H οργάνωση της κρατικής εξουσίας στη Μεταπολίτευση: φιλολαϊκή τομή στην καπιταλιστική συνέχεια

H οργάνωση της κρατικής εξουσίας στη Μεταπολίτευση: φιλολαϊκή τομή στην καπιταλιστική συνέχεια

Του Σπύρου Σακελλαροπουλου

 

«Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε την ταξική πάλη

Μάο»

 

«Περνώντας από την Πλατεία Συντάγματος, είδα το πλήθος που ήταν μαζεμένο εκεί και σκέφτηκα πόσο εύκολο ήταν για τα πλήθη αυτά μ’ ένα απλό νεύμα να καταλάβουν τη Βουλή. Θα τέλειωνε αμέσως η υπόθεση. Αλλά δεν κουνήθηκε τελικά κανείς» (Μαρτυρία του πρώην Πρωθυπουργού Γ. Ράλλη λίγες ώρες πριν πέσει η δικτατορία).

 

            Η κρατική εξουσία στο πλαίσιο της Γ’ ελληνικής δημοκρατίας, που ξεκινά με την πτώση της δικτατορίας τη νύχτα της 23ης προς την 24η Ιουλίου 1974, χαρακτηρίζεται από  την ύπαρξη μιας φιλολαϊκής τομής εντός μιας καπιταλιστικής συνέχειας. Για να μπορέσουμε όμως να κατανοήσουμε αυτή τη θέση και να αντιληφθούμε τη δυναμική που έχει ακόμα για τη σημερινή εποχή θα πρέπει  να μεταφερθούμε στο διάστημα που προηγήθηκε και που οδήγησε στην αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

            Ουσιαστικά το 1973 θα είναι η χρονιά που θα φανούν τα όρια της δικτατορικής εξουσίας και σε αυτό σημαντικό ρόλο θα έχει και η εμφάνιση στοιχείων ύφεσης στην ελληνική οικονομία για πρώτη φορά στη μετεμφυλιακή περίοδο. Η μαζική κινηματικά αμφισβήτηση του καθεστώτος θα ξεκινήσει με τη φοιτητική εξέγερση της Νομικής όπου θα γίνει φανερό πως ένα σημαντικό τμήμα της νεολαίας αντιτίθεται στο δικτατορικό καθεστώς. Αυτό σε συνδυασμό με την ασθμαίνουσα κατάσταση της οικονομίας θα οδηγήσει στη δημιουργία εστιών αμφισβήτησης του καθεστώτος και στο εσωτερικό των ενόπλων δυνάμεων με αποκορύφωμα το λεγόμενο κίνημα του Ναυτικού τον Μάιο του 1973. Παρότι το συγκεκριμένο κίνημα έγινε γρήγορα αντιληπτό και δεν μπόρεσε να συμβάλει στην πτώση της δικτατορίας είχε γίνει αισθητό πως το καθεστώς έπρεπε να αναζητήσει στοιχεία νομιμοποίησης. Γι’ αυτό επιλέχτηκε η κατάργηση της Μοναρχίας, μέσω ενός νόθου δημοψηφίσματος   τον Ιούλιο του 1973, αλλά και συγκρότηση το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους της πρώτης πολιτικής  κυβέρνησης με Πρωθυπουργό τον Σπύρο Μαρκεζίνη, γνωστό πολιτικό της προδικτατορικής περιόδου.

            Ωστόσο ούτε η «αλλαγή» του πολιτεύματος σε Προεδρική δημοκρατία ούτε η ο σχηματισμός της δοτής κυβέρνησης Μαρκεζίνη έδωσαν στη Χούντα την επιδιωκόμενη λαϊκή νομιμοποίηση. Κι αυτό γιατί ήταν σαφές πως στην πραγματικότητα αυτό που είχε γίνει δεν ήταν παρά ορισμένες συμβολικές κινήσεις ενώ η πραγματική εξουσία παρέμενε στα χέρια του στρατιωτικού μηχανισμού και ειδικά του Γ. Παπαδόπουλου.  

