Η επιστροφή του κεϊνσιανισμού με μεγάλες παρεμβάσεις του κράτους στην οικονομία;

Παναγιώτης Σωτήρης

Οποτεδήποτε έχουμε μια μεγάλη οικονομική κρίση και βλέπουμε τις κυβερνήσεις να προχωρούν σε μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις στην οικονομία, πάντα επανέρχεται το ερώτημα εάν αυτό σηματοδοτεί μια επιστροφή στη σκέψη του Τζον Μέιναρντ Κέινς. Καθόλου τυχαίο δεν είναι αυτό, καθώς σε μεγάλο βαθμό ήταν όντως ο Κέινς αυτός που επέμεινε στη δυνατότητα και την αναγκαιότητα εκτεταμένων παρεμβάσεων στην οικονομία με σκοπό να αντιστραφούν οι δυναμικές των οικονομικών κρίσεων, αλλά και να αποτραπεί το ενδεχόμενο κοινωνικών κρίσεων που θα μπορούσαν να έχουν να αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα.

Είναι αλήθεια ότι η σκέψη του Κέινς αποτέλεσε το συνώνυμο της οικονομικής ορθοδοξίας («είμαστε όλοι κεϊνσιανοί τώρα», θα είναι το σύνθημα στη δεκαετία του 1960), σε μια περίοδο παρατεταμένης οικονομικής ανάπτυξης που όμως στο τέλος δεν απέφυγε την οικονομική κρίση, όπως αυτή αποτυπώθηκε στη δεκαετία του 1970. Στη συνέχεια και για αρκετό καιρό το όνομα του Κέινς περίπου δαιμονοποιήθηκε, ιδίως από τους στοχαστές αλλά και τους πολιτικούς που θα συνδεθούν με αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «νεοφιλελευθερισμό». Μικρή σημασία είχε εάν και σε ποιον βαθμό εγκαταλείφθηκαν πλήρως οι πολιτικές που θα τις λέγαμε κεϊνσιανές ή σε ποιον βαθμό αρκετοί νεοφιλελεύθεροι ήταν όντως και οπαδοί της «αυστριακής σχολής». Ηταν σαφές ότι υπήρχε μια αλλαγή κατεύθυνσης.

 

Ο πολιτικός πυρήνας της σκέψης του Κέινς

Η σκέψη του Κέινς, ενός διανοουμένου που αναμετρήθηκε με τις επιπτώσεις του πολέμου και της κρίσης στην οικονομία και που δεν ήταν αποκομμένος από τις πολιτικές διαδικασίες, ήταν πάντα πολιτική. Αλλωστε, μιλάμε για έναν άνθρωπο που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, ενώ αργότερα θα είναι εκ των αρχιτεκτόνων των συμφωνιών του Bretton Woods και θεσμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ.

Οπως παρατηρεί και ο καθηγητής Τζεφ Μαν (Geoff Mann) στην πρόσφατη μονογραφία του με τον τίτλο «In the long run we are all dead. Keynesianism, Political Economy and Revolution» (Μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί. Κεϊνσιανισμός, πολιτική οικονομία και επανάσταση), η σκέψη του Κέινς εντάσσεται σε μια οπτική που τη συναντάμε ήδη στον Χέγκελ. Σύμφωνα με αυτήν, από μια κλίμακα ανισότητας και κοινωνικών συγκρούσεων και μετά υπάρχει ο κίνδυνος μιας ευρύτερης αποσταθεροποίησης, αναταραχής και τελικά καταστροφής των όποιων κατακτήσεων της αστικής εποχής.

Στον βαθμό που ο βαθιά αστός Κέινς δεν μπορούσε να δει σε μια τέτοια εξέλιξη τη δυνατότητα της επαναστατικής ανατροπής, όπως είχε κάνει για παράδειγμα ο Μαρξ, αυτό που απέμενε ήταν ένας στοχασμός της οικονομίας υπό το πρίσμα αυτής της πολιτικής προτεραιότητας: δηλαδή της αποτροπής διαλυτικών και αποσταθεροποιητικών κοινωνικών συγκρούσεων. Αυτός ο πολιτικός πυρήνας της σκέψης του Κέινς είναι που κάνει τη σκέψη του να αποτελεί ακόμη και σήμερα μια πρόκληση, καθώς δεν πρότεινε απλώς μια ακόμη οικονομική θεωρία ή ένα «αναπτυξιακό υπόδειγμα», αλλά μια συνολικότερη οπτική.

