Τα «αόρατα» στηρίγματα της κοινωνίας
Εχει γραφτεί αρκετές φορές ότι η συγκυρία της πανδημίας μας έκανε να αναγνωρίσουμε ποια είναι τα στηρίγματα της κοινωνίας, οι άνθρωποι, δηλαδή, χωρίς τους οποίους απλώς δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε τη σημερινή δύσκολη κατάσταση.
εάν οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό είχαν ένα κύρος και μια αναγνώριση και πριν, που δυστυχώς δεν μεταφραζόταν και σε πολιτική βούληση να καλυφθούν τα μεγάλα κενά στο δημόσιο σύστημα υγείας, δεν ισχύει το ίδιο για πολλούς άλλους πραγματικούς στυλοβάτες της κοινωνίας.
Γιατί σήμερα κατανοούμε ότι τα όποια στοιχεία κανονικότητας της ζωής μας, έστω και εντός αναγκαστικού εγκλεισμού, προϋποθέτουν ότι υπάρχουν υπάλληλοι στα σουπερμάρκετ που εκτιθέμενοι σε μεγαλύτερο συγκριτικά κίνδυνο από όσους «μένουμε σπίτι» μας εξυπηρετούν, όπως και εργαζόμενοι σε αποθήκες και εταιρείες μεταφορών αναγκαίων προϊόντων· ότι μπορούμε να παραγγείλουμε φαγητό ή και άλλα προϊόντα και αυτά να μας έρθουν στο σπίτι επειδή υπάρχουν οι εργαζόμενοι που το κάνουν· ότι οι υπηρεσίες καθαριότητας των Δήμων συνεχίζουν να λειτουργούν· ότι οι εργαζόμενοι στις τηλεπικοινωνίες καλύπτουν την ανάγκη μας για διαρκή ψυχαγωγία στον εγκλεισμό.
Ομως, όλες και όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι για μεγάλο διάστημα υπήρξαν «αόρατοι». Για την ακρίβεια δεν θεωρήθηκαν ποτέ στηρίγματα της κοινωνίας ή παραδείγματα προς μίμηση.
Αντίθετα, προβλήθηκαν ως παραδείγματα προς μίμηση οι εκδοχές επιχειρηματικότητας που θεώρησαν επένδυση την υπερδιόγκωση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας και την εκποίηση των δημόσιων υποδομών, αλλά και οι «καριέρες» σε μια πολιτική δημοσιότητα που κατεξοχήν διεκδίκησε την επιφάνεια σε βάρος της ουσίας.
Ακόμη χειρότερα: οι πραγματικοί στυλοβάτες της κοινωνίας αντιμετωπίστηκαν συχνά ως οι αποτυχημένοι της ζωής, αυτοί που δεν μπόρεσαν να «σταδιοδρομήσουν» επαρκώς ή να ξεφύγουν από τον αγώνα της επιβίωσης. Θεωρήθηκαν ότι είναι απλώς «κόστος εργασίας» προς διαρκή μείωση και εργασιακή δύναμη που θα πρέπει να γίνει πιο «ευλύγιστη», την ώρα που τα δικαιώματά τους στην υγεία και την ασφάλιση αντιμετωπίστηκαν επί μακρόν ως «δημοσιονομικό κόστος».