            Η εξέγερση του Πολυτεχνείο θα κάνει σαφή τα αισθήματα μίσους που έτρεφε ο λαός για το καθεστώς και μπροστά στον κίνδυνο γενικευμένης εξέγερσης θα αποφασιστεί η στρατιωτική καταστολή της. Ωστόσο για τον Ιωαννίδη και την πιο σκληρή πτέρυγα των αξιωματικών το Πολυτεχνείο ήταν αποτέλεσμα των, έστω και συμβολικών, κινήσεων «φιλελευθεροποίησης» που είχε αποφασίσει η ομάδα του Παπαδόπουλου. Για να μην τεθεί το καθεστώς σε νέα αμφισβήτηση αποφασίστηκε η ανατροπή του Παπαδόπουλου και η ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωαννίδη.

Ωστόσο η δικτατορία του Ιωαννίδη, ιδιαίτερα μετά τη σφαγή του Πολυτεχνείου, δεν είχε ερείσματα ούτε σε τμήματα της αστικής τάξης, μοιάζοντας πιο πολύ με βοναπαρτιστική κίνηση διάσωσης της εξουσίας ενός μηχανισμού παρά με εκδήλωση μιας σαφούς αστικής στρατηγικής. Η προσπάθεια ανεύρεσης λαϊκής νομιμοποίησης θα οδηγήσει στο τυχοδιωκτικό πραξικόπημα στην Κύπρο με σκοπό την εγκαθίδρυση ομογάλακτου καθεστώτος στο νησί επιδιώκοντας την επίλυση του χρόνιου Κυπριακού ζητήματος (είτε μέσω της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα με ευρείες παραχωρήσεις στην Τουρκία, είτε μέσω της διπλής ένωσης).

Η τουρκική επέμβαση, το ορατό ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου και η καταφανής αδυναμία του στρατού να υπερασπιστεί την Κύπρο θα οδηγήσουν το καθεστώς σε κατάρρευση.   Κι εδώ είναι που επεμβαίνει ο λαϊκός παράγοντας. Από τη μία υπήρξε η επιστράτευση που έφερε από τη μια μέρα στην άλλη 220000 εφέδρους στο εσωτερικό του στρατιωτικού μηχανισμού ανατρέποντας προηγούμενες ισορροπίες και μεταφέροντας τη λαϊκή οργή  εντός του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους. Από την άλλη χιλιάδες λαού από το απόγευμα της 23ης Ιουλίου είχαν κατεβεί στους δρόμους

Φυσικά δεν βρισκόμασταν μπροστά σε μια επαναστατική κατάσταση. Ήταν η συνύπαρξη της κρίσης της μορφής του ελληνικού αστικού κράτους μπροστά στον κίνδυνο πολεμικής εμπλοκής με ασύλληπτες συνέπειες, αντίστοιχες πιθανά με αυτές του 1922, και της λαϊκής κινητοποίησης για να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο. Το ότι υπήρξε μια ολιγόωρη αμηχανία, έως και πανικός, των αστικών δυνάμεων σχετικά για την επιθυμητή επίλυση της κατάστασης  είναι γεγονός, ωστόσο δεν υπήρχε εκείνος ο πολιτικός φορέας της κομμουνιστικής αριστεράς με το σαφές πολιτικό πρόγραμμα και τις αναπτυγμένες οργανωτικές δυνατότητες που να καθοδηγήσει τα πράγματα σε πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο αυτό που επιλέχθηκε ήταν μια φιλολαϊκή τομή μέσα στην καπιταλιστική συνέχεια. Η κυρίαρχη τάξη, μπροστά στον κίνδυνο περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών στρωμάτων αποδέχτηκε την ελεύθερη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Αποδέχτηκε, δηλαδή, τη δυνατότητα ελεύθερης εναλλαγής των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία και την ένταξή τους στους πολιτειακούς θεσμούς, χωρίς την άμεση ή έμμεση επέμβαση ενός άλλου πόλου εξουσίας, π.χ. Παλάτι ή Στρατός. Αυτό έγινε εφικτό με την υποβάθμιση του Στρατού ως κέντρου εξουσίας, την κατάργηση της Μοναρχίας και την αποδιάρθρωση των παρακρατικών μηχανισμών. Ταυτόχρονα νομιμοποιήθηκε τα ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικό καθώς και οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ενώ δρομολογήθηκε και η φυλάκιση των βασικών στελεχών του πραξικοπήματος. Το κράτος των εθνικοφρόνων έδωσε τη θέση του στο Κράτος Δικαίου καταργώντας το διαχωρισμό των πολιτών σε δύο κατηγορίες (εθνικόφρονες/ κομμουνιστές). Στο δε κοινωνικο/ οικονομικό επίπεδο δόθηκαν πολύ σημαντικές αυξήσεις στους μισθωτούς ενώ εθνικοποιήθηκαν μια σειρά από επιχειρήσεις γεγονός που συνάντησε την οργή του ΣΕΒ.