Προφανώς αυτό δεν θέλει να μειώσει την πρωτοτυπία που είχε η σκέψη του Κέινς. Η οικονομική ορθοδοξία της εποχής του Κέινς υποστήριζε ότι το βασικό στοιχείο στην οικονομία ήταν η προσφορά, με βάση και τον περίφημο νόμο του Say ότι η προσφορά παράγει τελικά και ζήτηση. Παράλληλα, υποστήριζε ότι είναι πρόβλημα για την οικονομία η «ακαμψία» των μισθών, ενώ αντίθετα θα έπρεπε να μπορούν να μειωθούν και οι ονομαστικοί μισθοί, ώστε να μειώνεται το κόστος παραγωγής και άρα να ενισχύεται η προσφορά.

 

Πλήρης απασχόληση και αυξήσεις στους μισθούς

Ο Κέινς, αντίθετα, υποστήριξε ότι η καθοριστική παράμετρος στην οικονομία είναι η ενεργός ζήτηση, δηλαδή το άθροισμα της κατανάλωσης και της επένδυσης. Οταν η ζήτηση ανεβαίνει, δηλαδή αυξάνεται η κατανάλωση και η επένδυση, αυξάνεται και η προσφορά και επέρχεται οικονομική ανάπτυξη. Γι’ αυτό τον λόγο και θεωρούσε ότι μπορούσε και έπρεπε να αποτελεί στόχο και η πλήρης απασχόληση και μια σταδιακή αύξηση των μισθών.

Παράλληλα, ο Κέινς υποστήριξε ότι δεν είναι λύση η μείωση των ονομαστικών μισθών ως τρόπος για να μειωθεί η τιμή των προϊόντων και να αυξηθεί η ζήτηση για αυτά, ώστε να αυξηθεί η απασχόληση. Ο Κέινς υποστήριξε ότι μπορούσε να επιτευχθεί η διατήρηση πλήρους απασχόλησης χωρίς ονομαστικές μειώσεις μισθών. Τέλος, ο Κέινς διαφωνούσε με την κλασική ποσοτική αντίληψη του χρήματος, η οποία στηριζόταν στον φόβο πως όταν αυξάνεται παραπάνω από ένα όριο η νομισματική κυκλοφορία, τότε δημιουργούνται προβλήματα και άρα χρειάζονται περιοριστικές πολιτικές.

Η θεωρία βρήκε μεγάλη ανταπόκριση γιατί πολύ απλά αποδείχτηκε ότι μπορούσε να δώσει μια διέξοδο στα προβλήματα που ανέδειξε η κρίση του 1929 και η Μεγάλη Υφεση που ακολούθησε. Μάλιστα, τότε εκτιμήθηκε ότι οι «ορθόδοξες» απαντήσεις που δόθηκαν αρχικά δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα και βάθυναν την κρίση. Αντίθετα, όπου δοκιμάστηκαν πολιτικές αύξησης της δημόσιας δαπάνης και στήριξης των μισθών υπήρξε γρηγορότερη ανάκαμψη της οικονομίας και ξεπέρασμα της κοινωνικής κρίσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το αμερικανικό New Deal.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η θεωρία του Κέινς έγινε η νέα ορθοδοξία. Οι κυβερνήσεις έθεσαν ως στόχο την πλήρη απασχόληση και οι αυξήσεις στους μισθούς θεωρήθηκαν μαζί με τις αυξημένες κρατικές δαπάνες μοχλός τόνωσης της ζήτησης. Μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι πολιτικές αυτές είχαν αποτελέσματα, τροφοδότησαν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και συνέβαλαν στην αναδιανομή εισοδήματος και τη μείωση της κοινωνικής ανισότητας. Σε αυτό συνέβαλε επίσης η στήριξη που υπήρχε από τα συνδικάτα (που με τη σειρά τους αποδέχτηκαν οι αυξήσεις στους μισθούς να μην ακολουθούν πάντα τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας και προσαρμόστηκαν στην πραγματικότητα του μεγάλου «φορντικού» εργοστασίου) αλλά και η αίσθηση απειλής από το αντίπαλο παράδειγμα της Σοβιετικής Ενωσης και των άλλων «λαϊκών δημοκρατιών».

