Η πανδημία της ανεργίας
…και η επερχόμενη κοινωνική σύγκρουση
Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Σοκ και Δέος προκάλεσαν στην Αμερική τα επίσημα στοιχεία για την εκτίναξη της ανεργίας στην εποχή του κορωνοϊού. Μέσα σε δύο μόνο εβδομάδες, 9,9 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους, φαινόμενο χωρίς προηγούμενο στην Ιστορία- στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-8, χάνονταν 800.000 θέσεις εργασίας το μήνα. Αξιωματούχοι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας εκτιμούσαν ότι ο αριθμός των ανέργων ενδέχεται να φτάσει μέχρι το απίστευτο ύψος των 47 εκατομμυρίων, δηλαδή το 32% του εργατικού δυναμικού, πολύ περισσότερο και από το ιστορικό ρεκόρ του 23% στην κορύφωση της Μεγάλης Ύφεσης, τη δεκαετία του 1930.
Ζοφερό διαγράφεται το τοπίο και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Στη Γαλλία βρίσκονται προσωρινά (;) εκτός εργασίας τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι ή το ένα πέμπτο του εργατικού δυναμικού στον ιδιωτικό τομέα, η Βρετανία μετρά ένα εκατομμύριο ανέργους και στην Ισπανία έχουν καταγραφεί 900.000 απολύσεις σε 14 ημέρες.
Καθώς ο εξαιρετικά μεταδοτικός ιός θέριζε ζωές κατά χιλιάδες κάθε μέρα, οι κρατικές αρχές, από την Κίνα μέχρι τη Δύση, υποχρεώθηκαν να πάρουν αυστηρά περιοριστικά μέτρα για να προστατέψουν τη δημόσια υγεία. Ωστόσο, η υγειονομική κρίση παρατείνεται περισσότερο από ό,τι περίμενε κανείς αρχικά, με αποτέλεσμα οι αναπτυγμένες χώρες να βρίσκονται μπροστά στην απειλή μιας πραγματικής οικονομικής καταστροφής. Η απειλή προβάλλει ακόμη περισσότερο εφιαλτική για την Ελλάδα, τη χώρα που μάτωσε περισσότερο από κάθε άλλη κάτω από τον ζυγό των Μνημονίων και μπήκε στην καινούργια δοκιμασία έχοντας ήδη ανεργία της τάξης του 16,3%, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο εργασιακό πεδίο θα εξαρτηθεί, βέβαια, πρώτα απ’ όλα από τη διάρκεια και τις απώλειες που θα σωρεύσει η πανδημία. Οι περισσότερο αισιόδοξοι λένε ότι, σε αντίθεση με την κρίση του 2007-8 που ήταν συστημική, τούτη εδώ είναι εξωγενής, επομένως η ανάκαμψη θα είναι πολύ γρήγορη και η ζημιά θα απορροφηθεί σχετικά αναίμακτα. Στο μεταξύ, τα μέτρα στήριξης της οικονομίας και των πιο ευάλωτων πολιτών (πακέτο μέτρων πάνω από δύο τρισ δολαρίων από το αμερικανικό Κογκρέσο, ένεση ρευστότητας 750 δισ ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και πάει λέγοντας) θα βοηθήσουν να μειωθούν οι κραδασμοί την πιο δύσκολη περίοδο.
Ευχής έργον θα ήταν να δικαιωθούν, αλλά τίποτα δεν φαίνεται περισσότερο αμφίβολο. Η υπό εξέλιξη κρίση προφανώς είναι εξωγενής, αλλά δρα στο υπόβαθρο μιας ήδη ασταθούς παγκόσμιας οικονομίας, όπου τα προμηνύματα νέων κρισιακών φαινομένων ήταν ήδη ορατά καιρό τώρα, καθώς κανένα από τα δομικά προβλήματα που οδήγησαν στο χρηματοπιστωτικό σοκ του 2007-8 δεν είχε επιλυθεί. (Διαφωτιστική από αυτή την άποψη είναι η ανάλυση του καθηγητή Κώστα Λαπαβίτσα στην ιστοσελίδα Jacobin, βλ. costaslapavitsas.blogspot.com). Από πολλές απόψεις, μάλιστα, οι οιωνοί σήμερα είναι πολύ χειρότεροι.
