Σημείο καμπής για την Αμερική και τον κόσμο
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Το πρωτοφανές, τουλάχιστον για τα μεταπολεμικά χρόνια, κύμα διαδηλώσεων κατά των φυλετικών διακρίσεων, της αστυνομικής βίας και των κοινωνικών ανισοτήτων που κατέκλυσε την Αμερική ύστερα από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ εξελίσσεται σε διεθνές φαινόμενο ιστορικών διαστάσεων. Από το Σιάτλ και την Ατλάντα μέχρι το Παρίσι και το Λονδίνο, εκατομμύρια διαδηλωτές, λευκοί , μαύροι, κυρίως νέοι, κατεβαίνουν στους δρόμους, συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής και γκρεμίζουν αγάλματα, φέρνοντας τις σύγχρονες κοινωνίες του πιο αναπτυγμένου καπιταλισμού αντιμέτωπες με τα προπατορικά τους αμαρτήματα του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας.
Για πρώτη φορά ύστερα από τρεις μήνες, ο Covid-19 πέρασε σε δεύτερο πλάνο, καθώς η έξοδος από την καραντίνα και η ανάκτηση του δημόσιου χώρου έφεραν με ακόμη μεγαλύτερη ορμή στο προσκήνιο τη διάχυτη κοινωνική οργή που εκδηλώθηκε το 2019 στους δρόμους με κινήματα τύπου Κίτρινα Γιλέκα και στη μεγάλη οθόνη με ταινίες τύπου Τζόκερ και Τα Παράσιτα. Η πανδημία και η δραματική οικονομική ύφεση που τη συνόδευσε έδρασαν ως ισχυροί επιταχυντές των κάθε είδους ανισοτήτων, καθώς οι φτωχοί και οι φυλετικές μειονότητες πλήρωσαν δυσανάλογα μεγάλο κόστος, τόσο σε θανάτους όσο και σε απολύσεις. Ενδεικτικά, στη Νέα Υόρκη, οι μαύροι αντιπροσωπεύουν το 26% του πληθυσμού, αλλά το 93% των συλληφθέντων για παραβιάσεις της καραντίνας. Υπό αυτό το πρίσμα, η δολοφονία του Φλόιντ απλά άναψε το φιτίλι. Η πυρίτιδα είχε ήδη συσσωρευτεί.
Ειδικά η Αμερική δονείται από το πλατύτερο κίνημα κοινωνικής και πολιτικής διαμαρτυρίας που γνώρισε από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Οι προηγούμενες μεγάλες εξεγέρσεις μαύρων το 1965, το 1968 και το 1992 περιορίστηκαν, σε μεγάλο βαθμό, στα νέγρικα γκέτο του Βορρά και τις κατ’ εξοχήν μαύρες πόλεις του Νότου. Αντίθετα, τις τρεις τελευταίες εβδομάδες οι διαδηλώσεις επεκτάθηκαν και στις 50 Πολιτείες των ΗΠΑ, από την Αλάσκα μέχρι τη Φλόριντα, ακόμη και σε μικρές, λευκές, συντηρητικές πόλεις των 20-40.000 κατοίκων στη Νεμπράσκα, την Αϊόβα και τη Νεβάδα, στα βάθη της ενδοχώρας. Παρά τα όχι κυρίαρχα, αλλά ούτε και ασήμαντα, φαινόμενα πλιάτσικου, λεηλασιών και δολοφονιών αστυνομικών, η πλειοψηφία των πολιτών εκφράζει συμπάθεια για τους στόχους των διαδηλωτών και ιεραρχεί, σε αναλογία δύο προς ένα, ως υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα την αστυνομική βία και τις φυλετικές ανισότητες και όχι τη βία στους δρόμους. Η βαθιά Αμερική των συντηρητικών νοικοκυρέων κλονίζεται και μια μερίδα της αρχίζει να στρέφεται κατά του Τραμπ. Αυτό- και οι αντιδράσεις από το ίδιο το Πεντάγωνο- είναι που τον εμπόδισε, μέχρι τώρα, να κατεβάσει το στρατό στους δρόμους και να πάει στις εκλογές του Νοεμβρίου ως ο πρόεδρος του νόμου και της τάξης, όπως θα ήθελε.
