Ιρλανδία: Κυβέρνηση Συνασπισμού και Πανδημίας

Η είδηση που ανακοινώθηκε αρχές της εβδομάδας, δεν αποτελούσε έκπληξη. Τα δύο κεντροδεξιά/δεξιά κόμματα της Ιρλανδίας, Φιάνα Φάιλ και Φίνε Γκάελ, ανακοίνωσαν το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, σε συνεργασία με τους Πράσινους. Ήταν «πολύ κοντά σε συμφωνία», άλλωστε, έδω και δύο εβδομάδες, όπως είχε ανακοινώσει ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός της χώρας, και ηγέτης του Φίνε Γκάελ, Λίο Βαράντκαρ – ο άνθρωπος που έχασε τις εκλογές του Φλεβάρη.

Το άλλοθι για τον σχηματισμό της κυβέρνησης αυτής, όμως, έδωσε η Πανδημία. Και δεν θα είναι άδικο να πούμε ότι, η Πανδημία επέτρεψε και την μερική αλλαγή της ατζέντας, δηλαδή την κεντρώα στροφή των δύο ιστορικών δεξιών κομμάτων, υπό την πίεση των αποτελεσμάτων των εκλογών.

Οι εκλογές στην Ιρλανδία, λίγες εβδομάδες πριν το ξέσπασμα και τα μέτρα της Πανδημίας, είχαν καταγράψει μιαν ιστορική, μεγαλειώδη νίκη του Σιν Φέιν, που έπιασε εξ απήνης ακόμη και τους ίδιους τους ηγέτες του, όπως είχε παραδεχθεί ο ιστορικός του επικεφαλής, Τζέρρυ Άνταμς. Αν και ήταν αναμενόμενη κάποια άνοδος, λόγω του Μπρέξιτ και των φόβων του Ιρλανδικού λαού ότι θα ζούσε και πάλι χωρισμένος στα δύο, το αποτέλεσμα- έκπληξη το έφερε η σοσιαλιστική ατζέντα, δηλαδή η επιμονή της νέας ηγέτιδος του κόμματος, Μαίρη Λου ΜακΝτόναλντ στα κοινωνικά ζητήματα, που «μίλησε» στς καρδιές και το νου των νεώτερων. Το κεντρικό σύνθημα του κόμματος ήταν Καιρός Για Αλλαγή (Time For Change), και χτύπησε στόχο.

Οι εκλογές είδαν το Σιν Φέιν να προσθέτει στο ποσοστό του +10,7%, σχεδόν να διπλασιάζει την εκλογική του δύναμη – είχε λάβει 13,8% στις προηγούμενες εθνικές εκλογές-, και να αγγίζει στο σύνολο το 24,1%.

Όταν τα αποτελέσματα έγιναν γνωστά, πολλοί πιστεύαμε ότι σύντομα θα πηγαίναμε πάλι σε εκλογές. Ήταν εμφανές, υποστηρίζαμε, ότι η Ιρλανδία ζούσε το τέλος του δικομματισμού και οι πολίτες, πιεσμένοι από τα πανάκριβα νοίκια, το κουτσούρεμα των παροχών της Υγείας και της Παιδείας, το ελέω ΕΕ ανάπηρο συνταξιοδοτικό, ζητούσαν άμεση αλλαγή.

Οι νέες εκλογές συνέφεραν και το Σιν Φέιν – που αυτή τη φορά δεν ήταν έτοιμο, είχε κατεβάσει λιγότερους υποψήφιους από ότι μπορούσε να εκλέξει- και τους Πράσινους, που διπλασίασαν τα ποσοστά τους, προσθέτοντας  +4,4% σε αυτά της προηγούμενης αναμέτρησης και πλησιάζοντας το 7,5%, όντας, μαζί με το Σιν Φέιν οι δύο κερδισμένοι της «αντικαθεστωτικής ψήφου», όπως την είχαν χαρακτηρίσει οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς. Ήταν προφανές ότι μια νέα αναμέτρηση θα έβλεπε αυτήν ακριβώς την ψήφο να αυξάνεται.

Η μόνη πιθανότητα να μην πάμε σύντομα σε νέες εκλογές, ήταν η συνεργασία των δύο κεντροδεξιών κομμάτων εξουσίας. Αμέσως μετά την ουσιαστική τους ήττα, αι οι δύο έφτυναν τον κόρφο τους για την πιθανότητα να γίνει κυβέρνηση με το Σιν Φέιν. Ήταν όμως διστακτικοί (αν και δεν το απέκλειαν) σε μια κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ τους και ήξεραν ότι χρειάζονται και κάποιον ακόμη. Όπως έγραφα και τότε, «και τα δύο [κεντροδεξιά κόμματα ηγεσίας] γνωρίζουν πως σε αυτή την περίπτωση κινδυνεύουν με πολύ μεγαλύτερη ήττα στις όποιες επόμενες εκλογές: το δικομματικό παιγνίδι μόνο όταν παίζεται με θρησκευτική ευλάβεια μπορεί να αποδίδει, όπως έχουν αποδείξει πλείστα όσα παραδείγματα – αλλοιώς τα περιμένει η μοίρα του ΠΑΣΟΚ»..

