποχή μας είναι εξοπλισμένη με μια τεχνολογία που μπορεί να υποκαταστήσει τα κενά στα προβλήματα επαφής και επικοινωνίας. Υπάρχει δηλαδή ένας τεχνικός, διοικητικός και τεχνοκρατικός ορθολογισμός στη σύλληψη της τηλεργασίας ως εναλλακτικού τρόπου εργασίας, που απορρίπτει οποιαδήποτε σύλληψη της ανθρώπινης επαφής και γνωστικής διάδρασης ως αυταξίας, ως πηγής ικανοποίησης και αίσθησης κοινωνικής εκπλήρωσης και αυτοεκπλήρωσης. Ένας ψυχρός και αποπνικτικός (σαν ‘σιδερένιο κλουβί’) ορθολογισμός που καθιστά την ‘κοινωνική αποστασιοποίηση’ όχι απλώς προσωρινό μέτρο προφύλαξης σε καταστάσεις εξαίρεσης (όπως η πανδημία του Covid-19), αλλά όραμα μιας εξατομικευμένης κοινωνίας της οποίας το κάθε μέλος θα είναι μόνο του, αλλά εφοδιασμένο με ένας σωρό τεχνικά εργαλεία προσομοίωσης της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Μέχρι και προσομοίωση της συλλογικής διάδρασης προβλέπει η τηλεργασία. Και, βεβαίως, καθιστά κάθε ‘τηλεργαζόμενο’ πλήρως ‘διαθέσιμο’. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Σημαίνει ότι όχι απλώς αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος της ημέρας του στην τηλεργασία, αλλά επιπλέον (και το χειρότερο από όλα) τον καθιστά δεκτικό στη διάρκεια της ημέρας να λαμβάνει μηνύματα, να απαντά σε αυτά, να προετοιμάζει δουλειά της επόμενης μέρας, να είναι συνεχώς σε ετοιμότητα για θέματα που μπορούν να προκύψουν ανά πάσα στιγμή. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ο χρόνος εργασίας και ο χρόνος μη εργασίας οδηγούνται σε έναν συμφυρμό, ένα άτσαλο ανακάτεμα μέσα στο οποίο δεν διακρίνεται τι συνιστά εργασία και τι μη εργασία. Χαρακτηριστικά, πιστεύουμε ότι πολύ δύσκολα ένας ‘τηλεργαζόμενος’, θα μπορούσε με βεβαιότητα να υπολογίσει πόσος ακριβώς είναι ο πραγματικός χρόνος εργασίας του, από τη στιγμή που κάνει ταυτόχρονα πολλά πράγματα στο σπίτι.
Βέβαια, στη διεθνή βιβλιογραφία περί των νέων μορφών εργασίας στον ύστερο καπιταλισμό έχει από καιρό αναδειχθεί το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερο στη σύγχρονη εργασία αξιοποιούνται επικοινωνιακές δεξιότητες που αναπτύσσονται στις καθημερινές διαπροσωπικές σχέσεις και δραστηριότητες. Ότι, δηλαδή, στο πεδίο των εργασιακών καθηκόντων χρησιμοποιούνται με αύξοντα ρυθμό συναισθηματικές και γνωστικές ποιότητες και ιδιότητες τις οποίες το άτομο ‘χτίζει’ μέσα στις καθημερινές διαδράσεις που έχουν επικοινωνιακή δυναμική (π.χ. στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και στα άλλα εργαλεία επικοινωνίας). Αυτό θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει στη σκέψη πως η τηλεργασία είναι μια ‘φυσική’ απόληξη της εξέλιξης της εργασίας στις μέρες μας, τόσο από την άποψη των τεχνικών μέσων που χρησιμοποιεί όσο και από εκείνη του περιεχομένου των δεξιοτήτων που απαιτεί.
