Στα «τάρταρα» η διεθνής εικόνα της Αμερικής

Πέτρος Παπακωνσταντίνου

Ήταν πέρυσι, περίπου τέτοιο καιρό, που ένας Ευρωπαίος διπλωμάτης στην Αθήνα εκμυστηρευόταν σε στενό δημοσιογραφικό κύκλο την έκπληξή του: «Έφυγα προ ετών από μια Ελλάδα που είχε δεξιά κυβέρνηση και ευρέως διαδεδομένο αντιαμερικανισμό και επέστρεψα σε μια Ελλάδα με αριστερή κυβέρνηση και φιλοαμερικανική κοινή γνώμη».

Ανεξάρτητα από τις ιδιομορφίες της ταραχώδους, τα προηγούμενα χρόνια, πολιτικής ζωής στην Ελλάδα, το φαινόμενο ξεπερνούσε τα ανήσυχα σύνορά μας. Στην οκταετία του Μπαράκ Ομπάμα η διεθνής εικόνα των ΗΠΑ βελτιώθηκε θεαματικά. Ο,τι κριτική και αν ασκήσει κανείς σε πλευρές της εξωτερικής πολιτικής του, γεγονός είναι ότι ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην ιστορία της Αμερικής κατάφερε να αναστηλώσει το διεθνές κύρος της, που είχε τρωθεί βαρύτατα από τους πολέμους και τον μονομερή ηγεμονισμό του Τζορτζ Μπους και των νεοσυντηρητικών συνεργατών του.

Ύστερα από 3,5 χρόνια προεδρίας Τραμπ, το εκκρεμές έχει εκσφενδονιστεί στην αντίθετη άκρη. Η ίδια η εκλογή ενός τέτοιου ανθρώπου στο πιο ισχυρό πολιτικό αξίωμα της υφηλίου αποτέλεσε διεθνές σοκ και κάθε μήνας που περνούσε επιβεβαίωνε τους χειρότερους φόβους, με αποκορύφωμα την τραγικά αναποτελεσματική διαχείριση της πανδημίας της COVID-19. Αλλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η ακραία διχαστική και απολυταρχική συμπεριφορά του απέναντι στο κύμα των διαδηλώσεων που πυροδότησε η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, στη Μινεάπολη.

Οι γεωστρατηγικοί αντίπαλοι της Αμερικής τρίβουν τα χέρια τους. Στο Συμβούλιο ΑσφαλείαςΡωσία και Κίνα καυτηρίασαν την προσπάθεια των ΗΠΑ να θέσουν θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Χονγκ Κονγκ, τονίζοντας τον ενδημικό ρατσισμό και τη βάναυση αντιμετώπιση ειρηνικών διαδηλώσεων. Στο μεταξύ, οι μαχητικές πορείες εναντίον του ρατσισμού και του Τραμπ εξαπλώνονταν από το Παρίσι μέχρι το Όκλαντ κι από το Τορόντο μέχρι το Σίδνεϊ. Χάρη στον Αμερικανό πρόεδρο, η COVID-19 έφυγε για πρώτη φορά εδώ και τρεις μήνες από την πρώτη γραμμή της διεθνούς επικαιρότητας, εκτοπισμένη από εικόνες συλλαλητηρίων και οδομαχιών.

Η καταβαράθρωση του διεθνούς κύρους των ΗΠΑ προκαλεί έντονη ανησυχία στους κόλπους των αμερικανικών ελίτ. Η Washington Post δημοσίευσε ρεπορτάζ υπό τον εύγλωττο τίτλο «Βετεράνοι της CIA που μελέτησαν την καταστολή στο εξωτερικό βλέπουν ανησυχητικές αναλογίες με τη διαχείριση των διαδηλώσεων από τον Τραμπ». Η Γκέιλ Χελτ, πρώην αναλύτρια της υπηρεσίας για υποθέσεις Νοτιοανατολικής Ασίας και νυν πανεπιστημιακός, αναφέρει ότι οι επιλογές του προέδρου των ΗΠΑ της θυμίζουν πρακτικές της Κίνας και της Μαλαισίας στην αντιμετώπιση εσωτερικών ταραχών και προσθέτει: «Έτσι συμπεριφέρονται οι ηγέτες αυταρχικών καθεστώτων. Τέτοια πράγματα συμβαίνουν σε χώρες που βρίσκονται στα πρόθυρα κατάρρευσης».

«Ο Σαντάμ, ο Ασαντ, ο Καντάφι – όλοι τους έκαναν κάτι τέτοιο», δήλωσε στην ίδια εφημερίδα ο Μαρκ Πολυμερόπουλος, πρώην στέλεχος της CIA για υποθέσεις Ευρώπης και Ασίας. Αναφερόταν στην εκμετάλλευση θρησκευτικών συμβόλων από τον Τραμπ (με τη διαβόητη επίσκεψή του στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη), τη στιγμή που οι δυνάμεις ασφαλείας κατέστειλαν ειρηνική διαδήλωση λίγες δεκάδες μέτρα μακριά. Εξαιρετικά ανήσυχος εμφανίστηκε και ο Μπρετ Μακ Γκερκ, πρώην ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Συρία: «Η εικόνα ενός αρχηγού κράτους που ζητάει από κρατικούς αξιωματούχους να “κυριαρχήσουν στο πεδίο της μάχης” είναι εμβληματικής σημασίας και θα καθορίσουν για αρκετό καιρό το πρόσωπο της Αμερικής στον κόσμο».