Εξαιρετικά αξιοπρόσεκτο φαινόμενο είναι η ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος, προϊόντος του χρόνου. Το σύνθημα που κυριαρχεί τις τελευταίες ημέρες, από τη μια ακτή των ΗΠΑ μέχρι την άλλη, είναι το Defund the Police, δηλαδή η περικοπή των κονδυλίων που πηγαίνουν στην αστυνομία και η ανακατεύθυνσή τους σε κοινωνικά προγράμματα, όπως και η αποστρατιωτικοποίησή της, με κατάργηση των πιο διαβόητων ειδικών δυνάμεων, τύπου SWATS, και των βάναυσα κατασταλτικών μεθόδων της. Παρότι ο Μπάιντεν και η ηγεσία των Δημοκρατικών απορρίπτουν αυτά τα συνθήματα για να μην κατηγορηθούν για εξτρεμισμό, η πίεση των δρόμων γίνεται ασφυκτική. Ήδη ο δήμαρχος Νέας Υόρκης Μπιλ ντε Μπλάζιο δεσμεύτηκε ότι θα προχωρήσει στο defunding (σημειώστε ότι στις ΗΠΑ οι δαπάνες για «νόμο και τάξη», δηλαδή αστυνομία- φυλακές- δικαιοσύνη, είναι διπλάσιες από εκείνες για κοινωνικές υπηρεσίες, όπως παιδεία, υγεία και στέγαση).
Εκείνο που μοιάζει με απίστευτο είναι ότι σε ένα, προφανώς μειοψηφικό, αλλά αυξανόμενο τμήμα της κοινής γνώμης, ακόμη και των τοπικών αρχών, βρίσκει απήχηση το σύνθημα για πλήρη κατάργηση της αστυνομίας, με τη σημερινή της μορφή, κάτι που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα ακουγόταν ως αναρχική φαντασίωση. Το δημοτικό συμβούλιο της Μινεάπολης, όπου δολοφονήθηκε ο άοπλος Φλόιντ στα χέρια λευκών αστυνομικών, ήδη αποφάσισε ακριβώς αυτό: τη διάλυση του αστυνομικού τμήματος της πόλης και την αντικατάστασή του από λαϊκή πολιτοφυλακή υπό τον έλεγχο του δημοτικού συμβουλίου. Στο Σιάτλ, έδρα του νέου καπιταλισμού της Amazon και της Microsoft, αλλά και ιστορικό οχυρό του αμερικανικού εργατικού κινήματος, του σοσιαλισμού και του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, διαδηλωτές καταλαμβάνουν κεντρική συνοικία, την ανακηρύσσουν «αυτόνομη ζώνη», διώχνουν τους αστυνομικούς από το τμήμα τους και ζητούν την οριστική του διάλυση. Μια από τις μεγαλύτερης επιρροής εφημερίδες του κατεστημένου, οι New York Times, φιλοξενούν άρθρο (προφανώς, όχι της σύνταξης) που τάσσεται υπέρ της κατάργησης της αστυνομίας.
Δεν περιμένουμε, βέβαια, ότι η αμερικανική αστυνομία θα έχει υποκατασταθεί από κάτι που να μοιάζει με λαϊκή πολιτοφυλακή όταν η πλημμυρίδα των διαδηλώσεων δώσει τη θέση της στην άμπωτη. Φαίνεται πολύ πιθανό, όμως, ότι το ευρύ κίνημα αυτών των ημερών θα αποτελέσει σημείο καμπής για την πορεία των ΗΠΑ (και όχι μόνο). Το πιο ουσιώδες στοιχείο του είναι η διαφαινόμενη διάβρωση του κοινωνικού συνασπισμού της Νέας Δεξιάς, της οποίας ο Τραμπ ήταν το σύμπτωμα και όχι η αιτία, ο εκπρόσωπος Τύπου και όχι ο δημιουργός.
Η Νέα Δεξιά του Τραμπ ήταν και είναι ένας αντιδραστικός λαϊκισμός με ξεκάθαρα αντιλαϊκή πολιτική (χωρίς προηγούμενο φοροαπαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο, υπονόμευση της έστω περιορισμένης ασφάλισης των φτωχών με το Obamacare, πλήρης απελευθέρωση της αγοράς εργασίας κλπ). Ο Τραμπ κατάφερε να συσπειρώσει μεγάλο μέρος της αστικής τάξης χάρη αφενός μεν στα αντιλαϊκά του μέτρα, αφετέρου δε στη διεκδίκηση μιας πιο ευνοϊκής θέσης των ΗΠΑ στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ιδίως απέναντι στην Κίνα. Παράλληλα, κατάφερε να κερδίσει ένα σημαντικό τμήμα της λευκής, βιομηχανικής εργατικής τάξης (ιδίως σε κρίσιμες για την έκβαση των προεδρικών εκλογών, ταλαντευόμενες Πολιτείες στις Μεγάλες Λίμνες) με τη «λευκή υπεροχή», την αντιμεταναστευτική υστερία και τη δημαγωγία του εναντίον του «συστήματος», του «βαθέος κράτους» και της παγκοσμιοποίησης.
