Δολοφονία Φλόιντ: Γιατί τελικά εξεγέρθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες

Η προηγούμενη φορά που οι ΗΠΑ είδαν μια τόσο μεγάλη έκρηξη διαμαρτυρίας, με συγκρούσεις με την αστυνομία, βία και καταστροφές ήταν τον Απρίλιο του 1968,όταν το άκουσμα της είδησης για τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ πυροδότησε βίαιες διαδηλώσεις σε πάνω από 125 αμερικανικές πόλεις, με 50 νεκρούς και περισσότερες από 15.000 συλλήψεις. Στην τετραετία 1968-1972 υπήρξαν περίπου 2.310 περιστατικά τέτοιων «ταραχών» σε 960 μαύρες κοινότητες.

Στη συλλογική μνήμη των ΗΠΑ έμειναν με διαφορετικούς τρόπους. Στις μαύρες κοινότητες έμεινε η μνήμη της σύγκρουσης σε συνδυασμό με τη διαρκή αίσθηση διάψευσης υποσχέσεων για ενσωμάτωση και δικαιοσύνη. Ας μην ξεχνάμε ότι τα χρόνια που ακολούθησαν μπορεί να δοκιμάστηκαν διάφορες πολιτικές που προώθησαν την άμβλυνση των διακρίσεων, όμως την ίδια στιγμή ήταν πολύ μεγαλύτερη η επένδυση στην καταστολή, στην στρατιωτικοποίηση των αστυνομικών δυνάμεων, που ξεκίνησε την επαύριο των ταραχών του 1968, και αργότερα στον διαβόητο «πόλεμο στο έγκλημα» που σε μεγάλο βαθμό στοχοποίησε τις μαύρες κοινότητες και οδήγησε σε πρωτοφανή ποσοστά καταδικών και φυλακίσεων των Αφροαμερικανών.

Το 2017 οι μαύροι αποτελούσαν το 12% του πληθυσμού, αλλά το 33% του πληθυσμού των φυλακών, την ώρα που οι λευκοί που αποτελούν το 64% του αμερικανικού πληθυσμού, αποτελούσαν μόλις το 30% του πληθυσμού των φυλακών. Ούτως ή άλλως, οι μαύροι και οι ισπανόφωνοι είναι πολύ πιο πιθανό να υποβληθούν σε αστυνομικό έλεγχο από τους λευκούς. Τα στατιστικά στοιχεία για τη Νέα Υόρκη αναφέρουν ότι οι νεαροί μαύροι και ισπανόφωνοι άρρενες, ηλικίας 14-17 ετών αντιπροσωπεύουν μόνο το 5% του πληθυσμού της πόλης, όμως παρ’ όλα αυτά το 38% των αστυνομικών ελέγχων έγιναν σε βάρος τους.

 

Η βαθιά ανισότητα

Η αίσθηση άνισων προοπτικών δεν περιορίζεται μόνο στην εξαιρετικά άνιση μεταχείριση από τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές. Αφορά πρώτα και κύρια την οικονομική και κοινωνική κατάσταση.

Το διάμεσο εισόδημα των μαύρων νοικοκυριών ήταν το 2018 στα 41.692 δολάρια την ώρα που το διάμεσο εισόδημα των λευκών νοικοκυριών ήταν 70.642 δολάρια. Ουσιαστικά, το μέσο μαύρο νοικοκυριό έβγαζε μόλις 50 σεντ για κάθε δολάριο που έβγαζε το μέσο λευκό νοικοκυριό. Αντίστοιχη είναι η ανισότητα και σε σχέση με την απασχόληση. Το πρώτο τρίμηνο του 2020 (πριν αρχίσει το κύμα απολύσεων εξαιτίας της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων) η μέση ανεργία των μαύρων Aμερικανών ήταν 6,6%, ενώ των λευκών 3,6%.