Για να υλοποιηθεί αυτή η φιλολαϊκή τομή στην καπιταλιστική συνέχεια χρειαζόταν και το κατάλληλο πρόσωπο για τη θέση του Πρωθυπουργού κι αυτό ήταν ο  Κ. Καραμανλής.  Η επιλογή Καραμανλή αποτελούσε τομή γιατί η ανάληψη της Πρωθυπουργίας από τον Σερραίο πολιτικό, ο οποίος δεν είχε συνεργαστεί με τη δικτατορία, σηματοδοτούσε την ανάγκη υλοποίησης των απαραίτητων δομικών αλλαγών  για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Αποτελούσε όμως και συνέχεια γιατί ο Κ. Καραμανλής όντας πρωθυπουργός από το 1955 μέχρι το 1963 είχε εκφράσει με επιτυχία τα γενικότερα συμφέροντα του αστικού κόσμου. Με την επιλογή Καραμανλή, ο οποίος διακρινόταν για τον αντικομμουνισμό του αλλά και για την αντιμοναρχική του στάση, διατηρείτο η σχέση ισορροπίας μεταξύ της συνιστώσας της "τομής" και της συνιστώσας της "συνέχειας", σε αντίθεση με την αρχικά προτεινόμενη λύση του λιγότερου συντηρητικού αστού πολιτικού Κανελλόπουλου όπου το βάρος έπεφτε στην  πλευρά της "τομής", πράγμα που μπορεί να συναντούσε την ενεργό αντίδραση του πιο σκληροπυρηνικού τμήματος των στρατιωτικών

Βεβαίως το σύνολο των αλλαγών σε φιλολαϊκή κατεύθυνση οφειλόταν σε ότι είχε προηγηθεί σε επίπεδο λαϊκών αγώνων. Αυτό ξεκινούσε με την εγγραφή στη συλλογική μνήμη του εαμικού κινήματος, της καταστολής τού μετεμφυλιακού κράτους, των πολύ σημαντικών κινητοποιήσεων της δεκαετίας του ’60 (114, Ιουλιανά, εργατικοί, αγροτικοί και φοιτητικοί αγώνες), της ριζοσπαστικοποίησης της γενιάς που έκανε το Πολυτεχνείο (ως απόρροια και της εισόδου στην Ελλάδα των ιδεών της παγκόσμιας έκρηξης του ‘68) αλλά, βέβαια, και της πολιτικής της  δικτατορικού καθεστώτος με αποκορύφωμα τη σφαγή του Πολυτεχνείου και τα γεγονότα της Κύπρου

Αυτά τα μέτρα, όμως, θα συνοδευτούν από τη δημιουργία μιας σειρά από ασφαλιστικές ασφαλιστικής δικλίδες για την αναπαραγωγή των αστικών σχέσεων εξουσίας.

Η πρώτη δικλείδα αφορούσε την ενίσχυση της ισχύος της εκτελεστικής εξουσίας και της συνακόλουθης υποβάθμισης της δύναμης της νομοθετικής εξουσίας. Αυτό πραγματοποιείται μέσω της μετατόπισης της νομοπαραγωγικής δραστηριότητας από τη μορφή των νόμων και των προεδρικών διαταγμάτων στη μορφή των υπουργικών αποφάσεων. Με τον τρόπο αυτό οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται μέσω εξωκοινοβουλευτικών διαδικασιών έτσι ώστε να μην είναι υπερβολική η θέση πως την πραγματική εξουσία την ασκούν τα διάφορα Υπουργεία, καθώς και οι μόνιμες επιτροπές του Υπουργικού Συμβουλίου με συέπεια ο χώρος του τελευταίου να λειτουργεί πολύ συχνά ως το πεδίο συνάρθρωσης των επί μέρους ταξικών συμφερόντων. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής λειτουργίας είναι η οργάνωση μιας μορφής αστικού κράτους, όπου κυριαρχεί η όσμωση μεταξύ συμφερόντων των διαφόρων αστικών μερίδων και του κρατικού μηχανισμού με ιδιαίτερα αναβαθμισμένο το ρόλο της διοίκησης.