Η κρίση του 2007-8 ήταν διεθνής, αλλά όχι παγκόσμια. Η Κίνα και γενικά οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες των λεγόμενων BRICS έμειναν σε μεγάλο βαθμό έξω από αυτήν και βοήθησαν να απορροφηθεί γρήγορα το υφεσιακό σοκ από τα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης. Σήμερα έχουμε να κάνουμε με την πρώτη πραγματικά παγκόσμια οικονομική κρίση στην Ιστορία. Δεν υπάρχει καμία εφεδρεία, κανένας πνεύμονας της παγκόσμιας οικονομίας που να μην έχει προσβληθεί από τον Covid-19. Η Κίνα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, είδε το ΑΕΠ της να μειώνεται στο πρώτο δίμηνο του 2020 κατά 13,5% σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2019, ενώ οι εξαγωγές έπεσαν κατά 15,9% και οι επενδύσεις κατά 24,5%. Σήμερα μοιάζει να έχει θέσει υπό έλεγχο την πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα σταδιακά αίρονται, αλλά το ερώτημα είναι σε ποιους θα πουλάει. Από μόνη της η ύφεση στην Κίνα σπρώχνει προς τα κάτω την παγκόσμια οικονομία, δεδομένου του μεγάλου ειδικού βάρους που έχει αποκτήσει στο μεταξύ ο ασιατικός γίγαντας.
Εξωγενής ή όχι, η κρίση πλήττει καίρια όχι μόνο τη ζήτηση, αλλά και την παραγωγή, καταστρέφει επιχειρήσεις, σπάει παραγωγικές αλυσίδες και εκτοξεύει στα ουράνια τα κρατικά και ιδιωτικά χρέη. Εξ άλλου, στην κρίση του 2007-8, βασικός παράγοντας που βοήθησε στη γρήγορη ανάκαμψη (για ποιες χώρες, με τι κοινωνικό κόστος και για ποιους είναι άλλη ιστορία) ήταν το γεγονός ότι η συνεργασία των αστικών τάξεων υπερίσχυσε του μεταξύ τους ανταγωνισμού. ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία συντονίστηκαν σε μεγάλο βαθμό μέσω του G7. Αντίθετα, σήμερα κυριαρχεί το πνεύμα του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», όχι μόνο στην περίπτωση χωρών με εθνικιστές ηγέτες, όπως ο Τραμπ, ο Τζόνσον και ο Μπολσονάρο, αλλά και στη γερμανική Ευρώπη της Μέρκελ.
Τέλος σημαντικός παράγοντας για την εξέλιξη των πραγμάτων είναι η κοινωνική ψυχολογία την οποία διαμορφώνει η φονική πανδημία. Ο κόσμος έχει υποστεί πραγματικό σοκ, ανάλογο με εκείνο που γνώρισαν οι γενιές της ισπανικής γρίπης και του Δάγκειου πυρετού, όπως μας έλεγαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Όσο παρατείνεται η πανδημία, συνεχίζεται ο εγκλεισμός και συσσωρεύονται μακάβριες στατιστικές και τηλεοπτικές εικόνες, το τραύμα γίνεται βαρύτερο. Είναι πιθανό ο φόβος να επιμείνει για μεγάλο διάστημα μετά τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, καθηλώνοντας σε χαμηλά επίπεδα εξόδους σε εστιατόρια και μπαρ, ταξίδια, διακοπές κλπ- για όσους βέβαια θα έχουν ακόμη την οικονομική δυνατότητα. Η συμπίεση της κατανάλωσης θα δυσκολέψει την ανάκαμψη, ιδίως σε χώρες σαν την Ελλάδα με συρρικνωμένη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή και υπερβολική εξάρτηση από τον τουρισμό και την εστίαση.
Στους κόλπους των κυρίαρχων τάξεων διάχυτος είναι ο φόβος να μετατραπεί η οικονομική κρίση σε κοινωνική. «Η κυβέρνηση παρακολουθεί την επιδημία της οργής» ήταν ο χαρακτηριστικός τίτλος δισέλιδου αφιερώματος της γαλλικής εφημερίδας Le Monde, την 1η Απριλίου. Η βασική διαπίστωση- προειδοποίηση ήταν ότι η κρίση και η ανεργία ενισχύουν το ρήγμα ανάμεσα «στους κάτω και τους πάνω», τους εργαζόμενους που εκτίθενται στον φονικό ιό και τους απολυμένους από τη μια πλευρά, και τις ελίτ που οχυρώνονται στις επαύλεις και τα συσσωρευμένα κέρδη, από την άλλη. Ο φόβος της εφημερίδας ήταν μήπως φαινόμενα τύπου Κίτρινων Γιλέκων επανέλθουν, μαζικότερα και δριμύτερα, την επόμενη μέρα της πανδημίας, στο βομβαρδισμένο οικονομικό και κοινωνικό τοπίο.