 

Μετρούν οι ζωές των μαύρων;

Το σύνθημα (και κίνημα) Black Lives Matter ήρθε στο προσκήνιο κυρίως μετά τη δολοφονία από αστυνομικούς το 2014 του Μάικλ Μπράουν στο Φέργιουσον, κοντά στο Σαιντ Λούις και του Ερλ Γκάρνερ στη Νέα Υόρκη (με το βίντεο της σύλληψής και του θανάτου του να τον δείχνει να επαναλαμβάνει τη φράση “I can’t breath” –δεν μπορώ να ανασάνω–, την ίδια ακριβώς που επαναλάμβανε και ο Τζορτζ Φλόιντ), παρότι ως σύνθημα είχε ακουστεί νωρίτερα.

Ήρθε να θυμίσει ότι οι μαύροι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν πολύ πιο μεγάλο κίνδυνο να πεθάνουν από σφαίρα και γενικότερα βία αστυνομικών σε σχέση με τους λευκούς και να υπογραμμίσει ότι στη σύγχρονη Αμερική δε μετρούν δυστυχώς όλες οι ζωές το ίδιο. Ανάμεσα στον Ιανουάριο του 2015 και τον Μάιο του 2020 σκοτώθηκαν από σφαίρες αστυνομικών 1252 μαύροι και 2385 λευκοί. Αν λάβουμε υπόψη την αναλογία του πληθυσμού, αυτό σημαίνει ότι 30 μαύροι ανά εκατομμύριο έπεσαν θύματα πυροβολισμών από αστυνομικούς ενώ στους λευκούς η αναλογία είναι 12 ανά εκατομμύριο.

Τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά αστυνομικής βίας σε βάρος μαύρων, παρά την μεγάλη δημοσιότητα που είχαν πάρει οι διαμαρτυρίες μετά το Φέργκιουσον και την κλιμάκωση του κινήματος Black Lives Matter, και παρότι οι ΗΠΑ είχαν από το 2008 έως το 2016 έναν πρόεδρο που δεν ήταν λευκός, έρχονται να υπογραμμίσουν ότι ο ρατσισμός στις ΗΠΑ δεν αφορά απλώς το εάν υπάρχουν τυπικές μορφές ανισότητες, αλλά πολύ πιο βαθιά ριζωμένες στάσεις και πρακτικές.

 

Ο ρατσισμός ως «υποκείμενο πρόβλημα υγείας»

Πριν η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ υπενθυμίσει την άνιση βία σε βάρος των μαύρων, ήταν η πανδημία του νέου κορονοϊού που έδειξε πόσο άνιση είναι η συνθήκη και σε σχέση με την υγεία.

Με βάση στοιχεία από όσες Πολιτείες των ΗΠΑ καταγράφουν φυλετικά στοιχεία για τα θύματα του νέου κοροναϊού καταγράφονται οι δραματικές επιπτώσεις της πανδημίας για τους μαύρους αμερικανούς. Η επεξεργασία αυτών των στοιχείων από το APM Research Lab δείχνει ότι η θνησιμότητα των μαύρων Αμερικανών από τον κοροναϊό είναι 2,4 φορές μεγαλύτερη από αυτή των λευκών και 2,2 φορές υψηλότερη από αυτή των ασιατικής καταγωγής ή των ισπανόφωνων. Με βάση τα στοιχεία από 40 Πολιτείες και την Περιφέρεια της Κολούμπια (δηλ. την περιοχή όπου είναι η πρωτεύουσα  Ουάσιγκτον), στα τέλη Μαΐου ένας στους 1850 μαύρους Αμερικανούς είχε πεθάνει (54,6 νεκροί ανά 100.000, ένα ποσοστό θνησιμότητας υψηλότερο για παράδειγμα από τη γενική θνησιμότητα από τον κοροναϊό στη Γαλλία).