Και μετά ήρθε η Πανδημία. Και διαμορφώθηκε στο τέλειο άλλοθι, όχι μόνον για την συνεργασία των δύο δεξιών κομμάτων «μπροστά στην Άμεση Εθνική Ανάγκη», που διασφάλιζε μια επαρκή αιτία για το προσωρινό τέλος του δικομματισμού, αλλά και για τους Πράσινους, που αρχικά ήταν προνομιακοί συνομιλητές του Σιν Φέιν. Χωρίς τους Πράσινους, δεν μπορούσε να επιτευχθεί κυβέρνηση συνασπισμού με καθαρή πλειοψηφία (50%+1) στο κοινοβούλιο.

Η στροφή στην ατζέντα ήταν εύκολη, τώρα. Κι η ευκαιρία για μια πιο «σοσιαλιστική» πολιτική, κάπως πιο κοινωνικά δίκαιη, το ίδιο. Όπως ανακοίνωσαν τα δύο δεξιά κόμματα εξουσίας, οι επί 90 χρόνια πολιτικοί αντίπαλοι, που σήμερα συνεργάζονται, άλλωστε, «στόχος είναι η νέα κυβέρνηση να αναλάβει καθήκοντα στα τέλη του τρέχοντος μηνός [Ιουνίου], ώστε να προχωρήσουν τουλάχιστον τα μέτρα για την ενίσχυση όλων όσων έχουν πληγεί από την πανδημία στην χώρα».

Η Πανδημία έφερε στα σπίτια όλων τις εικόνες από την κακή κατάσταση του δημόσιου συστήματος Υγείας της χώρας, με εκατοντάδες πολίτες να περιμένουν ατελείωτες ώρες για να δουν ένα γιατρό. Οι περιορισμοί στην εργασία μεγάλωσαν τα ήδη τεράστια προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι νέοι εργαζόμενοι: όχι μόνο δεν αντέχουν τα ενοίκια, που αυξάνονται κατά περίπου 10% κάθε διετία, αλλά βλέπουν και τα εισοδήματά τους να μειώνονται δραστικά. Ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων αυξάνεται καθημερινά, τα χρέη της χώρας αυξήθηκαν – η Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας προβλέπει φέτος έλλειμμα 21 δισεκατομμυρίων-, τα μέτρα που λαμβάνονταν ήταν τα απολύτως απαραίτητα και τίποτε παραπάνω: Την κρίσιμη περίοδο η κυβέρνηση ήταν υπηρεσιακή, και μπορεί μεν να λάμβανε έκτακτα μέτρα, με την σιωπηλή ή ανοικτή υποστήριξη των λοιπών κομμάτων, ωστόσο όλοι καταλάβαιναν ότι συγκεκριμένες αποφάσεις – και μάλιστα οικονομικές- όφειλαν να ληφθούν από μια «κανονική» κυβέρνηση.   

Η κατάσταση της Οικονομίας και των συνθηκών ζωής των εργαζόμενων και ανέργων δεν πρόκειται να αλλάξουν εύκολα. Η κυβέρνηση συνασπισμού μπορεί να κέρδισε χρόνο, αλλά οι πολιτικές της, που πρέπει να στρίψουν προς τα αριστερά, είναι και ιδεολογικά προβληματικές για τα μέλη τους και οικονομικά πολύ δύσκολες, όσο κι αν είναι αναγκαίες. Οι αντιδράσεις των βουλευτών στην δύσκολη συμμαχία δε μπορούν να θεωρηθούν επουδενί προδιαγεγραμμένες – ήδη υπάρχουν διαφωνίες στο εσωτερικό και των δύο κομμάτων για τη συνεργασία, που μπορεί να παραμένουν χαμηλόφωνες, είναι όμως ορατές. Και, φυσικά, οι φωνές αντίδρασης από τους Πράσινους δεν είναι λίγες και ακούγονται από καιρό ξεκάθαρα, καθώς τα προγράμματα των δύο μεγάλων κομμάτων είναι αν μη τι άλλο αντι-οικολογικά. Το, δε, μεγάλο έλλειμμα, δε βοηθάει την κοινωνική πολιτική, με κυβέρνηση που πρώτη φορά θα προσπαθήσει να την ασκήσει…