Η αβάσταχτη παρουσία του Έθνους- Κράτους

 

Αν θελήσει κανείς να επικεντρωθεί στις πιο σημαντικές εξελίξεις στη διεθνή σκηνή των τελευταίων εβδομάδων θα μπορούσε να αναφέρει την πραγματοποίηση του Βrexit, τα πρόσφατα γεγονότα στη Συρία με την προσπάθεια των δυνάμεων του Άσαντ να καταλάβουν την Ιντλτίμπ και την παλινδρόμηση στη Λιβύη μεταξύ της έντασης των πολεμικών αντιπαραθέσεων και των προσπαθειών διεθνούς μεσολάβησης. Η κοινή συνισταμένη των τριών αυτών γεγονότων, πέραν το ότι επηρεάζουν πολύ περισσότερους διεθνείς παράγοντες από αυτούς που με μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να αφορούν, είναι πως αναδεικνύεται ο κυριαρχικός ρόλος του Έθνους- Κράτους.

Στην περίπτωση του Brexit είχαμε από τη μία πλευρά τη Μ. Βρετανία και από την άλλη πλευρά τις υπόλοιπες 28 χώρες- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην περίπτωση της Συρίας το βασικό ρόλο διαδραματίζουν η κυβέρνηση Άσαντ, η Ρωσία, η Τουρκία, το Ιράν και οι ΗΠΑ. Οι διάφορες άλλες ένοπλες δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό του συριακού εδάφους είτε βρίσκονται σε υποχώρηση (Isis) είτε έχουν ανάγκη της στήριξης της Τουρκίας (ισλαμική αντιπολίτευση),  είτε βρίσκονται σε αντιφατική φάση αναζητώντας κάθε φορά διαφορετικές συμμαχίες   (κούρδοι αντάρτες)  Στην περίπτωση της Λιβύης με τη διάσκεψη του Βερολίνου αλλά και με τη νέα διάσκεψη που προγραμματίζεται είναι προφανές πως εμφανίζεται μια πλειάδα χωρών που επιζητούν ρόλο στην επόμενη μέρα  της Λιβύης (ΗΠΑ, Ρωσία, Τουρκία, Ιταλία, Γαλλία, Αίγυπτος)

Τα παραπάνω μας δείχνουν πως  σε αντιδιαστολή με αντιλήψεις που, σε σημαντικό βαθμό, κυριαρχούσαν στη δημόσια σφαίρα τα τελευταία χρόνια  τα εθνικά κράτη είναι οι κυρίαρχοι παράγοντες στη διαμόρφωση της  διεθνούς πολιτικής. Δεν είναι ούτε οι, γενικώς και αορίστως, δυνάμεις της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης», ούτε οι ΜΚΟ, ούτε οι «αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης», ούτε οι υπερεθνικές οργανώσεις, ούτε κάποια υποτιθέμενη «παγκόσμια κοινωνία πολιτών».  Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και την πολύ σοβαρή χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 το κράτος που θίχθηκε πρώτο, οι ΗΠΑ, κατόρθωσε να τη διαχειριστεί ακριβώς λόγω της πολιτικής που άσκησε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και η κεντρική του τράπεζα. 

Βεβαίως η διαπίστωση αυτή δε σημαίνει πως τις τελευταίες τρεις δεκαετίες δεν έχουν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές σε διεθνή κλίμακα που διευκόλυναν τις πάσης φύσης παγκόσμιες συναλλαγές. Πρόκειται για: α) την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού β) τη διευρυμένη χρήση των νέων τεχνολογιών γ) την εμβάθυνση των λειτουργιών δι-εθνικών οικονομικών ολοκληρώσεων με κυριότερο παράδειγμα αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ωστόσο οι αλλαγές μπορεί να τροποποιούν το ρόλο του Εθνικού- Κράτους αλλά σε καμία περίπτωση δεν τον υποβαθμίζουν. Η θέση περί κυριαρχίας της παγκοσμιοποίησης και συνακόλουθης υποχώρησης της κρατικής ισχύος βασίζεται στην αντίληψη πως από τα μέσα του 18ου αιώνα που υπογράφηκε  η συνθήκη της Βεστφαλίας είχε δημιουργηθεί το κυρίαρχα ανεξάρτητο νεωτερικό Κράτος. Ωστόσο αυτό εν μέρει είναι σωστό. Η συγκρότηση εθνικών κρατών, είτε μέσω της διαδικασίας της εθνογένεσης, είτε μέσω της εθνικής απελευθέρωσης από τον αποικιοκρατικό ζυγό, ορίζεται πάντα εντός του πλαισίου των διεθνών συσχετισμών δύναμης. Με άλλα λόγια η εθνική κυριαρχία έχει πάντα σχεσιακό χαρακτήρα: ακόμα και το ισχυρότερο κράτος στον κόσμο δεν μπορεί να επιβάλει μόνο του τη θέλησή του απέναντι στο σύνολο των υπολοίπων κρατών (άλλωστε και γι’ αυτό οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι στηρίχτηκαν σε συμμαχίες μεταξύ κρατών).  Κατά συνέπεια πάντοτε η δράση ενός κράτους, και τα αιτήματα που έθετε στα υπόλοιπα κράτη, ήταν ανάλογη της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτική του δύναμης (όταν ξεπερνούσε αυτά τα όρια γνώριζε την ήττα είτε με πολιτικό είτε με στρατιωτικό τρόπο).

Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να αντιληφθούμε τις σχετικά πρόσφατες εξελίξεις. Στους διάφορους διεθνείς οργανισμούς συμμετέχουν εθνικά κράτη τα οποία ανάλογα με τη θέση τους στη διεθνή συσχετισμό δύναμης διαμορφώνουν κατά το μάλλον ή το ήττον το περιεχόμενο της πολιτικής του συγκεκριμένου οργανισμού. Η συμμετοχή από μόνη της σημαίνει εκ των προτέρων αποδοχή των στρατηγικού κατευθύνσεων αυτού του οργανισμού: καμία χώρα δεν υποχρεώθηκε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ένταξη ήταν μια απόφαση που λήφθηκε από τις πολιτικές της ελίτ επειδή θεωρήθηκε πως έτσι εξυπηρετούνται καλύτερα τα συμφέροντά της. Φυσικά υπάρχουν και ορισμένες, λίγες, περιπτώσεις υπερεθνικών  θεσμών όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όπου λειτουργούν όχι στη βάση της δημιουργίας μιας πλειοψηφίας εθνικών αντιπροσώπων αλλά στη βάση της λειτουργικότητας του Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά. Ωστόσο κι εδώ πρόκειται για παράγωγα της επιθυμίας των εθνικών κρατών να υπάρχουν αυτοί οι θεσμοί. 

Τι σημαίνει αυτά επί του πρακτέου; Πολύ απλά πως οι όποιοι μετασχηματισμοί προς το προοδευτικότερο ή προς το συντηρητικότερο για τους λαούς μια χώρας κρίνονται, και θα κρίνονται, πρώτα και κύρια σε εθνικό επίπεδο.