Η δεύτερη δικλείδα έχει να κάνει με τις λεγόμενες υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας όπως προβλέπονταν από το Σύνταγμα του 1975. Συγκεκριμένα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές σε περίπτωση που διαπίστωνε δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, υπήρχε ευχέρεια χειρισμών στη δυνατότητα παύσης της κυβέρνησης ακόμα κι αν αυτή διέθετε την εμπιστοσύνη της Βουλής είχε τη δυνατότητα προκήρυξης δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα ακόμα και παρά την αντίθετη θέση της κυβέρνησης, μπορούσε να συγκαλεί σε έκτακτες περιστάσεις το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την Προεδρία του, να απευθύνει διαγγέλματα το λαό χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης, να αναπέμπει στη Βουλή ψηφισμένα νομοσχέδια.   

            Συνολικά ιδωμένη η καινούρια διάρθρωση της πολιτικής εξουσίας, περιλαμβάνει την ειδική, ειδική με την έννοια ότι συμπυκνώνει ένα συγκεκριμένο συσχετισμό δύναμης που δύναται κάθε στιγμή να τροποποιηθεί, συνάρθρωση μεταξύ τριών διαφορετικών δομών: του Προέδρου της Δημοκρατίας, της κυβέρνησης και των κορυφών της Διοίκησης. Το καινούριο στοιχείο, για την εκτελεστική εξουσία, σε σχέση με την προδικτατορική περίοδο, είναι η αποκλειστική ανάληψη του έργου της ενοποίησης της κρατικής πολιτικής χωρίς τις παρεμβάσεις του Παλατιού και των στρατιωτικών μηχανισμών.

Η τρίτη δικλείδα  αφορά τη θέση των κομμάτων στο σύστημα εξουσίας. Ουσιαστικά μέχρι το 1967, με την εξαίρεση της κομμουνιστικής αριστεράς, τα πολιτικά κόμματα λειτουργούσαν με αδύναμη και αποκεντρωμένη δομή και αντιστοιχούσαν στη μορφή του αστικού κράτους όπου  κυριαρχούσαν οι κοινοβουλευτικές αντιπροσωπευτικές σχέσεις.

 

Τώρα τα κόμματα καταλαμβάνουν μια νέα θέση που καταλαμβάνουν στη δομή των σχέσεων εξουσίας. Διευρύνουν το πεδίο νομιμοποίησης της κρατικής πολιτικής μετασχηματίζοντας τη βασική τους λειτουργία από εκφραστή των κοινωνικών συμφερόντων σε πολιτειακό θεσμό-συστατικό της οργάνωσης των εξουσιαστικών σχέσεων. Βέβαια, η παραπάνω παρατήρηση είναι γενική και εξειδικεύεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε κόμμα χωριστά και ειδικότερα στα κόμματα της Αριστεράς. Ωστόσο, δεν παύει να έχει τη δομική σημασία της σηματοδοτώντας τα όρια μέσα στο οποία μπορεί να κινείται ένας κομματικός σχηματισμός στο πλαίσιο της γ' ελληνικής δημοκρατίας. Από την άλλη η μεταπολιτευτική δομή της εξουσίας έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό την αναγνώριση μέσω των κομμάτων, κατά τρόπο σχεδόν αποκλειστικό, τη δυνατότητα αντιπροσώπευσης κοινωνικών στρωμάτων και διατύπωσης κοινωνικών αιτημάτων προς την κρατική εξουσία. Παράλληλα, γίνεται δεκτή η στρατολόγηση των κορυφών της διοικητικής πυραμίδας από το στελεχιακό δυναμικό των πιο ισχυρών κομματικών σχηματισμών και ιδιαίτερα του κόμματος που κατέχει την κυβερνητική εξουσία. Τέλος, αλλά όχι έσχατο, το κυβερνητικό κόμμα αναλαμβάνει το ρόλο της ενοποίησης των κατευθύνσεων και της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης[1].