Παρόμοιες ανησυχίες, αλλά και η ίδια η πίεση της πραγματικότητας, ανάγκασαν αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να πάρουν θεαματικά μέτρα που μέχρι χθες θα θεωρούνταν αδιανόητα για φιλελεύθερους, κεντροδεξιάς ή κεντροαριστερής κοπής. Σε πολλές περιπτώσεις το κράτος έγινε ντε φάκτο εργοδότης τελευταίας καταφυγής, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος των μισθών εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, με τον όρο να μη γίνουν απολύσεις (Ισπανία 70%, Δανία 73%, Βρετανία 80%, Αυστρία και Ολλανδία μέχρι και 90%). Σε σύγκριση με αυτές τις χώρες, ωχριούν απελπιστικά τα 800 ευρώ που δίνει η ελληνική κυβέρνηση σε κάθε εργαζόμενο που σταμάτησε να δουλεύει για να περάσει ενάμιση μήνα. Επιπλέον, κατεξοχήν νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να πάρουν μέτρα κρατικού παρεμβατισμού που δεν είχαν ποτέ διανοηθεί. Ένας πρωθυπουργός των Τόρις, ο Μπόρις Τζόνσον, επανεθνικοποίησε τους βρετανικούς σιδηροδρόμους, που είχαν ιδιωτικοποιήσει η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Τζον Μέιτζορ.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν δημιουργήσει σε αρκετούς ελπίδες ότι το νεοφιλελεύθερο καθεστώς των τελευταίων σαράντα χρόνων θα γίνει θύμα του κορωνοϊού. Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός έχει χρεοκοπήσει, αλλά δεν έχει ηττηθεί. Μπορεί κάλλιστα να συνεχίσει να ηγεμονεύει, σαν ζόμπι, και μετά την πανδημία, όπως έγινε και μετά την κρίση του 2007-8.
Οπωσδήποτε ο διεθνής καπιταλισμός θα υποστεί σοβαρές αλλαγές μέσα από αυτή τη δοκιμασία. Το υπόδειγμα της παγκοσμιοποίησης, με τη διαρκή μετακίνηση βιομηχανικών δραστηριοτήτων σε χώρες χαμηλότερου εργατικού κόστους και την ισοπέδωση των εμπορικών, προστατευτικών φραγμών, πιθανότατα θα υποστεί καίριο πλήγμα. Ισχυρές χώρες θα αναζητήσουν στοιχειώδη αυτάρκεια σε καίριους τομείς, ιδίως στην Υγεία και τη διατροφή.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο μετα- κορωνοϊό κόσμος θα είναι πιο φιλικός για τον κόσμο της εργασίας. Ήδη σε διεθνή κλίμακα το Κεφάλαιο αντιμετωπίζει την κρίση ως χρυσή ευκαιρία για νέα άλματα στην κατεδάφιση εργασιακών δικαιωμάτων. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που επιτρέπει μισή αμοιβή για μισή δουλειά λειτούργησε σαν σήμα για καταχρηστικές μειώσεις μισθών και απολύσεις. Η ατμόσφαιρα βαραίνει από τον γενικό περιορισμό των ελευθεριών, την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας σε βάρος των αντιπροσωπευτικών θεσμών, τη γενίκευση της παρακολούθησης με τη βοήθεια των νέων ψηφιακών εργαλείων και της τεχνητής νοημοσύνης. Μέτρα που δικαιολογούνται στο όνομα της έκτακτης ανάγκης, αλλά υπάρχει κίνδυνος να γίνουν, τουλάχιστον σε σημαντικό μέρος τους, μόνιμο καθεστώς.
Εν ολίγοις, τα πράγματα θα μπορούσαν να οδηγηθούν στην ανάδυση ενός νέου, εθνικιστικού- αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, όχι λιγότερο, αλλά περισσότερο εχθρικού απέναντι στα λαϊκά στρώματα και τη Δημοκρατία. Η πορεία προς τα εκεί μπορεί να επιταχυνθεί αν οι κοινωνικές συγκρούσεις της επόμενης μέρας πάρουν τη μορφή τυφλών ξεσπασμάτων πλιάτσικου και καταστροφής, τις οποίες θα εκμεταλλευτούν οι κυρίαρχες τάξεις για να κατεβάσουν στρατό στους δρόμους και να βάλουν θεμελιώδεις ελευθερίες στο γύψο.
Φυσικά, δεν είναι μοιραίο να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα. Όλα θα εξαρτηθούν από το εύρος, τον δυναμισμό και το περιεχόμενο των κοινωνικών αγώνων, που ήδη έχουν ξεκινήσει σε πολλές χώρες, παρά τις τρομερά αντίξοες συνθήκες της πανδημίας. Οι απεργίες βιομηχανικών εργατών της Λομβαρδίας, στην Ιταλία, και του Μέιν, στην Αμερική, όπως και οι κινητοποιήσεις του προσωπικού Υγείας σε όλο τον κόσμο, αυτό ακριβώς μαρτυρούν. Σε κάθε περίπτωση, η προστασία της εργασίας και η αντιμετώπιση της εφιαλτικά αυξανόμενης ανεργίας θα αποτελέσουν το κεντρικό επίδικο στη δύσκολη εποχή που μας περιμένει.