Η ανισότητα, που μάλιστα αποτυπώνεται και σε υψηλότερα ποσοστά θανάτων ανθρώπων κάτω των 65 αποδόθηκε σε μεγαλύτερη συχνότητα υποκείμενων προβλημάτων ή καταστάσεων υγείας (όπως ο διαβήτης ή η υπέρταση). Μόνο που αυτά τα προβλήματα υγείας δεν είναι άσχετα από τη συνολικότερη κοινωνική συνθήκη στην οποία ζουν οι μαύροι αμερικανοί, δικαιολογώντας την εκτίμηση, που έχει ακουστεί συχνά το τελευταίο διάστημα, ότι το βασικό «υποκείμενο πρόβλημα υγείας» είναι ο ίδιος ο ρατσισμός, που αποτυπώνεται σε πλήθος ανισότητες. Χαμηλότερο εισόδημα, χειρότερες συνθήκες κατοικίας (μικρότερα διαμερίσματα, περισσότερα άνθρωποι ανά κατοικία, δυσμενέστεροι περιβαλλοντικοί όροι), χειρότερες συνθήκες εργασίας (συχνά στις εργασίες «πρώτης γραμμής» που συνεπάγονται μεγαλύτερη έκθεση στον κοροναϊό), μεγαλύτερη ανασφάλεια, μεγαλύτερο κοινωνικο-οικονομικό στρες, δυσκολότερη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, διαμορφώνουν μια διαχρονική συνθήκη που καταλήγει σε αυτή την τόσο αυξημένη ευαλωτότητα.

 

«Η γλώσσα αυτών που δεν ακούγονται»

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η έκρηξη που βλέπουμε στις ΗΠΑ δεν είναι απλώς μια «αντανακλαστική» αντίδραση σε μια δολοφονία, με τον ίδιο τρόπο που δεν ήταν «αντανακλαστικές» οι ταραχές της δεκαετίας του 1960.

Χρόνια πριν ήταν ο ίδιος ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που με μια αποστομωτική ακριβολογία είχε περιγράψει τι ακριβώς σημαίνουν τέτοιες κοινωνικές εκρήξεις: «μια ταραχή είναι η γλώσσα αυτών που δεν ακούγονται» (a riot is the language of the unheard).

Με αυτό τον τρόπο ήθελε να υπογραμμίσει ότι τέτοιες εκρήξεις  δεν αποτελούν ούτε μαζική παραβατικότητα, ούτε μαζική ανομία, αλλά ο μόνος τρόπος ώστε άνθρωποι που υφίστανται καταπίεση, εκμετάλλευση και συστηματικές ρατσιστικές διακρίσεις επιτέλους να ακουστούν.

Η σύγχρονη Αμερική δεν έχει ξεπεράσει το ρατσισμό. Μπορεί πια να μην υπάρχουν τυπικές φυλετικές διακρίσεις, όπως αυτές που υπήρχαν έως και τη δεκαετία του 1960, μπορεί να μη θεωρείται πλέον πρέπον οι άνθρωποι να βγάζουν αναμνηστικές φωτογραφίες μπροστά από θύματα λιντσαρίσματος, όπως γινόταν στις ΗΠΑ έως και τη δεκαετία του 1930, μπορεί να έχει καταργηθεί η δουλειά, αλλά η διαίρεση είναι πραγματική και αποτυπώνεται με όλους τους δυνατούς τρόπους: στο εισόδημα, στην κατοικία, στην υγεία, στην αστυνομική βία.

Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι στις διαδηλώσεις δεν συμμετέχουν μόνο μαύροι. Με έναν τρόπο φαίνεται να κατεβαίνει στο δρόμο ένα ευρύτερο τμήμα μιας αμερικανικής κοινωνίας που έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο την ανισότητα αλλά και τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση και τη μεγαλύτερη έκρηξη ανεργίας από τη δεκαετία του 1930 και τη Μεγάλη Κρίση.

Αδυναμία χειρισμού της πανδημίας, βαθιά οικονομική κρίση, ρατσιστική βία: η Αμερική είναι αντιμέτωπη με τον ίδιο τον εαυτό της. Και έχει στην ηγεσία της έναν άνθρωπο που δείχνει να επιμένει να εθελοτυφλεί απέναντι στο πραγματικό πρόβλημα, θεωρώντας τους διαδηλωτές «τρομοκράτες» και ζητώντας ακόμη μεγαλύτερη καταστολή.