            Συμπερασματικά η συγκρότηση των μαζικών κομμάτων δεν είχε ως στόχο διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών μέσω της ενεργού παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα αλλά τη μεγαλύτερη γραφειοκρατικοποίηση των κομμάτων, πράγμα που πραγματοποιούνταν λόγω της αυτονόμησης της κορυφής από τη βάση: επαγγελματοποίηση των στελεχών του κομματικού μηχανισμού και συνεχείς μεταπηδήσεις στις κορυφές της διοίκησης, περιθωριοποίηση της συμμετοχής των κομματικών μελών στη λήψη των αποφάσεων. Τα κόμματα υποβαθμίζοντας ως φορείς κοινοβουλευτικού ελέγχου αφού και η ίδια η Βουλή υποβαθμιζόταν ως προς τη λειτουργία αυτή αλλά ενισχυόταν ο ρόλος τους ως Ιδεολογικού Μηχανισμού του Κράτους αποτελώντας σύμφωνα με το Φεραγιόλι «παραδημόσια εργαλεία κοινωνικής σταθεροποήσης και συναίνεσης προς τους κρατικούς θεσμούς»

Η αναβάθμιση του ρόλου των κομμάτων στο σύστημα εξουσίας, (ενίσχυση του ρόλου τους ως μηχανισμών ενσωμάτωσης των λαϊκών τάξεων και πολιτικής εκπροσώπησης σε πολλαπλά κοινωνικά επίπεδα), εκφράστηκε με την υιοθέτηση μίας σειράς πρακτικών που περιλαμβάνουν την ενίσχυση των μορφών εσωτερικής οργάνωσης, τη διαμόρφωση και οριοθέτηση μίας εσωκομματικής ιδεολογίας και τη συγκρότηση κομματικών οργανώσεων σε κάθε κοινωνικό χώρο. Ταυτόχρονα, το γεγονός της αντικειμενικής επέκτασης της εκπροσώπησης (μέσα από την τοπική αυτοδιοίκηση, τα εργατικά συνδικάτα, τους φοιτητικούς συλλόγους κλπ), συνέτεινε στην ενίσχυση της εξουσίας των κομματικών φορέων και στην εξάπλωση της επιρροής τους. Σημαντικό ρόλο στη διεύρυνση της δράσης των κομμάτων είχε και ο Τύπος ο οποίος συνδέθηκε στενά με την πορεία των πιο ισχυρών κομμάτων, αποτελώντας, ουσιαστικά μία μορφή πιο εκλεπτυσμένης προπαγάνδισης των κομματικών θέσεων.

            Βέβαια, πέρα από τη στρατηγική ενσωμάτωσης της λαϊκής δυναμικής μέσω της γραφειοκρατικοποίησης των κομματικών μηχανισμών που σχεδίασε και επέτυχε η ιθύνουσα τάξη στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, η ενεργός συμμετοχή και ένταξη των πολιτών στη κομματική ζωή πρέπει να ερμηνευθεί ως αντίδραση στο αυταρχικό μετεμφυλιακό πλαίσιο που περιόριζε, αν όχι απαγόρευε, την ελεύθερη πολιτική δράση. Με αυτή την έννοια, η ανάπτυξη των κομμάτων στη μεταπολίτευση θα πρέπει να ιδωθεί ως διττό και διαλεκτικό φαινόμενο: Από τη μία ως συνέπεια του μετεμφυλιακού καθεστώτος αποκλεισμών και διακρίσεων και από την άλλη ως αποτέλεσμα της προσπάθειας ενσωμάτωσης και ποδηγέτησης των αυθόρμητων μορφών λαϊκής ενεργοποίησης. Ωστόσο οι δύο αυτές πλευρές, αν και υπαρκτές, δεν είναι ισοβαρείς. Η γραφειοκρατικοποίηση πολύ γρήγορα επικαθόρισε τον τρόπο συμμετοχής μεταλλάσσοντας τους κομματικούς σχηματισμούς, εκτός αυτών της κομμουνιστικής αριστεράς, σε κόμματα του Κράτους, μηχανισμούς διάχυσης της κρατικής πολιτικής.