Οι αντιδράσεις δεν περιορίζονται στις μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες ποτέ δεν βρίσκονταν σε καλή σχέση με τον 45ο πρόεδρο. Ο επί δύο χρόνια υπουργός Άμυνας του Τραμπ, Τζιμ Μάτις, υπήρξε καταπέλτης, καυτηριάζοντας τις απειλές του ότι θα αναθέσει στον στρατό την καταστολή των διαδηλώσεων, ενώ και ο εν ενεργεία διάδοχός του, Μαρκ Εσπερ, πήρε σαφείς αποστάσεις από τον πολιτικό του προϊστάμενο και πολλοί εκτιμούν ότι μετράει μέρες στο Πεντάγωνο. Η δυσαρέσκεια ξεπερνά τα κομματικά σύνορα και διατρέχει σημαντική μερίδα στελεχών των Ρεπουμπλικανών. Τζορτζ Μπους και Μπαράκ Ομπάμα έστειλαν, την Τετάρτη, ταυτόσημα μηνύματα, στα οποία εγκωμίαζαν τις ειρηνικές διαδηλώσεις που πυροδότησε ο τραγικός θάνατος του Φλόιντ και καλούσαν την πολιτική ηγεσία να ακούσει το μήνυμά τους.

Αντιμέτωπη με μια τριπλή κρίση –φονική πανδημία, χωρίς προηγούμενο στα μεταπολεμικά χρόνια οικονομική ύφεση, έκρηξη των φυλετικών ταραχών– η Αμερική περιδινίζεται μέσα σε ένα σκοτεινό τούνελ. Αρκετοί, όμως, θεωρούν ότι αυτή η κρίση μπορεί να αποδειχθεί σημείο καμπής στην πορεία της χώρας, όχι αναγκαστικά προς το χειρότερο. Η μαζική κάθοδος πολιτών στους δρόμους εκατοντάδων πόλεων αποτελεί ιστορικών διαστάσεων φαινόμενο. Αυτή τη φορά δεν μιλάμε μόνο για μία φυλετική ομάδα ή για τους «συνήθεις υπόπτους» των ριζοσπαστών της Νέας Υόρκης και του Σαν Φρανσίσκο. Μαύροι και λευκοί, προοδευτικοί αλλά και συντηρητικοί, με πρωταγωνιστικό τον ρόλο της νεολαίας, συμμετέχουν σ’ αυτό το πανεθνικό τσουνάμι που κατέκλυσε ακόμη και παραδοσιακά νυσταλέες, από πολιτική άποψη, περιοχές του Δυτικού Τέξας, της Νεβάδα και της Νεμπράσκα – για παράδειγμα, σαν το Λούμποκ, μια συντηρητική πόλη του Τέξας με 280.000 κατοίκους, όπου οι μαύροι αντιπροσωπεύουν μόλις το 8% του πληθυσμού.

 

Νόμος και τάξη

Η Ιστορία επιβάλλει κάποιον σκεπτικισμό όσον αφορά τις προσδοκίες πολιτικής αλλαγής στις ΗΠΑ. Αμέσως μετά την κορύφωση του «Αμερικανικού 1968», με το κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και την έκρηξη των διαδηλώσεων με αφορμή τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τις εκλογές κέρδισε ο μακιαβελικός συντηρητικός Ρίτσαρντ Νίξον. Αλλά και στη Γαλλία, ένα μήνα μετά τον θυελλώδη Μάη του ’68, η Δεξιά των Ντε Γκωλ – Πομπιντού σάρωσε στις βουλευτικές εκλογές. Κάτι ανάλογο ελπίζει να επιτύχει στις 3 Νοεμβρίου ο Ντόναλντ Τραμπ, προβάλλοντας το πρότυπο του σκληρού προέδρου, που υπεραμύνεται του νόμου και της τάξης. Αν και δημοσκοπικά υπολείπεται του Τζο Μπάιντεν, και μόνο το γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια της προεδρίας του, ακόμη και σήμερα, η δημοτικότητά του κυμαίνεται μεταξύ 41% και 45%, μαρτυρά ότι ο Τραμπ αποτελεί περισσότερο το σύμπτωμα και λιγότερο την αιτία μιας βαθύτερης αμερικανικής παθολογίας. Ωστόσο, κάθε μέρα που περνάει (και σε αυτές τις εξαιρετικές καταστάσεις μία ημέρα μπορεί να ισοδυναμεί με αρκετούς χρόνους πολιτικής ηρεμίας) ενισχύει την αισιοδοξία όσων πιστεύουν ότι, αν όχι η παθολογία, τουλάχιστον αυτό το εξαιρετικά τοξικό, για την Αμερική και όλον τον κόσμο, σύμπτωμα μπορεί σύντομα να εκλείψει.