Σταδιακά, ο κεϊνσιανισμός άρχισε να αμφισβητείται, κυρίως μετά το ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης μετά το 1973. Αναδύθηκε ένα αντίπαλο ρεύμα, που επέστρεψε σε παραδοχές της νεοκλασικής θεωρίας. Αντί της ζήτησης προτάχθηκε η προσφορά, αντί της πλήρους προσφοράς τέθηκε ως στόχος η αποφυγή του πληθωρισμού, αντί της πλήρους απασχόλησης τέθηκε ο στόχος ποσοστών απασχόλησης που να μην αυξάνουν τον πληθωρισμό, αντί της αποφυγής μείωσης των μισθών τέθηκε το ζήτημα της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας.

 

Ενέσεις ρευστότητας ή αναμέτρηση με την κοινωνική ανισότητα

Ηδη από την επαύριον του 2008 και τις μεγάλες ενέσεις ρευστότητας για τη διάσωση των τραπεζικών συστημάτων μια ορισμένη παραλλαγή κεϊνσιανισμού καθοδήγησε πλευρές της οικονομικής πολιτικής. Ομως ήταν ένας «κεϊνσιανισμός των τραπεζών», που δεν έδειχνε την ίδια διάθεση παρέμβασης σε ζητήματα που αφορούσαν την απασχόληση ή την ενεργό ζήτηση, θεωρώντας ότι εκεί έπρεπε να συνεχίσουν να λειτουργούν οι αυθόρμητες δυναμικές της αγοράς, ώστε να συγκρατείται το κόστος εργασίας.

Αυτό αποτυπώνει τα όρια του τρόπου σκέψης των σχεδιαστών της οικονομικής πολιτικής στην εποχή μας και την αδυναμία να έχουν μια πιο συνολική πολιτική και κοινωνική οπτική ως προς τα διακυβεύματα. Ο τρόπος που στην Ευρωπαϊκή Ενωση συζητήθηκαν πολιτικές όπως τα Μνημόνια, όπου η δημοσιονομική πειθαρχία αντιμετωπίστηκε ως μια ιδιότυπη πολιτική και οικονομική πανάκεια και όπου υποτιμήθηκαν οι εκρηκτικές κοινωνικές συνέπειες πολιτικών όπως η διαβόητη «εσωτερική υποτίμηση», συγκεφαλαιώνουν αυτόν τον τρόπο σκέψης.

Ομως τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο συνδυασμός πανδημίας και οικονομικής κρίσης, μαζί με τη διατήρηση ενδημικών προβλημάτων όπως η αστυνομική βία, διαμορφώνουν ένα έντονο αίσθημα συνολικής κοινωνικής ευαλωτότητας που ήδη τροφοδοτεί κοινωνικές εκρήξεις, εάν κρίνουμε από το παράδειγμα των ΗΠΑ. Ολο το προηγούμενο διάστημα οι μορφές κοινωνικής ανισότητας και οι νέες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού παροξύνθηκαν, την ίδια ώρα που ο ορίζοντας επισκιάζεται από απειλές όπως η κλιματική αλλαγή.

Αυτό καθιστά επείγουσα την ανάγκη συνολικού αναστοχασμού των προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής. Η ανάγκη για μια σύγχρονη στρατηγική πλήρους (και αξιοπρεπούς) απασχόλησης και πρόσβασης στα βασικά δημόσια αγαθά, ως αντίδοτο στη διάλυση του κοινωνικού ιστού, η σημασία της δημόσιας δαπάνης όχι μόνο ως παροχής ρευστότητας αλλά και ως κινητοποίησης πόρων για ένα νέο Πράσινο New Deal, η επίγνωση της ανάγκης αναβαθμισμένων δημόσιων υποδομών από την έρευνα και την παιδεία μέχρι την υγεία, η αντιστροφή της οξυμμένης ανισότητας, η διαμόρφωση δικαιότερων όρων στο παγκόσμιο εμπόριο, όλα αυτά απαιτούν νέους τρόπους στοχασμού της ίδιας της έννοιας της «οικονομικής πολιτικής», έξω και πέρα από τα όρια μιας νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας που ήδη μετράει τη δεύτερη κρίση της. Μικρή σημασία έχει εάν το όποιο νέο υπόδειγμα θα είναι «τυπικά» κεϊνσιανό. Το ερώτημα είναι εάν θα αναμετρηθεί με την πολιτική πρόκληση που ο Κέινς έθεσε στη δική του εποχή.