 

            Αναμφίβολα για τις κυριαρχούμενες τάξεις το νέο κοινωνικό συμβόλαιο (λειτουργία κοινοβουλευτισμού- ενίσχυση και αναβάθμιση της εξουσίας του εκτελεστικού, υποβάθμιση του ρόλου του Στρατού, κατάργηση της Μοναρχίας, νομιμοποίηση των ΚΚ, αναβάθμιση του ρόλου των κομμάτων στο πολιτικό σύστημα)  παρουσιάζει αρκετά θετικά σημεία. 'Ήταν ο φόβος του πολέμου με την Τουρκία λόγω της χαίνουσας πληγής του Κυπριακού. Από τη μια οι ζωντανές μνήμες των θηριωδιών της γερμανικής κατοχής και από την άλλη ο υπαρκτός κίνδυνος μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης είχαν ως αποτέλεσμα τη σφυρηλάτηση του κοινωνικού consensus. 

Το 54%, που έλαβε η Ν.Δ. στις εκλογές του '74, αποτελεί απόδειξη ότι μέσα σ' ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι κυρίαρχες τάξεις είχαν κατορθώσει να οικοδομήσουν ένα πλαίσιο ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων το οποίο συνδύαζε τον εκσυγχρονισμό των πολιτικών θεσμών με την μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής.

 

             

Οι λαϊκοί αγώνες που θα σημειωθούν στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, με τη μορφή μεγάλων διαδηλώσεων και αργότερα μεγάλων απεργιών, θα σφραγίσουν με τη δυναμική τους την παγίωση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Δεν θα μπορέσουν ωστόσο, λόγω της αντικειμενικής κατάστασης των πολιτικών φορέων της Αριστεράς, να συντελέσουν σε ένα ανώτερο ποιοτικά επίπεδο της ταξικής πάλης ικανό να οδηγήσει σε βαθύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Ο λόγος ήταν ότι η ηττημένη Αριστερά του Εμφυλίου αναγκάστηκε, για χρόνια, να προνομιμοποιήσει τη διεκδίκηση των δημοκρατικών ελευθεριών ως βασικό πολιτικό στόχο. Αδυνατούσε, όμως, να συνειδητοποιήσει την κλίμακα της τομής που τα αστικά κέντρα εξουσίας μεθόδευσαν και ως εκ τούτου αδυνατούσε να έχει εκείνη την πρωτοβουλία των κινήσεων που θα έσπρωχνε το λαϊκό ριζοσπαστισμό πέραν των ορίων διεκδίκησης του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού. Σε κάθε περίπτωση όμως ήταν αυτοί οι αγώνες που παγίωσαν μια σειρά από σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις, δημιουργώντας ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο πάντοτε η άρχουσα τάξη ήθελε να ανατρέψει. Ωστόσο η δυναμική της ταξικής πάλης, και παρά τις αρνητικές εξελίξεις για τις κομμουνιστικέ δυνάμεις σε διεθνές επίπεδο, θα κατορθώσει η διαδικασία αποδόμησής του να πάρει πολύ αργούς ρυθμούς αν και ουσιαστικά ξεκίνησε από το 1985 με τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που υιοθέτησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο εκείνου του έτους. Η μεγάλη τομή θα έρθει με την κρίση και την πολιτική των μνημονίων και το στοίχημα για μια σύγχρονη μαχόμενη κομμουνιστική αριστερά είναι αν θα καταφέρει όχι απλώς να αποκαταστήσει τις χαμένες μεταπολιτευτικές κατακτήσεις αλλά να τις προωθήσει μέχρι εκεί που δε θα υπάρχει πια γυρισμός…  

           

 

 

[1] Για να θυμηθούμε και τον Πουλαντζά: «Η πολιτικοποίηση της κρατικής διοίκησης καθίσταται αναγκαία στο σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος επειδή αυτή αναλαμβάνει ένα νέο, πολύ ενισχυμένο ρόλο σε βάρος του νομοθετικού, ενώ παράλληλα καθίσταται αναγκαία η παρουσία ενός μαζικού αστικού κόμματος εξουσίας που αναλαμβάνει το ρόλο ενοποίησης της κρατικής διοίκησης».