Όλα δείχνουν ότι η τραγελαφική διαχείριση της πανδημίας, η εκτόξευση της ανεργίας και της φτώχιας, αλλά και η εμπρηστική, αυταρχική αντιμετώπιση των διαδηλωτών έχουν φέρει τον εύθραυστο κοινωνικό συνασπισμό του Τραμπ στα πρόθυρα της αποσάθρωσης. Απέναντί του, τείνει να διαμορφωθεί ένας νέος, ηγεμονικός συνασπισμός φιλελεύθερων λευκών, φυλετικών μειονοτήτων και της γενιάς του millennium με το υποθηκευμένο μορφωτικό και εργασιακό μέλλον, ο οποίος έχει πολλές πιθανότητες να τον εκδιώξει από τον Λευκό Οίκο με τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, έστω κι αν απέναντί του βρίσκεται ένας τόσο άχρωμος και άνευρος πολιτικός όπως ο 77χρονος Μπάιντεν.
Βεβαίως, θα ήταν πρόωρο να ξεγράψει κανείς τον Τραμπ, ο οποίος, με όλα όσα έχει κάνει, έχει πει και έχει τουιτάρει, εξακολουθεί να εισπράττει θετικές γνώμες από το 41-45% των ψηφοφόρων, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Θεωρούμε βέβαιο ότι το αμέσως επόμενο διάστημα οι φανατικοί οπαδοί του (σαν αυτούς που εισέβαλαν ένοπλοι στο καπιτώλιο του Μίσιγκαν, εναντίον της Δημοκρατικής κυβερνήτριας) θα κάνουν αισθητή την παρουσία τους όχι μόνο στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις, αλλά και σε αντιδιαδηλώσεις κατά του κινήματος Black Lives Matter, οι οποίες θα μπορούσαν εύκολα να βγουν εκτός ορίων. Ήδη είδαμε κάτι ανάλογο στο Λονδίνο, με τις συγκρούσεις ακροδεξιών με διαδηλωτές του προοδευτικού χώρου, το Σάββατο. Η κοινωνική και πολιτική πόλωση στις ΗΠΑ, στην πορεία προς τις εκλογές, ενδέχεται να φτάσει στα άκρα και πολλοί φοβούνται ότι, αν ο Τραμπ χάσει τις εκλογές, ιδίως αν τις χάσει με οριακή διαφορά, θα μπορούσε να διαμορφωθεί εμφυλιοπολεμικού τύπου ατμόσφαιρα.
Στο μεταξύ, αξίζει να προβληματιστεί κανείς για την έντονη απήχηση που έχει το αμερικανικό κίνημα στην Ευρώπη. Δεκάδες χιλιάδες Γάλλοι, μεταναστευτικής προέλευσης όσο και «γηγενείς», καταλαμβάνουν την πλατεία της Δημοκρατίας και συγκρούονται με την αστυνομία. Στην άλλη πλευρά της Μάγχης, διαδηλωτές γκρεμίζουν αγάλματα δουλοκτητών και βεβηλώνουν το μνημείο του Τσόρτσιλ, ακόμη και τη στήλη του Νέλσονα, καταγγέλλοντας το ρατσισμό, τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία της Αυτοκρατορίας. Αν αυτά τα κινήματα βρίσκουν ευρεία απήχηση, είναι γιατί πάρα πολλοί εργαζόμενοι και νέοι αισθάνονται ψυχικά αλληλέγγυοι με τα θύματα του ρατσισμού και του ιμπεριαλισμού, νιώθουν σαν «μητροπολιτικοί Ινδιάνοι», όπως έλεγε ένα παλιό σύνθημα της ιταλικής Αυτονομίας. Και ακόμη βρισκόμαστε στην αρχή αυτού του καινούργιου, αδιαμόρφωτου, αλλά πολλά υποσχόμενου κοινωνικού και πολιτικού φαινομένου, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.