Εντούτοις, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Οι επικοινωνιακές δεξιότητες της εκ του σύνεγγυς συνεργασίας δεν είναι ίδιες με τις αντίστοιχες δεξιότητες της εξ αποστάσεως συνεργασίας. Στην περίπτωσή μας, η άμεση και φυσική επαφή στην εκπαίδευση απαιτεί ικανότητα να οικοδομείς κοινότητες και ‘συμπράξεις’ γνωστικού, συναισθηματικού και ψυχολογικού περιεχομένου ανάμεσα σε διαφορετικούς αλλά μεταξύ τους εξοικειωμένους συντελεστές της γνώσης, ικανότητες να οικοδομείς διαδικασίες στις οποίες η γνώση παράγεται και αναπαράγεται πάντα με νέους και βιωματικούς όρους, αντί, όπως προείπαμε, να μεταβιβάζεται αυτούσια και απαράλλακτη από τον ‘μύστη’ στους ‘αδαείς’. Αυτό το χαρακτηριστικό δεν υφίσταται στην εξ αποστάσεως διδασκαλία. Εκεί, η γεωγραφική απόσταση και η καθοριστική παρεμβολή του τεχνικού μέσου προκαλούν συνθήκες απομόνωσης, αποστασιοποίησης και αποξένωσης. Εκεί η μέριμνα για την εξεύρεση τρόπων ατομικής συμμετοχής σε μια δυνητικά συλλογική διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης, της οικειότητας και της συνεργασίας μετατρέπεται σε φροντίδα εξατομίκευσης και προσωπικής οικειοποίησης των πιθανών ωφελημάτων από τη συμμετοχή στην τεχνική διαδικασία.
Συμπερασματικά, λοιπόν, ένα μόνιμο lockdown, ως μορφή απεδαφικοποίησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας, θα έλυνε (στο μυαλό των νεοφιλελεύθερων αρχιτεκτόνων της ανώτατης εκπαίδευσης) με συνολικό τρόπο πολλαπλά ‘προβλήματα’ του δημόσιου πανεπιστημίου: θα εξαφάνιζε κάθε συλλογική δράση, διεκδίκηση ή διαμαρτυρία (φοιτητών, διδασκόντων και διοικητικού προσωπικού) και κάθε διάλογο μεταξύ των συντελεστών της εκπαίδευσης, θα προσανατόλιζε τη γνωστική διαδικασία σε τεχνοκρατικές κατευθύνσεις, θα καθιστούσε το ζήτημα της αναζήτησης ουσιαστικής συνεργασίας σε μια φροντίδα ταυτοποίησης και ταυτοπροσωπίας (πόσες φορές τις τελευταίες εβδομάδες ακούσαμε μέσα στο πανεπιστήμιο αυτούς τους όρους!), θα απάλλασσε το κράτος από τη δυσβάστακτη υποχρέωση να χρηματοδοτεί τη δημόσια εκπαίδευση αντί να επιδοτεί τις ιδιωτικές επενδύσεις, θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις σχηματισμού μιας ελίτ ‘αρίστων’ σε θέματα διαδικασίας και know how αλλά εν πολλοίς αναλφάβητων σε θέματα βαθύτερης κατανόησης, κριτικής προσέγγισης, κοκ. Προφανώς, όλα αυτά εντάσσονται σε ένα ευρύτερο έστω και κακογραμμένο σχέδιο πολιτικής αποδόμησης του Δημόσιου Πανεπιστημίου. Μήπως η κατάργηση της κοινωνιολογίας από πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα (ακόμη και για κατευθύνσεις ανθρωπιστικών σπουδών) και ο αποκλεισμός όλων των διδασκόντων που δεν είναι μέλη ΔΕΠ (δηλαδή των μελών ΕΕΠ, ΕΔΙΠ και ΕΤΕΠ) καθώς και των διοικητικών υπαλλήλων από το σώμα των εκλεκτόρων που αναδεικνύει πρυτανικά σχήματα στα πανεπιστήμια, δεν σηματοδοτούν επίσης αυτή την τεχνοκρατική και αντιδημοκρατική στροφή;
Θα πρέπει όμως οι νεοφιλελεύθεροι ‘σεναριογράφοι’ να έχουν υπ’ όψη τους πως, παρά τη φαινομενική νηνεμία, σημαντικό μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας είναι καχύποπτο και δυσαρεστημένο από τα εξ αποστάσεως κακέκτυπα της εκπαίδευσης και της εργασίας. Όποιος επιχειρήσει να επιβάλει τη διάλυση της κοινότητας μέσω των ηλεκτρονικών μέσων, θα βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων.
*Ο Μιχάλης Ψημίτης είναι Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου, και ο Νίκος Τζ. Σέργης είναι Διδάσκων “Φιλοσοφία των Μαθηματικών” του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης